Tag Archives: ΛΑΕ

«Επιτακτική η αποδέσμευση από την ΕΕ» – Στ.Μαυρουδέας ΠΡΙΝ 21-4-2019

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΙΝ 21-4-2019

Νο. 1423

 

Είκοσι χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ η ευρωπαϊκή ενοποίηση βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση

Η πάλη για την αποδέσμευση από την ΕΕ βασικός κόμβος της επαναστατικής στρατηγικής

 

Σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί τον σύγχρονο «μεγάλο ασθενή». Αυτό το σημαντικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ του διεθνούς συστήματος του καπιταλισμού διαπερνάται από βαθύτατες και ασυμφιλίωτες αντιφάσεις. Οι αστικές τάξεις του εμφανίζονται ολοένα και πιο διαιρεμένες απέναντι στις προοπτικές της. Οι λαοί οι οποίοι είναι εγκλεισμένοι σε αυτό το απεχθάνονται ολοένα και περισσότερο. Και οι άλλοι ανταγωνιστικοί ιμπεριαλιστικοί πόλοι του διεθνούς καπιταλισμού το υπονομεύουν συστηματικά αλλά ταυτόχρονα, σε διαφορετικούς βαθμούς ο καθένας, δεν επιθυμούν μία ανεξέλεγκτη κατάρρευση του καθώς αυτό θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο στρατηγικό κενό.

Υπό αυτές τις συνθήκες η ΕΕ αποτελεί δυνητικά έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους του καπιταλιστικού συστήματος και μία χρυσή ευκαιρία για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα στις χώρες της για να κερδίσουν στρατηγικές νίκες έναντι των αστικών τάξεων τους. Και όμως αυτό δεν συμβαίνει. Στις χώρες του Βορρά η λαϊκή δυσαρέσκεια εγκλωβίζεται σε επικίνδυνες εθνικιστικές και ακροδεξιές μορφές και γίνεται έρμαιο των ενδοαστικών ανταγωνισμών. Βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η ενσωμάτωση της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς (;), μετά τις ήττες του 1980, στο αστικό σύστημα και η μετατροπή της σε ουρά ολοένα και πιο συντηρητικών και δειλών αστικών ρεφορμιστικών ρευμάτων. Όμως και στις χώρες του Νότου, όπου αφενός η ιστορική παράδοση του κομμουνιστικού ρεύματος είναι ισχυρότερη και αφετέρου οι κοινωνική αγανάκτηση εξακολουθεί να κοιτάζει στα αριστερά, λείπει ένα συγκροτημένο ιδεολογικά και προγραμματικά αριστερό και εργατικό ρεύμα που να μπορέσει να την οργανώσει και να την οδηγήσει σε αποφασιστικές νίκες. Η οικοδόμηση του αποτελεί το πιο βασικό καθήκον για την επαναστατική Αριστερά στη χώρα μας.

 

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση: ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ σε κρίση

Στην ήδη παρερχόμενη εποχή της ψευδεπίγραφης «παγκοσμιοποίησης» οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, αλλά και για μία αρχική περίοδο οι ΗΠΑ (για να αντιμετωπίσουν την απειλή του Ανατολικού μπλοκ), πρόβαλλαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση σαν μία αντικειμενική και τελεσίδικη εξέλιξη. Η μεγάλη μάζα της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς προσχώρησε ασμένως στην αντίληψη αυτή – συνήθως κακοποιώντας την Γκραμσιανή σκέψη – και καλλιέργησε την φαιδρή ιδέα της «κοινωνικής Ευρώπης». Ακόμη και σήμερα, που ο βαθύτατα αντιλαϊκός και αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει κατανοηθεί εμπειρικά από τις λαϊκές τάξεις, συνεχίζει με έναν ανεδαφικό ευρωσκεπτικιστικό μεταρρυθμισμό (που τυπικές εκφράσεις του είναι στη χώρα μας το κόμμα- μαριονέττα Βαρουφάκη και η αθεράπευτα ακολουθητική στον αστικό μεταρρυθμισμό ΛΑΕ). Η καλλιέργεια αυτών των ανεδαφικών και καταστροφικών αντιλήψεων δεν είναι μόνο συνέπεια του ιδεολογικού εκπεσμού της Δυτικής Αριστεράς σε ένα πολιτικά καθωσπρεπιστικό, ψευτο-υπερδιεθνιστικό, δικαιωματικό ρεύμα με δυσκόλως υποκρυπτόμενη απέχθεια στην ταξική πολιτική και στην εργατική λαϊκότητα. Είναι και αποτέλεσμα αντικειμενικών δεσμεύσεων που προκύπτουν από την οργανική ενσωμάτωση βασικών τμημάτων της (ιδιαίτερα στη Γερμανία αλλά όχι μόνο) στο αστικό σύστημα. Αυτά αποξενώνουν την μεγάλη πλειοψηφία της δυτικο-ευρωπαϊκής από τις λαϊκές και εργατικές μάζες και αφήνουν τις τελευταίες – σήμερα που η πολιτική της «παγκοσμιοποίησης» έχει εξαντλήσει την προσφορά της στο κεφάλαιο και οι αστικές τάξεις ερίζουν στο εσωτερικό τους αλλά και διεθνών για την επιστροφή στον οικονομικό και πολιτικό εθνικισμό – έρμαια των εθνικιστικών και ακροδεξιών αστικών κομμάτων.

Στην ελληνική Αριστερά οι αντιλήψεις αυτές είναι ακόμη αρκετά αδύναμες. Η ιστορική παράδοση και διαδρομή της, παρόλες τις ήττες και τις αδυναμίες, εμπόδισε την επικράτηση τους. Αφετέρου, η δραματική αποτυχία της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής αστικής τάξης (δηλαδή το σχέδιο αναβάθμισης μέσα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα από ένα μεσαίου επιπέδου υπο-ιμπεριαλισμό σε έστω μικρό συνεταίρο ενός από τα βασικά παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ) έχει ήδη αποτύχει παταγωδώς. Η Ελλάδα των μνημονίων – που φυσικά πληρώνονται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα – σηματοδοτεί την διεθνή υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού και δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων.

Βέβαια, η ελληνική αστική τάξη και οι βασικοί πολιτικοί της φορείς (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ) εξακολουθεί να μηρυκάζει βλακωδώς τον ξεπερασμένο μύθο του «παραδείσου της ΕΕ» νομίζοντας ότι έτσι αποκοιμίζει τις λαϊκές μάζες. Ο ελληνικός υπο-ιμπεριαλισμός, εν μέσω της διαρκούς υποβάθμισης του στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και έχοντας απωλέσει τους περισσότερους βαθμούς ελευθερίας κίνησης έναντι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, είναι πλήρως ανίκανος να κινηθεί ανεξάρτητα από τους ξένους πάτρωνες του. Γι’ αυτό απουσιάζει στη χώρα μας ένα σοβαρό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης που να αμφισβητεί την ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό κάνει τον ελληνικό αστισμό ακόμη πιο αδύναμο και ανίκανο να μπορέσει να ενσωματώσει και να καταστείλει την λαϊκή αγανάκτηση. Το σιωπηρό λαϊκό τσουνάμι που οδήγησε στο συντριπτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος (παρά την αντικειμενική υπονόμευση του από το ΚΚΕ και την αναμενόμενη προδοσία του από τον ΣΥΡΙΖΑ) αποδεικνύει τα παραπάνω. Ταυτόχρονα όμως η αποτυχία της επαναστατικής Αριστεράς να κεφαλαιοποιήσει αυτή την αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση και να την μετατρέψει σε νικηφόρο κοινωνικο-πολιτικό ρεύμα αποδεικνύει ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η αγωνιστικότητα αλλά απαιτείται ξεκάθαρη ιδεολογική αντίληψη και συνεκτικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα. Χωρίς αυτά η λαϊκή αγανάκτηση αφήνεται έρμαιο τυχοδιωκτών και, εάν αύριο οι ενδο-αστικές και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις το επιτρέψουν, ενός ακροδεξιού εθνικιστικού ρεύματος.

