Tag Archives: μεταβατικό πρόγραμμα

Αποδέσμευση από την ΕΕ ή Δραχμισμός; – ΠΡΙΝ Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

 

 

ΠΡΙΝ

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017, φ.1333

Αποδέσμευση από την ΕΕ ή Δραχμισμός;

 

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας

 

 

Η ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση καθορίζει αποφασιστικά τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Αυτή η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής αστικής τάξης αποτελεί μία στρατηγική επιλογή που σταθεροποίησε την κυριαρχία της στην ταραγμένη μεταδικτατορική περίοδο και της έδωσε ελπίδες για αναβάθμιση μέσα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα (από ένα μεσαίου επιπέδου υπο-ιμπεριαλισμό σε έστω μικρό συνεταίρο ενός από τα βασικά παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ). Η συμμετοχή στην ΟΝΕ σηματοδότησε την απεγνωσμένη προσπάθεια να αναρριχηθεί στην πρώτη ταχύτητα αυτής της ιμπεριαλιστικής ενοποίησης. Αυτή η «Μεγάλη Ιδέα», όπως και οι προηγούμενες, μόνο πόνο και δάκρυα προσφέρει στις υποτελείς τάξεις με την συγκεκαλυμμένη αρχικά (από το 1985) και εξόφθαλμη και ραγδαία σήμερα συμπίεση των λαϊκών δικαιωμάτων και εισοδημάτων.

Αρχίζει όμως να κοστίζει και στο κεφάλαιο. Η ένταξη στην Κοινή Αγορά αποδιάρθρωσε το προηγουμένως παραδοσιακό μεν αλλά σχετικά συνεκτικό και αποτελεσματικό παραγωγικό πρότυπο του ελληνικού καπιταλισμού. Ο ανταγωνισμός των πιο αναπτυγμένων δυτικών κεφαλαίων συρρίκνωσε τον αγροτικό και τον βιομηχανικό τομέα και διόγκωσε αφύσικα τις υπηρεσίες καθώς το ελληνικό κεφάλαιο «κρύφθηκε» σ’ αυτές εκμεταλλευόμενο τις δυνατότητες συγκεκαλυμμένου προστατευτισμού και κρατικο-μονοπωλιακής διαπλοκής που παρέχουν. Επίσης έχασε τα προνόμια της αυτόνομης χρήσης μιας σειράς κρίσιμων εργαλείων (π.χ. νομισματική πολιτική μετά την ένταξη στην ΟΝΕ). Αφετέρου βέβαια, ωφελήθηκε από τις δυνατότητες αποκόμισης ιμπεριαλιστικών υπερ-κερδών (ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων μετά το 1990) που έδωσε η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίσης του 2007-8 και η ανάδυση τόσο της πτωτικής τάσης της κερδοφορίας όσο και των διαρθρωτικών προβλημάτων γκρεμίζει πλέον την σύγχρονη αστική «Μεγάλη Ιδέα» και ο ελληνικός καπιταλισμός τίθεται υπό επιτροπεία, υποβαθμιζόμενος ραγδαία τόσο μέσα στον ευρωπαϊκό όσο και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ιδιαίτερα, ο ρόλος του ξένου κεφαλαίου αυξάνει δραστικά μετατρέποντας σταδιακά το ελληνικό σε φτωχό συγγενή (π.χ. αλλαγές στον κρίσιμο τραπεζικό τομέα). Όμως το τελευταίο δεν τολμά ούτε να σκεφθεί την ανεξαρτητοποίηση του καθώς είναι στενότατα δεσμευμένο στις οικονομικές διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τρέμει το κόστος της ανεξαρτητοποίησης του. Γι’ αυτό τον λόγο, σε αντίθεση με άλλες χώρες κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, δεν έχει εμφανιστεί καμία σοβαρή μερίδα του που να αμφισβητεί την συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και αντιδρά λυσσαλέα σε κάθε πρόταση αποδέσμευσης από αυτήν. Οι πρόσφατες τυχοδιωκτικές πρωτοβουλίες επίδοξων και εκπεσόντων πολιτικών και προσωπικοτήτων (που ζητούν φιλικό διαζύγιο από την ΟΝΕ και επιστροφή στη δραχμή με την στήριξη της κυβέρνησης Τραμπ και φυσικά χωρίς κανένα φιλο-λαϊκό και αριστερό περιεχόμενο) δεν έχουν σοβαρή συστημική στήριξη. Προς το παρόν τουλάχιστον, αυτός ο αστικός «δραχμισμός» χρησιμοποιείται μόνο ως μέσο πίεσης προς την ΕΕ.

 

 

 

 

Η κρίση και ο «αριστερός ευρωσκεπτικισμός»

 

Η απουσία ενός σοβαρού τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης που να αμφισβητεί την ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει συμβάλει ώστε η οικονομική κρίση έχει στρέψει τις λαϊκές μάζες κυρίως προς την Αριστερά. Η ισχυρή αντι-ΕΕ παράδοση της ελληνικής Αριστεράς (παρά τις όποιες ταλαντεύσεις και υπαναχωρήσεις τμημάτων της, όπως η πρόσφατη ανοικτή αποστασία του ΚΚΕ) έχει συμβάλλει δραστικά σ’ αυτό. Αντίθετα, σε πολλές Δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζονται σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης που δυσφορούν με την Γερμανική κυριαρχία και σε συνδυασμό με προλεταριοποιούμενα (ή φοβούμενα την προλεταριοποίηση) μικρο και μεσο-αστικά στρώματα εμφανίζονται σαν ευρωσκεπτικιστές ή ακόμη και ολικοί αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ακροδεξιό εθνικιστικό αυτό μπλοκ κερδίζει αξιοσημείωτη απήχηση στα λαϊκά και εργατικά στρώματα καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της Αριστεράς στις χώρες αυτές, πολλές φορές μετά από συντριπτικές ήττες, έχει εκφυλιστεί σε ένα κοσμοπολίτικο, πολιτικά καθωσπρέπει χυλό που έχει εγκαταλείψει την ταξική πολιτική και έχει ενσωματωθεί (με ψευτο-διεθνιστικές ατάκες) στις πολιτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Αριστερά αυτή είναι ανίκανη να εκφράσει την λαϊκή οργή που γεννά η φτωχοποίηση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων από την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση καθώς ασπάσθηκε έναν αταξικό (στην ουσία του) κοσμοπολιτισμό, υποστήριξε την ευρωπαϊκή ενοποίηση εν ονόματι ενός ψευδεπίγραφου διεθνισμού (που υποτασσόταν στην καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» και καμιά σχέση δεν είχε με τον προλεταριακό διεθνισμό), μετατράπηκε σε «αδελφή νοσοκόμα» του συστήματος (ιδιαίτερα στο μεταναστευτικό ζήτημα) και αποκήρυξε κάθε προσπάθεια μίας ταξικής γραμμής στα ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας που ανακύπτουν από την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Μία τέτοια εκφυλισμένη Αριστερά δεν έχει ακόμη κατορθώσει να κυριαρχήσει στη χώρα μας (αν και υπάρχουν ισχυρές πιέσεις). Από την άλλη όμως μέσα στην ελληνική Αριστερά καλλιεργούνται μία σειρά «δραχμιστικές» προτάσεις που δεν προσφέρουν αλλά αντίθετα υπονομεύουν την αντι-ΕΕ πάλη. Οι προτάσεις αυτές συνδέονται με την ανάδυση μέσα σε εκφυλισμένα τμήματα της δυτικο-ευρωπαϊκής Αριστεράς ενός όψιμου ευρω-σκεπτικισμού. Εμπρός στον κίνδυνο πλήρους αποκοπής τους από τις λαϊκές μάζες αλλάζουν γραμμή και είτε επαγγέλλονται τον προοδευτικό μετασχηματισμό της «νεοφιλελεύθερης ΕΕ» (συνήθως με ένα ήπιο Κεϋνσιανισμό) είτε ακόμη και στην αποχώρηση χωρών από την ΟΝΕ και την διατήρηση της ΕΕ περίπου ως ζώνης εμπορίου. Βέβαια πρόκειται για εθελοτυφλικές προτάσεις καθώς ο προοδευτικός μετασχηματισμός της ΕΕ έχει αποδειχθεί ανέφικτος. Αλλά και η πεποίθηση ότι ιδιαίτερα οι ευρω-περιφερειακές χώρες μπορούν να παίξουν με καλύτερους όρους μέσα στην Κοινή Αγορά αγνοεί τόσο την ιστορική εμπειρία όσο και τους βασικούς κανόνες του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Για χώρες του ευρω-κέντρου αυτό είναι εφικτό μόνον εφόσον σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου επιλέξουν την κατεύθυνση αυτή και φυσικά πληρώσουν οι εργαζόμενοι τα κόστη αυτής της αναπροσαρμογής. Αντίθετα για χώρες της ευρω-περιφέρειας η παραμονή στην Κοινή Αγορά με τους μηχανισμούς ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης που η τελευταία έχει δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα.

