ΘΕΣΕΙΣ
τ.54
Ιανουάριος – Μάρτιος 1996
Οικονομικές πολιτικές στην Αργεντινή μετά τον Β1 Παγκόσμιο Πόλεμο
του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα
L Πρόλογος
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η κριτική επισκόπηση των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην Αργεντινή μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτική που εφαρμόστηκε στην διάρκεια της επταετίας 19761982. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον βιομηχανικό τομέα, και γενικότερα στην παραγωγική βάση της οικονομίας, και στις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών επάνω του. Η επιλογή της περιόδου αυτής και της χώρας δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε αυθαίρετη. Η Αργεντινή είναι ένα σχεδόν τυπικό παράδειγμα μιας κατηγορίας χωρών που θεωρούνταν προηγουμένως υπανάπτυκτες και που εισήλθαν σε πλήρη κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη σχετικά πρόσφατα. Παρόλα αυτά, από τότε και για μια σημαντική περίοδο στις δεκαετίες 1950 και 1960, οι χώρες αυτές παρουσίασαν αξιοσημείωτους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Σε αυτό το επίπεδο η Αργεντινή επιδεικνύει μία ενδιαφέρουσα – αν και παραπλανητική – ομοιότητα με την Ελλάδα. Αυτή η ομοιότητα, συνδυασμένη με το υποτιθέμενο κοινό χαρακτηριστικό της επικράτησης «λαϊκιστικών» πολιτικών (π.χ. Περονισμός), οδήγησε ορισμένους συγγραφείς (π.χ. Μουζέλης 1987)1 στο να υποθέσουν ότι η Ελλάδα και η Αργεντινή ανήκουν στην ίδια κατηγορία κεφαλαιοκρατικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Παρόλο που αυτό το ζήτημα δεν είναι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης, θα πρέπει να σημειωθεί in passim ότι πρόκειται για μία εσφαλμένη θέση επειδή πρωταρχικοποιεί εκλεκτικιστικά ορισμένα επιφανειακά – και επιπόλαια – χαρακτηριστικά και παραγνωρίζει τους θεμελιακούς προσδιοριστικούς παράγοντες. Με αυτή την έννοια, στην μελέτη των μεταπολεμικών οικονομικών πολιτικών στην Αργεντινή εμφανίζονται έμμεσα τόσο οι ομοιότητες όσο και οι βασικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Όσον αφορά την επιλογή της χρονικής περιόδου, καλύπτει το σύνολο των εξελίξεων μετά την Κρίση του 1930 και τον Β1 Παγκ. Πόλεμο. Όμως αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι φαίνεται ότι μία σειρά Λατινοαμερικανικών χωρών αποτέλεσαν κυριολεκτικά το πεδίο δοκιμών των μεταπολεμικών οικονομικών πολιτικών ανάπτυξης, πριν την γενικευμένη εισαγωγή τους. Αυτό εμφανίζεται ιδιαίτερα καθαρά όσον αφορά την περίοδο 197682. Πρόκειται για την περίοδο εφαρμογής της δεύτερης γενεάς νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εκπήγαζαν από την Νομισματική Προσέγγιση του Ισοζυγίου Πληρωμών (Monetary Approach to the Balance of Payments)2 και οδηγούσαν στο άνοιγμα (διεθνοποίηση) της οικονομίας και που επιβλήθηκαν υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤIMF).
Η Αργεντινή αποτελεί μία υποδειγματική περίπτωση του προαναφερθέντος ρεύματος. Περίπου κατά την ίδια χρονική περίοδο ανάλογα πειράματα εφαρμόζονταν και σε μία σειρά άλλες Λατινοαμερικανικές χώρες. Γενικά, έχει παρατηρηθεί μία σχετική ομοιότητα στις πολιτικές που υλοποιούνταν στα διάφορα κράτη της Νότιας Αμερικής σε αυτήν αλλά και σε προηγούμενες περιόδους. Παραδείγματος χάριν, το πρώτο μονεταριστικό πείραμα στην Αργεντινή στην τριετία 195962, συμπίπτει χονδρικά με ανάλογα πειράματα στην Χιλή (195658), στην Βολιβία (1956), στο Περού (1959) και στην Ουρουγουάη (195962). Οι πολιτικές αυτές απέτυχαν και τις διεδέχθησαν εξίσου ομοιόμορφα, και εξίσου αποτυχημένα, μία σειρά Δομιστικές πολιτικές. Τέλος, οι τελευταίες με την σειρά τους αντικαταστάθηκαν από νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεύτερης γενεάς.
Πιο συγκεκριμένα, η Κρίση του ’30 εξώθησε την Αργεντινή στην υιοθέτηση πολιτικών εκβιομηχάνισης. Ο πρώτος τύπος τέτοιων πολιτικών, που εφαρμόσθηκαν στην περίοδο 193050, ήταν η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Εκβιομηχάνιση (Import Substituting Industrialisation – ISI). Με το πέρας της δεύτερης δεκαετίας το μοντέλο αυτό εκδήλωσε σοβαρά προβλήματα και ξέσπασε μία έντονη διαμάχη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του. Δύο οικονομικά ρεύματα αντιμάχονταν για την μορφή της διάδοχης οικονομικής πολιτικής: η Λατινοαμερικανική σχολή του Δομισμού και ο Μονεταρισμός. Υπήρξε μία περίοδος διαδοχικής εφαρμογής και των δύο αυτών στρατηγικών: στα 195962 εφαρμόζεται το πρώτο Μονεταριστικό πείραμα, ακολουθούμενο (κατά την περίοδο διακυβέρνησης των Ριζοσπαστών στα 196366 αλλά και κατά την Περονιστική κυβέρνηση του 197376) από ένα μακρύ Δομιστικό πείραμα. Και τα δύο εμφάνισαν προβλήματα. Συνεπώς, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976 εμφανίσθηκε ένας νέος υποψήφιος οικονομικής πολιτικής: η Νομισματική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών ή Παγκόσμιος Μονεταρισμός. Υπήρξε μία συστηματική εφαρμογή του μοντέλου αυτού στην περίοδο 197682.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης γίνεται μία σκιαγράφηση των προηγούμενων πολιτικών που εφαρμόστηκαν και της εξέλιξης της οικονομίας της Αργεντινής, πριν το 1976. Το δεύτερο μέρος εξετάζει τις ριζοσπαστικές νεοσυντηρητικές πολιτικές της περιόδου 197682 και αποτιμά τα αποτελέσματα τους.
. Η Κρίση τον ’30 και η Υποκαθιστούσα Εξαγωγές Εκβιομηχάνιση
Η βιομηχανοποίηση ως μία συγκεκριμένη στρατηγική ανάπτυξης, στην Αργεντινή, χρονολογείται από την έναρξη της Μεγάλης Κρίσης (192930). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν προϋπήρχαν σημαντικές εγχώριες μεταποιητικές δραστηριότητες. Αντίθετα, ήδη από την αρχή του 20ου αιώνα περίπου το 20% της εργατικής δύναμης εργαζόταν στην μεταποίηση, στην οποία αναλογούσε το 10 με 15% του συνολικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Η Αργεντινή είχε ήδη από εκείνη την περίοδο φθάσει ένα βαθμό εκβιομηχάνισης που η «μεσαία» αναπτυσσόμενη χώρα δεν έφθασε παρά μόνον μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο3. Ο πιο σημαντικός κλάδος, στην περίοδο αυτή, ήταν τα τρόφιμα και ποτά (σύμφωνα με την απογραφή βιομηχανίας του 1914, λίγο πάνω από το 50% της ακαθάριστης αξίας της βιομηχανικής παραγωγής προερχόταν από αυτό τον κλάδο). Η σχετική σημασία και η δομή του βιομηχανικού τομέα παρέμεινε βασικά αναλλοίωτη μέχρι το 1930: το συνολικό ΑΕΠ, η μεταποίηση και το εξωτερικό εμπόριο παρουσίαζαν παραπλήσιους ρυθμούς μεγέθυνσης (μεταξύ 4,5 και 5,5% ανά έτος) και η αξία των εισαγωγών παρέμεινε περίπου στο 25% του ΑΕΠ (μετρημένου σε τιμές του 1950).
Μετά την κρίση του 1930 η Αργεντινή «υποχρεώθηκε» να εκβιομηχανισθεί και ο ρυθμός μεγέθυνσης και η δομή της βιομηχανίας άλλαξαν ριζικά. Στα τριάντα χρόνια, που ακολούθησαν την περίοδο 192529, υπολογίζεται ότι ο όγκος των εισαγωγών μειώθηκε απόλυτα κατά το ένα τέταρτο και σχετικά στο 8% του ΑΕΠ (επίσης σε τιμές του 1950). Κατά τον ίδιο χρόνο η προστιθέμενη αξία στην μεταποίηση αυξήθηκε με ένα ρυθμό κατά 40% ταχύτερο από το συνολικό ΑΕΠ, ώστε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1950 ο κλάδος αυτός είχε αυξήσει το μερίδιο του στο συνολικό ακαθάριστο προϊόν τουλάχιστον κατά 50% (από 14% στο 21% με τιμές του 1935 και από 19% στο 30% με τιμές του 1960). Παρόλα αυτά, αυτή η εντυπωσιακή απογείωση ήταν σταθερά γειωμένη στην προϋπάρχουσα βιομηχανική βάση: σύμφωνα με την απογραφή βιομηχανίας του 1948, πάνω από το 60% της παραγωγής εξακολουθούσε να παράγεται από επιχειρήσεις ιδρυμένες πριν το 1930.
Όμως ο νέος παράγοντας ο οποίος εμφανίσθηκε στην περίοδο μετά την Μεγάλη Κρίση και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις ήταν η εξέλιξη της εκβιομηχάνισης σε μία συγκεκριμένη στρατηγική ανάπτυξης προωθούμενης από ισχυρά προστατευτικά μέτρα, ειδικά κίνητρα και άμεσες κρατικές ενέργειες. Βέβαια, στοιχεία μίας μεθοδευμένης προσπάθειας εκβιομηχάνισης ήταν ήδη παρόντα, όμως δεν στοιχειοθετούσαν μία συγκροτημένη στρατηγική. Για παράδειγμα, μία τέτοια περίπτωση ήταν το ταπεινωτικό σύμφωνο Roca Runciman, το οποίο παρείχε μία προνομιακή δασμολογική μεταχείριση για τις εισαγωγές από την Μεγάλη Βρετανία. Αυτή η πολιτική διακρίσεων έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο για την εγκατάσταση στην Αργεντινή ξένων επιχειρήσεων για να υπερπηδήσουν τους δασμούς (tariff jumping), εφόσον διαφορετικά θα αποκόβονταν από την εγχώρια αγορά. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η Standard Electric και η Siemens, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση, βασισμένη στην επέκταση της εσωτερικής αγοράς, ήταν μία πολιτική η οποία επιβλήθηκε ως η μόνη διέξοδος μετά την κρίση του 1930 και τον Β’ Παγκ. Πόλεμο. Μετά το 1946, και αντιμέτωπη με την προοπτική μίας επανέναρξης των εισαγωγών αγαθών και κεφαλαίου και τον κίνδυνο ενός τρίτου πολέμου (λόγω του Ψυχρού Πολέμου), η κυβέρνηση μετέτρεψε την προστασία της βιομηχανίας σε ένα εργαλείο μακροπρόθεσμης πολιτικής εκβιομηχάνισης. Προηγουμένως, όπως στις περισσότερες εκβιομηχανιζόμενες χώρες, η δομή των προστατευτικών μέτρων κλιμακωνόταν παραδοσιακά με βάση δύο κριτήρια: α) την προστασία ήδη υφιστάμενων εγχώριων δραστηριοτήτων (συνήθως σε μία ad hoc βάση και υπό την πίεση ενδιαφερομένων ομάδων συμφερόντων), και β) την προνομιακή μεταχείριση των λεγομένων «αναγκαίων» εισαγωγών σε σχέση με τις «μη αναγκαίες» (ιδιαίτερα σε περιόδους προβλημάτων στο Ισοζύγιο Πληρωμών).