Σ’ αυτή την ρωγμή του χρόνου καλείται η ελληνική επαναστατική Αριστερά και ιδιαίτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και να αποδείξει ότι μπορεί να επιτελέσει τον ανατρεπτικό ρόλο της. Ο στόχος της Αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να προβληθεί με τον πιο επιτακτικό τρόπο σαν υπόθεση της Αριστεράς και να αποτυπωθεί σαν κεντρικός στόχος της επαναστατικής στρατηγικής.

Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει κατ’ αρχήν να μιλήσει κανείς απλά αλλά και καθαρά στις λαϊκές και εργατικές μάζες. Να αφήσει στην άκρη επιθετικούς προσδιορισμούς της Αποδέσμευσης από την ΕΕ που το μόνο που κάνουν είναι να αδυνατίζουν την ουσία. Αυτά ανήκουν είτε σε υπεραριστερές ομαδούλες επιδιδόμενες σε θρησκευτικού τύπου διαμάχες για λόγους μυωπικής αυτό-αναπαραγωγής είτε στο συστημικό ιερατείο του Περισσού για να αποφύγει την σύγκρουση με το κεφάλαιο. Η Αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ δεν διεκδικείται από κανένα τμήμα της αστικής τάξης. Η Αποδέσμευση ή θα είναι υπόθεση της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος ή δεν θα υπάρξει καθόλου. Και αντίστροφα, καμία σοσιαλιστική προοπτική δεν μπορεί να διανοιχθεί μέσα στη φυλακή της ΕΕ. Τα δε φληναφήματα περί ταυτόχρονης σοσιαλιστικής επανάστασης (που μάλιστα δεν θα σπάσει ούτε μία τζαμαρία) και Αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι ανεδαφικά και εκ του πονηρού. Με αυτή την λογική η Αριστερά στο μεταπολιτευτικό δημοψήφισμα για τον βασιλιά θα έπρεπε να απέχει γιατί πάλι καπιταλισμό θα είχαμε. Ο στόχος της Αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να αποτελεί κόμβο μίας ενιαίας στρατηγικής για την μετάβαση στο σοσιαλισμό αλλά ταυτόχρονα να ξεχωρίζει σαν αυτοτελής στόχος. Αυτό δεν συνιστά σε καμία περίπτωση στρατηγική σταδίων και οι κουτοπόνηρες κριτικές ιδιαίτερα από όψιμους αντιπάλους της τελευταίας μόνο υποκριτικές και εκ του περισ(σ)ού είναι.

Πρέπει επίσης να ξεχωρίσει από τον υποστηρικτικό στο σύστημα και ψευδεπίγραφο «αριστερό ευρωσκεπτικισμό» και δραχμισμό της ΛΑΕ. Η πανικόβλητη αυτή λογική δεν διαθέτει στρατηγική και προγραμματική ρεαλιστικότητα και συνοχή ενώ αναπαράγει ψευδαισθήσεις και οδηγεί τελικά σε γελοίες συμπράξεις με φαιδρά ρετάλια του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο συγχρωτισμός μαζί τους δεν θα πολλαπλασιάσει δυνάμεις αλλά θα βαθύνει διαιρέσεις και, πάνω απ’ όλα, θα θολώσει τόσο την προγραμματική στόχευση όσο και την λαϊκή απεύθυνση. Οι αγωνιστικές δυνάμεις που βρίσκονται στο χώρο αυτό θα πρέπει να καταλάβουν ότι με διγλωσσίες, πολιτική και προγραμματική αστάθεια και εγκλωβισμό στην επιβίωση μέσω του κοινοβουλευτισμού δεν προσφέρουν στην υπόθεση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Αλλά και γενικότερα πρέπει να είναι κατανοητό ότι, ιδιαίτερα σήμερα, συνενώσεις στη βάση ασαφών και αντιφατικών προγραμματικών στοχεύσεων δεν βοηθούν. Η αποτελεσματικότητα της γραμμής της επαναστατικής Αριστεράς δεν θα κριθεί σε ασταθείς και ασαφείς συνενώσεις οργανώσεων αλλά στο κατά πόσο το προγραμματικό της μήνυμα γίνει κτήμα των λαϊκών μαζών.

Το σημαντικότερο όμως καθήκον της ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η διατύπωση ενός συγκροτημένου και ρεαλιστικού μεταβατικού πολιτικού προγράμματος.

 

Ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής με κεντρικό άξονα την αποδέσμευση

Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να διευκρινίζει τόσο τον στρατηγικό στόχο του όσο και τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ορόσημα και εργαλεία του. Για την επαναστατική Αριστερά ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να αποτελεί την συνολική προγραμματική της πρόταση. Ταυτόχρονα όμως, σε μετωπικό επίπεδο, θα μπορεί να συμπορευθεί στο κίνημα αλλά όχι μόνο και με δυνάμεις και ιδιαίτερα λαϊκές μάζες που δεν είναι πεισμένες για τον τελικό στόχο αλλά συμφωνούν στον αναγκαίο κρίσιμο κόμβο της Αποδέσμευσης από την ΕΕ.

Βασική είναι η κατεύθυνση στην δημιουργία ενός υποδείγματος αυτόκεντρης (αλλά όχι κλειστής) ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (σε αντιδιαστολή με την εξαρτημένη ανάπτυξη εντός ΕΕ), που απαιτεί την δημιουργία μίας νέας και ριζικά διαφορετικής παραγωγικής δομής με εσωτερική συνοχή (ισχυρές διακλαδικές διασυνδέσεις προς τα εμπρός και προς τα πίσω), με οδηγό τις ανάγκες του λαού και του τόπου και αυτοτελή και διακριτική εξωτερική οικονομική πολιτική.

Το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα οφείλει να διακρίνει φάσεις στην ανάπτυξη του:

(α) την αρχική ειδική περίοδο, χαρακτηρισμένη από έντονη σύγκρουση με την ΕΕ και την Δύση και συγκροτημένη με έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης άμεσων αναγκών

(β) την περίοδο σταθεροποίησης, με κεντρικό χαρακτηριστικό την παγίωση μίας οικονομίας με κατά βάση κρατικο-καπιταλιστικές σχέσεις αλλά και ένα διευρυνόμενο σοσιαλιστικό τομέα

(γ) την περίοδο σοσιαλιστικής μετάβασης με την ισορροπημένη και βιώσιμη ενίσχυση του σοσιαλιστικού τομέα και τον αντίστοιχο περιορισμό του ιδιωτικού τομέα.

 

Οι βραχυχρόνιοι άξονες της ειδικής περιόδου είναι:

(1) Η αποδέσμευση από την ΕΕ.

(2) Η διαγραφή του εξωτερικού χρέους.

(3) Η επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων).

(4) Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για την εξασφάλιση της επιβίωσης του και της χρηματοδότησης της οικονομίας).

(5) Ένα σύστημα έντονα προοδευτικής φορολογίας (δηλαδή τα βάρη στα πλούσια στρώματα για να βελτιωθεί η θέση των λαϊκών στρωμάτων και να εξευρεθούν πόροι για αναπτυξιακή πολιτική).