Αυτός ο αδιέξοδος «αριστερός ευρωσκεπτικισμός» εκφράζεται στη χώρα μας ιδιαίτερα από την ΛΑΕ και από μελέτες όπως αυτή του ΕΔΕΚΟΠ (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής), δια χειρός Λαπαβίτσα. Η τελευταία είναι ενδεικτική των προβλημάτων της πρότασης αυτής.

 

 

 

 

 

Κατ’ αρχήν ξεκινά με κλαυθμηρισμούς περί της ζημιάς που προκαλούν οι κυρίαρχες πολιτικές στην Ευρώπη και με επικλήσεις για την σωτηρία της. Πρόκειται για μία πολιτικά αφελή (;) εισαγωγή που παραγνωρίζει τα δομικά χαρακτηριστικά και την ιστορική εμπειρία της ευρωπαϊκής ενοποίησης (σαν μηχανισμού με οργανικά ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά). Η ερμηνεία της ελληνικής κρίσης επίσης δεν έχει καμία σχέση με τον Μαρξισμό αλλά αναπαράγει και μάλιστα αδύναμα ετερόδοξες αλλά και ορθόδοξες αστικές προσεγγίσεις (π.χ. η εξόφθαλμα λανθασμένη θεωρία της ανταγωνιστικότητας με βάση τα ονομαστικά μοναδιαία κόστη εργασίας).

Στο τεχνικό τμήμα της πρόκειται ουσιαστικά για πρόταση συναινετικού διαζυγίου με την ΟΝΕ και παραμονής στην ΕΕ σε δύο παραλλαγές. Στην καθαρόαιμη εκδοχή της βασίζεται στην βοήθεια της ΕΕ (παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ κλπ.) και μάλιστα με αχρείαστη πολυπλοκότητα καθώς, σ’ αυτή την περίπτωση, ένα συναλλαγματικό swap με την ΕΚΤ (ή υπό την κάλυψη της) θα έλυνε εύκολα τα προβλήματα. Βέβαια, η εν λόγω καλή μελέτη συνειδητά αποσιωπά ότι αυτό είναι το plan B της Γερμανίας ήδη διατυπωμένο σε σχετικές μελέτες (π.χ. Deutsche Bank) και χρησιμοποιημένο από τον Schaeuble για να τρομοκρατήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (στην οποία η σημερινή ΛΑΕ ασμένως συμμετείχε). Δεν είναι κρυφό ότι η Γερμανία, σε περίπτωση προϊούσας αποσύνθεσης της ΕΕ, προσανατολίζεται στη διατήρηση ενός σκληρού πυρήνα γύρω της που θα περιστοιχίζεται από ζώνες χωρών εξαρτημένες από αυτόν. Ο νομισματικός μηχανισμός αυτού του γερμανικού plan B προβλέπει την ένταξη των νομισμάτων των χωρών αυτών στον Ευρωπαϊκό Συναλλαγματικό Μηχανισμό ΙΙ (ή κάτι ανάλογο), όπου τα νομίσματα αυτά θα είναι εξαρτήματα του ευρώ (ή του Γερμανο-κεντρικού διαδόχου του) αλλά με μία μεγαλύτερη ευελιξία στη διακύμανση των ισοτιμιών τους (και συνεπώς στην απάλυνση των ανισορροπιών στο εξωτερικό εμπόριο και στο ισοζύγιο πληρωμών). Όμως αποκλείει τόσο την «ανταγωνιστική υποτίμηση» (δηλαδή μία επιθετική κίνηση) όσο και (λόγω της παραμονής στην Κοινή Αγορά) την εφαρμογή ενεργητικών βιομηχανικών πολιτικών (δηλαδή ριζικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας), που μόνο αυτές μπορούν να εξαλείψουν τις διαφορές ανταγωνιστικότητας και συνεπώς των εμπορικών και κεφαλαιακών ανισορροπιών. Ουσιαστικά, για τις ευρω-περιφερειακές οικονομίες το Γερμανικό plan B είναι διπλά καταστροφικό. Αφού έχουν περάσει την λαίλαπα των προγραμμάτων λιτότητας θα μεταταχθούν σε μία ζώνη ανοικτής υποτέλειας που θα διατηρεί τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά εξάρτησης τους από τον πυρήνα. Απλά θα υπάρχει η δυνατότητα, κατόπιν συμφωνίας του ευρω-κέντρου, μίας πιο ελαστικής διαχείρισης ακραίων καταστάσεων. Το κόστος όμως ακόμη και αυτών των διευκολύνσεων τελικά θα το επωμίζονται κυρίως αυτές.

Η συγκρουσιακή παραλλαγή της πρότασης του ΕΔΕΚΟΠ αποτελεί ουσιαστικά παραλλαγή της συναινετικής και ταυτόχρονα αναπαραγωγή της αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ (πριν την παράδοση άνευ όρων) ότι υπάρχουν οι δυνατότητες επιτυχίας μιας «άγριας» διαπραγμάτευσης εντός της ΕΕ. Φυσικά το αποτέλεσμα αυτής της κοντόφθαλμης και ταυτόχρονα υποκριτικής στρατηγικής είναι σήμερα γνωστό. Με αυτή την εθελοτυφλική γραμμή το ΕΔΕΚΟΠ υποστηρίζει ότι μπορείς να πάψεις να πληρώνεις το χρέος και να περάσεις στη δραχμή χωρίς αυτό δεν να οδηγήσει σε ανοικτό πόλεμο με την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο. Έτσι θα μπορείς να προχωρήσεις σε μία πολιτική εσωτερικής σταθεροποίησης μέσω μία αφελούς Κεϋνσιανής πολιτικής ενίσχυσης της ζήτησης και υποκατάστασης εισαγωγών. Η Μαρξιστική ανάλυση έχει δείξει ότι σε κρίσεις υπερσυσσώρευσης (δηλαδή πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και όχι φυσικά φληναφημάτων περί ανύπαρκτης «χρηματιστικοποίησης») η τόνωση της ζήτησης δεν επιλύει αλλά επιδεινώνει το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης.

Κατά το ΕΔΕΚΟΠ η τόνωση της ζήτησης θα προέλθει κατ’ αρχήν μέσω τυπώματος νομίσματος που υποστηρίζεται ότι θα έχει μικρή πληθωριστική επίπτωση κυρίως λόγω της μεγάλης υποαπασχόλησης παραγωγικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας. Ο υπολογισμός της τελευταίας είναι καταφανώς υπερβολικός καθώς το μεγαλύτερο μέρος των «κλειστών» επιχειρήσεων – ιδιαίτερα της μεταποίησης – είναι χρόνια στην κατάσταση αυτή και έχει απαξιωθεί πλήρως. Συνεπώς, στα πλαίσια μίας οικονομία της αγοράς με περιορισμένη μόνο κρατική ρύθμιση (όπως το τοποθετεί το ΕΔΕΚΟΠ) μοιραία αυτό θα οδηγήσει σε έκρηξη του πληθωρισμού. Εφόσον μάλιστα αυτό γίνει με βάση το σημερινό παραγωγικό μοντέλο (που η κατανάλωση βασίζεται σε εισαγωγές) τότε αυτό θα είναι καταστροφικό για την αγοραστική δύναμη των μισθών.

 

Επίσης, η προτεινόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση είναι επιεικώς ανεφάρμοστη. Υποθέτει ότι η ΕΕ θα δεχθεί εκτεταμένες «ρήτρες εξαίρεσης» από την απαγόρευση επιδοτήσεων και προστατευτισμού της Κοινή Αγοράς. Αυτό αποκλείεται γιατί θα κουρέλιαζε την τελευταία και θα άνοιγε την όρεξη και άλλων χωρών. Επίσης, υποθέτει ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο θα συνεργαστεί και μάλιστα έγκαιρα στην πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών. Πρόκειται επίσης για αφέλεια. Σε περίπτωση πολέμου με την ΕΕ το ελληνικό κεφάλαιο είναι γνωστό με ποιόν θα συμμαχήσει, όπως έδειξε και η περίοδος του δημοψηφίσματος. Η ελληνική αστική τάξη έβγαλε και βγάζει συνεχώς τα κεφάλαια της στο εξωτερικό κρατώντας στη χώρα μόνο τα απολύτως αναγκαία. Έξω μπορεί να τα επενδύσει πολύ πιο ελεύθερα και κερδοφόρα απ’ ότι σε μία Ελλάδα σε κατάσταση οικονομικού πολέμου. Συνεπώς, μόνο μία παραγωγική ανασυγκρότηση βασισμένη σε υποχρεωτικό και καθολικό σχεδιασμό της οικονομίας μπορεί να ανασυγκροτήσει σε φιλολαϊκή κατεύθυνση την ελληνική οικονομία. Όμως κάτι τέτοιο αποκλείεται εντός της Κοινής Αγοράς και φυσικά το ελληνικό κεφάλαιο δεν θα συναινέσει.

