Tag Archives: ΣΥΡΙΖΑ

ΣΥΡΙΖΑ & ΝΔ: Δύο πανομοιότυπα οικονομικά προγράμματα – Στ. Μαυρουδέας ΠΡΙΝ 23-6-2019

 

 

 

 

 

 

ΠΡΙΝ

23-6-2019

 

Οικονομικά προγράμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ: λαγοί με πετραχήλια μέσα στην φυλακή των Μνημονίων

 

Στ. Μαυρουδέας

 

Προεκλογικές υποκρισίες

Εμπρός στις επερχόμενες εκλογές τα δύο βασικά κόμματα του αστικού πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, επιδίδονται σε ένα κακόγουστο θέατρο με προγράμματα που υπόσχονται την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας και των πολιτών. Κατ’ αρχήν κανένα από τα δύο δεν είναι οικονομικό πρόγραμμα με την πλήρη έννοια του όρου. Το οικονομικό πρόγραμμα του συστήματος είναι τα μνημονιακά Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) που δεσμεύουν την χώρα για πολλές δεκαετίες και που επιβάλλουν ασφυκτικούς στόχους και περιορισμούς για όλες τις βασικές μακροοικονομικές παραμέτρους. Επίσης επιβάλλουν μία συγκεκριμένη νεοσυντηρητική λογική για την διαχείριση της οικονομίας καθώς και για την παραγωγική διάρθρωση της που υπακούουν στις επιταγές της ΕΕ και στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Συνεπώς, τα προγράμματα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά συμπιλήματα υποσχέσεων μέσα στα μικρά περιθώρια ελευθερίας που αφήνουν τα μνημονιακά Προγράμματα στις εκάστοτε κυβερνήσεις της ελληνικής μπανανίας.

Δεύτερον, παρά τις φωνασκίες των δύο συστημικών αστικών κομμάτων, οι καρικατούρες προγραμμάτων τους είναι εξαιρετικά όμοιες όσον αφορά την μακροοικονομική δομή τους και διαφέρουν κυρίως στο ύψος των μέτρων και στον χρονισμό τους. Και οι δύο υπόσχονται μειώσεις φορολογίας (α) για τις επιχειρήσεις και (β) για τα νοικοκυριά καθώς και (γ) μεγέθυνση του ΑΕΠ μέσω «μεταρρυθμίσεων». Οι ομοιότητες στα δύο πρώτα είναι εξωφρενικές. Στο τρίτο, ενώ ουσιαστικά ακολουθούν και οι δύο τις επιταγές των μνημονίων εμφανίζονται να διαφοροποιούνται – αλλά μόνο λεκτικά – στην έκταση των ιδιωτικοποιήσεων και του εργασιακού μεσαίωνα.

 

Δύο πανομοιότυπα «προγράμματα»

Η μακροοικονομική δομή και των δύο «προγραμμάτων» είναι πανομοιότυπη. Στα πλαίσια των μνημονίων επιδιώκεται να υπάρξει ένας δημοσιονομικός χώρος, δηλαδή κάποια περιθώρια δημοσιονομικής πολιτικής – μέσα στα ασφυκτικά όρια των μακροχρόνια υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούν τα ΠΟΠ – ώστε να μπορεί το κυβερνητικό κόμμα να καταπραΰνει με κάποια ψίχουλα την λαϊκή δυσαρέσκεια και να ενισχύσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα με τα οποία συνδέεται. Αυτός ο δημοσιονομικός χώρος μπορεί να προκύψει μέσω (α) μείωσης δημόσιων δαπανών, (β) αύξησης της φορολογίας και (γ) μεγέθυνσης του ΑΕΠ (που ενισχύει τα φορολογικά έσοδα) κυρίως μέσω μίας σειράς θεσμικών αλλαγών. Τα ΠΟΠ αφήνουν το περιθώριο, εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι (κυρίως του πρωτογενούς πλεονάσματος) και εγκρίνει η τρόικα, να επιστραφεί η «υπεραπόδοση» με κάποια «αντίμετρα» που μετριάζουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της λιτότητας που επιβάλλουν τα ΠΟΠ.

Όλες οι μέχρι τώρα μνημονιακές κυβερνήσεις μείωσαν δραματικά τις δημόσιες δαπάνες σε βαθμό δυσλειτουργίας βασικών υπηρεσιών (ιδιαίτερα στην υγεία, την εκπαίδευση και την άμυνα) και με την κυριολεκτική εξαϋλωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ – δηλαδή του μοναδικού εργαλείου επενδύσεων στον κρατικοδίαιτο ελληνικό καπιταλισμό). Μάλιστα επειδή, αντίθετα με τους διάφορους νεοφιλελεύθερους τσαρλατάνους, η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και ιδιαίτερα του ΠΔΕ είναι τέτοια που κινδυνεύουν βασικές λειτουργίες του αστικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού, η ίδια η τρόικα απαιτεί την παύση εξαϋλωσης του ΠΔΕ.

Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις επίσης επιδόθηκαν σε φοροεπιδρομή σε βάρος των μεσαίων στρωμάτων και των εργαζομένων. Η αύξηση της φορολογίας (άμεσης και έμμεσης) είναι επιταγή των μνημονίων καθώς είναι ο γρηγορότερος και ασφαλέστερος τρόπος εξασφάλισης της εξυπηρέτησης του χρέους. Η φοροεπιδρομή είχε ξεκινήσει ήδη από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις (π.χ. επιβολή ΕΝΦΙΑ, αντικειμενικά κριτήρια). Μάλιστα, αντίθετα με τις παραδοσιακές νεοφιλελεύθερες συνταγές, τα ΠΟΠ ενίσχυσαν την άμεση φορολογία έναντι της έμμεσης. Φυσικά η φοροεπιδρομή δεν αφορά το μεγάλο κεφάλαιο που μένει πάντα στο απυρόβλητο. Χαρακτηριστικά, το εφοπλιστικό κεφάλαιο (η κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού) απολαμβάνει πάντα τις σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του και πληρώνει τον γελοίο «εθελούσιο» (sic!) φόρο των περίπου 150 εκ. ετησίως. Σημειωτέον, ότι για την αποφυγή της φορολόγησης του – που προσπαθεί να επιβάλλει ιδιαίτερα η Γερμανία – οι μνημονιακές κυβερνήσεις όλων των συστημικών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) δίνουν  λυσσώδεις μάχες που φυσικά δεν τις έδωσαν για κανένα από τα αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων. Άλλωστε οι αρχηγοί τους συναγελάζονται στις εφοπλιστικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις. Αντιθέτως, η φοροεπιδρομή πλήττει κυρίως τους εργαζόμενους (που όπως διαχρονικά δείχνουν τα στοιχεία σηκώνουν το βάρος της φορολογίας) και πλέον διάφορα ενδιάμεσα στρώματα.

Σήμερα η ΝΔ φωνασκεί υποκριτικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε δραματικά τους φόρους. Αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι ενίσχυσε λίγο περισσότερο την φοροεπιδρομή απέναντι στην ψευδεπίγραφη «μεσαία τάξη» για να εξασφαλίσει τον δικό του πελατειακό δημοσιονομικό χώρο. Δηλαδή να μπορεί να επιστρέψει προεκλογικά κάποιες σταγόνες από την αφαίμαξη όλης της προηγούμενης περιόδου για την ενίσχυση της δικής του καπιταλιστικής διαπλοκής όσο και για την δημιουργία βραχύβιων πελατειακών σχέσεων εξαγοράς στρωμάτων εργαζομένων που βρίσκονται στο όριο της εξαθλίωσης. Έτσι μέσω μερικής και εποχικής απασχόλησης, με ανύπαρκτη ή μηδαμινή κοινωνική ασφάλιση, με άθλιες αμοιβές και συνθήκες εργασίας επέδειξε σχετική μείωση της ανεργίας.

Η φορολογική αυτή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε εκλογικά καθώς έχασε περισσότερους από όσους κέρδισε. Έτσι, μία από τις εκλογικές αιχμές της ΝΔ είναι η υπερφορολόγηση. Μάλιστα, αντιγράφει πιστά την ανάλογη προ-κυβερνητική αντι-φορομπηχτική ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ακριβώς επειδή σε αυτήν την κινούμενη άμμο των «μεσαίων στρωμάτων» βασίζεται η εκλογική στρατηγική και των δύο, το κέντρο βάρους και των δύο «προγραμμάτων» αφορά την φορολογία καθώς ερίζουν για το ποιος θα ελαφρώσει περισσότερο την λεγόμενη «μεσαία τάξη». Παρεμπιπτόντως, ο όρος αυτός είναι ένας εισαγόμενος παραπλανητικός αμερικανισμός προπαγανδιστικών επιτελείων. Ούτε ενιαία ούτε τάξη είναι, και ας αποφαίνεται αντίθετα ο γίγας «μαρξιστικής σκέψης» Ε.Τσακαλώτος. Ο ελληνικός καπιταλισμός – όπως και αρκετοί παρόμοιοι του ιστορικά και οικονομικά – χαρακτηρίζεται από μία μεγάλη κατηγορία ενδιάμεσων στρωμάτων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ένα τμήμα τους είναι παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα. Ένα άλλο όμως μεγάλο τμήμα τους είναι ουσιαστικά εργαζόμενοι που έχουν «αγοράσει την δουλειά τους». Το τελευταίο αφορά τόσο στρώματα διανοητικής εργασίας (μηχανικοί, γιατροί κλπ.) όσο και παραδοσιακά στρώματα χειρωνακτικής εργασίας. Αυτή η ιδιομορφία του ελληνικού καπιταλισμού διευκόλυνε σημαντικά τόσο την κερδοφορία του (καθώς μετατόπιζε κόστη) όσο και τις ταξικές συμμαχίες του (καθώς διαιρούσε την εργατική τάξη και επίσης μέσω των στρωμάτων αυτών επέβαλλε ευκολότερα την ηγεμονία του επάνω της). Ταυτόχρονα όμως είναι μία ιδιομορφία που πρέπει πλέον να εκλείψει αφενός γιατί σήμερα είναι βαρίδι και αφετέρου γιατί οι δυτικοί ιμπεριαλισμοί που  καθοδηγούν την σημερινή αναδιάρθρωση-εν-μέσω-κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού δεν δουλεύουν με αυτό τον τρόπο. Συνεπώς, η προλεταριοποίηση των «μεσαίων» στρωμάτων είναι μέσα στους βασικούς άρρητους στόχους των μνημονίων.

Μία συγκριτική ματιά στον βασικό κορμό των δύο οικονομικών «προγραμμάτων» αποκαλύπτει τις εξόφθαλμες ομοιότητες τους. O συναγωνισμός για την μείωση της φορολόγησης των κερδών του κεφαλαίου έχει ήδη αρχίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν δοθεί οποιαδήποτε φορολογική ελάφρυνση στους εργαζόμενους και τα «μεσαία» στρώματα. Ακολουθεί καθυστερημένος, χρονικά και ποσοτικά, ο συναγωνισμός στις φοροελαφρύνσεις στο εισόδημα (που και εκεί τα υψηλότερα εισοδήματα έχουν την τιμητική τους) και στην ιδιοκτησία.

 

ΣΥΡΙΖΑ ΝΔ
Φορολογία εισοδήματος μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή στο 20%, μείωση των συντελεστών για τα υψηλότερα εισοδήματα και διατήρηση του αφορολόγητου ορίου μείωση του εισαγωγικού συντελεστή από 22% στο 9% για εισοδήματα έως 10.000

μείωση του ανώτατου συντελεστή που ανέρχεται στο 45%.