(6) Η ελεγχόμενη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος, (μέσα ενδεχομένως από ένα σύστημα πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή ένα βραχύβιο πρόγραμμα διπλού νομίσματος) έτσι ώστε να υποβοηθηθεί η ανταγωνιστικότητα και να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες της χώρας σε συνδυασμό με ένα εκτεταμένο σύστημα ελέγχου των τιμών (ώστε να αποφευχθούν πληθωριστικές αυξήσεις).

Ο πιο κρίσιμος όμως μακροχρόνιος άξονας του προγράμματος αυτού είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε βάση τον δημόσιο τομέα (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των βασικών οικονομικών κλάδων) μέσω της δημοκρατικής εκπόνησης πενταετών προγραμμάτων για το σύνολο της οικονομίας. Βασικός πυλώνας τους θα είναι ο δημόσιος τομέας (με την δημόσια ιδιοκτησία των βασικών στρατηγικών κλάδων της οικονομίας) αλλά με υποχρεωτική εφαρμογή και στον ιδιωτικό τομέα. Βασικός στόχος τους οφείλει να είναι η ανάπτυξη του παραγωγικού τμήματος της οικονομίας (με επανεκκίνηση του πρωτογενούς τομέα, επανεκβιομηχάνιση και αντίστοιχο σχετικό περιορισμό των υπηρεσιών). Αυτή η παραγωγική αναδιάρθρωση δεν μπορεί να υποταχθεί στη σημερινή παραγωγική διάρθρωση η οποία έχει αποτύχει αλλά πρέπει να κινηθεί ρηξικέλευθα και καινοτόμα. Επίσης, βασικό στοιχείο αυτού του προγράμματος είναι η πλήρης αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού (δηλαδή η πλήρης απασχόληση). Αναγκαία συμπληρώματα της είναι αντίστοιχη νομισματική και εισοδηματική πολιτική καθώς και μία ανεξάρτητη διεθνή οικονομική πολιτική. Αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής αποτελεί τον μόνο δρόμο για να οικοδομηθεί μία βιώσιμη οικονομία προς όφελος του λαού.

* Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Advertisement

Ούτε λέξη για την ταμπακιέρα … Μία οφειλόμενη απάντηση σε νέο σχόλιο της Iskra

 

 

Ούτε λέξη για την ταμπακιέρα …

Μία οφειλόμενη απάντηση σε νέο σχόλιο της Iskra

Σταύρος Μαυρουδέας

 

11/6/2017

Στις 10/6/2017 η Iskra δημοσίευσε την απάντηση μου σε προηγούμενο σχόλιο της μαζί με νέο δικό της σχόλιο («Φιλικές συμβουλές προς «κύκλους της ΛΑ.Ε») με την δήλωση ότι «ότι είχε να πει το έγραψε στο σχόλιο της» και ότι δεν σκοπεύει να συμμετάσχει «σε ένα άκομψο σίριαλ ερωταπαντήσεων, σύνηθες στην Αριστερά, που συχνά δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο παρά να καλλιεργεί «εξυπνάδες» και να δηλητηριάζει το κλίμα και τις σχέσεις».

Φίλοι της Iskra αν θεωρείτε ότι η μέχρι τώρα συζήτηση καλλιεργεί «εξυπνάδες» και «δηλητηριάζει» τότε δεν θα έπρεπε να μπείτε καν στον κόπο να την προκαλέσετε με επανειλημμένα σχόλια σας. Δεν ανοίγει κανείς μία συζήτηση όταν βιάζεται να αποδράσει από αυτήν.

Επίσης, τον προσωπικό τόνο και τις «εξυπνάδες» (τύπου Βρούτου) μάλλον πρέπει να τις αναζητήσετε στα κείμενα σας. Επίσης, ότι καλό είναι να συγκρατήσετε την ορμή σας και να φρεσκάρετε τις γλωσσικές σας γνώσεις. Το «παρακαλώ» μόνο επιτακτικό δεν είναι στην ελληνική γλώσσα.

Για την ουσία του ζητήματος, που είναι και το σημαντικότερο, δεν λέτε τίποτα ή μάλλον επιδίδεστε στις γνωστές διγλωσσίες στις οποίες διαπρέψατε – προς η ζημία σας – ιδιαίτερα στην περίοδο των εκλογών.

Ευτυχώς οι ανώνυμοι «κύκλοι της ΛΑΕ» αντικαθίστανται από το «γραφείο τύπου της ΛΑΕ». Φυσικά να δηλώσω προκαταβολικά ότι περιποιεί τιμή στην ασημαντότητα μου η ενασχόληση ενός τόσο βαρυσήμαντου οργάνου με τις απόψεις μου.

Το τελευταίο κατά πρώτον αντιπαρέρχεται μετά απαξίας «μικροπρεπείς χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στην ΛΑΕ» και δεν απαντά σε «εύκολες μειωτικές κρίσεις για την παράταξη και για διαδρομές προσώπων και συλλογικοτήτων της». Εύγε φίλτατοι. Ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις την αυτοκριτική για πράξεις και δηλώσεις σου είναι να υποδυθείς την προσβεβλημένη παρθένα. Αλήθεια, δεν θεωρεί η ΛΑΕ ότι οφείλει μία αυτοκριτική για τα μέχρι τώρα πεπραγμένα της (ιδιαίτερα στην περίοδο της συμμετοχής της στο ΣΥΡΙΖΑ); Ποιο από τα αναφερόμενα στο κείμενο μου είναι άστοχο και άδικο;

Στη συνέχεια το ερίτιμο γραφείο τύπου της ΛΑΕ δηλώνει ότι «συμφωνεί πλήρως με την θέση που διατυπώνει ο σ.Μαυρουδέας πως η έξοδος από την ΟΝΕ αποτελεί τμήμα της συνολικής και άμεσης αποδέσμευσης από την ΕΕ. Τελεία και παύλα.». Αυτό αποτελεί σίγουρα μία πρόοδο. Όμως μήπως θα έπρεπε να διατυπωθεί και στα επίσημα πολιτικά ντοκουμέντα της ΛΑΕ; Για παράδειγμα στην πρόσφατη απόφαση του ΠΣ της ΛΑΕ τίποτα ανάλογο δεν λέγεται αλλά μόνον επαναλαμβάνονται οι παλιές εσφαλμένες και ανεπαρκείς διατυπώσεις της ιδρυτικής διακήρυξης της ΛΑΕ.

Επίσης, το γραφείο τύπου της ΛΑΕ, αμέσως μετά την προαναφερθείσα θετική διατύπωση έρχεται να την «νερώσει» επαναλαμβάνοντας τα γνωστά τετριμμένα περί αμεσότητας της εξόδου από την ΟΝΕ. Πρόκειται περί κουτοπονηριάς. Όπως προσπάθησε να εξηγήσει το αρχικό κείμενο μου, άλλο τεχνικό πρόγραμμα και άλλες πολιτικές προκείμενες θέτει ένα μέτωπο αποδέσμευσης από την ΕΕ και άλλες ένα μέτωπο «εξόδου από την ΟΝΕ κατ’ αρχήν και βλέπουμε».

Φίλοι της ΛΑΕ, συγχωρήστε αυτή την εμμονή στην ακρίβεια αλλά οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Πόσο μάλλον αν κάποιοι έχουν υποστεί το ευτελές παιχνίδι διγλωσσίας, παραπλανητικών διατυπώσεων και καιροσκοπισμού στο οποίο επιδοθήκατε συλλήβδην (για να αφήσουμε στην άκρη ορισμένες συνιστώσες σας που έκαναν πρωταθλητισμό σ’ αυτό) στην περίοδο των εκλογών.