Οι ετερόδοξες αναλυτικές αδυναμίες στην ερμηνεία της ελληνικής κρίσεις και οι μεσοβέζικες πολιτικές επιλογές φαίνονται και στη μελέτη της κλαδικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Θεωρείται ότι στην κατάσταση «μισο-πολέμου» με την ΕΕ θα μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση της οικονομίας με βάση το σημερινό παραγωγικό μοντέλο. Έτσι, παρά την βούληση των συντακτών για ενίσχυση της εκβιομηχάνισης, στην περίοδο σταθεροποίησης τον βασικό ρόλο παίζουν κλάδοι του πρωτογενούς τομέα και των υπηρεσιών. Δηλαδή αναπαράγεται το υπάρχον καταφανώς αποτυχημένο παραγωγικό μοντέλο. Αγνοούνται βασικά προβλήματα των κλάδων αυτών (π.χ. η ασφυκτική εξάρτηση της έρευνας από ευρωπαϊκά κονδύλια, του τουρισμού από μεγάλα ξένα πρακτορεία). Επίσης η χρησιμοποιούμενη τεχνική μεθοδολογία επιλογής κλάδων είναι εξαιρετικά προβληματική καθώς είναι πολύ μακροσκοπική (για πολιτικές που αναγκαστικά έχουν επιτακτικά βραχυχρόνιο χαρακτήρα) και βασίζεται σε παλιά δεδομένα που παραγνωρίζουν τόσο την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας όσο και αυτή που θα υπάρξει σε μία σύγκρουση με την ΕΕ.

 

Ο «δραχμισμός» του «αριστερού ευρωσκεπτικισμού» οδηγεί σε αδιέξοδα και νέες ήττες την Αριστερά. Υποβαθμίζει το βάθος και την έκταση της ταξικής και διεθνούς σύγκρουσης που απαιτείται για μία φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση. Θεωρεί ότι αυτή μπορεί να προκύψει είτε συναινετικά είτε με ένα «μισο-πόλεμο», δηλαδή δεν έχει διδαχθεί τίποτα από την καταστροφική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ (για την οποία έχουν οι «αριστεροί δραχμιστές» σοβαρότατες ευθύνες). Αναζητεί ανέφικτες συμμαχίες με τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα έχει την ψευδαίσθηση (;) ότι αυτά θα δεχθούν την ηγεμονία της Αριστεράς και του κόσμου της εργασίας. Αν υπάρξουν τέτοια τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου θα επιδιώξουν την επιστροφή στη δραχμή με δικούς τους όρους, νέες διεθνείς εξαρτήσεις (κυρίως από τις ΗΠΑ) και σε βάρος των εργαζομένων.

Πολλές φορές όλα τα παραπάνω κρύβονται μέσα σε επιεικώς άστοχες πολιτικές διατυπώσεις του τύπου «ας γίνει πρώτα η έξοδος από την ΟΝΕ και μετά θα έλθει και η αποδέσμευση από την ΕΕ». Την ίδια ώρα βέβαια ακόμη και αυτό το μεσοβέζικο πρόγραμμα εξαϋλώνεται μέσα στις συμμαχίες με τυχοδιωκτικά προσωποπαγή μορφώματα με ένα θολό αντι-μνημονιακό και μόνο λόγο.

Οι κομμουνιστές δεν κρύβουν τις προθέσεις τους, όπως εμφατικά διακήρυξε ο Ένγκελς. Ο μόνος δρόμος φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση περνά από ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής. Η τελευταία είναι ο στρατηγικός στόχος των κομμουνιστών και φυσικά δεν τον κρύβουν από τις λαϊκές μάζες. Άλλωστε ιδιαίτερα μετά την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ ο μόνος τρόπος για να σε ακούσουν είναι να τους μιλήσεις καθαρά, χωρίς να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, και μιλώντας έντιμα για τις αναγκαίες θυσίες που πρέπει να γίνουν για να μπορέσει να «γυρίσει ο ήλιος».

Ο βασικός μεσοπρόθεσμος κόμβος αυτού του προγράμματος και η βάση για την συγκρότηση ενός ευρύτερου λαϊκού μετώπου είναι η συνολική αποδέσμευση από την ΕΕ. Χωρίς αυτήν καμία διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης αλλά και αντιμετώπισης των άμεσων λαϊκών προβλημάτων δεν μπορεί να υπάρξει. Μία έξοδος από την ΟΝΕ χωρίς την πλήρη αποδέσμευση είναι ατελέσφορη ή τμήμα αστικών σχεδίων. Στη βάση αυτού του μεσοπρόθεσμού κόμβου οι κομμουνιστές οφείλουν να συνεργαστούν ακόμη και με δυνάμεις που δεν είναι πεισμένες για την σοσιαλιστική προοπτική χωρίς όμως ποτέ να κρύψουν τις στρατηγικές επιδιώξεις τους και προβάλλοντας πάντα οι ίδιοι ένα ευρύτερο πρόγραμμα όπου η αποδέσμευση από την ΕΕ (και η ειδική περίοδος περίπου «πολεμικής» οικονομίας που θα την χαρακτηρίζει) θα ανοίξει τον δρόμο για την διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης.

Η υλοποίηση αυτού του πολιτικού σχεδίου είναι το κρίσιμο στοίχημα για τους Έλληνες κομμουνιστές σήμερα.

 

 

https://www.scribd.com/document/350279178/%CE%94%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%A0%CE%A1%CE%99%CE%9D

https://www.researchgate.net/publication/317336451_Apodesmeuse_apo_ten_EE_e_Drachmismos

 

https://www.academia.edu/33317368/%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%AD%CF%83%CE%BC%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%95_%CE%AE_%CE%94%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_-_%CE%A0%CE%A1%CE%99%CE%9D.docx

 

Advertisement

Ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο: στυγνή εκμετάλλευση της χώρας και των εργαζομένων – ΠΡΙΝ 5-3-2017

new-doc-2017-03-05_3

 

Ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο: στυγνή εκμετάλλευση της χώρας και των εργαζομένων

 

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας

 

 

 

Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελεί την κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού και εκφράζει τα πιο ισχυρά και ταυτόχρονα πιο χυδαία χαρακτηριστικά του. Αποτελεί μία από τις βασικές μήτρες γένεσης του ελληνικού καπιταλισμού μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία καθώς είχε ήδη αναπτυχθεί στα πλαίσια της τελευταίας (σαν βασικός κόμβος των σχέσεων της με την Δύση). Εξαιρετικά διεθνοποιημένο από την αρχή – έχοντας βασικά κέντρα του στο εξωτερικό – έχει μία ιδιόμορφη σχέση εξάρτησης με τους πιο αναπτυγμένους ηγεμονικούς δυτικούς καπιταλισμούς: πάντα έχει την πατρωνία του ισχυρότερου από αυτούς αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει αυτοτελείς στρατηγικές και δεν διστάζει ακόμη και να «δαγκώσει» τους πάτρωνες του. Όσον αφορά την Ελλάδα την αντιμετωπίζει σαν μία εξαιρετικά απαραίτητη πολιτική και οικονομική βάση αλλά απαξιοί να διαμείνει στην Ψωροκώσταινα, την εκμεταλλεύεται στυγνά και φυσικά αφήνει ψίχουλα μόνο πίσω (συσσωρεύοντας τον συντριπτικά μεγάλο όγκο των κερδών του στο εξωτερικό).

 

Μεταπολεμικά ανδρώθηκε υπό την αμερικανική πατρωνία εκμεταλλευόμενο τις θυσίες του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα των ναυτεργατών (με την ισχυρότατη και ηρωική κομμουνιστική παράδοση). Βάσεις της ανάπτυξης του έδωσε η σκανδαλώδης απόκτηση των 100 Λίμπερτυς (και μερικών δεξαμενοπλοίων) μετά των Β΄ Παγκ. Πόλεμο έναντι πινακίου φακής και με εγγύηση του ελληνικού κράτους και η αμερικανική υποστήριξη στη μείωση των διεθνών ναύλων (μέσω συμπίεσης του ναυτεργατικού κόστους και αγοράς «κουρελών», δηλαδή αμφίβολα αξιόπλοων μεταχειρισμένων πλοίων). Με τον τρόπο αυτό ο ελληνικός εφοπλισμός κατόρθωσε να υποσκελίσει τους αντίστοιχους ισχυρότερων καπιταλισμών (π.χ. αγγλικός, νορβηγικός). Οι Έλληνες εφοπλιστές ξεκίνησαν μεταπολεμικά κυριολεκτικά σαν οι «πειρατές» της διεθνούς ναυτιλίας (κάνοντας βρώμικες δουλειές που άλλοι απέφευγαν, βλέπε σπάσιμο αποκλεισμού Ροδεσίας). Ταυτόχρονα δεν δίστασαν να «δαγκώσουν» ακόμη και τους πάτρωνες τους (π.χ. συμφωνίες Κουλουκουντή για το σπάσιμο του αποκλεισμού της Κούβας, καταδίκες πολλών για παράνομη αγορά αμερικανικών καραβιών).