Μία από τις πρώτες πράξεις της πολιτικής Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης ήταν το διάταγμα νόμος 14630 του 1944 που παρείχε την δυνατότητα στην κυβέρνηση να αποδίδει ειδικές πιστώσεις, φορολογικά και εισαγωγικά προνόμια (για εισαγωγές ειδικών μηχανημάτων και πρώτων υλών) σε δραστηριότητες που χαρακτηρίζονταν «εθνικού ενδιαφέροντος». Τα τρία βασικά κριτήρια που έκριναν τις δραστηριότητες αυτές ήταν ότι έπρεπε: α) να παράγουν «αναγκαία» αγαθά για την εγχώρια αγορά, β) να συνεισφέρουν στην εθνική άμυνα, και γ) να χρησιμοποιούν κύρια εγχώριες εισροές. Αυτό το πρώτο μέτρο δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχές. Εν μέρει εξαιτίας αυτών των περιορισμών και εν μέρει γιατί η πρωτοβουλία για την ανάληψη των κινήτρων αυτών είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ο νόμος δεν οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στην δομή της βιομηχανικής παραγωγής. Μόνον 40 επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από τον νόμο αυτό, αν και ορισμένες από αυτές παρήγαγαν αρκετά περίπλοκα προϊόντα όπως ηλεκτρικές μπαταρίες, αντιβιοτικά, φωτογραφικό υλικό, εκρηκτικά και ψυγεία. Μετέπειτα μέτρα εναπέθεσαν την ευθύνη για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας και υψηλής τεχνολογίας επιχειρήσεων κυρίως σε ειδικά συγκροτημένες μικτές ή κρατικές εταιρείες. Ο βασικός φορέας δεν ήταν μία αναπτυξιακή επιχείρηση, όπως στις περισσότερες άλλες χώρες, αλλά ένας οργανισμός στρατιωτικών εργοστασίων, οι Fabricaciones Militates. Οι σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες που εναποτέθηκαν στην στρατιωτική πρωτοβουλία και διαχείριση ήταν εφαρμογή του νόμου Savio του 1947, ο οποίος προέβλεπε την ίδρυση μίας μικτής επιχείρησης, ονόματι SOMISA, στην οποία οι ιδιώτες επενδυτές ποτέ δεν κατείχαν περισσότερο από 1% του μετοχικού κεφαλαίου.
Ένα άλλο μέτρο ήταν η δημιουργία μίας σειράς επιτροπών με στόχο την βελτίωση των εξαγωγών. Ο μεταποιητικός τομέας ήταν ήδη αρκετά προσανατολισμένος προς τις εξαγωγές από πριν το 1930 (15% με 29% της ακαθάριστης αξίας της βιομηχανικής παραγωγής εξαγόταν, κύρια με την μορφή επεξεργασμένων ειδών διατροφής). Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολέμου οι εξαγωγές βιομηχανικών ειδών έγιναν πιο διαφοροποιημένες – παρόλο ότι η υφαντουργία κατείχε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο – όταν οι παραδοσιακές πηγές προμήθειας άλλων Λατινοαμερικανικών χωρών διακόπηκαν. Σε εκείνη την φάση τα βιομηχανικά προϊόντα αντιπροσώπευαν πάνω από το 13% των εξαγωγών. Μεταπολεμικά όμως, ο ανανεωμένος ανταγωνισμός από τους παραδοσιακούς προμηθευτές και η αύξουσα υπερτίμηση του πέσο περιέκοψαν σημαντικά τις βιομηχανικές εξαγωγές. Η επίσημη ανησυχία για την τροπή των πραγμάτων κατέληξε στην δημιουργία μίας «Επιτροπής για την Προώθηση των Εξαγωγών» το 1952, η οποία ακολουθήθηκε από μία άλλη «Επιτροπή για την Διάδοση των Αργεντινών Προϊόντων» και τέλος από τις εμφατικές συστάσεις για ενθάρρυνση των μη παραδοσιακών εξαγωγών της Εκθεσης Prebisch προς την προσωρινή κυβέρνηση το 1956.
Ο Canitrot (1980) έχει χαρακτηρίσει την οικονομία της Αργεντινής υπό συνθήκες Υποκαθιστούσας Εξαγωγές Βιομηχανοποίησης ως περίπτωση ημικλειστής βιομηχανοποίησης (semiclosed industrialisation). Προτείνει δε ως πλαίσιο ανάλυσης ένα διτομεακό μοντέλο αποτελούμενο από έναν αγροτικό τομέα που παράγει καταναλωτικά αγαθά τόσο για εξαγωγές όσο και για την εγχώρια αγορά και έναν βιομηχανικό τομέα που χρησιμοποιεί εισαγόμενα μηχανήματα και άλλες εισαγωγές για να παράγει αγαθά κατανάλωσης και κεφαλαίου προοριζόμενα αποκλειστικά για την εσωτερική αγορά. Στο μοντέλο αυτό ο αγροτικός τομέας λειτουργεί πάντοτε σε επίπεδο πλήρους αποδοτικότητας ενώ το επίπεδο του βιομηχανικού τομέα κυμαίνεται ανάλογα με το μέγεθος της εγχώριας ζήτησης.
Στην πρώτη περίοδο λειτουργίας του – το διάστημα 194659 – το μοντέλο αυτό υιοθέτησε μέτρα που άλλαζαν τις σχετικές τιμές μεταξύ των δύο τομέων. Η πολιτική των προστατευτικών δασμών για την βιομηχανία, απέναντι σε ξένους ανταγωνιστές, επέτρεπε στις επιχειρήσεις να απορροφούν επικερδώς υψηλά εργατικά κόστη. Έτσι, οι βιομηχανικοί μισθοί και τιμές αυξάνονταν σε σχέση με τις αγροτικές τιμές ή, με άλλα λόγια, η αύξηση των μισθών σε σχέση με τις αγροτικές τιμές έδωσε στους εργάτες στα αστικά κέντρα επιπλέον αγοραστική δύναμη. Το αποτέλεσμα αυτού του μετασχηματισμού ήταν ότι η ζήτηση για βιομηχανικά αγαθά τονωνόταν παρέχοντας έτσι την βασική ατμομηχανή της ανάπτυξης. Παράλληλα, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να μειωθούν οι αγροτικές τιμές (εξαγωγικοί φόροι κλπ.) σηματοδοτούσαν μία μεταφορά από τα αγροτικά εισοδήματα στην αστική δημόσια δαπάνη. Όλα αυτά συνοδεύονταν από μία πολιτική δημοσίου ελλείμματος. Φυσικά, υπήρχε ένα ανώτατο όριο στην ικανότητα της οικονομίας να συντηρεί τέτοια ελλείμματα. Στην πράξη, αυτό το ανώτατο όριο ξεπεράστηκε σε διάφορες περιπτώσεις και για διάφορους λόγους κάνοντας αναπόφευκτη την υιοθέτηση συσταλτικών σταθεροποιητικών σχεδίων.
Στην δεύτερη περίοδο εφαρμογής του μοντέλου της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης, στο διάστημα 195970, ακολουθήθηκε ένας διαφορετικός δρόμος4 . Ως εναλλακτική λύση στην οδηγούμενη από τους μισθούς ζήτηση για βιομηχανικά αγαθά, εφαρμόστηκε μία πολιτική η οποία στόχευε στην τόνωση της ζήτησης επενδύσεων ή της ζήτησης δημόσιων δαπανών ή της καταναλωτικής ζήτησης των μη μισθωτών. Οι πραγματικοί μισθοί έπεσαν απότομα το 1959, στην διάρκεια του πρώτου μονεταριστικού πειράματος της στρατιωτικής κυβέρνησης του στρατηγού Ognania. Αυτό απάλυνε την πίεση της εσωτερικής ζήτησης, διασφαλίζοντας πόρους για μία ισχυρή αύξηση των εξαγωγών, έτσι ώστε το πρόβλημα του Ισοζυγίου Πληρωμών απαλύνθηκε. Οι παραδοσιακές βιομηχανίες που απασχολούνταν στην παραγωγή αγαθών για μισθωτούς συρρικνώθηκαν, όμως υπήρχε μία γρήγορη ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων που παρήγαγαν οχήματα και βασικές εισροές. Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 – το οποίο συμπίπτει με την Δομιστική πολιτική της κυβέρνησης Ριζοσπαστών του Frondizi – αυτή η τόνωση ενισχύθηκε από ένα δραστήριο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Αυτή η δεύτερη περίοδος Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης χαρακτηριζόταν από σημαντική ανάπτυξη αλλά και από επίμονη αστάθεια. Η βασική αιτία αυτής της αστάθειας είναι το γεγονός ότι αυτός ακριβώς ο τύπος πολιτικής απαιτεί αυξημένα περιθώρια κέρδους στον βιομηχανικό τομέα. Σε μία οικονομία χωρίς σημαντικά αποθέματα εργατικού δυναμικού και με ένα εξαιρετικά ενεργό και καλοοργανωμένο εργατικό κίνημα (ιδιαίτερα μετά τον Peron), είναι αρκετά δύσκολο να επιβληθεί μία τέτοια πολιτική. Τρεις τρόποι υπάρχουν για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο: α) μέσω μίας πολιτικής συμφωνίας στην βάση της οποίας οι μισθωτοί, περισσότερο η λιγότερο εκούσια, θα συμφωνούσαν να παραδώσουν ένα μέρος, των εισοδημάτων τους, β) μέσω ενός πληθωρισμού στον οποίο οι ρυθμοί αύξησης των τιμών ξεπερνούν τους αντίστοιχους ρυθμούς των μισθών, ή γ) με την προσφυγή σε αυταρχικές πολιτικές λύσεις. Όμως, όλες αυτές οι μέθοδοι είχαν δοκιμαστεί (στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 οι δύο πρώτες, στο δεύτερο ήμισυ η τρίτη μέθοδος) και υπήρχε πολιτική δυσκολία στο να διατηρηθεί οποιαδήποτε από αυτές τις τρεις πολιτικές για περισσότερο από τρία ή τέσσερα χρόνια, γεγονός αναγκαίο για την επίτευξη οικονομικής σταθερότητας.
Η εικόνα που δίνουν τα στατιστικά στοιχεία για την περίοδο της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης είναι αποκαλυπτική. Έχει υπολογιστεί ότι οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων έπεσαν από το 45% της συνολικής εγχώριας προσφοράς βιομηχανικών αγαθών το 1929 σε μόλις 15% το 1950. Αυτό είναι ένα από τα μικρότερα μερίδια, για εκείνη την εποχή, για όλες τις μεσαίου μεγέθους χώρες εκτός του Ανατολικού μπλοκ.
Οι συντελεστές αυτοί παραμορφώνονται τόσο από την γενική υπερτίμηση του πέσο το 1950 όσο και από την ύπαρξη πολλαπλών συναλλαγματικών ισοδυναμιών, αλλά θεωρείται ότι αντανακλούν τις τάσεις με σχετική ακρίβεια. Οι περίοδοι της Μεγάλης Ύφεσης (193034) και του Β’ Παγκ. Πολέμου – περίοδοι διεθνούς αστάθειες και σημαντικών αναταράξεων – έχουν εξαιρεθεί.
Αυτό το οποίο μπορούμε να δούμε από αυτό τον πίνακα κατηγοριών εμπορευμάτων τελικής χρήσης είναι ότι παρά το ότι η υποκατάσταση εισαγωγών ήταν σημαντική στα τελικά καταναλωτικά αγαθά, ήταν επίσης σημαντική στα αγαθά κεφαλαίου και στα ενδιάμεσα αγαθά ‘
Ο πίνακας 2 αφορά τις ομάδες προϊόντων και δείχνει τις αλλαγές στην δομή της βιομηχανίας και την υποκατάσταση εισαγωγών. Η σύνθεση του βιομηχανικού ΑΕΠ δίνεται ξεχωριστά για τις περιόδους 1925 29, 1948 50 και 1967 69. Η πρώτη περίοδος σηματοδοτεί την περίοδο πριν την εφαρμογή πολιτικών Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης, η δεύτερη την περίοδο καθαρών τέτοιων πολιτικών και η τρίτη την περίοδο Δομιστικών πειραμάτων. Μπορούμε να δούμε ότι υπάρχει μία κάθετη πτώση του ποσοστού της πρώτης ομάδας (ελαφρά βιομηχανία) και μία άνοδος της σημασίας της κλωστοϋφαντουργίας και της βαριάς βιομηχανίας. Ειδικά όσον αφορά την κλωστοϋφαντουργία, παρατηρείται μία αξιοσημείωτη άνοδος στην διάρκεια της δεύτερης περιόδου εξαιτίας της επανάστασης στην δομή και την λειτουργία της η οποία μείωσε τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από πάνω από 25% της συνολικής αξίας των εισαγωγών το 192829 σε λιγότερο από 10% μετά το 1950.
Η έκταση της εκβιομηχάνισης στην περίοδο των καθαρών πολιτικών Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης παρουσιάζεται στον πίνακα 3 όπου αναλύεται περαιτέρω η σύνθεση των εκροών και υποδιαιρείται η χρονοπερίοδος. Το μεγάλο άλμα στην βιομηχανία μηχανών, συσκευών και ηλεκτρικού εξοπλισμού έλαβε χωρά στην δεκαετία του 1950 όταν οι εισαγωγές διαρκών καταναλωτικών ειδών αντικαταστάθηκαν ταχύτατα από την εγχώρια παραγωγή. Όταν αυτός ο μετασχηματισμός ολοκληρώθηκε, η εντόπια παραγωγή σταθεροποιήθηκε ή και μειώθηκε. Για παράδειγμα, επιτεύχθηκε το ζενίθ της παραγωγής για πλυντήρια το 1957, για μηχανές ραψίματος το 1959, για ποδήλατα και μοτοσυκλέτες το 1960, για τηλεοπτικές συσκευές το 1961, για σιδηροδρομικά υλικά και αγροτικά μηχανήματα και εξοπλισμό το 1960. Κατά την διάρκεια της επομένης περιόδου η παραγωγή των υποτομέων – με σημαντική εξαίρεση την αυτοκινητοβιομηχανία – αναπτύχθηκε με αισθητά μικρότερους ρυθμούς από τον συνολικό δείκτη βιομηχανικής παραγωγής. Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες βιομηχανίες στην δεκαετία του 1960 ήταν βασικά μέταλλα (κύρια σίδηρος και χάλυβας), χημικά προϊόντα (όπως βιομηχανικά χημικά, συνθετικές ίνες και ρητίνη, πετρελαϊκά παράγωγα) και μηχανήματα και υλικά εξοπλισμού (ειδικά μηχανές εσωτερικής καύσης, εργαλεία μετρήσεων και επιστημονικού ελέγχου, η ζήτηση για τα οποία πριμοδοτήθηκε από την υποχρέωση της επεκτεινόμενης αυτοκινητοβιομηχανίας να χρησιμοποιεί ένα αυξανόμενο μερίδιο εγχώρια κατασκευασμένων εξαρτημάτων). Η συνεχόμενη ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας, και μετά το 1960, είναι επίσης ο βασικός παράγοντας για την επέκταση των υποτομέων αυτών στην διάρκεια και της επομένης περιόδου.