αλλαγή των φορολογικών κλιμακίων που ενδεχομένως να φθάσουν τα 5-7 (για να περιορισθεί το κόστος από τη διατήρηση του αφορολόγητου ορίου)

Φορολογία επιχειρηματικών κερδών έχει ήδη νομοθετήσει μείωση της φορολογίας από 29% στο 25% το 2022 και την μείωση της φορολογίας στα μερίσματα στο 10%

αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων στο 150%

μείωση από 29% στο 20% την επόμενη διετία από το 2020

μείωση της φορολογίας στα μερίσματα από 10% στο 5%

η πραγματική φορολογική επιβάρυνση θα διαμορφωθεί στο 24%

ΦΠΑ μείωση του χαμηλού συντελεστή από το 13% στο 11% μείωση από το 24% στο 22% και του χαμηλού συντελεστή από το 13% στο 11%
ΕΝΦΙΑ μείωση μεσοσταθμικά κατά 30% για το 2020 και 50% για τις χαμηλές και μεσαίες περιουσίες μείωση κατά 30% σε μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες

αναστολή του ΦΠΑ στην οικοδομή για τα επόμενα 3 χρόνια

Εισφορά Αλληλεγγύης μηδενική εισφορά για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και μείωση συντελεστών για μεγαλύτερα εισοδήματα σταδιακή κατάργηση
Τέλος επιτηδεύματος – Προκαταβολές φόρου μείωση κατά 50% κατάργηση σε βάθος 2 ετών

 

Βέβαια, η τρόικα παρακολουθεί πάντα ανήσυχη τους προεκλογικούς διαξιφισμούς και στέλνει τακτικά μηνύματα – και μέσω εγχώριων εκπροσώπων – για κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η υπεκφυγή των δύο συστημικών μονομάχων είναι ότι ο δημοσιονομικός χώρος θα υπάρξει λόγω «ανάπτυξης». Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ προϋπολογίζει 2.5% ενώ η ΝΔ ένα εξωπραγματικό 4%. Οι υποθέσεις και των δύο είναι συνειδητά λανθασμένες. Ο ελληνικός καπιταλισμός παραμένει στο αποτυχημένο παραγωγικό μοντέλο που τον οδήγησε στην κρίση παρά την δραματική αύξηση της εργατικής εκμετάλλευσης. Ήδη εφέτος ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ μάλλον θα κλείσει χαμηλότερα από τον προβλεπόμενο. Οι αιτιάσεις κυρίως της ΝΔ ότι οι φοροελαφρύνσεις θα οδηγήσουν σε επενδυτική έκρηξη είναι υποκριτικές καθώς οι τελευταίες δεν οδηγούν απαραίτητα σε επενδύσεις ούτε σε τέτοιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Η Κύπρος (γνωστός φορολογικός παράδεισος) έχει 3.2% μεγέθυνση ενώ ακόμη και η «μπάτε σκύλοι αλέστε» Ιρλανδία δεν έχει τέτοιες επιδόσεις. Επίσης, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή μείωσε την φορολογία κερδών (από 35% σε 29%) οι καπιταλιστές απλά ενθυλάκωσαν την αυξημένη κερδοφορία χωρίς να κάνουν επενδύσεις.

 

Θεσμικές αλλαγές προς όφελος του κεφαλαίου αλλά χωρίς αναπτυξιακές επιπτώσεις

Ανάλογα εξωπραγματικές είναι οι εκτιμήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ σχετικά με τις θεσμικές αλλαγές (που πολλές επιβάλλονται από τα μνημόνια) που θα ενισχύσουν την μεγέθυνση. Η ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (που επαγγέλλεται η ΝΔ αλλά και υλοποιεί σιωπηρά ο ΣΥΡΙΖΑ, βλέπε προτάσεις Μάρδα περί ανοίγματος επιχείρησης με ένα email) σε συνθήκες κρίσης δεν θα οδηγήσει σε επενδυτική έκρηξη αλλά σε απογείωση της ανομίας (π.χ. πρόγραμμα Golden Visa). Οι φοροελαφρύνσεις προς τα (κατά πλειοψηφία) υπερχρεωμένα νοικοκυριά δεν θα βγουν στην κατανάλωση αλλά κυρίως στην κάλυψη χρεών. Η ενίσχυση των ιδιωτικοποιήσεων (που η ΝΔ διατυμπανίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ σιωπηλά προωθεί) δεν πρόκειται να φέρει – όπως δεν έφερε και μέχρι τώρα και επί κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ – εισροή ξένων κεφαλαίων καθώς τα τελευταία αγοράζουν μόνο επιλεκτικά και «κοψοχρονιά». Άλλωστε, εκτός από το Ελληνικό, το επόμενο colpo grosso των ιδιωτικοποιήσεων είναι η ΔΕΗ με σοβαρότατες επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία και τα λαϊκά στρώματα.

Ανάλογης απάτης με το 4% της ΝΔ είναι η διακήρυξη ΣΥΡΙΖΑ περί 500.000 νέων θέσεων καλά αμειβόμενης εργασίας στην τετραετία 2019-2023). Δεν προκύπτει από πουθενά. Και ενώ στην τωρινή 4ετή διακυβέρνηση του δημιούργησε 380.000 κακής και ασταθούς απασχόλησης (με μόνο 100.000 από αυτές να είναι αξιοπρεπείς).

Οι προβλέψεις αυτές γίνονται ακόμη πιο εξωπραγματικές αν συνυπολογιστεί ότι η οικονομία της ΕΕ είναι ήδη σε κάμψη και επίσης οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (αν συνυπολογιστούν μάλιστα και οι αυξανόμενες ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις) είναι γκρίζες.

Φυσικά, όπως πολύ καλά γνωρίζουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ένας δημοσιονομικός εκτροχιασμός θα οδηγήσει στους γνωστούς οριζόντιους «κόφτες» λιτότητας που και οι δύο τους έχουν ψηφίσει.

 

Η μόνη ελπίδα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα είναι η έξοδος από την φυλακή της ΕΕ

Η μεγάλη εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία της χώρας μας πρέπει να καταλάβει ότι δεν πρόκειται να διασωθεί από την σημερινή μιζέρια της διαλέγοντας έναν από τους δύο συστημικούς κυβερνητικούς διεκδικητές. Ούτε καταφεύγοντας στα συμπληρώματα τους στα δεξιά ή στα «αριστερά» και σε τυχοδιωκτικά μιντιακά κατασκευάσματα όπως το κόμμα Βαρουφάκη. Κανένα από αυτά τα σχήματα δεν σκοπεύει να συγκρουστεί με τους ξένους πάτρωνες της χώρας και την ελληνική ολιγαρχία. Αντίθετα, αποτελούν μέρος των μηχανισμών εκτόνωσης και ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Πίσω από τα γυαλιστερά χαρτιά, τα διαγράμματα και τα νούμερα των «προγραμμάτων» τους κρύβεται η υποταγή στις επιταγές της ΕΕ και του κεφαλαίου. Όλοι τους, και ακόμη και οι πιο φωνακλάδες, δεν αμφισβητούν ουσιαστικά την υπαγωγή της χώρας στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Ούτε σκοπεύουν να κάνουν κάτι για το υπαγορευόμενο από την τελευταία στρεβλό παραγωγικό πρότυπο που μεταμορφώνει την Ελλάδα σε χώρα γκαρσονιών ξένων τουριστών και κακοπληρωμένων και δύστυχων εργαζόμενων.

Η μόνη ελπίδα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα – την μεγάλη πλειοψηφία της χώρας μας – είναι να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο με την έξοδο από την φυλακή της ΕΕ μπορούν να ξαναγίνουν κύριοι της τύχης τους και να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Διαλέγοντας διαχειριστή της μιζέριας τους δεν πρόκειται να δουν διέξοδο.

Είναι ευθύνη της κομμουνιστικής Αριστεράς να δείξει τα βήματα και να κάνει κατανοητό στις ευρύτερες λαϊκές μάζες τον δρόμο αυτό.

 

 

Advertisement

Συνέντευξη για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας στον Prisma 91.6 FM της Πρέβεζας, 29-11-2018

Συνέντευξη για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας στον Prisma 91.6 FM της Πρέβεζας, 29-11-2018

Σταύρος Μαυρουδέας στον Prisma 91,6: “Μετά από οκτώ χρόνια Μνημονίων η χώρα δεν έχει βγει από την κρίση.”

Τις πολιτικές εξελίξεις σχολίασε στο απογευματινό μαγκαζίνο ο καθηγητής οικονομίας, στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Σταύρος Μαυρουδέας.

Όπως ανέφερε οι ψευδαισθήσεις για μία άλλη Ευρώπη, πιο ανθρώπινη και με κοινωνικό πρόσωπο δεν υπάρχει.

Όσοι εδώ και δεκαετίες πίστευαν ότι μπορεί να αλλάξει Ευρώπη, ήταν χρήσιμοι ηλίθιοι σε αυτούς που κάνουν κουμάντο στην πραγματική Ευρώπη η ήταν απλά ηλίθιοι, ή εκ του πονηρού που είναι ακόμα χειρότερο.

Σχολιάζοντας την περίπτωση της Ιταλίας,  που ήρθε σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη σχετικά με τον προϋπολογισμό της, είπε ότι είναι χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς σαν χώρα αναγκάζεται να συμβιβαστεί, όχι με τον τρόπο που έγινε στην Ελληνική περίπτωση με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ,  διαπραγματεύεται , βεβαίως θα κάνει και αυτή του συμβιβασμούς της, δεν  θα τον παραξένευε όμως  μία αναζωπύρωση των Συγκρούσεων.

“Η Ιταλία είναι μία μεγάλη οικονομία και η ιταλική Ελίτ που δεν είναι η καλύτεροι στον κόσμο όπως όλες οι ελίτ, κοιτάνε τον εαυτό τους και όχι το τι συμφέρει τον κόσμο και τη χώρα, είναι αρκετά ισχυρή για να υποταχθεί με τον τρόπο που υποτάχθηκε ελληνική ελίτ και ουσιαστικά να γίνει μία παραδουλεύτρα.

Είναι σαφές ότι στο ευρώ ιερατείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συγχωρούν, πιέζουν αφόρητα μη αφήνοντας κανένα περιθώριο για ψευδαισθήσεις.”

Μάλιστα ακόμα και το περιβόητο σχέδιο Μακρόν, που υποτίθεται ότι θα έφερνε έναν μεγάλο προϋπολογισμό που κάπως θα μπορούσε να παρέμβει, μόλις πριν από μία εβδομάδα έγινε κουρελόχαρτο από τους Γερμανούς.

Το σχέδιο Μακρόν, ήταν υποτίθεται  ήταν μια ασπιρίνη στον καρκίνο και δεν έγινε αποδεκτό, με τον ίδιο να τσακώνεται, με τους ιπποκόμους  και δορυφόρους της Γερμανίας που έχουν συνασπιστεί με αρχηγούς τους Ολλανδούς.

Σχολιάζοντας την υποτιθέμενη παραίνεση Τσίπρα προς τους Ιταλούς ώστε να κάνουν πίσω, την χαρακτήρισε στα όρια της φάρσας και της γελοιότητας και αν όντως έγινε, δείχνει τη δουλοπρέπεια του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα.

Στο ερώτημα για τον οδικό χάρτη της χώρας και το  ποιος είναι, είπε ότι δεν έχει σχέση με αυτά που ακούγονται από την πλευρά  της ευρωπαϊκής ένωσης και της κυβέρνησης Συριζα, δεν έχει να κάνει ούτε με τις αθλιότητες της αντιπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας, η οποία εμφανίζονται σαν τον τρελό δολοφόνο με το πριόνι, που λέει γιατί δεν τους κόβεται κι άλλο τώρα.

Η πραγματικότητα είναι ότι μετά από οκτώ και πλέον χρόνια προγραμμάτων προσαρμογής και μνημονίων, η χώρα δεν έχει βγει από την κρίση, τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας παραμένουν και έχουν χειροτερέψει με την παρέμβαση των μνημονίων, καθώς η Αποτυχία του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας παραμένει και είναι ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό που προκύπτει από αυτήν την αποτυχία του παραγωγικού μοντέλου, είναι η έκρηξη του χρέους και αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση, για αυτήν εφαρμόζουμε τα μνημόνια και τα προγράμματα προσαρμογής και έχουμε αποτύχει τραγικά.

Ξεκινήσαμε με 123% του χρέους το 2010 και είμαστε περίπου στο 180% σήμερα και προβλέπεται αποκλιμάκωση πολύ αργά, με ρυθμούς ανάπτυξης παραμυθένιους, καθώς και παραμυθένια πλεονάσματα, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το πρόγραμμα αυτό δεν βγαίνει.

https://prismaradio.gr/2018/11/30/%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%8d%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%85%cf%81%ce%bf%cf%85%ce%b4%ce%ad%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-prisma-916-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%ce%bf%ce%ba/

https://www.prevezatoday.gr/stayros-mayroydeas-ston-prisma-91-6-meta-apo-okto-chronia-mnimonion-i-chora-den-echei-vgei-apo-tin-krisi/

 

 

 

 

«Ο μύθος της εξόδου από την κρίση», ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ 2018 νο.33

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιοδικό ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ

2018, Νο. 33

 

Ο μύθος της εξόδου από την κρίση

 

Σταύρος Μαυρουδέας

 

Το ελληνικό πρόβλημα, τα ΠΟΠ και η Αριστερά

 Τον Αύγουστο 2018 εξαγγέλθηκε από την ΕΕ και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η ολοκλήρωση, μετά κόπων και βασάνων, του τρίτου από τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής – ΠΟΠ (τα κοινώς λεγόμενα Μνημόνια). Ταυτόχρονα, δηλώθηκε ότι η ελληνική κρίση έχει επιτέλους επιλυθεί. Αξίζει να υπενθυμισθεί ότι τα ελληνικά ΠΟΠ έχουν μία μακρά ιστορία αποτυχιών. Ξεκίνησαν με το πρώτο ΠΟΠ το 2010 που προέβλεπε την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος εντός τετραετίας με μία μικρή μείωση του ΑΕΠ της χώρας. Απέτυχε πριν καν ολοκληρωθεί και αντικαταστάθηκε από το δεύτερο ΠΟΠ, το οποίο είχε την ίδια τύχη και γι’ αυτό συμπληρώθηκε από το τρίτο ΠΟΠ[1]. Καθένα σημαδευόταν και από μία κυβερνητική αλλαγή.