Αν πράγματι συμφωνείτε σε στη μετωπική συμπόρευση της Αριστεράς με βάση ένα πρόγραμμα αποδέσμευσης από την ΕΕ επιτέλους πείτε το καθαρά.

Φιλικές συμβουλές προς «κύκλους της ΛΑΕ»

Φιλικές συμβουλές προς «κύκλους της ΛΑΕ»

 

Σταύρος Μαυρουδέας

8/6/2017

 

 

 

 

 

 

 

Το κείμενο μου «Αποδέσμευση από την ΕΕ ή Δραχμισμός;» (ΠΡΙΝ Σάββατο 3 Ιουνίου 2017) προκάλεσε την κριτική ανώνυμου σχολιογράφου της Iskra και επίσης ανώνυμων κύκλων της ΛΑΕ με τίτλο «Ο «δραχμισμός» και ο «αριστερός ευρωσκεπτικισμός» της ΛΑ.Ε. Και εσύ Βρούτε;». Με την πιο φιλική διάθεση θα ήθελα να κάνω ορισμένες επισημάνσεις και να προβώ σε αντίστοιχες συμβουλές.

 

 

 

Πρώτον, αυτή η οχύρωση πίσω από την ανωνυμία – πόσο μάλλον το σχήμα «κύκλοι της ΛΑΕ» που ανάγει σε κυβερνητικές μεθόδους συγκεκαλυμμένων διαρροών – δεν βοηθά την συζήτηση στην Αριστερά.

 

Δεύτερον, Βρούτους καλύτερα θα ήταν να αναζητούσατε στον δικό σας πολιτικό χώρο (όπου μάλλον έχετε πολλούς). Εξ όσων γνωρίζω ούτε στον ίδιο πολιτικό χώρο ανήκουμε, ούτε κοινή πολιτική διαδρομή είχαμε. Θα μπορούσε να κάνει κανείς αρκετά ειρωνικά σχόλια περί αμετροέπειας, Καισαρισμού κλπ. αλλά δεν θα συμβάλλουν στην ουσία της συζήτησης στην οποία το κείμενο μου θέλει να προκαλέσει.

 

Τρίτον, αποτελεί υπεκφυγή και ένδειξη αδυναμίας το να προσπαθείς να αντικρούσεις μία άποψη ταυτίζοντας την με κάποια άλλη. Εν προκειμένω η ταύτιση από μέρους σας της άποψης που διατύπωσα με την κριτική του ΚΚΕ στη ΛΑΕ (παρόλο ότι φευγαλέα αναγνωρίζονται οι διαφορές τους) είναι καθαρή υποκρισία.

 

Τέταρτον, το τρυκ το οποίο χρησιμοποιείται, δηλαδή το να παρουσιάζετε και σχολιάζετε απόψεις κατά το δοκούν (ή για να το πω ευγενικά παραποιώντας τες) χωρίς καν να τις παραθέτετε ή να παραπέμπετε τον αναγνώστη σ’ αυτές ανήκει στις χειρότερες παραδόσεις γραφειοκρατικών κύκλων της Αριστεράς και θα συνιστούσα θερμά να το αποφεύγετε.

 

Πέμπτον, αν πράγματι οι ανούσιες αδελφοκτόνες διαμάχες είναι μία γάγγραινα για την Αριστερά το ίδιο είναι και η σιωπή του κατώτατου κοινού όρου και το τέλμα της έλλειψης αντιπαράθεσης. Πίσω από τα τελευταία κρύβονται συνήθως καταστροφικές και δεξιόστροφες πολιτικές ατζέντες (όπως έδειξε η υπόθεση ΣΥΡΙΖΑ και για την οποία έχετε σοβαρότατες ευθύνες). Αντίθετα, η ανοικτή συζήτηση και κριτική αντιπαράθεση – ιδιαίτερα σε χαλεπούς καιρούς όπως τον τωρινό – είναι αναγκαία για την Αριστερά για να μπορέσει να παράγει νέες ιδέες και να ξεπεράσει τα σημερινά αδιέξοδα της.

 

Έκτον, για την πολιτική ουσία – που είναι και το πιο σημαντικό – δεν λέτε τίποτα. Επαναλαμβάνεται ότι τάσσεστε υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, κάτι που δεν λέγατε τον καιρό που συμμετείχατε στο ΣΥΡΙΖΑ και υπερασπίζατε ενθουσιωδώς όχι μόνον το δεξιόστροφο και αναποτελεσματικό πρόγραμμα του αλλά ακόμη και την φαιδρότητα που ονομάσθηκε «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Όμως αυτή η καλοδεχούμενη μετατόπιση σας δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στα νέα προγράμματα που προτείνετε. Πρόκειται μόνο για ένα ευχολόγιο που ανάγεται σε ένα ακαθόριστο μέλλον και χάνεται μέσα σε φλύαρες διατυπώσεις που αποσκοπούν σε ακαθόριστα αντι-μνημονιακά μέτωπα με πρόσωπα και δυνάμεις καθόλα αφερέγγυες και που αρκετές δεν συμμερίζονται ούτε καν την έξοδο από την ΟΝΕ. Αυτό κάνατε στις τελευταίες εκλογές και είδατε τα αποτελέσματα, τόσο τότε όσο και μετά. Αυτό όμως συνεχίζετε να κάνετε και σήμερα.

 

Στα πιο συνεκτικά κείμενα σας προτείνεται ένα πρόγραμμα μετωπικής συμπόρευσης με κέντρο την έξοδο από την ΟΝΕ και μόνο. Υποστηρίζεται (όπως και στο σχόλιο σας για το κείμενο μου) ότι αυτό είναι το πολιτικά άμεσο που μάλιστα σε χρόνο dt θα οδηγήσει σε πλήρη αναδιαμόρφωση του οικονομικού τοπίου και στη συνέχεια, μετά από συγκρούσεις με την ΕΕ, θα οδηγήσει στο να τεθεί το ερώτημα της εξόδου από την ΕΕ σε δημοψήφισμα.

Ακριβώς αυτή την στρουθοκαμηλική αντίληψη επικρίνει το κείμενο μου. Συγκεκριμένα, δείχνει ότι η έξοδος από την ΟΝΕ είναι αδιέξοδη αν δεν αποτελεί τμήμα της συνολικής και άμεσης αποδέσμευσης από την ΕΕ. Για να το τεκμηριώσει αυτό προβάλει (όπως και άλλα πιο αναλυτικά κείμενα μου, π.χ. «Ανταγωνιστικές ερμηνείες και στρατηγικές εξόδου της ελληνικής κρίσης και το πρόβλημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης» ΟΥΤΟΠΙΑ νο.115) συγκεκριμένα επιχειρήματα με πιο σημαντικό την υποτίμηση της προβληματικής παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας και την αδυναμία άμεσης και δραστικής αναδιάρθρωσης της εντός της ΕΕ. Επ’ αυτών έχετε να πείτε κάτι;

Η επίκληση ως απάντησης του φυλλαδίου της ΛΑΕ για την μετάβαση στο εθνικό νόμισμα – που στην καλύτερη περίπτωση είναι έκθεση ιδεών και ερωταποκρίσεις για πολιτικό καφενείο αλλά όχι συνεκτικό πρόγραμμα – επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα επιχειρήματα.

Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα είναι η εμμονή σας σε πολιτικές αντιλήψεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα στις ψευδαισθήσεις ότι (α) μπορεί να υπάρξει επιτυχής συγκρουσιακή διαπραγμάτευση μέσα στην ΕΕ και (β) «χαϊδεύοντας» τα αυτιά του κόσμου (ότι ο στόχος δεν είναι δύσκολος και επίπονος) θα προκύψουν εύκολα και γρήγορα πολιτικά αποτελέσματα. Η μακρά πορεία σας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να σας είχε διδάξει για το αντίθετο.

Φίλοι της ΛΑΕ οι καθαροί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Αντίθετα υποκριτικοί κλαυθμυρισμοί (π.χ. «Η ΛΑ.Ε «περιορίζεται μόνο στο ευρώ») ούτε βοηθούν ούτε πείθουν.

 

Οι σύνδεσμοι των επίδικων κειμένων ακολουθούν:

Στ. Μαυρουδέας, Αποδέσμευση από την ΕΕ ή Δραχμισμός;» (ΠΡΙΝ Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Iskra, Ο «δραχμισμός» και ο «αριστερός ευρωσκεπτικισμός» της ΛΑ.Ε. Και εσύ Βρούτε;

 

Αντιφάσεις και αδιέξοδα του οικονομικού προγράμματος της ΛΑΕ

Αντιφάσεις και αδιέξοδα του οικονομικού προγράμματος της ΛΑΕ

Σταύρος Μαυρουδέας

Μετά από αρκετές παλινωδίες η ΛΑΕ ξεκαθαρίζει σιγά-σιγά το οικονομικό πρόγραμμα της.

Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι η ΛΑΕ αντιμετωπίζει το πρόγραμμα απλά σαν ένα προπαγανδιστικό εργαλείο που είναι συνειδητά ασαφές για να επιτρέπει την πολυγλωσσία και την πολυσυλλεκτικότητα και επιπλέον είναι κάτι ευμετάβλητο με βάση φευγαλέες πολιτικές σκοπιμότητες. Πρόκειται για μία καθαρά αστική αντίληψη που ελάχιστη σχέση έχει με την παράδοση ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Χαρακτηριστικά, όταν η ΛΑΕ απευθύνεται στο ευρύ κοινό υποβαθμίζει την θέση περί εξόδου από το ευρώ σε εργαλείο (και όχι στόχο) τελευταίας καταφυγής. Αντίστοιχα κρύβεται πίσω από το δάκτυλο της σχετικά με το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ καθώς δηλώνει ότι δεν αποτελεί στόχο της και εάν προκύψουν προβλήματα τότε θα θέσει το ερώτημα σε δημοψήφισμα (χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει τι θα προτείνει η ίδια). Αυτό την διευκολύνει στις σχέσεις και διαπραγματεύσεις της με πολιτικούς παράγοντες όπως η Ζ. Κωνσταντοπούλου, ο Μ. Γλέζος, η Ρ. Μακρή αλλά και ο Γ. Ρωμανιάς. Αντίθετα, όταν απευθύνεται ψευδο-ενωτικά στην Αριστερά και ιδιαίτερα στην ανατρεπτική Αριστερά παρουσιάζει κείμενα με θολές ριζοσπαστικότερες διατυπώσεις.

Alexander Rodchenko, Red and Yellow

Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους κουτοπόνηρους χειρισμούς, έχει ενδιαφέρον να εξετασθεί αυτό που φαίνεται να είναι η ουσία του προγράμματος της ΛΑΕ.

Κατ’ αρχήν, ο γενικός προσανατολισμός του είναι ένας αριστερός ευρω-σκεπτικισμός και όχι ένα αριστερό αντι-ΕΕ μέτωπο. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από την εμμονή σε συναινετικές λύσεις με την ΕΕ καθώς και στην εμμονή στην παραμονή σε αυτήν (Κ.Λαπαβίτσας: «δεν είναι στόχος μας η έξοδος από την ΕΕ»). Ουσιαστικά θεωρείται ότι μέσα στην ΕΕ αλλά εκτός του υποτιθέμενα ασφυκτικότερου πλαισίου της ΟΝΕ μπορεί να υπάρξει μία φιλολαϊκή προοπτική καθώς υπάρχουν τόσο τα θεσμικά περιθώρια όσο και οι δυνητικές συμμαχίες γι’ αυτό.

Αν δοκιμαστεί να διακριβωθεί – μέσα από την πολυγλωσσία της ΛΑΕ – το οικονομικό της πρόγραμμα φαίνεται ότι αυτό έχει τους ακόλουθους άξονες:

(α) ακύρωση των μνημονίων: τερματισμός της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, κατάργηση μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις, σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων

(β) στάση πληρωμών και έναρξη διαπραγματεύσεων για την διαγραφή μέρους του χρέους

(γ) εθνικοποίηση των τραπεζών και δημιουργία τριών τραπεζών ειδικού σκοπού (αγροτική τράπεζα, τράπεζα επενδύσεων και ταχυδρομικό ταμιευτήριο).

(δ) παραγωγική αναδιάρθρωση με δημόσιο έλεγχο των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και επικουρία του ιδιωτικού τομέα

(ε) έξοδο από την ΟΝΕ

Η τελευταία αποτελεί τον κεντρικό άξονα καθώς από αυτό εξαρτάται η εισοδηματική πολιτική, η αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και της πραγματικής οικονομίας και η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στο πρόγραμμα αυτό αποδίδεται υπέρμετρη σημασία στην δυνατότητα της νομισματικής αλλαγής να αντιμετωπίσει το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων της οικονομίας και μάλιστα εγκαίρως. Συνακόλουθα παραγνωρίζεται ότι ακόμη και με εθνικό νόμισμα μία σειρά άλλες κρίσιμες αλλαγές προσκρούουν στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.

Πρόσφατες συνεντεύξεις του Κ. Λαπαβίτσα αναδεικνύουν – εκτός ορισμένων θετικών στοιχείων – τις βαθύτατες αντιφάσεις του προγράμματος αυτού.

Πρώτον, αντί για άρνηση του χρέους προτείνει στάση πληρωμών και στη συνέχεια διαπραγμάτευση για την συναινετική διαγραφή μέρους του χρέους. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά – και πέραν φληναφημάτων περί «απεχθούς χρέους» κ.λπ. – ότι αναγνωρίζεις το χρέος αλλά δηλώνεις ότι δεν μπορείς να το πληρώσεις. Όμως η πρόταση αυτή προτάθηκε ήδη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και απορρίφθηκε ρητά από την ΕΕ. Για ποιο λόγο στο άμεσο μέλλον το ευρω-ιερατείο θα αλλάξει θέση;

Δεύτερον, η ανατροπή των μνημονιακών ρυθμίσεων θα είναι σταδιακή καθώς αναγνωρίζεται εμμέσως πλην σαφώς ότι η ανεργία θα παραμείνει σχετικά υψηλή για σημαντικό χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν θα συμβάλλει σε πληθωριστικές τάσεις λόγω υποτίμησης του νέου νομίσματος. Το ίδιο προφανώς εξυπονοείται – αλλά δεν λέγεται – για την αύξηση των μισθών. Ουσιαστικά κλείνεται το μάτι προς διάφορες πλευρές ότι δεν θα υπάρξει μία άμεση ανατροπή των μισθολογικών μειώσεων και συνεπώς τα περιθώρια κερδοφορίας θα βρουν χρόνο να προσαρμοσθούν. Επίσης ότι η λελογισμένη επαναφορά των μισθών δεν θα δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις (σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλης υποαπασχόλησης των παραγωγικών πόρων). Η θέση αυτή φαλκιδεύει τις διαβεβαιώσεις περί άμεσης κατάργησης των Μνημονίων. Επιπλέον, το ερώτημα είναι πώς με μία τέτοια σταδιακή αύξηση της εσωτερικής ζήτησης θα επιστρέψει η οικονομική ανάπτυξη; Αρκούν οι δημόσιες δαπάνες και πώς; Υποστηρίζει η ΛΑΕ ότι αυτή θα προέλθει από το εξωτερικό (με αύξηση εξαγωγών ή/και εισροή κεφαλαίων) και πώς;