Οι βιομηχανίες «μεγέθυνσης» που απαριθμούνται στον πίνακα 3 – και οι οποίες από το 1965 αντιπροσώπευαν περίπου το ήμισυ του συνολικού βιομηχανικού ΑΕΠ, σε σύγκριση με μόλις το 25% το 1950 – έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
1) Οι περισσότερες από τις βιομηχανίες αυτές απαιτούν πιο σύγχρονη τεχνολογία από ό,τι οι «παραδοσιακές» αργεντίνικες βιομηχανίες. Επειδή, επιπλέον, η τεχνολογία αυτή δεν ήταν διαθέσιμη μέσα στην Αργεντινή, εισάχθηκε από ξένες εταιρείες. Για τον λόγο αυτό οι ξένες εταιρείες έγιναν ένας σταδιακά όλο και σημαντικότερος παράγοντας στην διάρκεια της περιόδου αυτής και μάλιστα ειδικά για την αυτοκινητοβιομηχανία, έναν αριθμό βιομηχανιών διαρκών καταναλωτικών ειδών, την βιομηχανία εξαρτημάτων, τα βιομηχανικά χημικά και, σε μικρότερο βαθμό, για τα βασικά μέταλλα.
2) Πολλές από τις νέες βιομηχανίες ευνοήθηκαν από αύξουσες αποδόσεις κλίμακας. Αυτό είναι διεθνής τάση για τα βασικά μέταλλα και τα χημικά, αλλά θα πρέπει, επιπλέον, να γίνει κατανοητό ότι λειτούργησε σε αναφορά με το πολύ μικρό μέγεθος επιχειρήσεων που κατά μέσον όρο προϋπήρχε στην Αργεντινή. Η ανάγκη των νέων βιομηχανιών για παραγωγή σε μεγαλύτερη κλίμακα προωθούσε την τάση συγκέντρωσης σε ένα μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων.
3) Οι νέες βιομηχανίες «μεγέθυνσης» έτειναν να είναι περισσότερο έντασης κεφαλαίου ή και έντασης ειδικευμένης εργασίας. Αυτές οι επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν πάνω από το 50% της συνολικής βιομηχανικής προστιθέμενης αξίας, αλλά απασχολούσαν μόλις το 37% της βιομηχανικής εργατικής δύναμης το 1969, ένδειξη μίας σημαντικής διαφοράς. Αντίθετα, το 1950, αυτά τα μερίδια ήταν περίπου όμοια. Το δεδομένο αυτό γίνεται ακόμη πιο σημαντικό από το γεγονός ότι η υπόλοιπη βιομηχανία της Αργεντινής έτεινε να γίνει λιγότερο έντασης εργασίας. Όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα (πίνακας 4), στο διάστημα 195059, οι «παραδοσιακές» βιομηχανίες αύξησαν κατά πάνω από 50% τις συνολικές εκροές τους με μία σχεδόν ασήμαντη αύξηση της απασχόλησης.
Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε δύο άλλους σημαντικούς παράγοντες της περιόδου της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης.
Ο πρώτος είναι ο βασικός ρόλος των ξένων επιχειρήσεων. Υπήρξε ένα άνοιγμα της οικονομίας σε μαζικές ξένες επενδύσεις και σχεδόν απεριόριστες εισαγωγές αγαθών κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις ήταν διατεθειμένες να συνάψουν ειδικές συμφωνίες με επιμέρους επιχειρήσεις ή για ειδικά προϊόντα. Η πολιτική αυτή εγκαινιάσθηκε από τον Peron όταν άρχισε να αίρει τους ελέγχους
στις ξένες επενδύσεις και διαπραγματεύθηκε ειδικές συμφωνίες για τρακτέρ, αυτοκίνητα και τηλεοράσεις με ξένες εταιρείες. Στην συνέχεια, ενισχύθηκε από τον Frondizi όταν αφαίρεσε τους εναπομείναντες περιορισμούς στο ξένο κεφάλαιο και έδωσε ισχυρά νέα κίνητρα για την συνολική ανανέωση του εγχώριου βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού. Το κύριο εργαλείο πολιτικής για τον σκοπό αυτό ήταν οι φορολογικές απαλλαγές για επανεπένδυση μέχρι 100%, οι απεριόριστες επίσημες τραπεζικές εγγυήσεις για πιστώσεις από το εξωτερικό και ελεύθερη εισαγωγή ολόκληρων γραμμών παραγωγής και πολλών επιμέρους κομματιών μηχανισμών και εξοπλισμού τα οποία δεν παράγονταν εγχώρια. Επομένως, ένα μεγάλο μέρος των αγαθών κεφαλαίου καθώς και άλλες βιομηχανικές εισροές τελούσαν κάτω από ειδικά προωθητικά καθεστώτα. Έτσι, ανάμεσα στο 1959 και το 1963, πάνω από το 50% των εισαγωγών έγινε χωρίς εισαγωγικές επιβαρύνσεις. Αυτά τα γενικά μέτρα συμπληρώνονταν από ειδικές συμφωνίες που στόχευαν στην προστασία του μεριδίου της αγοράς των νέων βιομηχανιών, οι οποίες δεν μπορούσαν να καλύψουν όλη την υπάρχουσα εγχώρια ζήτηση, και τον εξαναγκασμό τους στο να βασίζονται προοδευτικά σε εγχώριες πηγές για τις εισροές τους. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων είναι οι περίπλοκοι διακανονισμοί με βάση τους οποίους η παραγωγή και οι τιμές του εργοστασίου χάλυβος της SOMISA δεν επιτράπηκε να επηρεαστούν αρνητικά από τον ανταγωνισμό από συμπληρωματικές εισαγωγές καθώς και τα ειδικά μέτρα που υποχρέωναν τους καταναλωτές λάστιχου να προμηθεύονται ένα αυξανόμενο μερίδιο των εισροών τους από το πρόσφατα εγκατεστημένο εργοστάσιο συνθετικών, το οποίο σταδιακά έφθανε σε πλήρη αποδοτικότητα. Επίσης, χαρακτηριστικές είναι οι εισαγωγικές δασμολογικές ελαφρύνσεις πάνω σε εξαρτήματα και μηχανικά μέρη που δόθηκαν στην αυτοκινητοβιομηχανία και την βιομηχανία τρακτέρ με στόχο το να ωθηθούν στο να παίξουν ένα δραστήριο ρόλο στην ανάπτυξη εγχώριων προμηθευτών. Ο επεκτεινόμενος ρόλος των ξένων εταιρειών φαίνεται αρκετά καθαρά στα στατιστικά στοιχεία. Παραδείγματος χάριν, οι ιδιωτικές επενδύσεις από τις ΗΠΑ στην βιομηχανία της Αργεντινής ήταν σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια μεταξύ 1956 και 1966 και ξεπερνούσε κάθε άλλο αντίστοιχο κονδύλι στις υπόλοιπες Λατινοαμερικανικές χώρες. Με το τέλος της δεκαετίας του 1960 οι ελεγχόμενες από ξένους επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 25% με 30% της αγοράς για εγχώρια προϊόντα μεταποίησης και από τις δέκα πιο μεγάλες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν περίπου το 10% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής) οι επτά ήταν θυγατρικές ξένων εταιρειών. Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι κρατικές επιχειρήσεις και ειδικά οι στρατιωτικές βιομηχανίες5. Οι επιχειρήσεις αυτές διεδραμάτισαν ένα καθοριστικό ρόλο – παρέχοντας ειδικευμένη εκπαίδευση στην εργατική δύναμη, αλλά και με άλλους τρόπους6 – στην προετοιμασία του εδάφους για την μετέπειτα γρήγορη ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας, τεχνολογικά σύνθετων βιομηχανιών. Όμως, όλες αυτές οι βιομηχανίες – με λίγες εξαιρέσεις – ποτέ δεν αύξησαν την παραγωγή τους σε μία μεγάλη κλίμακα.
Η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση περιέπεσε σε προβλήματα στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Επειδή οι μηχανισμοί οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν είχαν εξαντλήσει τον δυναμισμό τους και είχαν γίνει υπερβολικά δαπανηροί και αναποτελεσματικοί. Η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση εφαρμόσθηκε υπό μία συγκεκριμένη διεθνή οικονομική συγκυρία και εδραζόταν επάνω σε συγκεκριμένο συσχετισμό εσωτερικών οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων. Η πρώτη επέτρεπε, και περίπου επέβαλλε, την πρωταρχικοποίηση της εθνικής διάστασης της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και την υιοθέτηση προστατευτικών μέτρων7. Ο εσωτερικός συσχετισμός αντιστοιχούσε στην ειδική μορφή των κοινωνικών σχέσεων (και πάνω από όλα της σχέσης κεφαλαίου εργασίας) που προέκυψε ως λύση του αδιεξόδου της πριν από την Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση περιόδου. Το αδιέξοδο αυτής της προηγούμενης περιόδου βασιζόταν σε μία υπερσυσσώρευση κεφαλαίου μη δυνάμενου να χρησιμοποιηθεί επαρκώς κερδοφόρα υπό τις υπάρχουσες σχέσεις τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής όσο και στο συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου (παραγωγή κυκλοφορία ανταλλαγή διανομή)8. Το μοντέλο της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης αναδιαμόρφωσε τόσο την μορφή της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής όσο και το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, επιλύοντας έτσι την κρίση υπερσυσσώρευσης.
Όμως, μετά από μία αρκετά μακρά περίοδο, η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση εξάντλησε επίσης τα όρια της. Η χρήση των σχετικών τιμών ως μέσου χρηματοδότησης της εκβιομηχάνισης, η υψηλή προστασία της βιομηχανίας σε σχέση με τον αγροτικό τομέα, η υπερτίμηση του πέσο και οι έλεγχοι εισαγωγών μετέφεραν πόρους από τον πρωτογενή τομέα στην μεταποίηση και ενίσχυαν, με τον τρόπο αυτό, την εκβιομηχάνιση. Συγχρόνως όμως, τα περιοδικά προβλήματα του ισοζυγίου πληρωμών και ο πληθωρισμός έγιναν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό. Η κυβέρνηση, μέσω πληθωριστικών δημόσιων όαπανών, έπαιρνε πόρους χωρίς να προσφεύγει σε φορολογία και οι πόροι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν βιομηχανικά σχέδια ή την παροχή υποδομής και κοινωνικών υπηρεσιών που ήταν αναγκαίες για την εκβιομηχάνιση. Το οικονομικό και κοινωνικό βάρος της εργατικής τάξης έπαιξε επίσης έναν καθοριστικό ρόλο. Σε χώρες με έναν σχετικά υστερούντα δευτερογενή τομέα και μία σχετικά περιορισμένη βιομηχανική εργατική τάξη προωθήθηκε, με το μοντέλο της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης, μία συστηματική και μαζική εκβιομηχάνιση. Αυτό απαιτούσε κάποιο επίπεδο – ακούσιας ή εν μέρει εκούσιας – ενσωμάτωσης και συνεργασίας του κόσμου της εργασίας ώστε να μπει σε τροχιά η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση, αναμορφώνοντας τις προηγούμενες κοινωνικές σχέσεις. Ο Περονισμός (με τον αυταρχικό λαϊκισμό του) αλλά και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της περιόδου προώθησαν μία σχετική αναδιανομή του εισοδήματος, κυρίως προς την πλευρά της βιομηχανικής εργατικής τάξης (καλυπτόμενη όμως, κατά βάση, από την αύξηση τόσο του ποσοστού όσο και της μάζας της υπεραξίας). Επομένως, οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί και η αναδιανομή του εισοδήματος ήταν βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου.