Η εξαγγελία της ολοκλήρωσης του κατά κοινή ομολογία πιο προβληματικού προγράμματος του ΔΝΤ και της ΕΕ δεν έγινε χωρίς αναταράξεις. Η μεν ΕΕ – και τα διάφορα κέντρα και ηγεμονικές δυνάμεις στο εσωτερικό της – προβληματίσθηκαν είτε για την ανάγκη ενός τέταρτου ΠΟΠ είτε μίας πιο ήπιας εκδοχής του (με την μορφή της προληπτικής πιστωτικής γραμμής). Τελικά η ΕΕ κατέληξε – για γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους – στην ανακήρυξη της ολοκλήρωσης των ΠΟΠ αλλά επισημαίνοντας ότι η εποπτεία της Ελλάδας θα συνεχισθεί με νέους μηχανισμούς. Το δε ΔΝΤ – απηχώντας τις αμερικανικές απόψεις – επιφυλάχθηκε σαφώς να εξαγγείλει την επιτυχία του προγράμματος και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αμφισβητεί καθοριστικές πλευρές του (και ιδιαίτερα την επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους)[2]. Σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο από αυτό των «μεγάλων αφεντικών», τοποθετούνται και το εγχώριο συστημικό πολιτικό υπηρετικό προσωπικό. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ διασαλπίζει ότι είναι αυτός που έλυσε το ελληνικό πρόγραμμα, ότι η χώρα αποκτά την οικονομική (και όχι μόνο) ανεξαρτησία της και ότι σταδιακά θα βελτιωθεί το βάρβαρα υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής του ελληνικού λαού. Τα βασικά επιχειρηματικά κέντρα υποστηρίζουν επίσης ότι η χώρα βγαίνει από την κρίση (γιατί έτσι ελπίζουν σε μία βελτίωση προσδοκιών που θα επηρεάσει θετικά κάποια οικονομικά μεγέθη) αν και ταυτόχρονα ψαλιδίζουν τις θριαμβολογίες του ΣΥΡΙΖΑ (υπενθυμίζοντας ότι αυτός προκάλεσε προβλήματα στο παρελθόν στην υλοποίηση των ΠΟΠ που σήμερα πανηγυρίζει για την επιτυχημένη ολοκλήρωση τους). Τέλος, η ΝΔ γκρινιάζει (γιατί φοβάται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται καλύτερος υπηρέτης των ξένων και εγχώριων αφεντικών) και ταυτόχρονα αμφισβητεί την έξοδο από την κρίση (σε μεγάλο βαθμό αντιγράφοντας παλιότερα ανάλογα επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ).

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι οι συστημικές δυνάμεις βρίσκονται σήμερα σε μία κατάσταση σύγχυσης, με αντικρουόμενες τάσεις και κατευθύνσεις. Δυστυχώς όμως το ίδιο συμβαίνει και για την ελληνική Αριστερά. Η αδυναμία της να εκμεταλλευθεί το ρήγμα στο σύστημα που παρουσιάσθηκε με την κρίση και το σημερινό τέλμα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε σοβαρότατα ελλείματα τόσο της ανάλυσης της όσο και της στρατηγικής και της τακτικής της. Για την ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα το κομμουνιστικό ρεύμα της είναι σημαντικό να συγκροτηθεί ένα ρεαλιστικό και μάχιμο πολιτικό σχέδιο – κάτι που έλειψε δραματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια – που να μπορεί στην πράξη να αμφισβητήσει και να ανατρέψει την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Για την επεξεργασία του είναι αναγκαίο να ξεπερασθούν οι χειροτεχνισμοί των φωνακλάδικων καταγγελιών και των αόριστων γενικολογιών και να οικοδομηθεί μία συγκροτημένη και τεκμηριωμένη αντίληψη για το που πραγματικά βρίσκονται τα πράγματα στη χώρα μας.

 

 

Τι ακριβώς είναι η ελληνική κρίση;

 Για να εκτιμηθεί εάν υπάρχει έξοδος από την κρίση πρέπει πρώτα να ξεκαθαρισθεί ο χαρακτήρας της.

Οι κυρίαρχες Ορθόδοξες προσεγγίσεις υιοθετούν μία ταυτόχρονα μυωπική και υποκριτική ερμηνεία. Υποκριτική γιατί δεν θέλει να αποδεχθεί ότι τα θεμελιώδη αίτια της κρίσης συνδέονται με τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, γιατί κάτι τέτοιο θα αμφισβητούσε το τελευταίο. Μυωπική γιατί εστιάζει στα επιφαινόμενα ακριβώς γιατί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το άμεσο πρόβλημα αλλά δεν θέλουν ούτε μπορούν να θίξουν τις δομικές πλευρές του. Υποστηρίζουν ότι είναι απλά μία κρίση χρέους που εκφράζεται στα δίδυμα ελλείμματα (του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών). Τα τελευταία προέκυψαν λόγω των υποτιθέμενων υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων κυρίως στο δημόσιο (στις οποίες αποδίδεται το δημοσιονομικό έλλειμμα) και δευτερευόντως στον ιδιωτικό τομέα (στις οποίες αποδίδεται το εμπορικό έλλειμμα). Επομένως, δεν σχετίζεται – τουλάχιστον καταρχήν – με την αποτυχία του παραγωγικού μοντέλου της χώρας (που άλλωστε διαμορφώθηκε καθοριστικά από την ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση).

Οι Ετερόδοξες ερμηνείες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από καθαρόαιμες Κεϋνσιανές και μετα-Κεϋνσιανές θεωρίες μέχρι Μαρξίζουσες. Τον βασικό τόνο τον δίνουν οι πρώτες ενώ οι Μαρξίζουσες αποτελούν τους φτωχούς συγγενείς. Επίσης αποφεύγουν να διακρίνουν δομικά συστημικά αίτια στην κρίση. Επιπλέον, αποσκοπούν ρητά – είτε στις Μαρξίζουσες εκδοχές μέσω της στρατηγικής των σταδίων – στην μεταρρύθμιση του συστηματος σε πιο φιλολαϊκή μορφή. Συμφωνούν με την Ορθοδοξία ότι η ελληνική είναι απλά μία κρίση χρέους, αλλά δεν την αποδίδουν κυρίως στο δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά στο εμπορικό έλλειμμα. Για το τελευταίο επιρρίπτουν την ευθύνη στις πολιτικές λιτότητας του ευρω-κέντρου (που μέσω της υποτιθέμενα νεο-μερκαντιλιστικής δομής της ΟΝΕ, διογκώνουν τα εμπορικά ελλείμματα της ευρω-περιφέρειας και την οδηγούν στην υπερχρέωση). Επιπλέον, οι περισσότερες Ετερόδοξες ερμηνείες βασίζονται στην προβληματική θεωρία της χρηματιστικοποίησης (για την κριτική της βλέπε Μαυρουδέας (2016β)).

Τόσο οι Ορθόδοξες όσο και οι Ετερόδοξες ερμηνείες έχουν σοβαρά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα (μερικά από τα οποία είναι κοινά) και δεν κατανοούν τον βαθύ δομικό χαρακτήρα της ελληνικής κρίσης (βλέπε Mavroudeas (2015)).

Σε αντίθεση με τις Ορθόδοξες και τις Ετερόδοξες θεωρήσεις, οι Μαρξιστικές αναλύσεις υποστηρίζουν ότι τα δίδυμα ελλείμματα δεν είναι δημιούργημα το ένα του άλλου (όπως ερίζουν οι δύο πρώτες) αλλά αποτέλεσμα της φθίνουσας κερδοφορίας του κεφαλαίου η οποία επιτάθηκε από το προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας που υπαγορεύθηκε από την συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Συνεπώς, το ελληνικό πρόβλημα ξεκινά από την σφαίρα της παραγωγής (διάρθρωση και κερδοφορία) και επηρεάζει την σφαίρα της κυκλοφορίας (οδηγώντας στο πρόβλημα του χρέους). Χωρίς την αναδιάρθρωση της πρώτης δεν πρόκειται να επιλυθούν τελεσίδικα τα προβλήματα της δεύτερης.

Από τις ερμηνείες αυτές προκύπτουν διαφορετικές και ανταγωνιστικές στρατηγικές διεξόδου από την κρίση, καθώς εκφράζουν ανταγωνιστικές ταξικές οπτικές. Οι Ορθόδοξες θεωρήσεις υποστηρίζουν ρητά το κεφάλαιο, ενώ οι Ετερόδοξες προτιμούν ένα καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Επιπλέον, και οι δύο εντάσσουν τις προτάσεις τους στη θεμελιακή ταξική επιλογή των κυρίαρχων τάξεων για παραμονή της χώρας μέσα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Εξαιρούνται ορισμένες Ορθόδοξες απόψεις που εκφράζουν τον αντιπαλότητα των ΗΠΑ στην ΟΝΕ καθώς και κάποιες (ολοένα και συρρικνούμενες μετά την άνευ όρων παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ) Ετερόδοξες απόψεις που πρότασσαν την έξοδο μόνον από την ΟΝΕ αλλά την παραμονή στην ΕΕ (για μία κριτική των τελευταίων βλέπε Μαυρουδέας (2017)). Αντίθετα, μόνο οι Μαρξιστικές αναλύσεις υποστηρίζουν ότι μία φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση (και φυσικά όχι μία διέξοδος προς όφελος του κεφαλαίου) περνά αναγκαστικά από την συνολική αποδέσμευση από την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση.

Πρακτικά, οι Ορθόδοξες αναλύσεις στοιχίζονται πίσω από την στρατηγική των ΠΟΠ (με εξαίρεση κάποιες φιλοαμερικανικές απόψεις που προβάλλουν την έξοδο από την ΟΝΕ). Αντίθετα, οι περισσότερες Ετερόδοξες αναλύσεις υποστηρίζουν την αναδιάρθρωση των ΠΟΠ με την προσθήκη κάποιων μέτρων αντι-κυκλικής πολιτικής και αναδιάρθρωσης του χρέους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έχει βγει σήμερα ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση;

Προφανώς, οι διαφορετικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης οδηγούν και σε διαφορετικές εκτιμήσεις για το εάν επιλύεται ή όχι.

Για τις Ορθόδοξες και Ετερόδοξες αναλύσεις το βασικό κριτήριο είναι η βιωσιμότητα του χρέους. Δηλαδή εάν ο λόγος χρέους/ΑΕΠ κατέρχεται σε κάποιο επίπεδο στο οποίο οι διεθνείς αγορές είναι διατεθειμένες να δανείζουν συστηματικά το ελληνικό κράτος. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του ΑΕΠ καθώς ήταν η μη-αναμενόμενη κατακόρυφη πτώση του τελευταίου που επιδείνωσε τόσο τον καθοριστικό δείκτη χρέους/ΑΕΠ όσο όμως και άλλες κρίσιμες μεταβλητές (π.χ. την φορολογική επίδοση). Η ανάκαμψη του ΑΕΠ θεωρείται ότι σηματοδοτεί ότι η οικονομική δραστηριότητα επιστρέφει σε κανονικούς ρυθμούς. Άλλωστε οι αναλύσεις αυτές χρησιμοποιούν σαν τεκμήριο εξόδου από την κρίση το απλοϊκό κριτήριο της ύπαρξης μερικών διαδοχικών τριμήνων θετικού ρυθμού μεγέθυνσης.

Σε αντίθεση με τις παραπάνω θεωρήσεις, η Μαρξιστική ανάλυση κοιτάζει πολύ πιο θεμελιακές μεταβλητές (που αφορούν την κερδοφορία και την συσσώρευση του κεφαλαίου). Επιπλέον, εστιάζει περισσότερο σε δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και έχει επίγνωση ότι μία ανάκαμψη της οικονομίας δεν συνεπάγεται έξοδο από την κρίση καθώς η καπιταλιστική οικονομία λειτουργεί με κυκλικές διακυμάνσεις (που τροποποιούνται από βαθιές κρίσεις).

Με βάση τα παραπάνω, για την Μαρξιστική ανάλυση τα δομικά προβλήματα που προκάλεσαν την ελληνική κρίση (δηλαδή η ανεπαρκής κερδοφορία του κεφαλαίου και επιπλέον οι μεταφορές αξίας από τον λιγότερο αναπτυγμένο ελληνικό καπιταλισμό προς τους πιο αναπτυγμένους δυτικούς «εταίρους» του), δεν έχουν αναταχθεί επαρκώς (αναλυτικότερα βλέπε Μαυρουδέας (2018)). Παρά την βάρβαρη μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης η καπιταλιστική κερδοφορία δεν ανατάχθηκε ικανοποιητικά καθώς το σύστημα απέφυγε να εκκαθαρίσει επαρκώς τα μη-κερδοφόρα κεφάλαια. Ένδειξη αυτής της αδυναμίας αποτελεί η υστέρηση των επενδύσεων. Χαρακτηριστικά, παρά τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής για αύξηση 11,1% για το 2018, για δύο συνεχόμενα τρίμηνα υπάρχει εντυπωσιακή υποχώρηση (Ιανουάριος-Μάρτιος -10,3%, Απρίλιος-Ιούνιος -5,4%). Οι μόνες επενδύσεις που γίνονται είναι είτε σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις (σε κραυγαλέα χαριστικές αποτιμήσεις) είτε επενδύσεις στον τουρισμό (που εξελίσσεται προοπτικά σε νέο «δράκο» της οικονομίας με άθλιες επιδόσεις στην απασχόληση, πρόκληση υψηλών εισαγωγών και επικίνδυνες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις).