 

Η Ελλάδα είναι για το εφοπλιστικό κεφάλαιο μία αναγκαία βάση πολιτικής και οικονομικής στήριξης. Ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο χρειάζεται μία εθνική βάση ακόμη και όταν αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός χώρας και βασίζεται σε ξένη πατρωνία. Η εθνική βάση του δίνει πολλαπλή πολιτική στήριξη (π.χ. στην υπόθεση των Λίμπερτυς), φιλικό νηογνώμονα, προνομιακό καθεστώς φοροαπαλλαγών καθώς και μία ισχυρή ναυτική παράδοση. Άλλωστε το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο γνωρίζει καλά ότι «απάτριδες» πλην όμως πλούσιοι εφοπλιστές εύκολα ανοίγουν τις ορέξεις σε ξένα κράτη εγκατάστασης τους. Γι’ αυτό το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει πάντα ισχυρό έλεγχο και παρέμβαση στα εγχώρια πολιτικά και οικονομικά πράγματα (ενδεικτικά ακόμη και στο ΓΣ της Τράπεζας της Ελλάδας συμμετέχει θεσμικά εκπρόσωπος του). Επίσης το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει ισχυρές θέσεις και σε πολλούς άλλους σημαντικού κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 περίοδο το εφοπλιστικό κεφάλαιο μετέφερε αρκετές δραστηριότητες του στην Ελλάδα γιατί η Βρετανία επέβαλλε φορολογία σε ξένους εφοπλιστές. Βέβαια το λονδρέζικο City παραμένει πάντα η βάση του Committee των Ελλήνων εφοπλιστών (του βασικού διεθνούς lobby τους). Φυσικά προετοίμασε κατάλληλα την επιστροφή του με τη νομοθέτηση σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών (που ξεκίνησαν από τις αρχές του 1950, πριν καν ξεκινήσει η επιστροφή του, και κορυφώθηκαν με την ένταξη τους στο Καραμανλικό σύνταγμα του 1975). Ιδιαίτερη ελληνική ευρεσιτεχνία – και σκανδαλώδης μέθοδος φοροαπαλλαγής και αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι ξένων κεφαλαίων – είναι η φορολογία με βάση την χωρητικότητα των πλοίων.

 

Έκτοτε το εφοπλιστικό κεφάλαιο οργάνωσε ως εξής τις δραστηριότητες του. Έχει τον στόλο του είτε με ελληνική σημαία είτε με σημαίες κυρίως «φορολογικών παραδείσων». Κάθε πλοίο είναι και μία ξεχωριστή εταιρεία για λόγους φοροαπαλλαγών, μείωσης κινδύνων και βρώμικων χρηματοπιστωτικών παιχνιδιών. Οι ιδιοκτήτριες εταιρείες βρίσκονται κυρίως σε «φορολογικούς παραδείσους» (νησιά Καίημαν, Σιγκαπούρη, Μονακό κλπ.). Στην Ελλάδα βρίσκονται κυρίως οι λεγόμενες διαχειριστικές εταιρείες (δηλαδή αυτές που διαχειρίζονται τις ναυλομεσιτίες, την τροφοδοσία και την συντήρηση των πλοίων) που είναι θυγατρικές των ιδιοκτητριών εταιρειών.

 

Από την συνολική δραστηριότητα (τζίρο) του εφοπλιστικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία μένουν κυρίως αυτά που αφορούν τις διαχειρίστριες εταιρείες και μάλιστα όχι στο σύνολο τους αλλά κατ’ εκτίμηση μόνο στο 30% καθώς το μεγαλύτερο τμήμα διαρρέει στο εξωτερικό.

 

Επιπλέον, μέχρι την επιβολή των capital controls το 2015, η διακίνηση των εφοπλιστικών κεφαλαίων γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (καθώς το εφοπλιστικό κεφάλαιο συμμετείχε ή/και είχε τον έλεγχο πολλών από τις ελληνικές τράπεζες). Αυτό βόλευε το εφοπλιστικό κεφάλαιο που είχε μικρότερα κόστη από την χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και επίσης ενίσχυε με κεφάλαια τις δικές του τράπεζες. Το τελευταίο του έδινε πολλαπλές δυνατότητες να παίζει χρηματοπιστωτικά παιχνίδια και ακόμη και να βγάζει κέρδη με «αέρα κοπανιστό». Μετά τα capital controls και τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών (που ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος περνά σε ξένα χέρια) αυτή η διακίνηση κεφαλαίων μειώνεται δραματικά και, κατά συνέπεια, μειώνεται δραματικά και η συμβολή στο ΑΕΠ. Έτσι μετά τα capital controls αυτό που κυρίως μένει στην ελληνική οικονομία είναι οι δαπάνες για την τροφοδοσία (τρόφιμα, καύσιμα, λιπαντικά και μισθοδοσία).

 

Τα τελευταία χρόνια το εφοπλιστικό κεφάλαιο αντιμετωπίζει την αυξανόμενη πίεση των ηγεμόνων της ΕΕ (κυρίως της Γερμανίας και των χωρών περί αυτήν). Ο γερμανικός εφοπλισμός έχει υποφέρει πολλαπλά από τον ελληνικό καθώς ο τελευταίος τον «έγδυσε» κυριολεκτικά τόσο μετά το τέλος του Α΄ Παγκ. Πολέμου όσο και στις αρχές του 2010 (αγοράζοντας κοψοχρονιά υπερσύγχρονα και καινούργια γερμανικά καράβια και βελτιώνοντας έτσι τον άθλιο προηγουμένως μέσο όρο ηλικίας του ελληνικού εφοπλιστικού στόλου). Με την ενίσχυση του ρόλου του ξένου παράγοντα με τα Μνημόνια το γερμανικό κεφάλαιο επιδιώκει να πάρει το αίμα του πίσω επιβάλλοντας την περιστολή των σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών του ελληνικού εφοπλισμού. Φυσικά ο τελευταίος, με την πλήρη υποστήριξη όλου του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κλπ.) προσπαθεί να διαφύγει με ικανότητες που θα ζήλευε και ο υδράργυρος.

 

 

Η ναυτιλία σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής

Η συμβολή της ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ είναι κάτι που οι εφοπλιστές «πουλάνε» (φουσκώνοντας την ξεδιάντροπα) ακριβώς για να αποφύγουν οποιαδήποτε φορολόγηση. Με σειρά πληρωμένες και πολυδιαφημισμένες μελέτες (ΙΟΒΕ το 2013 κλπ.) φουσκώνουν την συμβολή της τόσο στο ΑΕΠ όσο και στην απασχόληση εξωφρενικά κάνοντας φαιδρές υποθέσεις (π.χ. μετρώντας το σύνολο των ναύλων των εφοπλιστών και όχι αυτό που μένει μέσα στη χώρα, θεωρώντας πάμπολλους κλάδους της οικονομίας απλά εξαρτήματα της ναυτιλίας).

 

Τα πραγματικά μεγέθη είναι δραματικά μικρότερα και επιδεινώθηκαν εξαιρετικά μετά την επιβολή των capital controls (καθώς πλέον πολλές εφοπλιστικές δραστηριότητες δεν περνούν καν από την χώρα). Ιδιαίτερα στον τομέα της απασχόλησης (άμεσης και έμμεσης) τα νούμερα που δίνουν είναι κυριολεκτικά φαιδρά. Η απασχόληση Ελλήνων ναυτεργατών στα ελληνόκτητα πλοία είναι μειούμενη (καθώς αντικαθίστανται από φθηνότερα ξένα πληρώματα). Η νέα θρασύτατη προσπάθεια του ελληνικού εφοπλισμού είναι να ρίξει τις αμοιβές σε τριτοκοσμικά επίπεδα,  μηρυκάζοντας ότι έτσι θα αντικαταστήσει τα ξένα πληρώματα με ελληνικά. Φυσικά τα κατά Ωνάση «σκυλόψαρα» γνωρίζουν καλά ότι αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των μισθών τόσο των ελληνικών όσο και των ξένων πληρωμάτων μέσω του ανταγωνισμού τους.

 

Η φορολογική συμβολή του εφοπλισμού είναι αστεία. Ο εθελούσιος (sic!) φόρος αποφέρει αστεία έσοδα (της τάξης των 40-46 εκ. ετησίως) ενώ η μέση ετήσια φορολογική επιβάρυνση της κάθε ναυτιλιακής εταιρίας είναι  86.700. Ουσιαστικά δηλαδή οι φόροι που πληρώνουν οι Έλληνες ναυτεργάτες και οι λοιποί εργαζόμενοι σε ναυτιλιακές και παρα-ναυτιλιακές δραστηριότητες (ιδιαίτερα αν αποδεχθούμε τα φουσκωμένα στοιχεία του εφοπλισμού) είναι μάλλον περισσότεροι.