Τρίτον, η αλλαγή του νομίσματος θα γίνει σε σχέση 1 προς 1 και αργότερα θα υποτιμηθεί. Η πρόταση αυτή είναι το λιγότερο αξιοπερίεργη τεχνικά. Κατ’ αρχήν δεν διευκρινίζεται αν θα υπάρχει ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νέου νομίσματος στο διάστημα αυτό. Εάν υπάρχει τότε λογικά θα υπάρξει μία δραματική εκροή συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα γονατίσει την χώρα. Εάν δεν υπάρχει μετατρεψιμότητα τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος η μετατροπή να μην γίνει κατευθείαν στην (υποτιμημένη) νέα ισοτιμία. Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται το ύψος της υποτίμησης. Αν αυτή ακολουθήσει το ύψος του πληθωρισμού (που υποτίθεται κατά τον Κ. Λαπαβίτσα ότι δεν θα ξεπεράσει το 10% τον πρώτο χρόνο) δεν αρκεί για να ανατάξει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Αν είναι μεγαλύτερη υπάρχει ένα επιπρόσθετο πρόβλημα καθώς θα συνεπάγεται εισαγόμενο πληθωρισμό. Ο τελευταίος μπορεί να περιορισθεί στο σκέλος της καταναλωτικής ζήτησης (καθώς τα εισοδήματα δεν θα έχουν ανακάμψει από τις Μνημονιακές μειώσεις) αλλά θα επηρεάσει άμεσα τις εισαγόμενες ενδιάμεσες εισροές εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων. Ιδιαίτερα θα επηρεάσει αρνητικά μεγάλο μέρος των εξαγωγών (π.χ. πετρελαιοειδή) καθώς αυτές εξαρτώνται από εισαγωγές. Υπάρχει λύση στο πρόβλημα αυτό αλλά αυτή απαιτεί πολύ πιο ρηξικέλευθες επιλογές από αυτές του μεσοβέζικου αριστερού ευρωσκεπτικισμού. Ένα αριστερό πρόγραμμα αποδέσμευσης από την ΕΕ μπορεί να προχωρήσει σε ένα αυστηρό εσωτερικό διοικητικό καθορισμό τιμών (για τον έλεγχο της ιδιωτικής κερδοσκοπίας), σε μη-μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος (τουλάχιστον για ένα κρίσιμο διάστημα) και σε ένα σύστημα πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών όπως πολλές χώρες (π.χ. Βενεζουέλα, Ιράν) έχουν κάνει.

Τέταρτον, θεωρεί ότι η εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που προέκυψε λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης εξαιτίας της Μνημονιακής λιτότητας) θα συνεχισθεί και σύντομα θα γίνει πλεονασματικό. Δύο σημεία αξίζουν προσοχής εδώ. Το πρώτο σημείο είναι ότι η σημερινή εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βασίζεται στις υπηρεσίες (και ιδιαίτερα στα τουριστικά και ναυτιλιακά έσοδα). Αν μπεις σε μία τροχιά σύγκρουσης, έστω και ελεγχόμενης, με την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο είναι σαφές ότι τα έσοδα αυτά θα πληγούν (π.χ. στον τουρισμό υπάρχει ασφυκτική εξάρτηση από λίγους ευρωπαϊκούς παρόχους τουριστικών υπηρεσιών). Αυτό το πρόβλημα ένα συνεπές και συνεκτικό αριστερό πρόγραμμα δεν μπορεί να το υπεκφεύγει ούτε να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις στο λαό γι’ αυτό. Αντιθέτως πρέπει να προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης του. Το δεύτερο σημείο αφορά το εμπορικό ισοζύγιο (δηλαδή ένα ακόμη προβληματικό τμήμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών). Προφανώς υπονοείται ότι λόγω της εισαγωγής του νέου νομίσματος θα υπάρξει υποκατάσταση εισαγωγών η οποία μάλιστα θα οδηγήσει επίσης σε κλαδική αναδιάρθρωση την οικονομία (με ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα σε βάρος της σημερινής τριτογενοποίησης). Η κλαδική αυτή αναδιάρθρωση θα γίνει με λοκομοτίβα τον δημόσιο τομέα αλλά και την δραστική συμβολή του ιδιωτικού τομέα. Όλα αυτά στα πλαίσια μίας νέας βιομηχανικής πολιτικής που ευθαρσώς παραδέχθηκε ο Κ. Λαπαβίτσας ότι δεν είναι επεξεργασμένη.

poster-1920qbeathewhites_190x130

Αυτό το τελευταίο σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι επιπόλαιες θεωρίες της χρηματιστικοποίησης (τις οποίες υιοθετεί ο Κ. Λαπαβίτσας) αποδίδουν ελάχιστη σημασία στην πραγματική οικονομία. Η ελληνική εμπειρία δεν έχει καμία σχέση με τις θεωρίες αυτές (βλέπε «Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση»). Η ελληνική κρίση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις στρεβλώσεις της παραγωγικής δομής της χώρας που προκάλεσε η ένταξη της στην ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση και στην επιδείνωση των σχέσεων εξαρτημένης ανάπτυξης που προϋπήρχαν. Η ένταξη στην ΟΝΕ επιδείνωσε την κατάσταση αυτή περαιτέρω. Τα προβλήματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι παράγωγα των στρεβλώσεων της πραγματικής οικονομίας. Για την ανάταξη τους δεν αρκεί μία ανταγωνιστική υποτίμηση ούτε απλά μία λίγο πιο επεμβατική δημόσια βιομηχανική πολιτική. Απαιτείται ένα μακροχρόνιο συνολικό πλάνο δομικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας του τύπου των κλασσικών πεντάχρονων πλάνων. Το πλάνο αυτό πρέπει να καλύπτει το σύνολο της οικονομίας και να έχει υποχρεωτική ισχύ. Είναι προφανές ότι θα είναι δημόσιο και θα πρέπει να διαμορφωθεί με την δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων και του λαού. Επίσης για την επιτυχή εκτέλεση του απαιτείται η ενεργητική συμμετοχή, ο έλεγχος και η πρωτοβουλία του λαϊκού παράγοντα. Βασικός βραχίονας του θα είναι οι δημόσιες επενδύσεις και η δημόσια ιδιοκτησία ενώ ο ιδιωτικός τομέας θα έχει συμπληρωματικό ρόλο. Αυτό γιατί, πέραν ιδεολογικών λόγων, ο ιδιωτικός τομέας ούτε θέλει σε συνθήκες κρίσης να αναλάβει τα κόστη και τον κίνδυνο ενός τέτοιου γιγάντιου εγχειρήματος αλλά ούτε και μπορεί να το κάνει. Και στο βαθμό που θα το κάνει θα απαιτεί εξευτελιστικά αντίτιμα. Όμως μία τόσο δραστική δημόσια πολιτική (με επιδότηση και προστασία κλάδων κλπ.) αντίκειται σαφώς στις συνθήκες της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και όχι απλά στην ΟΝΕ. Πώς μπορεί αυτό να γίνει παραμένοντας μέσα στην ΕΕ;