Επιπρόσθετα, οι επαγγελλόμενοι «από μηχανής θεοί» της αύξησης των ξένων επενδύσεων και των εξαγωγών εξακολουθούν να μην λειτουργούν. Οι ξένες επενδύσεις είναι περιορισμένες, αφορούν κυρίως ιδιωτικοποιήσεις και χρηματοδοτούνται εν πολλοίς με ελληνικό τραπεζικό δανεισμό (βλέπε επένδυση Fraport, εξαγορά Hilton κλπ.). Αντίστοιχα,

Αντίστοιχα, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά. Οι εξαγωγές παρά την τεράστια μείωση των μισθών καρκινοβατούν καθώς, παρά τις Ορθόδοξες υποκρισίες, δεν εξαρτώνται κυρίως από το μισθολογικό κόστος και επιπλέον οι Έλληνες καπιταλιστές απλά αύξησαν το περιθώριο κέρδους τους (τσεπώνοντας την μισθολογική μείωση). Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι το βασικότερο εξαγωγικό προϊόν (πετρελαιοειδή) αναγκαστικά συνεπιφέρει αύξηση των εισαγωγών. Επίσης η σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών παραμένει κατά βάση η ίδια εφόσον το υπάρχον παραγωγικό πρότυπο δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει (καθώς υπαγορεύεται από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης). Όλα αυτά αποτυπώνονται και στο εμπορικό ισοζύγιο το οποίο έχει εξισορροπηθεί μόνο λόγω της μείωσης των εισαγωγών. Από την άλλη – και αυτό είναι ενδεικτικό – κάθε μικρή άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας μοιραία φέρνει μαζί της και μία αύξηση των εισαγωγών (καθώς το υπάρχον παραγωγικό πρότυπο εξαρτάται καθοριστικά από τις εισαγωγές ενδιάμεσων εισροών).

 

 

Έχουν επιτύχει τα ΠΟΠ;

 

Όμως ακόμη και με το δικό τους κριτήριο της βιωσιμότητας του χρέους τα ΠΟΠ δεν έχουν επιτύχει. Στο σημείο αυτό έχουν γίνει ήδη αρκετές λαθροχειρίες. Πρώτη, η τοποθέτηση ενός τεχνητού ορόσημου στο 120%. Είναι γνωστό ότι τίποτα δεν διασφαλίζει ότι σε ένα τέτοιο επίπεδο θα υπάρξει μόνιμος δανεισμός και επίσης ότι η επιλογή του έγινε για καθαρά πολιτικούς λόγους (την μη-συμπερίληψη της Ιταλίας σε ΠΟΠ). Δεύτερη, η εφαρμογή εκτός του μεσοπρόθεσμου κριτηρίου του 120% και ενός βραχυπρόθεσμού κριτηρίου βιωσιμότητας (που θεωρεί ότι βραχυχρόνια είναι βιώσιμο το χρέος εάν απλά μπορεί να εξυπηρετείται). Επιπλέον στο τομέα αυτό τα ΠΟΠ έχουν εξόφθαλμα αποτύχει μέχρι τώρα. Το ελληνικό χρέος ξεκίνησε από περίπου 125% και σήμερα, αντί να μειώνεται, έχει αυξηθεί σε περίπου 178%.

Όσον αφορά το μακροχρόνιο κριτήριο, στην τελευταία μελέτη βιωσιμότητας το ΔΝΤ, χρησιμοποιώντας σαφώς σοβαρότερη μεθοδολογία από αυτή της ΕΕ, αποφαίνεται ότι δεν είναι βιώσιμο και μάλιστα ότι θα συνεχίσει να αυξάνει τα επόμενα χρόνια. Αλλά ακόμη και η βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα είναι εξασφαλισμένη μόνο μέχρι περίπου το 2022 που δεν έχουν αρχίσει η αποπληρωμές δανείων αλλά υπάρχει μόνο η εξυπηρέτηση του χρέους.

Αυτό φαίνεται και από τα προβλήματα που υπάρχουν στις περιορισμένες και κατασκευασμένες εξόδους του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές. Ξεκινώντας από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και συνεχίζοντας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ΠΟΠ προβλέπει ένα σταδιακό ξεκίνημα του ιδιωτικού δανεισμού του ελληνικού δημοσίου τόσο για τεχνικούς λόγους (δημιουργία καμπύλης αποτιμήσεων) όσο, κυρίως, για πολιτικούς λόγους. Οι εκδόσεις ελληνικού χρέους είναι μικρών ποσών και κυρίως μικρής χρονικής διάρκειας, που χαρακτηριστικά δεν ξεπερνά την περίοδο που είναι διασφαλισμένη η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Τα επιτόκια τους εξακολουθούν να είναι πολύ ακριβά (και ουσιαστικά επιβαρύνουν την δομή χρέους της χώρας). Επιπλέον, είναι εντελώς «στημένες» από την ΕΕ και μερικούς βασικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Μάλιστα σε κάθε κλυδωνισμό της παγκόσμιας οικονομίας – όπως την περίοδο αυτή με την αντιπαράθεση της Ιταλίας με την ΕΕ – σταματούν καθώς τα επιτόκια ξεφεύγουν επικίνδυνα προς τα επάνω.

Για να διατηρηθεί η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετεί και να αποπληρώνει το χρέος της είναι αναγκαίο να μπορεί για μία μη-ρεαλιστική μακροχρόνια περίοδο να επιτυγχάνει ανεδαφικά υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ (μεσοσταθμικά της τάξης του 2%) και αντίστοιχα ανεδαφικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξης του 3.5%). Το ίδιο το ΔΝΤ έχει αμφισβητήσει την ρεαλιστικότητα αυτής της τροχιάς.

Συγκεφαλαιώνοντας, η ΕΕ αποφάσισε για καθαρά πολιτικούς λόγους να διακηρύξει την ολοκλήρωση των ελληνικών ΠΟΠ και πίσω της έτρεξε σαν πιστός σκύλος η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια η ολοκλήρωση αφορά μόνο το σκέλος των δανείων καθώς υποτίθεται ότι το «μαξιλάρι» των υπαρχόντων δανείων μαζί με τις νέες εκδόσεις ελληνικού χρέους εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση του τελευταίου για τα λίγα επόμενα χρόνια. Οι μνημονιακές υποχρεώσεις όμως δεν έληξαν καθώς υπάρχει μακρά λίστα εκκρεμοτήτων. Επίσης, όπως δήλωσε ανοικτά η ΕΕ, η εποπτεία θα συνεχισθεί για πολλά χρόνια. Απλά θα πάρει διαφορετικές, αλλά όχι λιγότερο αυστηρές, μορφές. Επίσης, έχει πάντα τιμωρητικούς μηχανισμούς, όπως είναι η άρνηση εκταμίευσης εναπομεινάντων δανείων, η άρνηση μέτρων ελάφρυνσης του χρέους (π.χ. επιστροφή των κερδών από τα ευρωπαϊκά δάνεια προς την Ελλάδα) κλπ. Και βέβαια, σε περίπτωση αποτυχίας εκπλήρωσης των στόχων, υπάρχουν πάντα οι θεσμοθετημένοι αυτόματοι «κόφτες» που η «αγωνιστική» (sic!) διαπραγμάτευση Βαρουφάκη-ΣΥΡΙΖΑ έχει συνομολογήσει.

 

 

Το ηφαίστειο της κρίσης παραμένει ενεργό

Συνοψίζοντας, το ελληνικό ηφαίστειο παραμένει πάντα ενεργό. Τα ΠΟΠ δεν έχουν επιτύχει αλλά ούτε καν ολοκληρωθεί αφού ο στόχος τους παραμένει ανεκπλήρωτος.. Η ΕΕ απλά σπρώχνει τα προβλήματα παρακάτω ελπίζοντας σε κάποιες ευνοϊκές μελλοντικές συγκυρίες. Οι δε ΗΠΑ επωφελούνται να ενισχύσουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις τους στην Ελλάδα και ταυτόχρονα πιέζουν σε επιμέρους ζητήματα την ΕΕ. Η ελληνική αστική τάξη, ανήμπορη για οποιαδήποτε αυτόνομη κίνηση, απλά επιδιώκει να διασώσει το τομάρι της μεταφέροντας τα βάρη στην πλάτη των εργαζόμενων και των μεσαίων στρωμάτων. Οι πολιτικοί διαχειριστές της – ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ – κοκκορομαχούν για τριτεύοντα ζητήματα επιδιώκοντας την πολιτική επιβίωση και την κυβερνητική εξουσία.

Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ χωρίς καν την περιορισμένη αναδιανομή εισοδήματος του τελευταίου αλλά απλά μοιράζοντας την φτώχεια. Ταυτόχρονα προσφέρει μία μακροπρόθεσμη υπηρεσία στο σύστημα δυσφημώντας το όνομα της Αριστεράς.

Το κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική Αριστερά κι ιδιαίτερα για τους κομμουνιστές είναι εάν θα επιτρέψει την συνέχιση αυτής της ζοφερής κατάστασης. Εδώ θα φανεί εάν έμαθε από τα λάθη της και την αδυναμία της να εκμεταλλευθεί την προηγούμενη οκταετία της κρίσης και κάνει αποφασιστικά βήματα για να τα διορθώσει. Αλλιώς, είτε θα παραμείνει θεατής στο λιμάνι καραβιών που φεύγουν (αλλά ποτέ επιβάτης τους) είτε θα καταντήσει σαν την δυτική Αριστερά ένα οικόσιτο του συστήματος.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Μαυρουδέας Στ. (2012), «Η κρίση της ΕΕ, οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η Ελλάδα», Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας νο.1.

Mavroudeas S. (2015), ‘The Greek saga: Competing explanations of the Greek crisis’, Kingston University London Economics Discussion Paper Series 2015-1.

Μαυρουδέας Στ. (2016α), «Ανταγωνιστικές ερμηνείες και στρατηγικές εξόδου της ελληνικής κρίσης και το πρόβλημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης», Ουτοπία νο.115.

Μαυρουδέας Στ. (2016β), «Η «χρηματιστικοποίηση», η μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαιο και η ελληνική περίπτωση», Τετράδια Μαρξισμού νο.1.

Mavroudeas S. (2017), ‘Troika’s Economic Adjustment Programmes for Greece: Why do they Systematically Fail’ σε Marangos, J., (ed.), The Internal Impact and External Influence of the Greek Financial Crisis, Palgrave Macmillan, New York

Μαυρουδέας Στ. (2017), «Αποδέσμευση από την ΕΕ ή Δραχμισμός;». εφημερίδα ΠΡΙΝ νο.1333, 3-6-2017.

Μαυρουδέας Στ. (2018), «Έξοδος από την κρίση ή στο ίδιο έργο θεατές;», Τετράδια Μαρξισμού νο.6

 

* Ο Στ. Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

[1] Για την ιστορική διαδρομή, την προέλευση, τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις αδυναμίες των ελληνικών ΠΟΠ βλέπε Μαυρουδέας (2016α), Mavroudeas (2017).

[2] Για τις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις γύρω από το ελληνικό πρόβλημα βλέπε Μαυρουδέας (2012).

Ένα σχόλιο στο PRESS TV News σχετικά με την υποτιθέμενη ελληνική έξοδο από το πρόγραμμα της τρόικας

Χθες (21/8/2018) έκανα ένα σύντομο σχόλιο στην PRESS TV News σχετικά με την υποτιθέμενη ελληνική έξοδο από το πρόγραμμα της τρόικας (ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ).

Τα βασικά σημεία του σχολίου είναι τα εξής.

Η υποτιθέμενη έξοδος από το πρόγραμμα της τρόικας είναι μια απάτη. Το πρόγραμμα συνεχίζεται ουσιαστικά καθώς υπάρχουν επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας που θα ληφθούν τα επόμενα χρόνια, η αποπληρωμή των δανείων της τρόικας θα διαρκέσει αρκετές δεκαετίες (και δεν είναι εξασφαλισμένη, συνεπώς μία ενδεχόμενη μελλοντική ελληνική χρεωκοπία είναι πάντα στην ατζέντα) και η εποπτεία τουλάχιστον από την ΕΕ (αν το ΔΝΤ εγκαταλείψει το πρόγραμμα όπως αναμένεται) θα συνεχιστεί και για πολλά χρόνια.