Όμως, τα ελλείμματα – και ο πληθωρισμός – είναι μία απαίτηση σε μέλλουσα παραγωγή. Όσο ο ρυθμός ανάπτυξης την καλύπτει εγκαίρως – δεδομένων των χρονικών υστερήσεων στην εκπλήρωση της απαίτησης – δεν παρουσιάζονται προβλήματα. Όταν όμως τόσο η παραγωγική δομή (δηλαδή η συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία η εργασία υπάγεται στο κεφάλαιο) όσο και η μορφή του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου (και ιδιαίτερα η συγκεκριμένη μορφή των σχέσεων μεταξύ των βασικών μερίδων του κεφαλαίου) εξαντλήσουν τα όρια τους, τότε η επίτευξη του αναγκαίου ποσοστού κερδοφορίας αποτυγχάνει και προβλήματα αξιοποίησης εμφανίζονται σχεδόν μονίμως. Αυτά παίρνουν την μορφή προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών (εκφράζοντας μία μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με ξένους ανταγωνιστές) και έναν επιταχυνόμενο πληθωρισμό (καθώς οι κυβερνήσεις προσφεύγουν στις συνταγές παλιών επιτυχιών). Δεδομένης της επιβράδυνσης της μεγέθυνσης και του υψηλότερου πληθωρισμού, η αναδιανομή του εισοδήματος έγινε δύσκολη. Ως συνεπακόλουθο, οι προηγουμένως υπολανθάνοντες ταξικοί ανταγωνισμοί επανήλθαν στο προσκήνιο: λιγότερο ανταγωνιστικοί «εθνικοί αναπτυξιακοί» στόχοι αντικαταστάθηκαν από τους αλληλοαποκλειόμενους εισοδηματικούς στόχους των διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η «χρυσή εποχή» της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης είχε τελειώσει και η αργεντίνικη οικονομία ήταν σε αναβρασμό.
. Η στροφή στα ριζοσπαστικά νεοσυντηρητικά οικονομικά
Οι σημαντικές αλλαγές στην διεθνή οικονομία που έλαβαν χώρα μετά τα 1960 συγκρότησαν το έδαφος για την στροφή σε έναν «Μονεταρισμό ανοικτής οικονομίας». Η δεκαετία του ’60 ήταν μία περίοδος παρατεταμένης ανάπτυξης, επεκτεινόμενου εμπορίου (στο διάστημα 196573 το διεθνές εμπόριο αύξανε με έναν ετήσιο ρυθμό 9%), με σχετικά εύτακτες διεθνείς χρηματοοικονομικές ροές. Επομένως, διευκολύνθηκε η γρήγορη αύξηση των εξαγωγών των αναπτυσσόμενων χωρών – βασικά Ασιατικών και Λατινοαμερικανικών χωρών – με έναν ρυθμό 6,4% ετησίως. Οι εξωστρεφείς, προσανατολισμένες στις εξαγωγές αναπτυξιακές στρατηγικές (συνήθως ονομαζόμενες ως Υποκαθιστούσα Εισαγωγές – Διαφοροποιούσα Εξαγωγές Βιομηχανοποίηση) αποδείχθηκαν δεόντως επιτυχείς.
Στην δεκαετία του ’70 – με την έκρηξη της κεφαλαιοκρατικής κρίσης υπερσυσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα – η διεθνής οικονομία χαρακτηρίσθηκε από βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης για τις βιομηχανικές χώρες, υψηλό παγκόσμιο πληθωρισμό, συχνά shocks τιμών, υψηλότερη ανεργία, υποαπασχόληση της παραγωγικής δομής, περιορισμένες εμπορικές δυνατότητες και ασταθή ισοζύγια πληρωμών για τις περισσότερες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όγκος του διεθνούς εμπορίου αυξήθηκε με ρυθμό 4% ετησίως και αυτός των Λιγότερο Αναπτυγμένων Χωρών με 3,6%. Οι βασικές αιτίες αυτής της αλλαγής υπήρξαν, στην αρχή του ’70, η παγκόσμια ύφεση, η συνεπακόλουθη αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των ισοζυγίων πληρωμών και τα πληθαίνοντα προστατευτικά μέτρα από τις Αναπτυγμένες Χώρες9. Επιπλέον, η πολιτική υψηλών επιτοκίων των δεύτερων – υπό την καθοδήγηση των μονεταριστικών συνταγών περί μείωσης της κυκλοφορίας του χρήματος και αντιμετώπισης του πληθωρισμού ως ενός νομισματικού φαινομένου – επιδείνωσε την κρίση χρεών των Λιγότερο Αναπτυγμένων Χωρών.
Στην Λατινική Αμερική, κατά το ’60, η σχετική σημασία του εξωτερικού πληθωρισμού, σε σύγκριση με τον εσωτερικό, ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι το ’70 και οι πηγές του σχετικά προβλέψιμες. Το ’70, αντιμετωπίζοντας την προαναφερθείσα κατάσταση, οι περισσότερες Λατινοαμερικανικές χώρες προσπάθησαν να ακολουθήσουν προσανατολισμένες στο εμπόριο αναπτυξιακές πολιτικές – καθώς η γοητεία των επιτυχιών του ’60 ήταν ακόμη νωπή. Όμως εμποδίσθηκαν τόσο από την εσωτερική τους κρίση (την εξάντληση της συγκεκριμένης σχέσης κεφαλαίου εργασίας αλλά και των ενδοκεφαλαιοκρατικών σχέσεων να λειτουργούν επαρκώς κερδοφόρα) όσο και από την ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού (είτε με την μορφή υπερπαραγωγής εμπορευμάτων διαθέσιμων στην αγορά (υπερπροσφορά), είτε με την μορφή προστατευτικών μέτρων).
Δύο ρεύματα διεκδίκησαν την λύση στα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και ιδιαίτερα στο πρόβλημα του πληθωρισμού: ο Δομισμός και ο Μονεταρισμός.
Η Λατινοαμερικανική Δομιστική Πρροσέγγιση είναι μία σχολή συγγενική προς την Αγγλοσαξωνική θεωρία του πληθωρισμού κόστους, θεωρεί ότι οι ρίζες του πληθωρισμού βρίσκονται στην οικονομική δομή και κύρια σε παράγοντες όπως η μη κινητικότητα των πόρων, ο κατακερματισμός της αγοράς και οι ανισορροπίες ανάμεσα στην τομεακή προσφορά και ζήτηση. Όσο προχωρεί η ανάπτυξη τόσο πιο εκτεταμένα «μποτιλιαρίσματα» (bottlenecks) παρουσιάζονται, επειδή οι αλλαγές στην ζήτηση – οι οποίες σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος – δεν ακολουθούνται από μία επαρκή απάντηση της προσφοράς10 . Επομένως, η σταθεροποιητική πολιτική είναι αναγκαία ώστε να αποφραχθούν τα «μποτιλιαρίσματα» τα οποία ωθούν την οικονομία σε πληθωριστικούς κύκλους. Με αυτή την έννοια, η Δομιστική πολιτική είναι μία μακροχρόνια πολιτική εφόσον οι δομικές ανισορροπίες μπορούν να εξαλειφθούν μόνο μέσω μίας επανακατανομής των επενδύσεων, μία μακρόχρονη και σταδιακή διαδικασία. Επιπλέον, οι Δομιστικές πολιτικές είναι συνήθως μέρος ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος το οποίο προχωρεί σε μία σειρά θεσμικές αλλαγές (όπως αναδασμούς, φορολογικές αλλαγές, κρατικό παρεμβατισμό κλπ.). Όλα αυτά έχουν αρνητικό αντίκτυπο πάνω στο εισόδημα των κατόχων αυτών των σπανιζόντων πόρων από όπου προκύπτουν τα «μποτιλιαρίσματα» (π.χ. γαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες κομβικών πρώτων υλών). Οι πόροι που αφαιρούνται από αυτούς διοχετεύονται στο κράτος και συγκροτούν την βάση για συνεχόμενες αυξήσεις της παραγωγικότητας και αναδιανομή του εισοδήματος στα αργοπορούντα και φτωχότερα τμήματα της οικονομίας και, συνεπακόλουθα, σε μία προοδευτική μακροπρόθεσμη αναδιανομή του εισοδήματος. Εν κατακλείδι, η Λατινοαμερικανική Δομιστική σχολή θεωρεί ότι ο πληθωρισμός είναι κατά βάσει ένα μη νομισματικό φαινόμενο και υποβαθμίζει τις επιπτώσεις που έχει η χρηματοδόση μέσω ελλειμμάτων και νομισματικής επέκτασης πάνω στις τιμές.
Αντίθετα, ο Μονεταρισμός θεωρεί ότι ο πληθωρισμός είναι πάντοτε ένα νομισματικό φαινόμενο. Ακολουθώντας – και αναπροσαρμόζοντας, εν μέρει, την Κλασική Διχοτόμηση – θεωρεί ότι ο νομισματικός τομέας καθορίζει το ονομαστικό εισόδημα και ο πραγματικός τομέας το πραγματικό εισόδημα. Η συνδυασμένη επίπτωση των δύο αυτών τομέων προσδιορίζει το επίπεδο τιμών. Μακροχρόνια, το χρήμα δεν επηρεάζει καθόλου το πραγματικό εισόδημα και η μόνη επίπτωση του είναι στο ονομαστικό εισόδημα. Τέλος, η υπερβάλλουσα συνολική ζήτηση καθορίζει το επίπεδο του πληθωρισμού. Κατά τον Μονεταρισμό, οι πολιτικές πρέπει να είναι βραχυχρόνιες και να αποσκοπούν σε μία γρήγορη αντιμετώπιση του πληθωρισμού, επειδή ο τελευταίος θεωρείται ως ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας για αποδοτική ανάπτυξη. Ως συνέπεια, προτείνονται σταθεροποιητικές πολιτικές τύπου «θεραπείας σοκ». Τα βασικά εργαλεία πολιτικής είναι ο έλεγχος της ποσότητας του χρήματος, η μείωση των δημόσιων δαπανών, η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (όποτε είναι αναγκαίο), η απελευθέρωση των τιμών και η εξάλειψη των επιδοτήσεων. Όλα αυτά τα μέτρα θεωρείται ότι λειτουργούν στην βάση του ενιαίου κανόνα (uniform rule) για όλους τους οικονομικούς παράγοντες, έχουν ουδέτερες διανεμητικές επιπτώσεις και συμβάλλουν στην λειτουργία μίας ελεύθερης και χωρίς παραμορφωτικές παρεμβάσεις οικονομίας, της αγοράς.
Ο Μονεταρισμός – ή οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές πρώτης γενεάς – αντιπροσώπευαν την αρχική και πιο πρωτόγονη προσπάθεια ενός δραστικού μετασχηματισμού. Η πρωταρχικοποίηση των νομισματικών σχέσεων (εφόσον ο πληθωρισμός εθεωρείτο ως ένα καθαρά νομισματικό φαινόμενο) και η αποχώρηση του κράτους από την οικονομία (εξαιτίας της υποτιθέμενης αναποτελεσματικότητας της δημοσιονομικής πολιτικής) είχε δύο πρακτικά αποτελέσματα. Πρώτον, ξεκαθαρίζεται ότι επεκτατικές πολιτικές βασισμένες στους προηγούμενους μηχανισμούς δεν ήταν πλέον εφικτές. Δεύτερον, ότι η πειθαρχία θα έπρεπε να εμπεδωθεί τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, φυσικά με την προτεραιοποίηση του δεύτερου. Από την άλλη ο Μονεταρισμός είχε ορισμένα εξαιρετικά προβληματικά ελαττώματα. Κατ’ αρχήν κατανοούσε την κεφαλαιοκρατική κρίση μέσω του παραμορφωτικού πρίσματος των νομισματικών σχέσεων (δηλαδή της σφαίρας της ανταλλαγής) και όχι ως ένα πρόβλημα εκπηγάζον από την σφαίρα της παραγωγής. Συνεπώς θεωρούσε ότι η νομισματική πειθαρχία και η ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς θα αναμόρφωνε τις σχέσεις και τις δομές της παραγωγής σχεδόν αυτόματα και, εν πάσει περιπτώσει, αποτελεσματικά και αναπόφευκτα. Αφετέρου, πίστευε ότι η εισοδηματική αναδιανομή προς όφελος του κεφαλαίου (δηλαδή η βάρβαρη μείωση του κονδυλίου των μισθών [wage fund]) από μόνη της θα βελτίωνε την κεφαλαιοκρατική κερδοφορία. Συνεπώς, παραγνώριζε το ότι η κεφαλαιοκρατική κερδοφορία δεν βασίζεται μόνον στην σφαίρα της διανομής αλλά πρώτα και κύρια στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή εξαρτάται όχι μόνον από το μερίδιο της εργασίας αλλά και από το πόσο παραγωγική είναι η εργασία). Τέλος, η μονεταριστική οπτική περιοριζόταν στα όρια του εθνικού κράτους, αγνοώντας ότι ο καπιταλισμός έμπαινε σε μία περίοδο πρωτόγνωρης διεθνοποίησης.
Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις δοκιμάστηκαν διαδοχικά σε πολλές Λατινοαμερικανικές χώρες, στην περίοδο που ακολούθησε το τέλος της εποχής της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης, με απογοητευτικά αποτελέσματα. Η αποτυχία τους άνοιξε τον δρόμο για την δεύτερη γενεά νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μονεταριστικών πολιτικών της πρώτης γενεάς και των νεοφιλελεύθερων συνταγών του δεύτερου κύματος – που ο Foxley (1985) τις χαρακτηρίζει ως Ριζοσπαστικό νεοσυντηρητισμό. Οι δεύτερες εμπεριέχουν μία νέα και ισχυρή έμφαση σε μακροπρόθεσμες δομικές και θεσμικές αλλαγές, όπως το άνοιγμα της οικονομίας στο διεθνές εμπόριο και στις ροές κεφαλαίου, την ανάπτυξη ενός ιδιωτικού χρηματοδοτικού τομέα, την δραστική μείωση του ρόλου του κράτους και την ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα, την αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας και τον περιορισμό της δύναμης των συνδικάτων κλπ. Με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι «επανεκπαιδεύονται» οι οικονομικοί φορείς στο να δρουν με βάση την απρόσκοπτη λειτουργία των κανόνων της οικονομίας της αγοράς και αλλάζει θεμελιακά η λειτουργία της οικονομίας». Το ισχυρό μακροπρόθεσμο στοιχείο των νέων πολιτικών αποτελεί προϋπόθεση για την σταθερότητα του επίπεδου τιμών και την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το συμπέρασμα αυτό έχει μία αξιοσημείωτη ομοιότητα με τον Δομισμό. Ο πληθωρισμός παύει να θεωρείται απλά ένα νομισματικό φαινόμενο. Αντίθετα, μία οικονομία με πληθωρισμό είναι μία οικονομία με προβληματικές δομές. Στην ουσία πρόκειται για Δομισμό σε μονεταριστική βάση.
Το θεωρητικό υπόβαθρο για αυτή την στροφή από τις πεπαλαιωμένες, παραδοσιακές Μονεταριστικές Πολιτικές στα ριζοσπαστικά νεοσυντηρητικά πειράματα ήταν η Νομισματική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών. Η κεντρική κατεύθυνση της θεωρίας αυτής είναι το άνοιγμα της οικονομίας στο διεθνές εμπόριο, θεωρείται ότι το βασικό θεωρητικό έλλειμμα του Μονεταρισμού ήταν η παραγνώριση των εξωτερικών ροών, οι οποίες ανέτρεπαν τις εσωτερικές αντιπληθωριστικές πολιτικές. Η Νομισματική Προσέγγιση θεωρεί ότι σε μία ανοικτή οικονομία ο έλεγχος της ποσότητας του χρήματος (και ειδικότερα του ΜΙ) είναι αναποτελεσματικός, επειδή η προσφορά χρήματος γίνεται πια ενδογενής12.
Ένας από τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της είναι η διαφορά διεθνών και εγχώριων επιτοκίων, η οποία καθορίζει τις ροές κεφαλαίων. Έτσι στην περίπτωση που εφαρμοστεί μία αντιπληθωριστική πολιτική πιστωτικού περιορισμού, και με δεδομένη την συναλλαγματική ισοτιμία, το αποτέλεσμα θα είναι αντίθετο από το αναμενόμενο. Η μείωση της πιστωτικής επέκτασης θα προκαλέσει μείωση της προσφοράς χρήματος και, υπό την υπόθεση ότι η ζήτηση Χρήματος είναι σταθερή, άρα θα υπάρχει πλεονάζουσα ζήτηση χρήματος. Αυτό θα έχει ένα διπλό συνεπακόλουθο. Πρώτον, θα αυξηθούν τα εγχώρια επιτόκια με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι εισροές κεφαλαίων και επομένως τα συνολικά διαθέσιμα και η προσφορά χρήματος. Δεύτερον, θα υπάρξει μείωση του εισοδήματος και της κατανάλωσης και επομένως μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, που θα οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών διαθεσίμων και της προσφοράς χρήματος. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα είναι μία επιστροφή στο αρχικό επίπεδο ισορροπίας και η διατήρηση του πληθωρισμού. Τέλος, στον βαθμό που η οικονομία είναι ανοικτή και όλα τα αγαθά εμπορεύσιμα διεθνώς, το εγχώριο επίπεδο τιμών είναι απλά συνάρτηση του διεθνούς επιπέδου τιμών και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ως πολιτική σταθεροποίησης η Νομισματική Προσέγγιση προτείνει την υιοθέτηση ενός προαναγγελθέντος «μονοπατιού» εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την συγκέντρωση διαθεσίμων (τα οποία επιτρέπουν μία ομαλή προσαρμογή του εγχώριου στον εξωτερικό πληθωρισμό).
Η βασική διαφορά του Ριζοσπαστικού Νεοσυντηρητισμού, σε σχέση με τον παραδοσιακό Μονεταρισμό, είναι ότι κατανοεί ότι η κρίση δεν περιορίζεται ούτε επιλύεται μόνον στην νομισματική σφαίρα αλλά έχει βαθύτερες δομικές αιτίες. Επιπλέον, κινητοποιεί κατ’ εξοχήν το διεθνές εμπόριο και την διεθνοποίηση του κεφαλαίου ως αντεπιδρούσα τάση στην κατά τάση πτώση του ποσοστού κέρδους13. Συνεπώς, η πειθάρχηση των ιδιωτικών κεφαλαίων περνά κυρίως μέσα από την έκθεση τους στον διεθνή ανταγωνισμό και λιγότερο από την εγχώρια νομισματική συστολή. Επιπρόσθετα, η επίθεση εναντίον του κόσμου της εργασίας λαμβάνει ακόμη πιο βίαιες μορφές με βαθειές αλλαγές στις σχέσεις εργασίας και στους θεσμικούς διακανονισμούς.
V. H οικονομία της Αργεντινής στην περίοδο 197682
Από το 1975 και μετά η οικονομία της Αργεντινής μπήκε σε φάση κρίσης. Κατά τον Canitrot (1980), υπήρχε ένα τεράστιο δημόσιο έλλειμμα, ένα ισοζύγιο πληρωμών σε απελπιστική κατάσταση και υπερπληθωρισμός συνδυασμένος με ύφεση. Όλα αυτά ήταν συμπτώματα της έντασης των προηγουμένως λανθανουσών κοινωνικών συγκρούσεων.
Με το πραξικόπημα του 1976 ο στρατός πήρε την εξουσία, έχοντας την στήριξη σημαντικών οικονομικών παραγόντων όπως του Συμβουλίου Επιχειρηματιών (Consejo Empresario). Ο πρόεδρος του τελευταίου, Dr. Martinez de Hoz έγινε υπουργός οικονομικών (από το 1976 μέχρι τον Μάρτιο του 1981) και ήταν ο βασικός εμπνευστής του δεύτερου νεοφιλελεύθερου πειράματος, εκφράζοντας την συμμαχία – κατά τον Munck (1985a) – των βασικών μερίδων του κεφαλαίου (αγροτικής, βιομηχανικής και χρηματοοικονομικής) προς την κατεύθυνση αυτή.
Η ριζοσπαστική νεοσυντηρητική διάγνωση των προβλημάτων της οικονομίας ήταν η ακόλουθη: Υπήρχε 1) παραμόρφωση των σχετικών τιμών (και κατά συνέπεια του μηχανισμού τιμών) από την βιομηχανική πολιτική που εφαρμοζόταν προηγουμένως και, 2) ανεξέλεγκτη επέκταση των κρατικών δραστηριοτήτων στην οικονομία. Οι υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί δημιούργησαν ένα προστατευτικό τείχος αλλά και έναν αντιπαραγωγικό βιομηχανικό τομέα. Παράλληλα, ο αγροτικός τομέας – όπου υπήρχαν τα φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας – υποβαθμίστηκε από μία σειρά δημαγωγικές και αναποτελεσματικές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος. Επιπλέον, οι μονοπωλιακές πρακτικές ενός ισχυρού και κάθετα οργανωμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο συνεχώς πίεζε για μισθολογικές αυξήσεις πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, προκαλούσαν επιπρόσθετες παραμορφώσεις. Τέλος, ο δημόσιος τομέας ήταν γραφειοκρατικός, αντιπαραγωγικός, φορτωμένος με υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και με ένα πολυδάπανο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Ως συνεπακόλουθο, η Αργεντινή ήταν απομονωμένη από την παγκόσμια αγορά και δεν μπορούσε να δρέψει τα οφέλη του ελεύθερου ανταγωνισμού14. Το ξένο κεφάλαιο εισερχόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν του προσφέρονταν ειδικά προνόμια. Επιπρόσθετα, δεν υπήρχε ούτε ένα μεγάλο πλεόνασμα εργατικής δύναμης ούτε μία δομή κινήτρων ώστε να ενθαρρυνθεί η συσσώρευση κεφαλαίου και η ανάπτυξη. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις, για να αποφύγουν την στασιμότητα, ανέλαβαν την παροχή αγαθών και υπηρεσιών γεγονός που οδήγησε σε μία αύξηση των δημόσιων δαπανών που ήταν αδύνατον να χρηματοδοτηθούν μέσω της φορολογίας γιατί θα σήμαινε την χρεοκοπία του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, κατέληξαν στο δημόσιο έλλειμμα. Ακόμη, επιδοτήθηκαν οι υπό πίεση επιχειρήσεις με σχεδόν αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει νομισματική επέκταση η οποία κατέστρεψε την αγορά κεφαλαίων και δημιούργησε χρόνιο πληθωρισμό. Τα σύντομα’ διαστήματα ανάπτυξης έδιναν την θέση τους σε κρίσεις ύφεσης και τα σταθεροποιητικά σχέδια δεν ήταν παρά βραχυχρόνιες θεραπείες15. Αυτό που ήταν αναγκαίο, κατά τους υποστηρικτές των ριζοσπαστικών νεοσυντηρητικών πολιτικών ήταν βαθειές δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
(α) Το οικονομικό σχέδιο του 1976
Αμέσως μετά την ανάληψη του υπουργείου οικονομικών, ο de Hoz προχώρησε στην εξαγγελία ενός δρακόντειου προγράμματος, το οποίο εφαρμόσθηκε για μία περίοδο έξι χρόνων (από τον Μάρτιο του 1976 μέχρι την κρίση των Malvinas). Οι βασικοί άξονες του προγράμματος αυτού ήταν οι ακόλουθοι:
1) Η μείωση του επίπεδου των πραγματικών μισθών κατά 50% σε σύγκριση με τα προηγούμενα πέντε χρόνια, η αύξηση της τιμής των δημόσιων υπηρεσιών και το τέλος της επιδότησης κοινωνικών υπηρεσιών όπως η υγεία και η στέγαση: δηλαδή η μείωση τόσο του μισθολογικού όσο και του μη μισθολογικού κόστους της εργασιακής δύναμης.
2) Ένα πρόγραμμα μαζικής μείωσης των εισαγωγικών δασμών, η κατάργηση των επιδοτήσεων σε μη παραδοσιακές εισαγωγές καθώς και των αναπτυξιακών πιστώσεων, η εξάλειψη των φόρων πάνω στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και η ενθάρρυνση των τελευταίων: δηλαδή το άνοιγμα της οικονομίας στην διεθνή αγορά.
3) Η απελευθέρωση των χρηματοδοτικών αγορών καθώς και των αγορών συναλλάγματος: δηλαδή η χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση.
4) Η μείωση των δημοσίων δαπανών και της απασχόλησης, η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και η μείωση των δανειακών αναγκών του δημοσίου: δηλαδή η αποχώρηση του κράτους από την οικονομία.
Το πρώτο βήμα στην εφαρμογή του προγράμματος αυτού ήταν μία αναδιοργάνωση της κατάστασης πραγμάτων. Κατ’ αρχήν έγινε μία επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους και μία συμφωνία με το ΔΝΤ. Ακολούθησε μία δραστική υποτίμηση του πέσο (σε δύο στάδια) και η απελευθέρωση των τιμών16. Επήλθε, επίσης, μία μείωση των πραγματικών μισθών, του ελλείμματος του δημοσίου, των επιδοτήσεων και των μη δασμολογικών περιορισμών στο εμπόριο. Όμως, παρά την λεκτική υποστήριξη μίας ενεργής νομισματικής πολιτικής, η προσφορά χρήματος αυξήθηκε pari passu, εν μέρει εξαιτίας του πλεονάσματος του ισοζυγίου πληρωμών το οποίο δημιουργήθηκε στους λίγους μήνες εφαρμογής της νέας πολιτικής. Συνεπακόλουθα, κατά το τέλος του 1976 οι τιμές αυξάνονταν με ένα μηνιαίο ρυθμό μεταξύ 8% και 14% και ο πληθωρισμός παρέμενε ανεξέλεγκτος. Παρόλα αυτά, η ανεργία δεν είχε αυξηθεί και η κοινωνική σταθερότητα ήταν εν πολλοίς αδιατάρακτη.