 

Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά καμία ανακωχή δεν μπορεί να υπάρξει με την ληστοσυμμορία του εφοπλισμού. Ένα μεταβατικό πρόγραμμα άμεσης φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση αλλά και σοσιαλιστικής προοπτικής πρέπει να προτάξει:

(α) την άμεση κατάργηση των σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών του εφοπλισμού και την δραστική αναδρομική φορολόγηση του

(β) την ενίσχυση των ναυτεργατικών αμοιβών και δικαιωμάτων και την επέκταση τους σε όλες τις κατηγορίες πληρωμάτων

(γ) την σχεδιασμένη ανάπτυξη υπό δημόσιο έλεγχο τόσο της ναυτιλίας όσο και του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα

 

Στην απειλή περί φυγής του εφοπλισμού θα πρέπει να αντιταχθεί πρώτον η εύγλωττη ρήση Ωνάση «Πολλά, τα πάντα οφείλετε εις το Έθνος, αυτό δε όχι μόνον δεν σας οφείλει τίποτε, αλλά σας έχει χαρισθεί σκανδαλωδώς» (επιστολή προς Κουλουκουντή, 1953). Και βέβαια, επειδή τα λόγια δεν περνούν στα «σκυλόψαρα», να τονισθεί ότι στην περίπτωση αυτή ο ελληνικός λαός θα απαλλοτριώσει και το τελευταίο εσώβρακο που έχουν μέσα στη χώρα και ότι μπορεί να πάρει στο εξωτερικό. Και να δούμε «απάτριδες» εφοπλιστές πόσο μπορούν να αντέξουν ανάμεσα στα όμοια τους διεθνή «σκυλόψαρα».

 

Στην εξέλιξη του μεταβατικού προγράμματος στην σοσιαλιστική προοπτική του ούτως ή άλλως ο ναυτιλιακός τομέας θα περάσει όχι μόνο σε δημόσιο έλεγχο αλλά και σε ιδιοκτησία.

new-doc-2017-03-05_1new-doc-2017-03-05_2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

https://www.scribd.com/document/340973628/%CE%A4%CE%BF-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%95%CF%86%CE%BF%CF%80%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%9A%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CE%A0%CE%A1%CE%99%CE%9D-5-3-2017

 

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ ή αλλιώς (ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ

ή αλλιώς

(ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Σταύρος Μαυρουδέας

anamonh

Μετά από πολλούς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις τελικά το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την απόφαση της συστημικής ηγεσίας του τελευταίου να προκηρύξει εκλογές και να το πετάξει ουσιαστικά έξω από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Όλο το προηγούμενο διάστημα και μέχρι την μεγάλη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφωνία για 3ο Μνημόνιο, το Αριστερό Ρεύμα παρέμεινε μέσα ακόμη και στην συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ. Προηγουμένως ψήφισε τον νεοδημοκράτη Π.Παυλόπουλο (που εκστράτευσε για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα) για πρόεδρο της δημοκρατίας, παρακάθησε με τους δεξιούς πατριδοκάπηλους ΑΝΕΛΛ στην κυβέρνηση και σιωπηρά δέχθηκε μία σειρά αντιλαϊκές ενέργειες (όπως την 42σέλιδη μνημονιακή πρόταση Βαρουφάκη, το καλπάζον στρατιωτικο-οικονομικό δέσιμο με το Ισραήλ κλπ.). Όταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καταφανώς την μεγάλη κωλοτούμπα και προχώρησε στις συμφωνίες για το 3ο Μνημόνιο τότε το Αριστερό Ρεύμα ακολούθησε την τραγελαφική τακτική του να καταψηφίζει τα μέτρα αλλά να δηλώνει ότι στηρίζει την κυβέρνηση. Μάλιστα – αντί να βγει εκτός ΣΥΡΙΖΑ και να αγωνιστεί με το λαϊκό κίνημα για την ανατροπή των μέτρων, του νέου Μνημονίου και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ που τα προωθούσε – επέλεξε να δώσει την μάχη μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχοντας στις επιτροπές και στις διαδικασίες για το συνέδριο του. Παρά τα επανειλημμένες προσκλήσεις της ανατρεπτικής Αριστεράς για απεμπλοκή από την απάτη του ΣΥΡΙΖΑ (στην οποία με τη συμμετοχή του το Αριστερό Ρεύμα συνέβαλε) και κοινή δράση, επέμεινε στο να δώσει τον αγώνα μέσα στο σάπιο οικοδόμημα του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν η συστημική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην προχωρήσει σε ψήφο εμπιστοσύνης και συνέδριο αλλά να προκηρύξει εκλογές (με την συμφωνία και την καθοδήγηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων της ΕΕ) τότε μόνον το Αριστερό Ρεύμα αποφάσισε να αποχωρήσει. Εν μία νυκτί κατασκεύασε μόνο του την Λαϊκή Ενότητα (με αρχηγό, εκπροσώπους, θέσεις κλπ.), την αναγόρευσε σε μέτωπο και κάλεσε όλη την Αριστερά να συμμετάσχει σε αυτό.

Κατ’ αρχήν αποτελεί το λιγότερο απαξιωτική πράξη το γεγονός ότι το πρώην Αριστερό Ρεύμα και νυν ΛΑΕ δεν έχει κάνει τουλάχιστον μία στοιχειώδη δημόσια αυτοκριτική για την μέχρι τώρα εμπλοκή του στην απάτη του ΣΥΡΙΖΑ.

Επιπλέον, αποτελεί αμετροέπεια και προσβολή στην πολύτιμη ιδέα του παλλαϊκού μετώπου η υπερφίαλη αυτοαναγόρευση της ΛΑΕ σε τέτοιο. Τα μέτωπα συνδιαμορφώνονται και δεν φτιάχνονται από κάποιον που μετά καλεί άλλους να συμμετάσχουν στο ήδη προδιαμορφωμένο πλαίσιο. Καμία πολιτική και κοινωνική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της και την πρόταση του μετώπου δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε τέτοια κατασκευάσματα.

Όμως, αφήνοντας στην άκρη όλα τα προηγούμενα, το χειρότερο στοιχείο είναι ο ασταθής και διπρόσωπος δημόσιος λόγος της ΛΑΕ και η πλήρης απαξίωση της έννοιας του προγράμματος από αυτήν.

Στη δημόσια παρουσία της ΛΑΕ κυριαρχεί ένας ρηχός αντιμνημονιακός λόγος ανακατεμένος με στοιχεία του εκλογικίστικου – και ανέφικτου – προγράμματος της Θεσσαλονίκης του Τσίπρα. Στην παρθενική παρουσίαση του εγχειρήματος από τον Π.Λαφαζάνη τα προγραμματικά στοιχεία που παρουσιάσθηκαν ήταν η διαγραφή μέρους του χρέους (και μάλιστα συναινετικά), η εθνικοποίηση των τραπεζών και μία τραγικά ακαθόριστη παραγωγική ανασυγκρότηση (παρά την θητεία του Π.Λαφαζάνη στο ομώνυμο υπουργείο). Μόνο στην τρίτη δημοσιογραφική ερώτηση αποτόλμησε να πει ότι «αν χρειασθεί για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού θα φύγουμε από το ευρώ». Το μοτίβο αυτό κυριαρχεί στη συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων τοποθετήσεων της ΛΑΕ. Οι εξαιρέσεις φθάνουν μέχρι την έξοδο από την ΟΝΕ και σταματούν εκεί. Αντίθετα, ένα πολυκυκλοφορημένο κείμενο με πολυποίκιλους και προσθαφαιρούμενους συγγραφείς που στην αρχή προβλήθηκε ως το πρόγραμμα, στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε προγραμματική διακήρυξη για να καταλήξει μάλλον στο ταπεινότερο της «εκλογικής διακήρυξης», αποφαίνεται ότι η ΛΑΕ υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ και, εφόσον τα πράγματα οδηγηθούν σε σύγκρουση με την ΕΕ, τότε θα προτείνει δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός για την αποδέσμευση ή μη από την ΕΕ.

Φαίνεται καθαρά ότι για την ΛΑΕ η έννοια του προγράμματος είναι κάτι σαν παιχνίδι πλαίημομπίλ: φτιάχνεται στο πόδι, αλλάζει κατά το δοκούν και στο τέλος της γραφής δεν έχει και μεγάλη σημασία. Καμία σχέση δεν έχει η προσέγγιση αυτή με την παράδοση της Αριστεράς (και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς). Για την τελευταία, και σε αντίθεση με τον αστικό πολιτικαντισμό, η πολιτική δράση εκπορεύεται από πολιτικά προγράμματα (που στην κομμουνιστική παράδοση απορρέουν από ιδεολογικές αρχές).

Όμως, ακόμη και αν αγνοήσει κανείς την πολυγλωσσία της δημόσιας παρουσίας της ΛΑΕ και πάρει κατά γράμμα την προαναφερθείσα διακήρυξη, φαίνεται καθαρά ότι βρίθει από αντιφάσεις και έχει κατασκευαστεί σαν εργαλείο μάρκετινγκ παρά σαν ένα σοβαρό και συνεκτικό πρόγραμμα.