Το πρόγραμμα είναι αποτυχία. Ο δηλωμένος στόχος του (μολονότι μπορεί να είναι μυωπικός) ήταν να καταστήσει το ελληνικό δημόσιο χρέος βιώσιμο. Δεν το πέτυχε, καθώς ο τρέχων δείκτης χρέους/ΑΕΠ είναι υψηλότερος από ότι στην αρχή του προγράμματος. Επιπλέον, η λιτότητα έχει αποδυναμώσει την ελληνική οικονομία, καθιστώντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες της αμφίβολες.

Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και της ΕΕ για την δήθεν επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος είναι μία σκηνοθετημένη απάτη για φτηνούς πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.

Ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να σηκώνει το βάρος αυτού του αντιλαϊκού προγράμματος και των πολιτικών που βρίσκονται πίσω του για πολλά χρόνια.

Το βίντεο της συνέντευξης ακολουθεί.

Μνημονιακές δεσμεύσεις χωρίς τέλος – «Καθαρή έξοδος» και άλλα παραμύθια, ΠΡΙΝ 24-6-2018

 

ΠΡΙΝ 24-6-2018

αρ. 1384

 

Μνημονιακές δεσμεύσεις χωρίς τέλος

«Καθαρή έξοδος» και άλλα παραμύθια

 

Σταύρος Μαυρουδέας

 

Από το success story της ΝΔ σε αυτό του ΣΥΡΙΖΑ

Η τυπική ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου τον Αύγουστο 2018 δίνει την ευκαιρία (;) στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ να προβάλλει και αυτή, όπως η προηγούμενη των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, το δικό της success story, δηλαδή ότι βγάζει την χώρα από την κρίση και ότι η εποχή της αντιλαϊκής λιτότητας περνά. Ο κουτοπόνηρος αυτός ισχυρισμός – όπως και ο ανάλογος των προκατόχων της – βασίζεται σε υποκρισίες και συνειδητά αβάσιμα επιχειρήματα. Φυσικά ενορχηστρωτής και αυτού του success story είναι οι ξένοι πάτρωνες τη ελληνικής ολιγαρχίας (βασικά η ΕΕ) ενώ τα εγχώρια (αυτή την φορά ψευδο-αριστερά) φερέφωνα είναι απλοί οργανοπαίκτες. Βέβαια και οι τελευταίοι, όπως και οι προηγούμενοι, προσπαθούν να πουλήσουν την «μελωδία» τους στον λαό για να εξασφαλίσουν την πολιτική επιβίωση τους. Είναι κυριολεκτικά φαιδρός ο σκυλοκαβγάς ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για το νέο success story όπου οι δύο εμπλεκόμενοι έχουν ουσιαστικά απλά αλλάξει τις θέσεις τους. Εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, αποδομούσε το success story των προκατόχων του έρχεται τώρα η ΝΔ – με όχι ουσιαστικά διαφορετικά επιχειρήματα – να κάνει το ίδιο. Αν όμως τα μαλλιοτραβήγματα των εγχώριων οργανοπαικτών μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά μεταξύ των μαέστρων αυτής της φαρσοκωμωδίας. Για πρώτη φορά η αντιπαράθεση όσον αφορά το ελληνικό success story μεταξύ του ΔΝΤ (βλέπε ΗΠΑ) και της ΕΕ παίρνει τόσο μεγάλη διάσταση με το πρώτο να το αμφισβητεί ευθέως και την δεύτερη να το υπερασπίζεται μανιωδώς (προς λύπη της ΝΔ).

 

Η Μαρξιστική ανάλυση δείχνει ότι η ελληνική είναι μία βαθιά δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που προέρχεται από (α) την φθίνουσα κερδοφορία του (παρά την αυξημένη εκμετάλλευση της εργασίας) λόγω της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν επαρκώς κερδοφόρα και (β) από την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του ελληνικού υπο-ιμπεριαλισμού μέσα κυρίως στην ευρωπαϊκή ενοποίηση από τους πιο αναπτυγμένους καπιταλισμούς της. Τα αίτια αυτά οδήγησαν στην κρίση (δηλαδή το μπλοκάρισμα της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας και την συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της). Ο δημόσιος τομέας έσπευσε να στηρίξει την φθίνουσα ιδιωτική καπιταλιστική κερδοφορία με αποτέλεσμα να εκτιναχθούν στα ύψη τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα τελευταία χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με εξωτερικό δανεισμό – λόγω ευρωζώνης – με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να είναι λιγότερο διαχειρίσιμο. Η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών οδήγησε στην αδυναμία αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους και στον κίνδυνο χρεωκοπίας. Συνεπώς, η ελληνική είναι μία δομική κρίση που προήλθε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και επιδεινώθηκε από την προβληματική παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας λόγω ένταξης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και την ιμπεριαλιστική οικονομική εκμετάλλευση της από ισχυρότερους καπιταλισμούς. Η δημοσιονομική κρίση και η κρίση (εξωτερικού) ισοζυγίου πληρωμών – τα διαβόητα δίδυμα ελλείμματα – είναι παράγωγα και όχι αίτια της κρίσης.

Αυτή η κρίση δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί, όπως δείχνει η στασιμότητα των επενδύσεων (τόσο εγχώριων όσο και ξένων). Χαρακτηριστικά, ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου παραμένει στάσιμος, οι μόνες σημαντικές επενδύσεις που γίνονται είναι κυρίως στον τουριστικό κλάδο (που, παρά τα κουτοπόνηρα φληναφήματα των ξενοδόχων, έχει ασήμαντες επιπτώσεις στην απασχόληση, προκαλεί σημαντικές εισαγωγές από το εξωτερικό, είναι εξαιρετικά ευάλωτος στις επιλογές των μεγάλων tour operators και μάλλον αγγίζει ήδη τα όρια της υπάρχουσας υποδομής) ενώ τα ξένα κεφάλαια έρχονται μόνο όταν παίρνουν «φιλέτα» σε τιμές εξευτελιστικές (και όχι για να στήσουν νέες δραστηριότητες).

Βέβαια η Κυρίαρχη (νεοφιλελεύθερη και νέο-κεϋνσιανή) αντίληψη (και από κοντά και οι επιπόλαιες Ριζοσπαστικές αναλύσεις της χρηματιστικοποίησης και του μετα-κεϋνσιανισμού) δεν μπορούν και δεν θέλουν να δουν όλα τα παραπάνω γιατί τότε θα έπρεπε είτε να αναγνωρίσουν την προβληματική φύση του καπιταλισμού είτε/και τον καταστροφικό ρόλο της ένταξης στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αντίθετα, εστιάζουν μόνο στο επιφαινόμενο ζήτημα του χρέους. Όλη η αρχιτεκτονική των μνημονίων εστιάζει στην αποφυγή της χρεωκοπίας (δηλαδή στην βιωσιμότητα του χρέους). Η περιορισμένη αναφορά σε διαρθρωτικά προβλήματα αφορά μόνο την ασυδοσία της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι φυσικά την παραγωγική ανασυγκρότηση (καθώς αυτό θα έθιγε τις επιταγές της ευρωπαϊκής ενοποίησης) και λειτουργεί απλά υποστηρικτικά στην διασφάλιση του χρέους.

Η στρατηγική των μνημονίων μέχρι τώρα έχει επιδείξει μόνο αποτυχίες και γι’ αυτό χρειάζεται διαρκείς αναπροσαρμογές. Η πιο κραυγαλέα απόδειξη της αποτυχίας της είναι ο ίδιος ο βασικός στόχος της (ο λόγος χρέους/ΑΕΠ) που αντί να μειωθεί στα χρόνια των μνημονίων έχει αυξηθεί (από 120% σε περίπου 180%). Για να σωθούν τα προσχήματα η μεν ΕΕ κάνει κυριολεκτικά φαιδρές αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους ενώ και το ΔΝΤ έχει εφεύρει έναν ηπιότερο μεσοπρόθεσμο ορισμό βιωσιμότητας. Αυτή η υποκρισία κράτησε αρκετά έτσι ώστε, παρόλο ότι αμφότεροι γνώριζαν ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν επιλυνόταν ούτε καν στο ζήτημα του χρέους, να κερδίσουν χρόνο και να αποφύγουν ευρύτερες αναταράξεις στην ΕΕ και στην παγκόσμια οικονομία. Σήμερα όμως η παρόξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών – ιδιαίτερα με την επιθετική πολιτική Τραμπ – ανατρέπει τους συμβιβασμούς αυτούς. Το ΔΝΤ ξαναθυμήθηκε ότι το πρόβλημα του χρέους δεν επιλύεται και απαιτεί άμεσες και ριζικές λύσεις, δηλαδή να βάλει η ΕΕ το χέρι στην τσέπη. Η ευρύτερη επιδίωξη των ΗΠΑ είναι να γονατίσουν την ΕΕ σαν πιθανό ανταγωνιστή τους. Ιδιαίτερα η Γερμανία ανθίσταται σ’ αυτό αποκλείοντας διαγραφή χρέους και συζητώντας μόνο μία ελεγχόμενη και μικρή αναδιάρθρωση του (επιμήκυνση χρέους, εξομάλυνση της εξυπηρέτησης του ιδιαίτερα μετά το 2023 που η τελευταία αυξάνει δραματικά κλπ.). Επίσης προσπαθεί να κρατήσει το ΔΝΤ μέσα στο ελληνικό πρόγραμμα, κάνοντας έτσι τις ΗΠΑ συνυπεύθυνες και αποκλείοντας έναν πιο αντιπαραθετικό ρόλο τους.

Στη διελκυστίνδα αυτή η ΕΕ προβάλλει ότι το πρόβλημα χρέους έχει ουσιαστικά αντιμετωπισθεί και συνεπώς δεν χρειάζεται τέταρτο μνημόνιο που θα σήμαινε μη-βιωσιμότητα του χρέους και νέα δάνεια. Με τον τρόπο αυτό στηρίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καθώς τις δίνει την δυνατότητα να κατασκευάσει το δικό της ψευδεπίγραφο success story. Η δε τελευταία εγκαταλείπει ουσιαστικά κάθε στόχο ριζικής αναδιάρθρωσης χρέους και περιορίζεται σε ότι ψίχουλα είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι ευρωπαίοι πάτρωνες. Για να δοθεί αυτή η ψεύτικη εικόνα επιτυχίας ωθείται η Ελλάδα στη δημιουργία «μαξιλαριού» μέσω δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, ο οποίος είναι ακριβός και θα γίνει ακόμη ακριβότερος καθώς έχει ξεκινήσει κύκλος αύξησης των επιτοκίων και επίσης οι κλυδωνισμοί στην ΕΕ (βλέπε Ιταλία πιο πρόσφατα) πολλαπλασιάζονται. Επιπλέον, σχεδιάζεται ένας μηχανισμός χρηματοδότησης μέσω του ESM που θα ενεργοποιηθεί σε περίπτωση αποτυχίας (και που φυσικά θα συνεπιφέρει επιπρόσθετες δεμσεύσεις).

Ταυτόχρονα, και αντίθετα με τα παραμύθια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η εποπτεία θα συνεχισθεί για πολλά χρόνια. Αυτό έχει δηλωθεί από όλες τις επίσημες πλευρές και έχει «σεμνά» αναγνωρισθεί από τον Ευ.Τσακαλώτο. Απλά η εποπτεία θα πάρει άλλη μορφή και θα γίνει λίγο πιο διακριτική (αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο αυστηρή στα καθοριστικά ζητήματα). Όπως διαρρέεται, θα περιλαμβάνει περιοδικές (μάλλον 3μηνιαίες) εκθέσεις που θα αφορούν όλη την ευρεία γκάμα των δεσμεύσεων που έχουν ήδη συνομολογηθεί για αρκετά χρόνια μετά το 2018. Το καρότο του νέου συστήματος εποπτείας δεν περιλαμβάνει δάνεια (αν και θα υπάρχει σχετικό αποθεματικό στον ESMγια περίπτωση κατάφορης αποτυχίας του προγράμματος) αλλά «καραμελίτσες» (όπως επιστροφή των κερδών από τα ευρωπαϊκά δάνεια προς την Ελλάδα και ενδεχόμενες νέες ήπιες διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους εάν χρειασθεί).

Με άλλα λόγια, τα μνημόνια θα τελειώσουν τυπικά για να συνεχισθούν ουσιαστικά. Όπως επιβεβαίωσε και το πρόσφατα αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, οι στόχοι σχετικά με καθοριστικά μακροικονομικά μεγέθη (πρωτογενές πλεόνασμα, εξυπηρέτηση χρέους, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικά έσοδα κλπ.) παραμένουν πάντα εξαιρετικά υψηλοί (και ιδιαίτερα αυτοί που αφορούν την μακροχρόνια επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3.5% του ΑΕΠ και μεσοσταθμικού ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ άνω του 2% είναι ουσιαστικά ανεδαφικοί). Εδώ παραμένουν πάντα και τα ήδη θεσμοθετημένα μαστίγια του μνημονιακού προγράμματος. Η αποτυχία εκπλήρωσης των μακροοικονομικών στόχων επιφέρει αυτόματες περικοπές σε βασικά δημοσιονομικά πεδία (οι περιβόητοι κόφτες που κατασκευάσθηκαν ήδη επί υπουργίας Βαρουφάκη).