Μπροστά στο πρόβλημα του συνεχιζόμενου πληθωρισμού επιχειρήθηκε ένα σύντομο και ανεπιτυχές πείραμα ελέγχου των τιμών, με το πάγωμα των τιμών για εκατόν είκοσι μέρες. Στα μέσα του 1977 αποφασίσθηκε να εφαρμοσθεί η νομισματική συστολή με μεγαλύτερη συνοχή και συνέπεια. Οι έλεγχοι τιμών καταργήθηκαν και άρχισε η μεταρρύθμιση των χρηματοδοτικών μηχανισμών. Τα επιτόκια απελευθερώθηκαν και επιτράπηκε στις τράπεζες να λειτουργήσουν στις βραχυχρόνιες χρηματοδοτικές αγορές με ελεύθερα επιτόκια ενώ, συγχρόνως, η ζήτηση κεφαλαίων εκ μέρους των δημοσίων επιχειρήσεων διοχετεύθηκε στις αγορές αυτές. Ως συνέπεια, το μηνιαίο ονομαστικό επιτόκιο αυξήθηκε από 6% (τον Μάιο) σε 13% (στο τέλος του 1977). Επιπρόσθετα, εμφανίσθηκε μία εντυπωσιακή αύξηση των χρηματοδοτικών εταιρειών. Κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα δημιουργήθηκαν ολόκληροι χρηματοδοτικοί κολοσσοί – οι financieras, όπως SASETRU – οι οποίοι σύντομα επισκίασαν τις παραδοσιακές επιχειρήσεις. «Ζεστό» χρήμα εισήλθε στην Αργεντινή αναζητώντας ένα γρήγορο κερδοσκοπικό κέρδος. Επιπλέον, έλαβε χώρα μία σημαντική μετακίνηση κεφαλαίων από άλλους τομείς της οικονομίας προς τον χρηματοδοτικό. Υπολογίζεται ότι σε όλη την διάρκεια των ριζοσπαστικών νεοσυντηρητικών πολιτικών (μέχρι την πτώση του καθεστώτος) περίπου 42 δις. δολάρια μετακινήθηκαν από τον παραγωγικό τομέα στα πεδία της κερδοσκοπίας. Κατά την περίοδο 197680 ο χρηματοδοτικός τομέας αυξήθηκε κατά 45%. Επίσης, η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς κεφαλαίου ενθάρρυνε την είσοδο ξένων κεφαλαίων. Η παλιά Περονιστική τάση για εθνικοποιήσεις αναστράφηκε και επτά μεγάλες εμπορικές τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο, οι οποίες είχαν αγορασθεί από ξένα συμφέροντα στα 1960, επιστράφηκαν στους πρώην ιδιοκτήτες τους καθώς επίσης και μία σειρά κρατικές επιχειρήσεις (κύρια βιομηχανικές, εξορυκτικές και πετρελαίου) πουλήθηκαν. Η BANADE (η κρατική τράπεζα ανάπτυξης) πούλησε τα μερίδια της σε περίπου 200 επιχειρήσεις (βιομηχανικές και υπηρεσιών)17 .
Οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών δεν άργησαν να φανούν. Εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων αυξήθηκε το χρέος των εγχώριων επιχειρήσεων. Αυτό προσήλκυσε τις χρηματιστικές επιχειρήσεις και ειδικότερα επιχειρήσεις ειδικευμένες σε φθηνές εξαγορές υπερχρεωμένων εταιρειών και είτε οδήγησε στην κερδοφόρα εκκαθάριση τους είτε στην συγκρότηση τεράστιων χρηματοβιομηχανικών και εμπορικών συγκροτημάτων. Η κατάσταση για πολλές εγχώριες επιχειρήσεις επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από την δημιουργία μίας χρηματοπιστωτικής αγοράς δύο βαθμίδων. Οι τράπεζες και οι μεγάλες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, που είχαν διεθνές πρόσωπο και αξιοπιστία, καθώς και κυβερνητικοί οργανισμοί, μπορούσαν να δανείζονται σχετικά άνετα στις αγορές Ευρωσυναλλάγματος. Αντίθετα, οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να έχουν εξωτερικό δανεισμό και επιπλέον δεν είχαν πια κρατικές επιδοτήσεις (με την μορφή αρνητικών πραγματικών επιτοκίων δανειοδότησης). Το αποτέλεσμα ήταν ο κατακερματισμός της χρηματοδοτικής αγοράς. Προηγουμένως υπήρχαν μία κρατικά ρυθμιζόμενη αγορά (οι τράπεζες) και μία ακριβότερη και μη ρυθμιζόμενη αγορά (οι χρηματοδοτικές επιχειρήσεις)· και οι δύο ήταν εγχώριες. Μετά την χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση η κρατική και η μη ρυθμιζόμενη αγορά ενοποιήθηκαν και έγιναν και οι δύο ακριβότερες και, επιπλέον, εμφανίσθηκε μία ξένη αγορά κεφαλαίου η οποία ήταν φθηνή αλλά λίγοι μπορούσαν να την προσπελάσουν. Τα προηγουμένως αρνητικά πραγματικά τραπεζικά επιτόκια έγιναν θετικά και έφθασαν ονομαστικά σε ύψη του επίπεδου του 40% με 60% τον χρόνο18. Οι διεθνώς αξιόπιστες τράπεζες και επιχειρήσεις δανειζόντουσαν στο εξωτερικό και μετά δάνειζαν, με σημαντικά κέρδη πάνω στο κόστος τους, στις μικρότερες εγχώριες εταιρείες19. Ο εντατικοποιημένος ανταγωνισμός από τις απελευθερωμένες εισαγωγές καθώς επίσης και από τις μεγάλες επιχειρήσεις με πιστοληπτική ικανότητα στο εξωτερικό οδήγησε στην χρεοκοπία πολλές από αυτές τις μικρότερες εταιρείες. Επιπλέον μία σειρά ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες, έχοντας συσσωρεύσει κέρδη από αυτό το πιστωτικό arbitrage, μπήκαν στο παιχνίδι των εξαγορών μαζί με τις financières. Συνοψίζοντας, εξαιτίας της ύφεσης, του κατακερματισμού της χρηματοπιστωτικής αγοράς και της αύξησης του κόστους (λόγω της αύξησης των επιτοκίων) επήλθε μία μεγάλη συγκεντροποίηση κεφαλαίου σε λίγες επιχειρήσεις.
Από την άλλη, η νομισματική συστολή δεν διήρκεσε πολύ. Εξαιτίας της ανόδου των πραγματικών επιτοκίων επήλθε μία άνοδος των τιμών20 συνοδευόμενη από την ύφεση της βιομηχανίας και μία αύξηση της εισροής ξένων κεφαλαίων. Όλα αυτά οδήγησαν σε μία αύξηση της προσφοράς χρήματος και περιόρισαν τα αποτελέσματα της νομισματικής συστολής. Εν τέλει, ήταν η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών (ένα βασικό στοιχείο της πολιτικής de Hoz) η οποία περιέπλεκε την νομισματική διαχείριση. Το άνοιγμα της οικονομίας στις εισροές ξένων κεφαλαίων οδήγησε στην δημιουργία ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών (ενθαρρυνόμενων αλλά όχι ελεγχόμενων από την κυβέρνηση), οι οποίοι δημιουργούσαν υποκατάστατα του χρήματος την ίδια ώρα που ο ρυθμός αύξησης του ΜΙ περιοριζόταν, με συνεπακόλουθο την δημιουργία αντίρροπων τάσεων. Με το τέλος του 1977 τα δύο τρίτα του κεντρικού χρήματος (highpowered money) προέρχονταν από την συσσώρευση διαθεσίμοον.
Μετά από μερικούς μήνες προσπάθειας να ρυθμισθούν ταυτόχρονα οι εισροές κεφαλαίων και η επέκταση των εγχώριων πιστώσεων, η απόπειρα εγκαταλείφθηκε τον Μάιο του 1978. Από το σημείο αυτό και μετά ακολουθήθηκε μία διαφορετική πορεία. Ο Μονεταρισμός ανοικτής οικονομίας έγινε η αποδεκτή και προτιμητέα προσέγγιση οικονομικής σταθεροποίησης με την έμφαση του στον αυτοματισμό της διαδικασίας προσαρμογής. Η συναλλαγματική ισοτιμία έγινε το βασικό εργαλείο πολιτικής. Η αποσύνδεση από τους δείκτες (deindexation) έγινε το κλειδί της νέας πολιτικής: αντί να αφήνονται οι μηχανισμοί των δεικτών να δίνουν αξία στον αναμενόμενο πληθωρισμό, τώρα οι τιμές θα προσαρμόζονταν μόνο κατά ένα ποσοστό του αναμενόμενου πληθωρισμού. Έτσι, οι μετακυλιόμενες ισοτιμίες (crawling peg) των πρώτων χρόνων της πολιτικής de Hoz αντικαταστάθηκαν από τις κυμαινόμενες ισοτιμίες, τον Μάιο του 1978, και από το «προαναγγελθέν μονοπάτι» (preannounced path ή πιο γνωστό ως tabula), τον Δεκέμβριο του 1978. Με το τέλος του 1978 η οικονομία ήταν πιο ανοικτή, γεγονός που οδήγησε σε μία ακόμη πιο έντονη έκθεση του προηγουμένως προστατευμένου βιομηχανικού τομέα στον ανταγωνισμό από τις εισαγωγές. Η κύρια ιδέα πίσω από την πολιτική αυτή ήταν η εξής: το χρήμα είναι ενδογενές, η νομισματική πολιτική είναι παθητική, χρησιμοποιείται η tablita, οι τιμές των ειδών δημόσιας χρησιμότητας είναι προανακοινωμένες επομένως – με όλα τα προηγούμενα στοιχεία δεδομένα – όλες οι υπόλοιπες μεταβλητές του συστήματος θα προσαρμοστούν με βάση τους αυτόματους μηχανισμούς που υποθέτει η Νομισματική Προσέγγιση του Ισοζυγίου Πληρωμών, δηλαδή από τις ελεύθερες ροές κεφαλαίων και με βάση την θεωρούμενη ως αναπόφευκτη τάση εξίσωσης μεταξύ των εγχώριων και των διεθνών επιτοκίων και ρυθμών πληθωρισμού.
Η στροφή αυτή συνοδεύθηκε, το 1980, από ένα μέτρο που είχε ήδη αργήσει πολύ: την εξάλειψη των δασμών. Πρόκειται για ένα τομέα όπου δεν είχαν γίνει σημαντικά βήματα στην διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων του πειράματος. Ξεκινώντας το 1976 με ένα κατά μέσο όρο ονομαστικό ποσό του ύψους του 55%, δεν έγιναν ουσιαστικές μειώσεις μέχρι το τέλος του 1978 και τότε μόνο πολύ σταδιακά με στόχο το 15% για το 198421. Ελπιζόταν ότι αυτές οι εγχώριες εταιρείες που παρήγαγαν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα θα υπόκεινταν στον περιορισμό ενός ανωτάτου ορίου τιμών, δεδομένου από τις διεθνείς τιμές (προϋποθέτοντας βέβαια ότι οι δασμοί είναι επαρκώς χαμηλοί και η συναλλαγματική ισοτιμία σταθερή).
Όμως, η υποχώρηση της παραγωγής, τα γρήγορα αυξανόμενα κόστη των επιτοκίων, οι συχνές υποτιμήσεις (οι οποίες εφαρμόζονταν αμέσως μόλις άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα) και όλη αυτή η χρηματοπιστωτική ευφορία η οποία δεν συνοδευόταν από μία στέρεα ανάκαμψη του παραγωγικού τομέα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην μείωση των πραγματικών μισθών και των εισαγωγικών δασμών. Ο πληθωρισμός παρέμεινε σε τριψήφια κλίμακα, αναγκάζοντας τον de Hoz να εισαγάγει, μετά το 1979, το κλασικό Λατινικό στρατήγημα της σημαντικής υστέρησης της συναλλαγματικής υποτίμησης πίσω από τον ρυθμό πληθωρισμού. Ο ρυθμός συναλλαγματικής υποτίμησης επιβραδύνθηκε σε λιγότερο από τριψήφια μεγέθη αλλά – παραμένοντας χαμηλότερος από τον πληθωρισμό – είχε ως συνεπακόλουθο την επίταση της συμπίεσης των κερδών (και την συνεπαγόμενη υποχώρηση της παραγωγής) των ανταγωνιστικών προς τις εισαγωγές εγχώριων επιχειρήσεων.
Διαμορφώθηκε έτσι μία κατάσταση όπου παρά τα έξι χρόνια σταθεροποίησης ένας επίμονα υψηλός πληθωρισμός συνδυαζόταν με μία βαθειά ύφεση (στην πραγματικότητα το κατά κεφαλή ΑΕΠ έπεσε σε πραγματικούς όρους). Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε επικίνδυνα εφόσον όλη αυτή η χρηματοοικονομική ευφορία και η εισροή ξένων κεφαλαίων δεν κατέληξε σε παραγωγικές επενδύσεις. Περιορίσθηκε στον χρηματοοικονομικό τομέα αποσπώντας υψηλές αποδόσεις, που δεν μπορούσαν στο τέλος να καλυφθούν από ανάλογες αυξήσεις στον όγκο της παραγωγής. Η εικόνα που δίνει ο Πίνακας 5 είναι χαρακτηριστική.
Ο εξωτερικός δανεισμός αυξήθηκε για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα ρευστότητας, όπως επίσης αυξήθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το εξωτερικό χρέος. Το 1980 μερικές από τις πιο σημαντικές ιδιωτικές τράπεζες και συγκροτήματα οδηγήθηκαν στην χρεοκοπία εξαιτίας των αυξημένων επιτοκίων του Ευρωσυναλλάγματος στο εξωτερικό και των συσσωρευόμενων αδυναμιών πληρωμής χρεών στο εσωτερικό. Το ένα μετά το άλλο μεγάλα χρηματοπιστωτικά συγκροτήματα (όπως SASETRU, ODDONE, GRECCO κλπ.) άρχισαν να καταρρέουν ενώ επήλθε η εκκαθάριση της Banco Intercambio Regional (Τράπεζα Τοπικών Συναλλαγών) η οποία οδήγησε σε μία συνολική κρίση εμπιστοσύνης τον τοπικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Επίσης, άλλες τράπεζες αναλήφθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως συνέπεια την επίταση της διαδικασίας συγκεντροποίησης με αποτέλεσμα την δραστική μείωση του αριθμού των τραπεζών και χρηματοπιστωτικών εταιρειών από περίπου 400 σε 300. Αυτοί που ευαγγελίσθηκαν την «αποτελεσματικότητα» και την επιβίωση του πιο ικανού για τον βιομηχανικό τομέα αντιμετώπισαν το ίδιο είδος αδυσώπητου περιορισμού.