Πρώτον, ο μόνος τρόπος για να αποχωρήσεις από την ΟΝΕ και να παραμείνεις μέσα στην ΕΕ είναι αυτό να γίνει με την συναίνεση των ηγεμονικών κέντρων της τελευταίας. Σε μία τέτοια περίπτωση το επάνω χέρι έχουν τα τελευταία και συνεπώς ο μόνος δρόμος για αυτή τη συναινετική έξοδο από το ευρώ είναι αυτός του αντιδραστικού σχεδίου Σόιμπλε που θα φορτώσει ακόμη περισσότερα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και θα επιδεινώσει την εξάρτηση της χώρας από την ΕΕ.

Δεύτερον, ο θεμελιακός πυρήνας του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της και η μετατροπή της σε ένα χαμηλής τάξης παρακολούθημα πανευρωπαϊκών αλυσίδων παραγωγής με χαμηλή συνοχή, τεχνολογία, προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικότητα και φυσικά μισθούς εξαθλίωσης. Η απλή ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και η υποτίμηση του νομίσματος δεν μπορούν να ανατάξουν την παραγωγική δομή της χώρας. Η ιδιωτική πρωτοβουλία – που επίσης εκθειάζεται σε δημόσιες τοποθετήσεις ειδημόνων της ΛΑΕ – δεν πρόκειται να το κάνει μέσα σε συνθήκες σύγκρουσης με την ΕΕ και βέβαια είναι πολύ αργή και ταυτόχρονα απαιτεί αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ο μόνος δρόμος για την φιλολαϊκή παραγωγική αναδιάρθρωση είναι ένα οικονομικό σχέδιο για το σύνολο της οικονομίας, υποχρεωτικής εφαρμογής και βασισμένο σε δημόσιες επενδύσεις και με την δημόσια ιδιοκτησία όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Η ΛΑΕ δεν λέει λέξη γι’ αυτό.

Η εξαναγκασμένη και καθυστερημένη αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ από αυτό το άθλιο και καταστροφικό για το λαό εγχείρημα είναι καλοδεχούμενη. Ήταν ένα βήμα μπροστά. Θα όφειλε όμως να έχει εξάγει και τα ανάλογα συμπεράσματα από τα μέχρι τώρα λάθη της και να επιδείξει και την ανάλογη συμπεριφορά ιδιαίτερα απέναντι στις λαϊκές μάζες που συνέβαλε στην παραπλάνηση τους. Η ΛΑΕ δεν φαίνεται να διακατέχεται από αυτές τις αρετές. Ξανασερβίρει ένα «μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ» με μία πανσπερμία ομάδων με διαφορετικές πολιτικές επιλογές, φαιδρούς εκλογικίστικους καυγάδες, καρικατούρα προγράμματος και βασικό συνεκτικό στοιχείο την εκλογική επιβίωση. Μετά το άτολμο βήμα της εμπρός κάνει ήδη δύο βήματα πίσω.

 

«Κομμουνιστική πολιτική, ενιαίο μέτωπο και μεταβατικό πρόγραμμα»

θεωρία μετάβασης.pdf

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ ο συλλογικός τόμος (που επιμελήθηκε ο Α.Χρύσης) με τίτλο «Θεωρία της Μετάβασης και Σοσιαλιστική Εναλλακτική».

Στον τόμο αυτό έχω συγγράψει κεφάλαιο με θέμα «Κομμουνιστική πολιτική, ενιαίο μέτωπο και μεταβατικό πρόγραμμα».

Το κεφάλαιο αυτό μπορεί να βρεθεί στους ακόλουθους συνδέσμους:

https://www.researchgate.net/publication/276059274________%27Communist_politics_united_front_and_transitional_programme%27_in_Greek

https://www.academia.edu/12320759/_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF_%CE%BC%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%B1_-_Communist_politics_united_front_and_transitional_programme_in_Greek_

 

 

Δελτίο Τύπου της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση

Δελτίο Τύπου της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ολοκληρώθηκε με επιτυχία η συζήτηση που διοργάνωσε την  Κυριακή, 22 Ιουνίου 2014, η Πρωτοβουλία για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση με θέμα:

Για την Αριστερά της Μετωπικής Συμπόρευσης, την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και το πρόγραμμα φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση

 

Η συμμετοχή των αγωνιστών και αγωνιστριών και η δυναμική παρουσία της νεολαίας από όλο το φάσμα των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς και του κόσμου της εργασίας αλλά και αγωνιστών από τα κοινωνικά κινήματα, ξεπέρασε τις προσδοκίες μας.

Στη συζήτηση επικράτησε αίσθημα σεμνότητας και ευθύνης απέναντι στην κρίσιμη κατάσταση που βιώνει ο ελληνικός λαός τα τελευταία τέσσερα χρόνια και εκφράστηκε η ανάγκη συστράτευσης για τη δημιουργία πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, καθώς και της συγκεκριμενοποίησης και εξειδίκευσης του αντισυστημικού και αντι ΕΕ   προγράμματος φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση.

Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια φάνηκε η αδυναμία του προοδευτικού κόσμου και των οργανώσεων της  Αριστεράς να δημιουργήσουν το δικό τους μέτωπο και να βάλουν φρένο στη διαδικασία εξαθλίωσης της κοινωνίας.

Το συστημικό στρατόπεδο οργανώνει το  δικό του μέτωπο, εκείνο των δυνάμεων της αστικής τάξης και των ευρωπαίων εταίρων της και επιβάλλει τη σύγχυση, τη διαίρεση και το φόβο στην μεγάλη εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Όσο η κοινωνική αντίσταση δεν οργανώνεται ενιαία και δεν μαζικοποιείται, οι απαιτήσεις των ξένων ιμπεριαλιστικών κέντρων δεν θα σταματήσουν να μεγαλώνουν , καθώς ο κόσμος της εργασίας θα αδυνατεί να πετύχει τις αναγκαίες ρωγμές και να διεξάγει νικηφόρους αγώνες.

Οι συναγωνιστές και οι συναγωνίστριες, επεσήμαναν την αναγκαιότητα κινητοποίησης των λαϊκών δυνάμεων που βρέθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες τα πρώτα χρόνια της κρίσης, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο  ελληνικός λαός αντέδρασε μαχητικά, με συνεχή κύματα απεργιών και καταλήψεων  υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπεια του. Οι  αγωνιζόμενοι  πολίτες,  οι  οργανωμένες δυνάμεις της  εργασίας, τα σωματεία, οι οργανώσεις των ανέργων και της νεολαίας, οι δυνάμεις που υιοθέτησαν νέες μορφές δημοκρατικών διαδικασιών,  πήραν μέρος σε πειράματα αυτοδιαχείρισης στους χώρους δουλειάς και πιο πρόσφατα  οι  δημοτικές  κινήσεις με μετωπική κατεύθυνση, θα πρέπει να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην επανεκκίνηση του μαζικού κινήματος και να συμβάλουν στην δημιουργία του φιλολαϊκού προγράμματος εξόδου από την κρίση.

Τονίστηκε, επίσης, ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να ξεπεραστούν οι  καθυστερήσεις, τα ελλείμματα και οι αδυναμίες που χαρακτήρισαν τις προσπάθειες για μετωπική συμπόρευση τα τελευταία χρόνια, αλλά και πιο πρόσφατα. Θεωρήθηκε αναγκαίο να σχηματιστεί μια πρωτοβουλία που θα προωθήσει το πολιτικό μέτωπο, που θα δώσει κατεύθυνση και θα συμβάλει στη δημιουργία του κοινωνικού μετώπου των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση.  Σ’αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συστρατευτούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται αυτή την αναγκαιότητα, ανεξάρτητα από κομματικές εντάξεις και χωρίς κομματικούς ή ιδεολογικούς φραγμούς και προαπαιτούμενα. Εκφράστηκε η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος αναμονής γιατί η  κρίση που μαστίζει την χώρα θέτει επί τάπητος την αναγκαιότητα της  πάλης για το μεταβατικό πρόγραμμα υπέρ των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας , ανοίγοντας τον δρόμο για τον σοσιαλισμό.

Το σώμα αποφάσισε την συγκρότηση ανοικτής προσωρινής συντονιστικής επιτροπής, που θα σχεδιάσει τα επόμενα βήματα. Στόχος είναι η άμεση συγκρότηση επιτροπών πανελλαδικά και ο σχεδιασμός μιας καμπάνιας απεύθυνσης στον κόσμο της εργασίας, της νεολαίας και των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων, για να σπάσει η σύγχυση, η διαίρεση και ο φόβος και να αναδειχθεί ότι υπάρχει άμεσα η δυνατότητα να ακολουθηθεί ένας άλλος δρόμος, χωρίς τα βάρη των μνημονίων, του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Προγραμματίζεται επίσης η διεξαγωγή πανελλαδικής σύσκεψης το φθινόπωρο.