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιράζει την φτώχεια δεν την περιορίζει

Συνεπώς είναι απλά γελοίες οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί αυξημένης ελευθερίας δημοσιονομικής πολιτικής μετά τον Αύγουστο 2018 που δήθεν θα οδηγήσει σε μείωση της λιτότητας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Αντιθέτως, στο άμεσο μέλλον προβλέπεται η ουσιαστική μείωση του αφορολόγητου από το 2020 (αλλά ενδεχομένως και νωρίτερα) που θα αυξήσει περαιτέρω την φορολογική ληστεία των λαϊκών εισοδημάτων. Επίσης έχει συνομολογηθεί η γενικευμένη μείωση των συντάξεων (της τάξης των 2.5 δις) από το 2019 μέσω της δραστικής μείωσης της «προσωπικής διαφοράς» και ορισμένων άλλων αλχημειών του νομοθετικού εκτρώματος Κατρούγκαλου.

Αυτό το οποίο ουσιαστικά κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και θα ήθελε να το πουλήσει ως δώρο στο μέλλον, είναι το μοίρασμα της φτώχειας και όχι ο περιορισμός της. Στην προσπάθεια του να δημιουργήσει και δικά του πελατειακά δίκτυα – ανάλογα με αυτά των άλλων συστημικών κομμάτων – αναδιανέμει ψίχουλα από κάποια στρώματα προς κάποια άλλα. Ιδιαίτερα επιδιώκει να εξαγοράσει με ξεροκόμματα πληβειακά στρώματα διαλύοντας κάθε ταξική συνείδηση τους και οδηγώντας τα κυριολεκτικά στην λουμπενοποίηση. Είναι χαρακτηριστική η πολιτική του στο κρίσιμο ζήτημα της απασχόλησης όπου παρουσιάζεται μείωση της ανεργίας που οφείλεται αφενός στην αύξηση της μετανάστευσης (που δεν είναι μόνο πλέον brain drain) και αφετέρου σε δημιουργία περιστασιακών, ουσιαστικά ανασφάλιστων, κακοπληρωμένων και με άθλιες συνθήκες θέσεων εργασίας.

Φυσικά την ίδια ώρα – και βέβαια με πιο σοβαρά ανταλλάγματα – επιδιώκει να ενδυναμώσει και να διευρύνει τους δεσμούς του με μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, οι κυβερνητικοί χαριεντισμοί με τους κατά Ωνάση «καρχαρίες» του εφοπλισμού γνωρίζουν λαμπρές στιγμές, όπως άλλωστε και η ασυδοσία και η κραυγαλέα φοροαποφυγή των τελευταίων.

 

Η κρίση είναι εδώ, αναζητείται η θρυαλλίδα

Η ελληνική κρίση, παρά τις μυθοπλασίες των συστημικών κέντρων και της Κυρίαρχης οικονομικής σκέψης (αλλά και αρκετών τυχοδιωκτών Ριζοσπαστών), κάθε άλλο παρά έχει ξεπεραστεί. Η «κρίσιμη μάζα» που την προκάλεσε παραμένει πάντα στη θέση της και μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ξαναεκραγεί. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται και λόγω διεθνών εξελίξεων καθώς οι ενδο-ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις οξύνονται ραγδαία και επίσης ο φόβος ενός νέου παγκόσμιου κραχ επιστρέφει. Αυτό που λείπει προς το παρόν από αυτή την «κρίσιμη μάζα» είναι η θρυαλλίδα για μία νέα έκρηξη της που θα ξανα-αναστατώσει τις πολιτικο-κοινωνικές ισορροπίες του συστήματος.

Το ερώτημα είναι αν αυτή την φορά θα υπάρχει εκείνη η Αριστερά που θα είναι άξια του ονόματος της και που θα μπορέσει να μην αφήσει τις λαϊκές μάζες να πέσουν στην παγίδα είτε ενός (νέου;) ΣΥΡΙΖΑ είτε στον εντεινόμενο κίνδυνο μίας «ακροδεξιάς με γραβάτα» και που θα μπορέσει να τις οδηγήσει σε ένα απελευθερωτικό μέλλον. Η ανατρεπτική Αριστερά στη χώρα μας απέτυχε στην προηγούμενη φάση να παίξει τον ρόλο. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει δεκαετίες αδυναμιών και αρχαίας σκουριάς. Θα καταφέρει αυτή την φορά να ξεπεράσει τις αδυναμίες της;

Η ιστορία και ο λαός συγχωρούν αυτούς που έντιμα κάνουν λάθη. Δεν συγχωρούν όμως ποτέ αυτούς που δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους και τα επαναλαμβάνουν.

 

Ένα σχόλιο για τα ναυτιλιακά ομόλογα

Ένα σχόλιο για τα ναυτιλιακά ομόλογα

Στ. Μαυρουδέας

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την ίδια ώρα που φορτώνει νέα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι ο πιστότερος υπηρέτης των εφοπλιστών. Την ίδια ώρα που φορτώνει περικοπές και νέα φορολογικά βάρη στους πρώτους, όχι μόνο προστατεύει με νύχια και με δόντια την ασύδοτη φοροδιαφυγή των εφοπλιστών αλλά προσπαθεί να τους διευκολύνει στο να βρουν «φθηνό χρήμα» για τις ιδιωτικές δουλειές τους.

Η ναυτιλία αντιμετωπίζει προβλήματα από τους χαμηλούς ναύλους στην παγκ. ναυλαγορά (ιδιαίτερα στα χύδην φορτίου πλοία που έχει κυρίως το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο).

 

Εξαιτίας των χαμηλών ναύλων που οδήγησε στη χρεωκοπία αρκετές ξένες (π.χ. γερμανικές, Hanjin) αλλά και ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, οι τράπεζες διεθνώς είναι διστακτικές στη χορήγηση δανειακών κεφαλαίων προς τη ναυτιλία.

 

Οι Έλληνες εφοπλιστές δεν φαίνεται στην πλειοψηφία τους να εμφανίζουν προβλήματα ρευστότητας καθώς έχουν συσσωρεύσει από το παρελθόν μεγάλα ίδια κεφάλαια και έχουν αγοράσει πάρα πολλά πλοία κοψοχρονιά από χρεωκοπημένες ξένες ναυτιλιακές. Επίσης οι «μεγάλοι» του κλάδου εξακολουθούν να μπορούν να δανείζονται με καλούς όρους στις διεθνείς χρηματαγορές. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνονται ότι μεσοπρόθεσμα αν δεν μπορέσουν να αντλήσουν ικανή ποσότητα δανειακών κεφαλαίων θα πρέπει να μειώσουν τον κύκλο των εργασιών τους τουλάχιστον σε ότι αφορά την ποντοπόρο ναυτιλία. Ιδιαίτερα οι μικρότερες ναυτιλιακές εταιρείες νιώθουν αυτή την απειλή εντονότερα.

 

Από αυτή την άποψη οποιαδήποτε πηγή φθηνών δανειακών κεφαλαίων είναι ευπρόσδεκτη για το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Η πρόσφατη επιτυχία έκδοσης εταιρικών ομολόγων (Μυτιληναίος, Γερμανός) άνοιξε τις σχετικές ορέξεις.

 

Στην περίπτωση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς όμως η άντληση δανειακών κεφαλαίων είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο και αμφίβολης αποδοτικότητας εγχείρημα. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι:

  • Η δομική έλλειψη δανειακών κεφαλαίων στην ελληνική χρηματαγορά που έχουν δημιουργήσει η κρίση και τα μνημόνια
  • Η ανάγκη για έγκριση από την τρόικα προκειμένου να χορηγηθούν πιστώσεις σε ικανή έκταση και ιδιαίτερα όταν πρόκειται να τις εγγυηθεί το ελληνικό δημόσιο.
  • Γι’ αυτούς τους λόγους η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δεν είναι ικανή να προσφέρει σημαντική μόχλευση. Επιπλέον είναι δύσκολο να λειτουργήσει το μοντέλο των τιτλοποιήσεων στην ελληνική πραγματικότητα.
  • Τα ναυτιλιακά ομόλογα δεν έχουν καλή προϊστορία καθώς πολύ συχνά στο παρελθόν ναυτιλιακές εταιρείες πέτυχαν το «κούρεμα» τους.
  • Είναι δύσκολη η αποτίμηση του ενεργητικού μίας ναυτιλιακής εταιρείας (λόγω του offshore δικαίου που τις καλύπτει) και συνεπώς ένας ομολογιούχος δεν μπορεί να ξέρει καλά τι εγγυήσεις έχει σε περίπτωση προβλημάτων.
  • Οι ελληνικές τράπεζες (που πλέον έχουν περάσει σε μεγάλο βαθμό υπό ξένο έλεγχο) δεν καλοβλέπουν τα εταιρικά ομόλογα καθώς χάνουν σημαντικές καταθέσεις (μεγάλοι και αξιόχρεοι πελάτες) ενώ τα commissions που εισπράττουν δεν αντισταθμίζουν στο ελάχιστο τη ζημιά αυτή. Και όλα αυτά σε μία περίοδο που ενεδρεύει ο κίνδυνος νέων προβλημάτων (δυσκολότερα stress tests από το 2018, προβλήματα ανακεφαλαιοποίησης, bail in κλπ.).

 

Στην περίπτωση που πίσω από τα ναυτιλιακά ομόλογα δοθούν, με κάποιο τρόπο, εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου τότε πρόκειται περί σκανδάλου ολκής καθώς θα επιβαρυνθούν οι Έλληνες πολίτες.

Συμπερασματικά:

  • Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «γλύψει» το εφοπλιστικό κεφάλαιο και να δείξει ότι είναι καλύτερος υπηρέτης του από την ΝΔ.
  • Το εφοπλιστικό κεφάλαιο δέχεται χαμογελαστά το «γλύψιμο» αν και ξέρει ότι έχει μικρές δυνατότητες. Αυτές πιθανά που «καίγονται» περισσότερο να προχωρήσουν τα ναυτιλιακά ομόλογα είναι μικρότερες ναυτιλιακές εταιρείες (που θέλουν να μειώσουν ή και να αναχρηματοδοτήσουν τον υπέρογκο δανεισμό τους με φθηνότερα επιτόκια).
  • Είναι αμφίβολη η θέση της τρόικα και ιδιαίτερα της Γερμανίας στο θέμα αυτό. Η τελευταία – και δημόσια – έχει στοχοποιήσει (για τους δικούς της λόγους) το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Αν δεχθεί κάτι τέτοιο είναι εύλογο ότι θα ζητήσει ακριβά ανταλλάγματα.
  • Η ενδεχόμενη παροχή εγγύησης του ελληνικού δημοσίου συνεπάγεται απαράδεκτες επιβαρύνσεις για τους Έλληνες φορολογούμενους

 

Τι δουλειά έχει η ελληνική κυβέρνηση να εξυπηρετεί τις ιδιωτικές μπίζνες του εφοπλιστικού κεφαλαίου που μάλιστα βρίσκεται κυρίως εκτός της χώρας; Δεν έχει αρκετά άλλα προβλήματα ο ελληνικός λαός για να ασχοληθούν με αυτά όλοι αυτοί οι κρατικοί αξιωματούχοι; Δεν μπορούν οι ναυτιλιακές εταιρείες να κοιτάξουν μόνες τους τις δουλειές τους;

 

Η χώρα έχει χρυσοπληρώσει το εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο έναντι δεν δίνει ούτε ψίχουλα και συνεχώς απαιτεί και περισσότερα. Όχι μόνο δεν χρειάζεται περισσότερες χαριστικές διευκολύνσεις αλλά πρέπει επιτέλους και να πληρώσει τα χρεωστούμενα του. Να φορολογηθεί τώρα το εφοπλιστικό κεφάλαιο.

Ο καραγκιόζ μπερντές της δεύτερης αξιολόγησης – Εφημερίδα των Συντακτών

Ο καραγκιόζ μπερντές της δεύτερης αξιολόγησης

Αλέξης Τσίπρας, Κυριάκος Μητσοτάκης

 

Εδώ και μήνες η χώρα «χορεύει» στο ρυθμό της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου στη σειρά των αποτυχημένων μνημονιακών προγραμμάτων που την έχουν καταστρέψει. Αντικείμενο της είναι η επιβολή ενός νέου πακέτου αντιλαϊκών μέτρων λιτότητας (περικοπές συντάξεων, διάλυση και ιδιωτικοποίηση ΔΕΗ, ακόμη μεγαλύτερος εργασιακός μεσαίωνας με απορρύθμιση των απολύσεων κλπ.) που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση την ελληνική οικονομία. Το πακέτο αυτό είναι αναγκαίο γιατί το μνημονιακό πρόγραμμα προσαρμογής επτά συναπτά χρόνια αποτυγχάνει συστηματικά και γι’ αυτό απαιτούνται διαρκείς παρεμβάσεις για την διάσωση του.