Με το τέλος του 1980 και τις αρχές του 1982 ήταν πια καθαρό ότι ο βιομηχανικός αλλά και ο χρηματοδοτικός τομέας ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής22. Η επεκτεινόμενη χρηματοπιστωτική κρίση πυροδότησε μία πανικόβλητη φυγή από το πέσο. Τα διαθέσιμα της Κεντρικής Τράπεζας μειώθηκαν από ένα μέγιστο επίπεδο 12 δις. δολαρίων το 1979 σε λιγότερο από 4 δις. δολάρια στο τέλος του 1980. Οι διαδοχικές υποτιμήσεις, που ξαναεφαρμόσθηκαν για να σταματήσουν την φυγή, απλά επέτειναν τον πληθωρισμό.
(β) Οι επιπτώσεις στην εργασία και στην βιομηχανία
Η χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση μαζί με το άνοιγμα της οικονομίας στην παγκόσμια αγορά αποσκοπούσε στην εκκαθάριση των αναποτελεσματικών μονάδων ιδιαίτερα του βιομηχανικού κεφαλαίου (που δημιουργήθηκαν από τις προηγούμενες στρατηγικές της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης και του Δομισμού) και στην εξασθένιση των ισχυρών εργατικών συνδικάτων. Εφαρμόσθηκε ένας δραστικός περιορισμός της παραγωγικής δομής με στόχο το να ευθυγραμμισθεί περισσότερο με τις απαιτήσεις του διεθνοποιούμενου (και πολυεθνικού) κεφαλαίου. Αυτό δεν συνιστούσε μία συνομωσία – όπως έτεινε να εκλαμβάνει τις εξελίξεις η σχολή της Εξάρτησης – αλλά μία αντικειμενική σύγκλιση μεταξύ αυτών των απαιτήσεων και της στρατηγικής των πιο δυναμικών (και διεθνοποιούμενων) μερίδων του κεφαλαίου της Αργεντινής. Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι ότι παρά το ισχυρότατο πλήγμα στην βιομηχανία, σημαντικές μερίδες της ωφελήθηκαν.
Το πρώτο βήμα αυτής της ανασυγκρότησης ήταν η σχετική αναστροφή της σημαντικότητας μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας. Ο παραδοσιακός φόρος στις αγροτικές εξαγωγές εξαλείφθηκε και οι αγροτικές τιμές αυξήθηκαν. Η μεταποίηση (που είχε διαγνωσθεί ως ο προβληματικός τομέας) έχασε κάθε δημοσιονομικό, πιστωτικό ή δασμολογικό πλεονέκτημα που είχε προηγουμένως. Υπήρξε επίσης μία συνειδητή προσπάθεια να ευνοηθεί η ενοποίηση με διεθνικές εταιρείες και η δημιουργία ενός αγροτοβιομηχανικού τομέα. Η αλλαγή στις σχετικές τιμές φαίνεται στον Πίνακα 6:
Μία άλλη σημαντική πλευρά της οικονομικής πολιτικής ήταν η άγρια μείωση των πραγματικών μισθών, που όμως δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών. Αυτή η μείωση ωφέλησε το σύνολο του βιομηχανικού τομέα. Ξεκινώντας με την βίαιη μείωση των πραγματικών μισθών το 1976, υπήρξε μία μικρή ανάκαμψη το 1979 και 1980 εξαιτίας της αυξημένης εργατικής αντίστασης, αλλά το 1981 υπήρξε άλλη μία πτώση (στην περίοδο 197582 το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα μειώθηκε από 45% στο 20% (Munck (1984)).
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 7, η σημαντικότατη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (στην περίοδο 197580) συνοδεύθηκε από την επίσης σημαντικότατη μείωση των βιομηχανικών μισθών (και συνακόλουθα και του εργατικού κόστους). Αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν ακόμη μεγαλύτερη σε ορισμένους κλάδους (43% στην κλωστοϋφαντουργία, 31% στις μηχανοκατασκευές, 27% στην βιομηχανία ξύλου, 25% στην χημική βιομηχανία). Ο στρατιωτικός αυταρχισμός συνέτριψε κάθε συνδικαλιστική έκφραση και βοήθησε το κεφάλαιο να εντατικοποιήσει την εργασία (και συνεπώς και την εξαγωγή υπεραξίας).
Η επίπτωση στην εργασία επιδεινώθηκε από την αύξηση της ανεργίας. Ως επακόλουθο της αποβιομηχάνισης και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας η ανεργία, η οποία στην διάρκεια των πρώτων δύο χρόνων του νεοφιλελεύθερου πειράματος είχε κρατηθεί στο χαμηλό επίπεδο του 34%, αυξήθηκε αλματωδώς. Από 1.030.000 βιομηχανικούς εργάτες το 1976, το 1980 υπήρχαν μόνο 790.000. Σε κλάδους που σχεδόν καταστράφηκαν από την πολιτική de Hoz, όπως την κλωστοϋφαντουργία και την βιομηχανία τρακτέρ, οι συνέπειες ήταν ακόμη πιο εκτεταμένες. Επιπλέον, οι μισθολογικές διαφορές αυξήθηκαν δραματικά.
Παρόλη όμως αυτή την δραστική μείωση του μεριδίου των μισθών, η συνολική επίπτωση του Ριζοσπαστικού Νεοσυντηρητικού πειράματος στην βιομηχανία υπήρξε σχεδόν καταστροφική και οδήγησε σε σημαντική αποβιομηχανοποίηση. Οι προσδοκίες για σημαντικές ξένες επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα διαψεύσθηκαν εφόσον τα πολυεθνικά κεφάλαια προτίμησαν την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία. Ενώ το 1975 η βιομηχανία παρήγαγε το 28% του προϊόντος, το 1982 παρήγαγε το 22%. Επίσης το 1981 η βιομηχανία λειτουργούσε σε μόλις το 50% της εγκατεστημένης δυναμικότητας (Munck (1984)).
Η βιομηχανική πτώση – εκφράζουσα ανεπαρκή ποσοστά κέρδους – αποκαλύπτει αυτό που συνήθως τα ορθόδοξα οικονομικά αγνοούν, δηλαδή ότι το πσοστό κέρδους εξαρτάται όχι μόνον από το μερίδιο των μισθών (δηλαδή το κόστος της εργασιακής δύναμης) αλλά και από την οργάνωση της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής, δηλαδή την συνολική αποδοτικότητα της (τόσο με την εντατικοποίηση της εργασίας όσο και με οικονομίες σε σταθερό κεφάλαιο).
Συνεπώς δεν αρκεί μόνον η αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος του κεφαλαίου αλλά απαιτείται και η ριζική αναδιάρθρωση της παραγωγής23.
V. Συμπεράσματα
Τον Μάρτιο του 1981 ο Martinez de Hoz αντικαταστάθηκε. Ο διάδοχος του είχε να αντιμετωπίσει ένα διεθνές χρέος ύψους 30 δις. δολαρίων, ένα πληθωρισμό που έτρεχε με περίπου 200%, διαθέσιμα ύψους μόλις 1 δις. δολαρίων και μία σοβαρότατη υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής και της απασχόλησης. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το ότι το Ριζοσπαστικό Νεοσυντηρητικό πείραμα του 197682 χαρακτηρίσθηκε ως το «ορφανό μοντέλο», αφού κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί την πατρότητα του. Όμως η συζήτηση γι’ αυτό δεν έχει λήξει.
Αρκετοί νεοσυντηρητικοί συγγραφείς προέβαλλαν μία σειρά επιχειρημάτων που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αποτυχία του. Το πρώτο είναι η αργοπορία στην εισαγωγή της δασμολογικής μεταρρύθμισης. Το δεύτερο ήταν η υστέρηση της συναλλαγματικής υποτίμησης πίσω από τον πληθωρισμό. Και τα δύο αυτά επιχειρήματα έχουν περιορισμένη βαρύτητα. Η βασική αδυναμία του μοντέλου έγκειται στην μυωπική αντίληψη της κρίσης από τα ορθόδοξα οικονομικά, εφόσον αγνοούν το κοινωνικό της περιεχόμενο και παραμένουν σε ένα επιπόλαιο και επιφανειακό επίπεδο. Αυτό φαίνεται στην αποτυχία της υποτιθέμενα αυτόματης λειτουργίας των εξίσου υποτιθέμενα διορθωτικών μηχανισμών της Νομισματικής Προσέγγισης του Ισοζυγίου Πληρωμών. Ιδιαίτερα το άνοιγμα της οικονομίας και το διεθνές εμπόριο και επενδύσεις (εξαγωγές και εισαγωγές εμπορευμάτων και κεφαλαίου) είναι μία αντίρροπη τάση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, την οποία κινητοποιεί κατ’ εξοχήν ο Ριζοσπαστικός Νεοσυντηρητισμός. Όμως δεν είναι ούτε η μοναδική ούτε επαρκής, ιδιαίτερα σε φάσεις γενικευμένης και αύξουσας διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
Η βίαιη επίθεση στην εργασία και η δραστική μείωση του κονδυλίου μισθών δεν επιλύει από μόνη της την κεφαλαιοκρατική κρίση. Ενώ κινητοποιεί αντίρροπες τάσεις στην πτώση του ποσοστού κέρδους, τις περιορίζει μόνον στην σφαίρα της διανομής. Αντιθέτως – ακόμη και στην εκδοχή των Ριζοσπαστικών Νεοσυντηρητικών Οικονομικών και των Οικονομικών της Προσφοράς με τα έντονα δομικά χαρακτηριστικά – παραγνωρίζει ότι ο πυρήνας της κρίσης εδράζεται μέσα στην σφαίρα της παραγωγής. Είναι η σφαίρα αυτή και οι διαδικασίες που συνδέονται με αυτήν (αναδιάρθρωση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, βελτίωση της εξαγωγής (σχετικής) υπεραξίας κλπ.) που παίζουν τον βασικό ρόλο. Επιπλέον, η αναγκαία αναδιάρθρωση της σφαίρας αυτής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον από την λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, αλλά απαιτεί την ενεργή παρέμβαση του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη.
1. Ο Μουζέλης (1987) ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα και χώρες της Λατινικής Αμερικής – όπως η Χιλή και η Αργεντινή – χαρακτηρίζονται από κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά: την πρώιμη εδραίωση του κοινοβουλευτισμού και την ύστερη εκβιομηχάνιση. Τις χαρακτηρίζει επομένως ως χώρες της κοινοβουλευτικής ημιπεριφέρειας που διαφοροποιούνται τόσο από τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του κοινοβουλευτισμού όσο και από την υπανάπτυκτη και μη κοινοβουλευτική περιφέρεια. Ο Μηλιός (1993) έχει δείξει το αβάσιμο – τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο – της θέσης του Μουζέλη.
2. Η Νομισματική Προσέγγιση του Ισοζυγίου Πληρωμών βασίζεται στα έργα των H.Johnson, R.Mundeil, D.Laidler, J.Parkin. Εκπροσωπεί έναν από τους βασικούς άξονες για την μετάβαση από τον παραδοσιακό (εθνικό) Μονεταρισμό στις ριζοσπαστικές νέο συντηρητικές πολιτικές ανοίγματος της οικονομίας. Η κεντρική της θέση είναι ότι σε μία εποχή ραγδαίας διεθνοποίησης του κεφαλαίου η κατάργηση των εθνικών προστατευτικών φραγμών – που παραμορφώνουν τις δυνάμεις της αγοράς – θα οδηγήσει στην οικονομική σταθεροποίηση και ανάπτυξη. Το Ισοζύγιο Πληρωμών, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι διαφορές μεταξύ εθνικών επιτοκίων και οι διεθνείς κεφαλαιακές ροές γίνονται οι βασικές μεταβλητές πολιτικής, εκθρονίζοντας την ποσότητα χρήματος του παραδοσιακού Μονεταρισμού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προσέγγιση αυτή έχει συνενωθεί με την Κευνσιανή θεωρία (δες FrenkelJohnson (1976), Frenkel Gylafson Hellwell (1980)).
3. Αυτό είναι ένα γεγονός που συνήθως παραγνωρίζεται από την σχολή της εξάρτησης.
4. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν κάποια προβλήματα στην περιοδολόγηση του Canitrot. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η περίοδος 193050 αποτελεί μία τυπική φάση Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης. Όμως υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με την δεύτερη περίοδο (195970). Πρώτον, γιατί περιλαμβάνει την περίοδο του πρώτου Μονεταριστικού πειράματος από την στρατιωτική χούντα του Ognania (195962). Δεύτερον, γατί οι Δομιστικές πολιτικές του Frondizi και των Περονιστών, μετά το 1962, ανήκουν σε ένα άλλο ρεύμα – διαφορετικό από την Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Βιομηχανοποίηση. Τόσο στον Μονεταρισμό όσο και στον Δομισμό το βασικό ζήτημα είναι ο πληθωρισμός, θα αναφερθούμε αργότερα σε αυτό εκτενέστερα.
5. Υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος τέτοιων οργανισμών. Η ΙΑΜΕ (αργότερα μετονομασθείσα σε DINFIA), ήταν εξαρτημένη από την Αεροπορία και δραστηριοποιόταν σε μεταλλουργικές και μηχανικές κατασκευές (όπως την παραγωγή των πρώτων τρακτέρ, αυτοκινήτων, αεροπλάνων, βλήματων εδάφους αέρος κλπ.). Επίσης, υπήρχε μία επιχείρηση πετροχημικών (βασισμένη στις απαλλοτριωμένες στον πόλεμο τριάντα γερμανικές εταιρείες φαρμακευτικών και χημικών προϊόντων) υπό την Εθνική Διεύθυνση Κρατικών Βιομηχανιών (DINIE). Τέλος, η ναυπηγική εταιρεία AFNE εξαρτιόταν από το Ναυτικό.
6. Παραδείγματος χάριν, δίπλα στο εργοστάσιο της DINFIA στην Κόρντομπα εγκαταστάθηκε αργότερα ένα μεγάλο μέρος της αυτοκινητοβιομηχανίας.
7. Κατά αυτήν την διεθνή συγκυρία η μορφή του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαίων βασιζόταν στην στενή σχέση κάθε συγκεκριμένου κεφαλαίου με το κράτος προέλευσης του. Το τελευταίο υποστήριζε ενεργά τόσο την εσωτερική συσσώρευση του πρώτου όσο και την διεθνή ανταγωνιστικότητα του.
8. Για την έννοια του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου βλέπε Fine Harris (1979, κεφ.1).
9. Παραδείγματος χάριν, περιορισμοί στις εισαγωγές πρώτων υλών και τροφίμων από την Βρετανία και τις ΗΠΑ προκάλεσαν μειώσεις των τιμών και όξυναν τα ήδη επιδεινωμένα εξαγωγικά προβλήματα των εξαγωγέων τους. Επιπλέον, ισχυρά προστατευτικά μέτρα σε κλάδους όπως το ένδυμα, η κλωστοϋφαντουργία και το υπόδημα κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στις βιομηχανίες και τις εξαγωγές αρκετών Λιγότερο Αναπτυγμένων Χωρών. Το πλήγμα στην κλωστοϋφαντουργία της Αργεντινής – μία μάλλον επιτυχημένη περίπτωση προηγουμένως – ήταν περίπου θανάσιμο.
10. Συνηθισμένα τέτοια «μποτιλιαρίσματα» είναι η ανεπαρκής προσφορά ειδών διατροφής, η μη διαθεσιμότητα ξένου συναλλάγματος, αδυναμίες της εσωτερικής αποταμίευσης, μη ευελιξία της φορολογικής δομής και των δημόσιων δαπανών, σπανή ορισμένων ενδιάμεσων εισροών κλειδιών κλπ.
11. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των Λατινοαμερικανικών Ριζοσπαστικών Νεοσυντηρητικών πολιτικών ήταν ότι επιβλήθηκαν από στρατιωτικά και αυταρχικά καθεστώτα, που λειτούργησαν ως η «σιδηρά χειρ» για την πειθάρχηση της κοινωνίας. Εξάλλου μία συνήθης δικαιολόγηση της αποτυχίας των μονεταριστικών πολιτικών ήταν ότι εφαρμόσθηκαν μόνον εν μέρει λόγω πολιτικού κόστους και ότι εγκαταλείφθηκαν γρήγορα λόγω πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων. Επομένως ο αυταρχισμός θεωρήθηκε ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή του Ριζοσπαστικού Νεοσυντηρητισμού. Αυτό φυσικά, σε θεωρητικό επίπεδο υπέκρυπτε μία θεμελιώδη αντίφαση: από την μία «λιγότερο κράτος» (απόσυρση του κράτους από την οικονομία) και από την άλλη ασφυκτική και αυταρχική παρουσία του κράτους στην θέσπιση πολιτικών και οικονομικών περιορισμών (πόσο μάλλον αύξηση του κρατικού αυταρχισμού).
Ο Foxley (1985) επεσήμανε εύστοχα ότι η έκταση της εφαρμογής των πολιτικών αυτών εξαρτήθηκε από: 1) την ιδεολογία του στρατού και την φύση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που τον υποστήριζαν, 2) την βραχυπρόθεσμη επίπτωση των πολιτικών αυτών: εάν οι βασικοί βραχυπρόθεσμοι στόχοι (μείωση του πληθωρισμού, ισοσκελισμός των εξωτερικών λογαριασμών, «κανονικοποίηση» της παραγωγής κλπ.) επιτυγχάνονταν, τότε τα στρατιωτικά καθεστώτα προχωρούσαν στους μακροπρόθεσμους δομικούς μετασχηματισμούς.
12. Εν αντιθέσει με τις παραδοσιακές μονεταριστικές απόψεις περί ουδετερότητα: του χρήματος, η νέα προσέγγιση θεωρεί ότι το χρήμα παίζει ρόλο καθώς δεν είναι εξωγενές αλλά ενδογενές.
Η νομισματική βάση είναι M=L+R, όπου L: δάνεια στην Κεντρική Τράπεζα και R: αποθέματα. Όταν το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι υπό έλεγχο τότε το L είναι μη σημαντικό. Το R είναι ενδογενές και καθορίζεται από: 1) το μέγεθος του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και, 2) τις εξωτερικές κεφαλαιακές ροές που ρυθμίζονται από την διαφορά μεταξύ διεθνών και εγχωρίων επιτοκίων, προσαρμοσμένων κατά την αναμενόμενη υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος. Επομένως, συνολικά η νομισματική βάση είναι ενδογενής.
13. Για μία αναλυτική έκθεση της θεωρίας της κατά τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους και των αντίρροπων τάσεων της βλέπε Fine Harris (1979). Fine (1986) και Weeks (1982).
14. Κατά τον D. Pastore (υπουργό Οικονομικών των τελευταίων ημερών της χούντα?), υπήρχε μία όιαδεδομένη πεποίθηση ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός ήταν περίπου σταθερός.
15. Ο Foxley (1985), από μία άλλη θεωρητική σκοπιά, χαρακτηρίζει την κατάσταση αυτή ως την «διαβόητη κυκλική συμπεριφορά της αργεντίνικης οικονομίας».
16. Ο Foxley (1985, σ. 160) επεσήμανε ότι μετά από τρεις μήνες ελεύθερων τιμών (Ιούνιος 1976) το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε 55 φορές σε σχέση με μία φυσιολογική – σύμφωνα με τα προηγούμενα δεδομένα της Αργεντινής – περίοδο (Δεκέμβριος 1970), η προσφορά χρήματος αυξήθηκε μόνον 35 φορές και η συναλλαγματική ισοτιμία υποτιμήθηκε 53 φορές.
17. Παρόλα αυτά υπήρξαν οξύτατες συγκρούσεις μέσα στο καθεστώς σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις. Η κρατική εταιρεία πετρελαίου (YPF) παρέμεινε κυρίαρχη παρά τις ευρύτατες παραχωρήσεις σε έρευνες εξόρυξης σε ξένες εταιρείες. Τα μεγάλα συμφέροντα του στρατού στην βιομηχανία (ιδιαίτερα στην πολεμική βιομηχανία) παρέμειναν άθικτα και αυτό αποτέλεσε μία πικρή ήττα για τον de Hoz.
18. Οι διακυμάνσεις εξέφραζαν, εν μέρει, το βαθμό υστέρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας από τον εγχώριο πληθωρισμό – μία παρέκκλιση από την ορθόδοξη πολιτική. Η αύξηση της υστέρησης μείωνε το βραχυπρόθεσμο πραγματικό επιτόκιο ενώ αυτή η μείωση προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού.
19. Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά μέσω μίας σειράς θεωρητικών ασκήσεων, κενών όμως οποιουδήποτε σημαντικού ρεαλιστικού και κοινωνικού περιεχομένου. Παραδείγματος χάριν, ο Blejer (1982) διακρίνει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα των επιτοκίων σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε διαφορετικά νομίσματα:
1) Το θεώρημα της συγκαλυμμένης ισότητας των επιτοκίων (covered interest parity theorem): όταν υπάρχουν οργανωμένες spot και forward αγορές συναλλάγματος που λειτουργούν χωρίς διοικητικούς περιορισμούς, τότε οι βραχυπρόθεσμες κεφαλαιακές κινήσεις θα οδηγήσουν στην εξίσωση (όταν εκφρασθούν στο ίδιο νόμισμα και αφού καλυφθεί η λειτουργία της forward αγοράς συναλλάγματος) των αποδόσεων αυτών των περιουσιακών στοιχείων, που είναι όμοια σε όλα εκτός του νομίσματος αποτίμησης.
2) Η υπόθεση Fischer: για μία ανοικτή οικονομία και για εργαλεία που είναι όμοια σε όλα εκτός του νομίσματος αποτίμησης τους, οι διαφορές των επιτοκίων υπάρχουν εξαιτίας τη; αναμενόμενης αλλαγής του επιτοκίου μεταξύ των διαφορετικών νομισμάτων.
Προφανώς η υπόθεση Fischer είναι όμοια με το θεώρημα της συγκαλυμμένης ισότητας των επιτοκίων όταν δεν υπάρχει αμοιβή του κινδύνου στην αγορά forward (δηλαδή το ποσοστό forward και η αναμενόμενη μελλοντική ισοτιμία είναι ίδια).
20. Κατά τον Foxley (1985) η αύξηση των επιτοκίων (ονομαστικών και πραγματικών) ισοδυναμούσε με ένα σοκ προσφοράς: το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων αυξήθηκε και αυτό οδήγησε – μέσω του μηχανισμού του markup – στην αύξηση των τιμών.
21. Αυτή ήταν μία από τις βασικές δικαιολογίες για την αποτυχία του πειράματος (βλέπε Auemheimer (1984)).
22. Το 25% των συνολικών απαιτήσεων του χρηματοοικονομικού τομέα (πάνω από 10 6m. δολάρια ΗΠΑ) ήταν αδύνατον να εκπληρωθεί.
23. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν τα ορθόδοξα οικονομικά αλλά και μερικές νεομαρξιστικές απόψεις, η γενικευμένη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν οδηγεί σε αύξηση αλλά σε μείωση του γενικού μέσου ποσοστού κέρδους. Για την αντίστροφη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας και ποσοστού κέρδους βλέπε Carchedi (1991).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Auernheimer L. (1984), «Economie Liberalization and Stabilization Policies in Argentina, Chile and Uruguay», World Bank
Barletta N. – Blejer M. – Landau L. (1984) (eds.), «Economic Liberalization Policies in Argentina, Chile and Uruguay: Applications of the Monetary Approach to the Balance of Payments», World Bank symposium
Beccaria L. – Carciofi R. (1982), «Recent Experiences of Stabilisation: Argentina’s Economic Policy», I.D.S. Bulletin
Blejer M. (1982), «Interest rate differentials and exchange risk: recent Argentine experience», IMF staff papers
Canitrot A. (1980), «Discipline as the central object of economic policy: An essay on the economic programme of the Argentine Goverment», World Development, vol. 8
Carchedi G. (1991), «Frontiers of Political Economy», Verso
Diaz Alejandro C.F. (1970), «Essays on the Economic History of Argentina Republic», Yale Univ. Press
Felix D. (1982), «Latin American Monetarism in Crisis», I.D.S. Bulletin
Fine B. & Harris L. (1979), «Rereading Capital», Columbia University Press Fine B. (1986), «The Value Dimension», Routledge
Foxley A. (1985), «Latin American Experiments in Neoconservative Economics»
Frenkel J.Gylafson Hellwell J. (1980), «A Synthesis of Monetary and Keynesian Approaches to Shortrun Balance of Payments Theory», Economic Journal no. 90
Frenkel J.Johnson H. eds (1976), «The Monetary Approach to the Balance of Payments», Alien and Unwin
Μηλιός Γ. (1993), «Η Υπανάπτυξη (της θεωρίας) ως Απολογητική: απόψεις για την ελληνική κοινωνία τον κοινοβουλευτισμό, την εκβιομηχάνιση», θέσεις νο. 45
Μουζέλης Ν. (1987), «Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημιπεριφέ ρεια: Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική», Θεμέλιο
Munck R. (1984), «Behind the news: Argentina», Capital θ Class no.22
Munck R. (1985a), «Democratization and Demilitarization in Argentina», Bulletin of Latin American Research, vol. 4, no. 2
Munck R. (1985b), «The modem» military dictatorship in L.A.: the case of Argentina (197682), Latin American Perspectives, vol. 12, no. 426
Weeks J. (1982), «Equilibrium, Uneven Development and the Tendency of the Rate of Profit to Fall», Capital θ Class no. 16
————————————————————————–