Συνοψίζοντας, το πρόβλημα της Ελλάδας ξεκινά από την μη-βιώσιμη (ακόμη και σε καπιταλιστικούς όρους) παραγωγική δομή της που προέκυψε εν πολλοίς από την ένταξη της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Υπάρχουν δύο διαφορετικοί δρόμοι για να αναταχθεί το πρόβλημα αυτό καθώς και τα παράγωγα του προβλήματα (ανισορροπίες σε δημοσιονομικό ισοζύγιο, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και εμπορικό ισοζύγιο, χαμηλή παραγωγικότητα κλπ.). Ο πρώτος είναι μέσα στην ΕΕ και είναι ο δρόμος των Μνημονίων και κανένας άλλος: μετατροπή της Ελλάδας σε μία «κινεζοποιημένη» οικονομία εξευτελιστικών μισθών, φθηνών περιουσιακών στοιχείων, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής εξειδίκευσης στην εξώτερη περιφέρεια της ΕΕ. Ο δομικός αυτός μετασχηματισμός βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα (και μάλιστα με αυξημένο τον ρόλο του ξένου κεφαλαίου) με την σιδηρά φυσικά στήριξη του αστικού κράτους. Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός της εκκίνησης μίας διαδικασίας ριζοσπαστικών αλλαγών με άμεσο κεντρικό άξονα την αποδέσμευση από την ΕΕ με βάση ένα συνολικό δημόσιο σχέδιο οικονομικής αναδιάρθρωσης (στη βάση της δημόσιας ιδιοκτησίας) και προοπτική τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Ο δομικός μετασχηματισμός του δεύτερου δρόμου είναι διαφορετικός από αυτόν του πρώτου τόσο όσον αφορά τα ταξικά συμφέροντα που θα εξυπηρετεί όσο όμως και την τεχνική του διάσταση (κλαδική αναδιάρθρωση, εργαλεία οικονομικής πολιτικής κλπ.). Και φυσικά θα πρέπει να βασίζεται σε μία διαφορετική πολιτική εξουσία και ένα άλλο δημόσιο τομέα.

Η βασική αντίφαση του προγράμματος της ΛΑΕ, που το κάνει να είναι μία ακόμη μη-ρεαλιστική εναλλακτική, είναι ότι προσπαθήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους. Θέλει να συγκρουστεί με πλευρές της κυρίαρχης κατάστασης πραγμάτων αλλά ταυτόχρονα τρέμει την συνολική ρήξη. Σε άλλους καιρούς – όπως με το ΠΑΣΟΚ – κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Σήμερα με το βάθος και την διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης το να στέκεσαι πάνω στο φράκτη είναι απλά αδιέξοδο.

Η αντίφαση αυτή αναδεικνύεται όταν εξετάσει κανείς την έξοδο από την ΟΝΕ με ταυτόχρονη παραμονή στην ΕΕ. Ο δρόμος αυτός μπορεί να είναι είτε συναινετικός είτε συγκρουσιακός. Στην πρώτη περίπτωση – και δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων (καθώς η Ελλάδα δεν είναι ούτε Αγγλία ούτε Σουηδία) – ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι τύπου σχεδίου Σόιμπλε (δηλαδή επιδεινώνοντας περαιτέρω την θέση της χώρας και εντείνοντας την εξάρτηση από την ΕΕ). Στην δεύτερη περίπτωση η σύγκρουση μοιραία θα οδηγήσει τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους στην έξοδο από την ΕΕ.

Η θέση της ΛΑΕ απέναντι στην ΕΕ είναι επίσης μνημείο υπεκφυγής. Γιατί, όταν είναι προφανές ότι ακόμη και αυτά τα λειψά προγραμματικά της στοιχεία θα την οδηγήσουν σε σύγκρουση με την ΕΕ, αρνείται να το αναγνωρίσει; Γιατί επίσης, εφόσον προκύψει το πρόβλημα, θα το παραπέμψει σε δημοψήφισμα ενώ για την έξοδο από την ΟΝΕ θα αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Και επίσης, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, γιατί δεν δηλώνει τι θα υποστηρίξει η ΛΑΕ;

Συγκεφαλαιώνοντας, το οικονομικό πρόγραμμα της ΛΑΕ δεν μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο μετωπικής συσπείρωσης και δράσης των υποτελών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας. Απέναντι σε κρίσιμες επιλογές στέκεται δίβουλο και αναποφάσιστο. Αντί να λειτουργεί προωθητικά για την λαϊκή συνείδηση σέρνεται πίσω της και πολλές φορές, στο βαθμό που την επηρεάζει, αποτελεί έρμα.

red train

Η Αριστερά της ανατροπής και ο πρωτοπόρος κόσμος της εργασίας δεν έχουν ανάγκη μία τέτοια πρόταση δισταγμών και μισών βημάτων. Μόνο σε νέες ήττες και αδιέξοδα μπορούν να οδηγήσουν. Αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη είναι ένα στιβαρό πρόγραμμα αποδέσμευσης από την ΕΕ και σοσιαλιστικής προοπτικής και η συγκρότηση ενός παλλαϊκού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου για την εφαρμογή του.

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ ή αλλιώς (ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ

ή αλλιώς

(ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Σταύρος Μαυρουδέας

anamonh

Μετά από πολλούς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις τελικά το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την απόφαση της συστημικής ηγεσίας του τελευταίου να προκηρύξει εκλογές και να το πετάξει ουσιαστικά έξω από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Όλο το προηγούμενο διάστημα και μέχρι την μεγάλη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφωνία για 3ο Μνημόνιο, το Αριστερό Ρεύμα παρέμεινε μέσα ακόμη και στην συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ. Προηγουμένως ψήφισε τον νεοδημοκράτη Π.Παυλόπουλο (που εκστράτευσε για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα) για πρόεδρο της δημοκρατίας, παρακάθησε με τους δεξιούς πατριδοκάπηλους ΑΝΕΛΛ στην κυβέρνηση και σιωπηρά δέχθηκε μία σειρά αντιλαϊκές ενέργειες (όπως την 42σέλιδη μνημονιακή πρόταση Βαρουφάκη, το καλπάζον στρατιωτικο-οικονομικό δέσιμο με το Ισραήλ κλπ.). Όταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καταφανώς την μεγάλη κωλοτούμπα και προχώρησε στις συμφωνίες για το 3ο Μνημόνιο τότε το Αριστερό Ρεύμα ακολούθησε την τραγελαφική τακτική του να καταψηφίζει τα μέτρα αλλά να δηλώνει ότι στηρίζει την κυβέρνηση. Μάλιστα – αντί να βγει εκτός ΣΥΡΙΖΑ και να αγωνιστεί με το λαϊκό κίνημα για την ανατροπή των μέτρων, του νέου Μνημονίου και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ που τα προωθούσε – επέλεξε να δώσει την μάχη μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχοντας στις επιτροπές και στις διαδικασίες για το συνέδριο του. Παρά τα επανειλημμένες προσκλήσεις της ανατρεπτικής Αριστεράς για απεμπλοκή από την απάτη του ΣΥΡΙΖΑ (στην οποία με τη συμμετοχή του το Αριστερό Ρεύμα συνέβαλε) και κοινή δράση, επέμεινε στο να δώσει τον αγώνα μέσα στο σάπιο οικοδόμημα του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν η συστημική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην προχωρήσει σε ψήφο εμπιστοσύνης και συνέδριο αλλά να προκηρύξει εκλογές (με την συμφωνία και την καθοδήγηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων της ΕΕ) τότε μόνον το Αριστερό Ρεύμα αποφάσισε να αποχωρήσει. Εν μία νυκτί κατασκεύασε μόνο του την Λαϊκή Ενότητα (με αρχηγό, εκπροσώπους, θέσεις κλπ.), την αναγόρευσε σε μέτωπο και κάλεσε όλη την Αριστερά να συμμετάσχει σε αυτό.