Η συνταγή της δημοσιονομικής λιτότητας που θα οδηγήσει σε ανάπτυξη –δηλαδή ότι ο ιδιωτικός τομέας θα υπερκαλύψει την συρρίκνωση του δημοσίου– αποδείχθηκε εντελώς αβάσιμη. Η ελληνική οικονομική ολιγαρχία έχει μάθει να αποκομίζει κέρδη με δημόσια λεφτά και ακίνδυνα. Γι’ αυτό δεν ρισκάρει να επενδύσει στο μνημονιακό υφεσιακό περιβάλλον αλλά μόνο αρπάζει κοψοχρονιά δημόσια φιλέτα.

Σύσσωμη η καθεστηκυία τάξη (φιλο-ΣΥΡΙΖΑ και αντι-ΣΥΡΙΖΑ) χοροπηδά, φωνασκεί και αλληλοκαθυβρίζεται για το γιατί δεν κλείνει η διαπραγμάτευση. Άλλωστε το κόστος της το πληρώνει ο εργαζόμενος λαός.

Σε αυτό το γελοίο θέατρο σκιών οι αντιμαχόμενοι καραγκιοζοπαίκτες κρύβουν συστηματικά τα πραγματικά επίδικα.

Η κυβέρνηση Τραμπ κινείται πολύ πιο μονομερώς και πιο επιθετικά έναντι της ΕΕ. Όχι μόνο το ΔΝΤ δεν έχει από το 2014 εκπληρώσει τις δικές του δανειακές υποχρεώσεις αλλά πλέον απειλεί ανοικτά με την αποχώρηση του από το πρόγραμμα. Οι ΗΠΑ πιέζουν στυγνά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό ότι δεν θα συμμετέχουν οικονομικά και θα εκβιάζουν πολιτικά με νέα Brexit στο μαλακό νότιο υπογάστριο της γερμανικής ΕΕ εάν δεν υποκύψει στις γενικότερες απαιτήσεις τους. Γι’ αυτό η χρυσοπληρωμένη και ανίκανη γραφειοκρατία του ΔΝΤ – φοβούμενη για τις καρέκλες της – εγκαταλείπει την προηγουμένως συγκαταβατική στάση της έναντι της ΕΕ, υπονομεύει συστηματικά κάθε συμφωνία για τον «λογαριασμό» της αξιολόγησης και επαναφέρει συνεχώς την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (που ούτε θέλει να ακούσει η Γερμανία). Και γι’ αυτό τρενάρει την αξιολόγηση αλλάζοντας συνεχώς τις απαιτήσεις της.

Η Γερμανία προσπαθεί – εκμεταλλευόμενη τις ενδο-αμερικανικές διαμάχες – να δημιουργήσει τετελεσμένα και αν είναι δυνατόν να δεσμεύσει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Πολλές φορές τραβά τα πράγματα από τα μαλλιά με βλακώδεις κινήσεις που εντέλει επιδεινώνουν την θέση της. Θέλει τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2017) να αποφευχθεί μία πλήρης αποχώρηση του ΔΝΤ ή ακόμη και μία (πιθανότερη) δήλωση παραμονής του μόνο ως τεχνικού συμβούλου. Θέλει να κλείσει η αξιολόγηση αλλά καθώς δεν δεσμεύονται οι ΗΠΑ δεν μπορεί να υπολογίσει τον τελικό λογαριασμό που θα φορτωθεί στην Ελλάδα.

Ακριβώς επειδή τα δύο μεγάλα αφεντικά τσακώνονται γι΄αυτό δεν κλείνει και ο λογαριασμός της αξιολόγησης.

Ο καυγάς των αφεντικών οδηγεί στη σχιζοφρένεια τους νενέκους της ελληνικής ολιγαρχίας καθώς δεν ξέρουν που πρέπει να προσπέσουν. Βέβαια όλοι τρέμουν την κατάρρευση του μνημονιακού προγράμματος που θα δείξει στο λαό την απόλυτη γύμνια τους και θα διακινδυνεύσει τις καλά προστατευμένες περιουσίες τους. Έτσι ανέχονται αγόγγυστα ακόμη και την ρητή υπαγωγή του ελληνικού καπιταλισμού στην τελευταία από τις πολλαπλές ταχύτητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η μερίδα που εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, πίσω από το θέατρο της «σκληρής διαπραγμάτευσης», υπογράφει τα πάντα για να κλείσει η αντιλαϊκή αξιολόγηση. Το μόνο που διαπραγματεύεται είναι ο ετεροχρονισμός των μέτρων έτσι ώστε να μην πέσουν όλα μέσα στο επόμενο διάστημα για να μπορέσει να επιμηκύνει την παραμονή της στην κυβέρνηση και να φορτωθεί μέρος του κόστους η επόμενη κυβέρνηση. Άλλωστε το ίδιο έκαναν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Η αντιπολιτευόμενη μερίδα συνυπογράφει επίσης οποιοδήποτε λογαριασμό φέρουν οι ξένοι πάτρωνες αλλά θέλει να εφαρμοσθεί άμεσα έτσι ώστε να τον χρεωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να της αδειάσει την θέση στην κυβέρνηση μία ώρα αρχύτερα. Και κάποιοι κοντοτιέροι (π.χ. Στουρνάρας) ονειρεύονται χούντες τεχνοκρατών με τους εαυτούς τους επικεφαλής.

Αφήνοντας στην άκρη τον υποκριτικό σκυλοκαβγά των μερίδων της ελληνικής ολιγαρχίας, η αξιολόγηση που θα φορτώσει νέα δεινά στον ελληνικό λαό δεν κλείνει γιατί οι ξένοι πάτρωνες δεν τα βρίσκουν.

Αυτό το βρώμικο παιχνίδι έχει ημερομηνία λήξης. Περίπου στα τέλη Μαΐου πρέπει να υπάρξει κάποια λύση καθώς η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα περίπου 10,5 δισ. που λήγουν μέσα στο καλοκαίρι. Μέχρι τότε οι Γερμανοί πρέπει να αποφασίσουν αν μπορούν να συνεχίζουν να παίζουν καθυστέρηση ή θα σηκώσουν το ελληνικό πρόγραμμα μόνοι τους (μέσω του ESM όπως ήδη σχεδιάζεται) ή ακόμη και θα «εκτοξεύσουν» την Ελλάδα σε διπλό νόμισμα (φυσικά εξαρτημένο από το ευρώ).

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


Αναδημοσιεύσεις

http://mignatiou.com/2017/04/o-karagkioz-berntes-tis-defteris-axiologisis/

Η κυβερνητική ευρεσιτεχνία της «δημοσιονομικής ουδετερότητας» των νέων μέτρων λιτότητας – Εφημερίδα των Συντακτών

https://www.efsyn.gr/arthro/i-kyvernitiki-eyresitehnia-tis-dimosionomikis-oydeterotitas-ton-neon-metron-litotitas

2017-03-05_11-01-26

 

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η κυβερνητική ευρεσιτεχνία της «δημοσιονομικής ουδετερότητας» των νέων μέτρων λιτότητας

 

Αίθουσα συνεδριάσεων Eurogroup

Και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς… | © European Union

03.03.2017, 23:15 | Ετικέτες:  ΔΝΤ, Eurogroup, ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνηση

Συντάκτης:

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας*

Το προ-σύμφωνο που συνομολόγησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο τελευταίο Eurogroup φορτώνει νέα μέτρα λιτότητας στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Τα μέτρα αυτά θα τα πληρώσουν ξανά οι εργαζόμενοι μέσω νέων φοροεπιδρομών (με την μείωση του αφορολογήτου), της περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων (αύξηση ποσοστού επιτρεπόμενων ομαδικών απολύσεων κλπ.) και κατακρεούργησης του ασφαλιστικού συστήματος (με ακόμη μικρότερες νέες συντάξεις και μείωση των «προσωπικών διαφορών» στις παλιές). Επίσης η δαμόκλειος σπάθη του «κόφτη» (δηλαδή των οριζόντιων μειώσεων στο δημόσιο τομέα) επεκτείνεται για όσα χρόνια υπάρχει ο φόβος εκτροχιασμού του Μνημονιακού προγράμματος (και συνεπώς εμφάνισης «χρηματοδοτικού κενού», δηλαδή αδυναμίας της Ελλάδας να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους ξένους δανειστές της).

Έτσι η επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων των «θεσμών» γίνεται με εξαιρετικά άγριες διαθέσεις.

Εμπρός σ’ αυτό το φιάσκο ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδεται στο μόνο που γνωρίζει, δηλαδή στην κατασκευή και προσπάθεια πώλησης παραμυθιών. Η καινούρια μυθοπλαστική ευρεσιτεχνία του λέγεται «δημοσιονομικά ουδέτερη» επίπτωση των νέων μέτρων λιτότητας. Πρόκειται βέβαια για μία χονδροειδή κακοποίηση όχι μόνο της οικονομικής ανάλυσης αλλά και της κοινής λογικής.

Δημοσιονομικά ουδέτερα χαρακτηρίζονται τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση (φόροι, δαπάνες κλπ.) που δεν επηρεάζουν την οικονομική συμπεριφορά των πολιτών  – ή στην πιο κεϋνσιανή παραλλαγή δεν επηρεάζουν την ζήτηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι τα νέα μέτρα λιτότητας που συνομολογεί με τους ξένους πάτρωνες δεν θα είναι μέτρα λιτότητας. Σύμφωνα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο «εάν είναι ένα πακέτο 1 δισ. που θα είναι μέτρα που περιορίζουν τη ζήτηση, θα υπάρχει και 1 δισ. μέτρα θετικά, που θα επιστρέφουν στην οικονομία».

Τα νέα μέτρα που διαπραγματεύεται ο κ.Τσακαλώτος και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ξένους πάτρωνες αφορούν το «χρηματοδοτικό κενό» που προβλέπεται να εμφανίσει το Μνημονιακό πρόγραμμα από το 2018. Το «χρηματοδοτικό κενό» αυτό προκύπτει γιατί τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούνται για να συνεχίσει να εξυπηρετείται το ελληνικό χρέος εκτινάσσονται στο 3.5% και πρέπει να διατηρηθούν εκεί για αρκετά χρόνια (έναν πανθομολογουμένως εξωπραγματικό στόχο). Για να επιτευχθεί αυτός ο απίθανος στόχος και να διατηρηθεί η επίφαση βιωσιμότητας του Μνημονιακού προγράμματος απαιτούνται τα νέα πρόσθετα μέτρα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αποδεχθεί τον «κόφτη» (δηλαδή τα οριζόντια καθολικά μέτρα λιτότητας) μέχρι και το 2019. Τώρα στο τραπέζι είναι η επέκταση του και για μετά. Γνωρίζει καλά ότι μία ενεργοποίηση του «κόφτη» θα οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξη και στην εκπαραθύρωση του από τους ζεστούς και πλουσιοπάροχους κυβερνητικούς θώκους. Γι’ αυτό αποδέχεται μεν τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας αλλά προσπαθεί να τα ετεροχρονίσει για την θητεία της επόμενης κυβέρνησης που γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα είναι δικό του.

Από την άλλη το ΔΝΤ πιέζει για νέα μέτρα λιτότητας της τάξης του 2% του ΑΕΠ από το 2019, πολλά από τα οποία όμως θα εφαρμοσθούν από το 2018 αν δεν πιαστεί τότε ο στόχος του 3.5%. Ο στόχος του είναι να πιέσει περαιτέρω την ΕΕ αυξάνοντας τα προβλήματα στην Ελλάδα και φλερτάροντας ακόμη και με τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης.

Το ευρω-ιερατείο δεν ενοχλείται άμεσα που το ΔΝΤ τον αναλαμβάνει τον ρόλο του «κακού» και πιέζει σε μεγαλύτερο ξεζούμισμα της άμοιρης χώρας μας. Κρατά όμως ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά το ύψος της πίεσης καθώς αν οι απαιτήσεις ανέβουν πάρα πολύ τότε τα αδιέξοδα του Μνημονιακού προγράμματος θα γίνουν ακόμη πιο εξόφθαλμα. Αυτό θα θέσει επί τάπητος το ζήτημα της διαγραφής χρέους (κάτι που η ΕΕ δεν θέλει ούτε να ακούσει) και την κοινωνική έκρηξη (η αποφυγή της οποίας είναι ο μοναδικός λόγος που αφήνει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση καθώς σ’ αυτό έχει προσφέρει ασυναγώνιστες υπηρεσίες).