Τέλος, ορίσθηκε επιτροπή για το σαιτ της Αριστερής Μετωπικής Συμπόρευσης που ήδη λειτουργεί και θα αναβαθμιστεί ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που δημιουργούνται.

Αθήνα , 23.6.14

http://aristerisymporefsi.gr/

aristerisymporefsi@gmail.com

facebook.com/aristerisymporefsi

 

Μπροστά στις εκλογές της 6ης Μαϊου

Μπροστά στις εκλογές της 6ης Μαϊου

 1. Οι εκλογές της 6ης Μαϊου 2012 είναι μία από τις πιο κρίσιμες μεταπολιτευτικές (πιθανά και μεταπολεμικές) εκλογικές αναμετρήσεις και ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να παρέμβει καθοριστικά σ’ αυτές και να σημαδέψει τις μετέπειτα εξελίξεις. Μέσα στην πιο βαθειά ίσως μεταπολεμική καπιταλιστική οικονομική κρίση (που έχει ήδη μετατραπεί σε κοινωνική και πολιτική κρίση) το σύστημα επιδιώκει, με νύχια και με δόντια, να ελέγξει την κατεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας. Δεσμευμένο στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης (και από επιλογή αλλά και από αδυναμία) υλοποιεί την στρατηγική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των Μνημονίων, παρά τα σημαντικά κόστη που επιφορτίζεται και αυτό και φυσικά επιδιώκοντας να φορτώσει το σύνολο των βαρών στον κόσμο της εργασίας. Ιδιαίτερα στις εκλογές αυτές, παρά την δραματική εξασθένιση του, επιδιώκει να στηρίξει ένα «μεταλλαγμένο δικομματισμό»: τα δύο βασικά καθεστωτικά κόμματα (η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) μαζί με τα άμεσα διαθέσιμα δεκανίκια τους (ιδιαίτερα το ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ) να αθροίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους. Στην επιλογή αυτή συμπλέουν και τα περισσότερα ηγεμονικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και οι ηγεμονικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα προσπαθούν να στηρίξουν και διάφορα κυριολεκτικά «ρετάλια» (π.χ. ΔΗΣΥ) αλλά και διάφορους ουρανοκατέβατους τυχοδιώκτες (μερικές φορές ακόμη και με αριστερό προσωπείο) που μπορεί να φανούν χρήσιμοι στο μέλλον. Έτσι στο άμεσο μετεκλογικό μέλλον το σύστημα επιδιώκει να συνεχισθεί αδιατάρακτη η σημερινή κατεύθυνση της συμμετοχής στην καταστροφική ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» του και οι δεσμεύσεις της χώρας στα πλαίσια της. Ιδιαίτερα προετοιμάζεται ώστε να έχει έστω μία στοιχειώδη εκλογική νομιμοποίηση για να επιβάλλει την λαίλαπα νέων αντιλαϊκών μέτρων του Ιουνίου για οποία έχει δεσμευθεί ήδη. Φυσικά από την άλλη ενισχύει συνεχώς τον θεσμικό και τεχνικό μηχανισμό καταστολής και βυσσοδομεί – μαζί με τους ξένους πάτρωνες – ακόμη και για αντιδημοκρατικές λύσεις. Ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να ακυρώσει την κατεύθυνση του συστήματος. Είναι σημαντικό ιδιαίτερα τα 2+2 κόμματα του «μεταλλαγμένου δικομματισμού» να πέσουν όσο το δυνατόν πιο χαμηλά στις εκλογές.

2. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία ο λαϊκός παράγοντας και ο κόσμος της εργασίας δυστυχώς δεν βρίσκονται στην καλύτερη θέση. Το εργατικό κίνημα αδυνατισμένο, πολυδιασπασμένο και διαβρωμένο από εξωνημένες «συνδικαλιστικές» ηγεσίες δεν έχει μπορέσει – παρά μερικές από τις μαζικότερες μεταδικτατορικές απεργιακές κινητοποιήσεις – να αντιπαρατάξει ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος. Απουσιάζει τόσο η κατεύθυνση όσο και η οργανωτική συγκρότηση που θα συγκροτούσε ένα αποτελεσματικό τέτοιο μέτωπο των εργαζομένων. Οι ευθύνες γι’ αυτό βρίσκονται στις ηγεσίες όλων σχεδόν των βασικών ρευμάτων της ελληνικής Αριστεράς που για άλλη μία φορά – και δυστυχώς σε μία εξαιρετικά κρίσιμη ιστορική συγκυρία – αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων.

Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μία φιλοευρωπαϊκή στρατηγική και περιορίζεται σε σχετικά επιτυχή επικοινωνιακά εγχειρήματα που όμως αδυνατούν τόσο να αποτελέσουν μία ρεαλιστική αριστερή πολιτική πρόταση διεξόδου όσο και να βοηθήσουν την συγκρότηση ενός μαζικού και νικηφόρου μαζικού κινήματος. Οι επικλήσεις μίας εξωπραγματικής προοδευτικής πανευρωπαϊκής λύσης – που τόσα χρόνια πουθενά δεν εμφανίσθηκε – εν τέλει λειτουργούν σαν στήριγμα της συστημικής στρατηγικής καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και οδηγώντας, μετά την διάψευση τους, στην ηττοπάθεια. Καμία προοδευτική λύση δεν μπορεί να προκύψει μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού της ΕΕ, για την ελληνική συμμετοχή στον οποίο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ έχει καθοριστικές ευθύνες. Η δειλία να αλλάξει κατεύθυνση και η εμμονή στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυση δείχνει ότι ο ηγετικός πυρήνας του παραμένει εξάρτημα της αστικής στρατηγικής. Επιπλέον, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εξαντλείται σε ένα κοντόφθαλμο τακτικισμό χωρίς στρατηγική στόχευση και στο οπορτουνιστικό χάιδεμα διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών ακροατηρίων απευθύνοντας διαφορετικό πολιτικό λόγο προς το καθένα. Η κοντόθωρη και τυχοδιωκτική αυτή πολιτική όχι μόνο δεν βοηθά στην υπόθεση του σοσιαλισμού αλλά ούτε και συμβάλλει στην ενίσχυση του κινήματος (παρόλο που ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εκ του πονηρού δεν διαχωρίζεται από αυτό ακόμη και όπου καταφανώς διαφωνεί). Όμως πρέπει να αναγνωρισθεί η σημασία του Αριστερού Ρεύματος του Π.Λαφαζάνη που, παρά τα σφάλματα του παρελθόντος, προσπαθεί να ανιχνεύσει με τις προτάσεις και την δράση του μία ρεαλιστική και μάχιμη αριστερή πολιτική και να απεγκλωβισθεί από την φιλοευρωπαϊκή αστική στρατηγική.

Το ΚΚΕ (με ευθύνη της σημερινής ηγετικής ομάδας του) τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε μία αριστερίστικη ρητορεία επικαλούμενο τον σοσιαλισμό (μεταμφιεσμένο σε «λαϊκή εξουσία») σαν λύση τόσο στα μακροχρόνια όσο και στα άμεσα προβλήματα του λαού και της χώρας. Και φυσικά, επειδή ο σοσιαλισμός είναι μεν στην ιστορική ημερήσια διάταξη (δηλαδή είναι η μόνη μακροχρόνια λύση στη βαρβαρότητα στην οποία βυθίζει την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός) αλλά δεν έρχεται με το πάτημα ενός κουμπιού αλλά με μία μακρόχρονη διαδικασία, ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα για να τον φέρει κοντά. Αγνοεί συστηματικά βασικές αρχές του Μαρξισμού και της ιστορικής εμπειρίας του εργατικού και κομουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα το ότι ο κομμουνισμός εκτός από στρατηγικός στόχος είναι και η διαδικασία πάλης με την οποία θα φθάσεις στο στόχο αυτό. Με τον τρόπο αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ ουσιαστικά υποκαθιστά την ενότητα στρατηγικής και τακτικής (υπό την καθοδήγηση της πρώτης) που πρέπει να χαρακτηρίζει την κομμουνιστική πολιτική με μία φωνακλάδικη στρατηγική και μία ανύπαρκτη τακτική (που όταν στριμώχνεται από την πραγματικότητα καταλήγει σε οικτρές οπορτουνιστικές παλινωδίες και αναξιόπιστους τακτικισμούς). Τα προβλήματα αυτά φαίνονται με τον πιο δραματικό τρόπο τόσο στην πολιτική πρόταση όσο και στο ρόλο του ΚΚΕ μέσα στο μαζικό κίνημα. Στην πολιτική πρόταση ενώ με χίλια ζόρια έφθασε να ξαναθυμηθεί τον στόχο της αποδέσμευσης από την ΕΕ σαν κρίσιμο βήμα στη διαδικασία απάντησης στην κρίση και σοσιαλιστικής μετάβασης ταυτόχρονα το έμπλεξε συνδέοντας άμεσα το στόχο αυτό με τον σοσιαλισμό. Ουσιαστικά πίσω από αυτό το καταφανώς φθηνό κόλπο κρύβεται η πολιτική βούληση της ηγεσίας του ΚΚΕ να μην συμπράξει στη δημιουργία ενός μαζικού και μάχιμου μαζικού κινήματος και η προσπάθεια ιδιοκτησιακής περιχαράκωσης κάποιων τμημάτων του αδυνατίζοντας έτσι το σύνολο του. Η απαράδεκτη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ σε μία σειρά πρωτοφανή αυθόρμητα μαζικά κινήματα (με τα προβλήματα και τις αδυναμίες που έχουν τέτοια κινήματα) και το απαράδεκτο αντι-μαρξιστικό σχήμα του «οργανωμένου λαού» είναι χαρακτηριστικές αποδείξεις των παρεκκλίσεων αυτών. Με όλα τα παραπάνω η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ ανατρέπει και παραμορφώνει ορθές προγραμματικές θέσεις του ΚΚΕ επιβάλλοντας ταυτόχρονα μία καταθλιπτική (και ξένη προς το Μαρξισμό) εσωτερική σιωπή μέσα στο κόμμα.

Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και ιδιαίτερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιδείξει, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, μία εντυπωσιακή για τα μεγέθη της άνοδο της μαζικής και πολιτικής επιρροής της. Αν και στο εσωτερικό της ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε ένα κινηματισμό και τακτικισμό (συγγενικό με αυτό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) και μία χιλιαστική επίκληση του σοσιαλισμού (εφάμιλλη με αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ), όμως ήταν παρούσα στα μαζικά κινήματα και έπαιξε αρκετές φορές ένα καθοριστικά θετικό ρόλο σε πολλά από αυτά. Συγκρούεται με συνέπεια με την φιλοευρωπαϊκή αστική στρατηγική αλλά ταυτόχρονα παραμένει αδύναμη να συγκροτήσει μία συνεκτική και ρεαλιστική αριστερή πρόταση διεξόδου και μία αντίστοιχη ενότητα στρατηγικής και τακτικής (δηλαδή μία συγκεκριμένη και αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική στο σήμερα). Έτσι πολλές φορές εγκλωβίζεται σε αδιέξοδες κατευθύνσεις (μόνο στάση πληρωμών, μόνο έξοδος από την ΟΝΕ, ΕΛΕ κλπ.) που λειτουργούν σαν δεκανίκια αστικών και ρεφορμιστικών πολιτικών. Επιπλέον, ο εγγενής κατακερματισμός της και η κακώς εννοούμενη πολυφωνία της εμποδίζουν την μετεξέλιξη της σε μία καθοριστική πολιτική δύναμη.

3. Στη σημερινή βαθειά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση της χώρας μόνο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να δώσει μία πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδο. Κάθε άλλη παραλλαγή (βαρβαρότερης ή ηπιότερης) αστικής διεξόδου φορτώνει εξ ορισμού το δραματικό κόστος της στις πλάτες της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας. Μπροστά στη σημερινή βαθειά δομική κρίση του καπιταλισμού το ιστορικό δίλημμα είναι πράγματι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Όμως αυτό δεν είναι άμεσα κατανοητό από τις πλατιές λαϊκές μάζες και η ευθύνη είναι λιγότερο δική τους και περισσότερο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος γιατί, πρώτον, φέρει τα βάρη της οικτρής αποτυχίας των προηγούμενων εγχειρημάτων σοσιαλιστικής μετάβασης και, δεύτερον, δεν μπορεί να συγκροτήσει μία σύγχρονη αποτελεσματική κομμουνιστική πολιτική. Δηλαδή δεν μπορεί να δείξει πως συγκεκριμένες λύσεις σε άμεσα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα οδηγούν αναγκαία στον σοσιαλισμό (που σίγουρα δεν μπορεί να είναι αυτός που γνωρίσαμε). Όσο δεν θα μπορεί να συγκροτηθεί ένα ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και όσο το περίγραμμα τουλάχιστον του σοσιαλισμού δεν θα διευκρινίζεται και δεν θα αποκαθάραται από τις αμαρτίες του παρελθόντος τόσο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα θα αδυνατούν – παρά τις όποιες ηρωικές μάχες – να αντικρούσουν την καπιταλιστική επίθεση και να διανοίξουν την σοσιαλιστική προοπτική.

4. Για την χώρα μας το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη πιο περίπλοκο καθώς είναι εγκλωβισμένη από τις επιλογές της αστικής τάξης μέσα στην ιμπεριαλιστική φυλακή της ΕΕ. Καμιά φιλολαϊκή διέξοδος δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αποδράσει η χώρα από αυτό το κάτεργο. Ταυτόχρονα το ελληνικό κεφάλαιο, παρόλο ότι πλέον θίγεται και αυτό από την ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» του, είναι βαθύτατα δεσμευμένο με αυτή και αδυνατεί να δει τον εαυτό του έξω από και σε σύγκρουση με αυτή. Το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι σήμερα (και όχι γενικά και αόριστα) η λυδία λίθος για την χώρα μας. Η συνολική αποδέσμευση (και όχι μόνο μία στάση πληρωμών ή μία  έξοδος από την ΟΝΕ που άλλωστε από μόνες τους είναι και τεχνικά και πολιτικά αδιέξοδες) και η σχεδιασμένη και κοινωνικά διευθυνόμενη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας είναι ο μόνος φιλολαϊκός δρόμος διεξόδου και καμία αστική στρατηγική δεν μπορεί να τον χωρέσει. Ο δρόμος αυτός αναγκαία συνιστά τμήμα της σοσιαλιστικής μετάβασης. Το εργατικό και κομουνιστικό κίνημα οφείλουν να προβάλλουν το μεταβατικό πρόγραμμα αυτό με σαφήνεια και παρρησεία. Είναι αδιέξοδες και θα πληρωθούν ακριβά κουτοπόνηρες τακτικές του τύπου «θα λέμε στο λαό κάθε φορά μόνο λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορεί να χωνέψει».

5. Από τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Μαϊου 2012 θα διαμορφωθεί καθοριστικά το συνολικό πολιτικό πλαίσιο. Θα γίνει ένα πρώτο καθοριστικό μέτρημα των δυνάμεων που έστω και κατά τάση πολώνονται προς την αστική και την λαϊκή προοπτική. Γι’ αυτό δεν χωρεί καμία απουσία και κανένας εφησυχασμός. Τυχόν νίκη του «μεταλλαγμένου δικομματισμού» με το συμπαραμαρτούμενο της ναζιστικής απειλής (που μπορεί να αποτελέσει όπως και το 1930 την αστική λύση έκτακτης ανάγκης) θα είναι καταστροφική. Μία αποτυχία του θα οδηγήσει σε μία περίοδο που οι καθεστωτικές δυνάμεις θα έχουν σοβαρά προβλήματα στην εξάσκηση της κυριαρχίας τους. Αυτό πιθανά θα δώσει μία ανάσα και θα αναπτερώσει τους εργαζόμενους που μέχρι τώρα μόνο χαστούκια έχουν ζήσει. Ταυτόχρονα όμως θα θέσει όλη την ελληνική Αριστερά ακόμη πιο επιτακτικά προ των ευθυνών της. Το ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι και πρέπει να πάει αλλιώς οφείλει να είναι ο προβληματισμός  της ημέρας και όχι κοντόφθαλμοι πανηγυρισμοί ή θρηνωδίες για εκλογικές επιτυχίες ή αποτυχίες. Ιδιαίτερα πρέπει πλέον να γίνει καθαρό ότι απαιτείται μία ρεαλιστική αριστερή πολιτική πρόταση διεξόδου σαφώς και ρητά ενταγμένη στη σοσιαλιστική προοπτική. Ταυτόχρονα απαιτείται ένα ενιαίο και μαζικό κίνημα, εμπνεόμενο από την πρόταση αυτή, που να επιτύχει νίκες και να ανατρέψει τμήματα και εν τέλει και το σύνολο της αστικής κατεύθυνσης. Μία τέτοια αναγκαία ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν είναι υπόθεση ενός χώρου της αλλά θα διαπεράσει και τα τρία ρεύματα της.

6. Με βάση τα παραπάνω η ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 6 Μαϊου είναι η χρήσιμη ψήφος για τους αγωνιστές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Όχι γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενσαρκώνει την αναγκαία λύση αλλά γιατί, σε σύγκριση με τις ηγεσίες του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, την παρεμποδίζει λιγότερο. Ιδιαίτερα γιατί μπορεί να σηματοδοτήσει ότι η αναγκαία μετεκλογική ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος πρέπει να έχει αριστερό πρόσημο και να μην είναι μία καταστροφική στροφή προς τα δεξιά (κερδισμένων και χαμένων από τις εκλογές), όπως το όχι πολύ μακρινό 1989 έχει πικρά διδάξει.

29 Απριλίου 2012

Σταύρος Μαυρουδέας