Κατ’ αρχήν αποτελεί το λιγότερο απαξιωτική πράξη το γεγονός ότι το πρώην Αριστερό Ρεύμα και νυν ΛΑΕ δεν έχει κάνει τουλάχιστον μία στοιχειώδη δημόσια αυτοκριτική για την μέχρι τώρα εμπλοκή του στην απάτη του ΣΥΡΙΖΑ.

Επιπλέον, αποτελεί αμετροέπεια και προσβολή στην πολύτιμη ιδέα του παλλαϊκού μετώπου η υπερφίαλη αυτοαναγόρευση της ΛΑΕ σε τέτοιο. Τα μέτωπα συνδιαμορφώνονται και δεν φτιάχνονται από κάποιον που μετά καλεί άλλους να συμμετάσχουν στο ήδη προδιαμορφωμένο πλαίσιο. Καμία πολιτική και κοινωνική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της και την πρόταση του μετώπου δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε τέτοια κατασκευάσματα.

Όμως, αφήνοντας στην άκρη όλα τα προηγούμενα, το χειρότερο στοιχείο είναι ο ασταθής και διπρόσωπος δημόσιος λόγος της ΛΑΕ και η πλήρης απαξίωση της έννοιας του προγράμματος από αυτήν.

Στη δημόσια παρουσία της ΛΑΕ κυριαρχεί ένας ρηχός αντιμνημονιακός λόγος ανακατεμένος με στοιχεία του εκλογικίστικου – και ανέφικτου – προγράμματος της Θεσσαλονίκης του Τσίπρα. Στην παρθενική παρουσίαση του εγχειρήματος από τον Π.Λαφαζάνη τα προγραμματικά στοιχεία που παρουσιάσθηκαν ήταν η διαγραφή μέρους του χρέους (και μάλιστα συναινετικά), η εθνικοποίηση των τραπεζών και μία τραγικά ακαθόριστη παραγωγική ανασυγκρότηση (παρά την θητεία του Π.Λαφαζάνη στο ομώνυμο υπουργείο). Μόνο στην τρίτη δημοσιογραφική ερώτηση αποτόλμησε να πει ότι «αν χρειασθεί για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού θα φύγουμε από το ευρώ». Το μοτίβο αυτό κυριαρχεί στη συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων τοποθετήσεων της ΛΑΕ. Οι εξαιρέσεις φθάνουν μέχρι την έξοδο από την ΟΝΕ και σταματούν εκεί. Αντίθετα, ένα πολυκυκλοφορημένο κείμενο με πολυποίκιλους και προσθαφαιρούμενους συγγραφείς που στην αρχή προβλήθηκε ως το πρόγραμμα, στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε προγραμματική διακήρυξη για να καταλήξει μάλλον στο ταπεινότερο της «εκλογικής διακήρυξης», αποφαίνεται ότι η ΛΑΕ υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ και, εφόσον τα πράγματα οδηγηθούν σε σύγκρουση με την ΕΕ, τότε θα προτείνει δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός για την αποδέσμευση ή μη από την ΕΕ.

Φαίνεται καθαρά ότι για την ΛΑΕ η έννοια του προγράμματος είναι κάτι σαν παιχνίδι πλαίημομπίλ: φτιάχνεται στο πόδι, αλλάζει κατά το δοκούν και στο τέλος της γραφής δεν έχει και μεγάλη σημασία. Καμία σχέση δεν έχει η προσέγγιση αυτή με την παράδοση της Αριστεράς (και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς). Για την τελευταία, και σε αντίθεση με τον αστικό πολιτικαντισμό, η πολιτική δράση εκπορεύεται από πολιτικά προγράμματα (που στην κομμουνιστική παράδοση απορρέουν από ιδεολογικές αρχές).

Όμως, ακόμη και αν αγνοήσει κανείς την πολυγλωσσία της δημόσιας παρουσίας της ΛΑΕ και πάρει κατά γράμμα την προαναφερθείσα διακήρυξη, φαίνεται καθαρά ότι βρίθει από αντιφάσεις και έχει κατασκευαστεί σαν εργαλείο μάρκετινγκ παρά σαν ένα σοβαρό και συνεκτικό πρόγραμμα.

Πρώτον, ο μόνος τρόπος για να αποχωρήσεις από την ΟΝΕ και να παραμείνεις μέσα στην ΕΕ είναι αυτό να γίνει με την συναίνεση των ηγεμονικών κέντρων της τελευταίας. Σε μία τέτοια περίπτωση το επάνω χέρι έχουν τα τελευταία και συνεπώς ο μόνος δρόμος για αυτή τη συναινετική έξοδο από το ευρώ είναι αυτός του αντιδραστικού σχεδίου Σόιμπλε που θα φορτώσει ακόμη περισσότερα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και θα επιδεινώσει την εξάρτηση της χώρας από την ΕΕ.

Δεύτερον, ο θεμελιακός πυρήνας του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της και η μετατροπή της σε ένα χαμηλής τάξης παρακολούθημα πανευρωπαϊκών αλυσίδων παραγωγής με χαμηλή συνοχή, τεχνολογία, προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικότητα και φυσικά μισθούς εξαθλίωσης. Η απλή ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και η υποτίμηση του νομίσματος δεν μπορούν να ανατάξουν την παραγωγική δομή της χώρας. Η ιδιωτική πρωτοβουλία – που επίσης εκθειάζεται σε δημόσιες τοποθετήσεις ειδημόνων της ΛΑΕ – δεν πρόκειται να το κάνει μέσα σε συνθήκες σύγκρουσης με την ΕΕ και βέβαια είναι πολύ αργή και ταυτόχρονα απαιτεί αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ο μόνος δρόμος για την φιλολαϊκή παραγωγική αναδιάρθρωση είναι ένα οικονομικό σχέδιο για το σύνολο της οικονομίας, υποχρεωτικής εφαρμογής και βασισμένο σε δημόσιες επενδύσεις και με την δημόσια ιδιοκτησία όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Η ΛΑΕ δεν λέει λέξη γι’ αυτό.

Η εξαναγκασμένη και καθυστερημένη αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ από αυτό το άθλιο και καταστροφικό για το λαό εγχείρημα είναι καλοδεχούμενη. Ήταν ένα βήμα μπροστά. Θα όφειλε όμως να έχει εξάγει και τα ανάλογα συμπεράσματα από τα μέχρι τώρα λάθη της και να επιδείξει και την ανάλογη συμπεριφορά ιδιαίτερα απέναντι στις λαϊκές μάζες που συνέβαλε στην παραπλάνηση τους. Η ΛΑΕ δεν φαίνεται να διακατέχεται από αυτές τις αρετές. Ξανασερβίρει ένα «μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ» με μία πανσπερμία ομάδων με διαφορετικές πολιτικές επιλογές, φαιδρούς εκλογικίστικους καυγάδες, καρικατούρα προγράμματος και βασικό συνεκτικό στοιχείο την εκλογική επιβίωση. Μετά το άτολμο βήμα της εμπρός κάνει ήδη δύο βήματα πίσω.