Τέλος, συζητιούνται κάποια αντίμετρα που δεν θα κάνουν λιγότερο επώδυνες τις περικοπές αλλά που θα λειτουργήσουν αντικυκλικά. Γύρω από αυτά τα αντίμετρα στήνει ο ΣΥΡΙΖΑ το παραμυθάκι της δημοσιονομικής ουδετερότητας. Το ΔΝΤ, ιδιαίτερα μετά τον εξευτελισμό του στην κρίση της Αργεντινής, προσπάθησε να βελτιώσει την εικόνα του αλλά και να διορθώσει τα προγράμματα του. Έτσι προσπάθησε να αμβλύνει τον βαθιά υφεσιακό (προ-κυκλικό) χαρακτήρα των προγραμμάτων του εισάγοντας στοχευμένες παρεμβάσεις. Στο νέο πλαίσιο παραμένουν τα οριζόντια μέτρα λιτότητας, οι ιδιωτικοποιήσεις και η περιστολή του δημόσιου τομέα αλλά συνδυάζονται με διακριτικές πολιτικές για την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και (δευτερευόντως και ως φύλλο συκής) για την ακραία φτώχεια. Βέβαια, όπως έχουν δείξει πάμπολλες μελέτες, τα προγράμματα του ΔΝΤ παρέμειναν βαθύτατα υφεσιακά, δηλαδή δεν είναι δημοσιονομικά ουδέτερα. Αυτό γιατί τα μέτρα λιτότητας (σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων) και η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα (που είναι ο βασικότερος πάροχος απασχόλησης) οδηγούν σε βαθιά ύφεση. Τα αντίμετρα δεν κατορθώνουν να την αποτρέψουν καθώς ο ιδιωτικός τομέας δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο επενδύσεων εν μέσω βαθιάς ύφεσης και η συνολική κατανάλωση των πλουσίων στρωμάτων πάντα υπολείπεται της αντίστοιχης των φτωχότερων στρωμάτων. Αντίστοιχα, στο μέτωπο της φτώχειας τα αντίμετρα δεν μειώνουν την φτώχεια αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, αμβλύνουν τις οξύτερες εκδηλώσεις της.

Υπό αυτό το πρίσμα το ΔΝΤ, προτείνει αντίμετρα όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια καθώς και για την επιχειρηματική δραστηριότητα (λες και η ελληνική ολιγαρχία πλήρωνε ποτέ φόρους). Τα αντιμέτρα αυτά είναι, πρώτον, βαθύτατα ταξικά και, δεύτερον, σαφώς μικρότερα από τις περικοπές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι αντιπροτείνει την μείωση του ΕΝΦΙΑ για τους μικροϊδιοκτήτες και του ΦΠΑ σε φάρμακα και ηλεκτρισμό προσπαθώντας να διασώσει κάτι από την λαϊκή απήχηση του.

Η όλη διαπραγμάτευση είναι μία καρικατούρα ακόμη και των τυπικών προγραμμάτων του ΔΝΤ γιατί ο στόχος της είναι καθαρά εισπρακτικός. Ο στόχος του νέου πακέτου μέτρων είναι η άμεση άντληση φορολογικών εσόδων και η μείωση δαπανών. Μόνο έτσι μπορεί να καλυφθεί το «χρηματοδοτικό κενό». Εάν τα νέα μέτρα λιτότητας υπεραποδώσουν τότε μπορεί να επιστραφούν κάποια ψίχουλα στους «πτωχούς ιθαγενείς». Σε κάθε περίπτωση, τα αντιμέτρα είναι σαφώς μικρότερα από τις περικοπές. Δεν θα είχε νόημα και αλλιώς.

Συνεπώς οι κυβερνητικές δηλώσεις περί δημοσιονομικής ουδετερότητας είναι συνειδητά και άθλια παραμύθια.

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

 

H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ και η αντιπαράθεση των αστικών κέντρων γύρω από αυτήν: ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ και η αντιπαράθεση των αστικών κέντρων γύρω από αυτήν: ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

 

Σταύρος Μαυρουδέας

Τμήμα Οικονομικών

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

 

broken-euro

Πρόσφατα το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης (IEO) του ΔΝΤ κατόρθωσε, μετά πολλών βασάνων, να εκπονήσει την έκθεση αξιολόγησης των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής (ΠΟΠ) που εφάρμοσε ή εφαρμόζει ακόμη (στην περίπτωση της Ελλάδας) η τρόικα ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ σε χώρες της ευρωζώνης (ΕΖ).

Για την ακρίβεια, όσον αφορά την Ελλάδα, το ΙΕΟ εξετάζει μόνο το 1ο ΠΟΠ που επισήμως έχει θεωρηθεί ως αποτυχημένο, διακόπηκε πριν ολοκληρωθεί για να συνεχισθεί αμέσως με το 2ο ΠΟΠ και σήμερα με το 3ο που συνομολόγησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς αξιολογεί το περιεχόμενο και τις διαδικασίες εκπόνησης και εφαρμογής ενός προγράμματος που ρητά έπεσε έξω. Βέβαια, επί της ουσίας, το 2ο και το 3ο ΠΟΠ αποτελούν συνέχεια (με μη ουσιώδεις αναπροσαρμογές) της στρατηγικής και των μέτρων του 1ου. Και μόνον αυτό – δηλαδή να αξιολογείς ένα ρητά αποτυχημένο πρόγραμμα το οποίο συνεχίζεται μερικά τροποποιημένο και αφήνοντας στην άκρη την εξίσου αποτυχημένη εξέλιξη των διαδόχων του – αποτελεί καταφανή γελοιότητα.

Φυσικά αυτό προφανώς δεν διαφεύγει από τους έγκριτους αξιολογητές του ΙΕΟ ούτε από το ΔΝΤ που τους ανέθεσε το σχετικό πόνημα (επίσης προφανώς έναντι αδράς αμοιβής). Συνεπώς άλλος είναι ο στόχος του εν λόγω πονήματος και όχι η ουσιαστική συζήτηση για ένα πρόγραμμα που έχει καταστρέψει την χώρα μας και τον λαό της (και αντίστοιχα άλλες χώρες και λαούς).

H έκθεση του ΙΕΟ και η αντιπαράθεση των αστικών κέντρων στην χώρα μας και στο εξωτερικό γύρω από αυτήν αποτελούν ένα κραυγαλέο υπόδειγμα θεσμικής υποκρισίας. Στόχος της έκθεσης δεν είναι η εξέταση του προβλήματος αλλά η δικαίωση κάποιων επιλογών, η εκ των υστέρων κριτική σε κάποιες άλλες και κυρίως το κέρδισμα πόντων του μεγάλου αφεντικού του ΔΝΤ (των ΗΠΑ) στην αντιπαράθεση τους με την ΕΕ. Κατ’ αντιστοιχία τα κόμματα της ελληνικής ολιγαρχίας (τυπικοί εκπρόσωποι της λογικής της που τρέχει πίσω από ξένους πάτρωνες και ταυτόχρονα η μία συμμορία της σκυλοκαβγαδίζει με την άλλη) ακολουθούν ασθμαίνοντα την αντιπαράθεση αυτή ρίχνοντας το ένα στο άλλο τις κοινές ευθύνες τους και προσπαθώντας το καθένα να πλασαριστεί σαν πιστός υπηρέτης του ισχυρότερου αφεντικού.

 

2C02B1DB7AC0EEE975740DE82C0D5115

 

 

 

 

Το ΔΝΤ, ο ρόλος του και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό του

 

Για να κατανοηθεί καλύτερα η εν λόγω έκθεση και οι αντιπαραθέσεις γύρω από αυτήν χρειάζονται ορισμένες διευκρινήσεις όσον αφορά το ΔΝΤ.

Πρώτον, το ΔΝΤ είναι ένας παγκόσμιος οργανισμός που εκφράζει τα συμφέροντα των κορυφών του ιμπεριαλιστικού συστήματος (μέσα από το οποίο οργανώνεται το διεθνές σύστημα του καπιταλισμού). Εδώ χρειάζεται μία υπόμνηση προς πολλούς «αριστερούς» κεϋνσιανούληδες και ιδιαίτερα προς αυτούς που αφενός καταγγέλλουν το σύστημα αυτό αλλά αφετέρου επαγγέλλονται την ανέφικτη μεταρρύθμιση του (και όπου όχι σπάνια το κάνουν με το οικονομικό και πολιτικό προσωπικό τους αζημίωτο). Το ΔΝΤ – έστω και χωρίς το bancor – ήταν έμπνευση του Κέυνς. Το πώς λειτούργησε και λειτουργεί – και που γι’ αυτό δικαιολογημένα έχει καταγραφεί στην δημόσια συζήτηση ως φόβητρο και αρχάγγελος καταστροφών – δεν είναι άσχετο με τις ιδέες του εμπνευστή του. Το ΔΝΤ λειτουργεί περίπου σαν εταιρεία όπου την διεύθυνση έχουν οι μεγάλοι μέτοχοι. Εν προκειμένω δηλαδή οι ΗΠΑ, δευτερευόντως η ΕΕ και ακολουθούν οι Νεο-αναδυόμενες Οικονομίες (ΝΑΟ). Μάλιστα, στην περίοδο της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 και της συνακόλουθης κρίσης της ΕΖ, οι τελευταίες αύξησαν την συμμετοχή τους και η ΕΕ καθυστερούσε θρασύτατα να τους παραχωρήσει τις θέσεις που τους αναλογούσαν (και αντίστοιχα να μειώσει τις δικές της). Αυτός είναι ένας – μεταξύ άλλων – λόγος για τον οποίο εκπρόσωποι των ΝΑΟ έχουν κατά καιρούς αντιδράσει οξύτατα στα πρόσφατα ευρωπαϊκά προγράμματα του ΔΝΤ. Μέσα σε αυτό τον «εταιρικό» ιμπεριαλιστικό οργανισμό – όπως και τον δίδυμο του, την Παγκόσμια Τράπεζα –διαγκωνίζονται για τα συμφέροντα, τους ανταγωνισμούς και τις μεταξύ τους ισορροπίες οι βασικοί παίκτες του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Και φυσικά όλο αυτό το παιχνίδι γίνεται στις πλάτες λαών και χωρών. Το παιχνίδι αυτό έχει βέβαια και κανόνες. Έτσι την θέση του διευθύνοντος συμβούλου παίρνει συνήθως ένας ευρωπαίος αλλά της επιλογής των ΗΠΑ – όπως το αντίστροφο γίνεται στην Παγκόσμια Τράπεζα (ξανά όμως με την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ). Αξίζει να επισημανθεί άλλο ένα στοιχείο της λειτουργίας του ΔΝΤ. Όπως στις εταιρείες, στο διοικητικό του συμβούλιο οι συζητήσεις είναι πιο «πολιτικές», εκφράζοντας πιο «πλουραλιστικά» τις πλευρές και τις απόψεις του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, οι «μικρομέτοχοι» έχουν κάποιο λόγο. Αντίθετα, στο επίπεδο του προσωπικού και της διεύθυνσης αποτυπώνονται πολύ πιο αυστηρά οι επιλογές των κυρίαρχων «μετόχων». Αυτό στην περίπτωση των πρόσφατων ευρωπαϊκών προγραμμάτων έχει μία ιδιαίτερη σημασία καθώς μία σειρά κρίσιμες επιλογές και τροποποιήσεις κανονισμών ουσιαστικά πέρασαν «κάτω από το τραπέζι» (μέσω επιλογών του προσωπικού και της διεύθυνσης και παρακάμπτοντας, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία το διοικητικό συμβούλιο).

Δεύτερον, σε κάθε ιδιαίτερη ιστορική περίοδο το ΔΝΤ διαμορφώνει και εκφράζει την κυρίαρχη αστική προσέγγιση για την διεθνή οικονομία. Και φυσικά μέσα από αυτές αποτυπώνονται και οι ισορροπίες και οι συσχετισμού μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Έτσι στην τρέχουσα περίοδο ακολουθεί την λεγόμενη «Προσέγγιση της Ουάσιγκτον» και του διάδοχου της («μετα-Προσέγγιση της Ουάσιγκτον») [βλέπε «Μεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση της μεταρρύθμισης ή αναπαλαίωση; Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον και η κριτική της»]. Ουσιαστικά οι προσεγγίσεις αυτές – που επί της ουσίας δεν διαφέρουν – είναι ένα μίγμα ήπιου νεοφιλελευθερισμού (καθώς οι ιδεοληπτικές ακρότητες του τελευταίου είναι καλές για να στραβώνουν φοιτητές σε πανεπιστήμια και να τις παπαγαλίζουν πολιτικοί και αργυρώνητοι κονδυλοφόροι αλλά καταστροφικές σε επίπεδο πολιτικής) και του συντηρητικού Νέου Κεϋνσιανισμού (που καταλαβαίνει καλύτερα πότε το σύστημα πρέπει να βάλει και λίγο νερό στο κρασί του γιατί αλλιώς κινδυνεύει να ανατιναχθεί). Τόσο ο προηγούμενος (Ο.Μπλανσαρ) όσο και ο τωρινός (M.Ομπστφελντ) επιστημονικός διευθυντής του ΔΝΤ είναι τυπικοί εκπρόσωποι τους. Χονδρικά η προσέγγιση αυτή διευκολύνει την διεθνή οικονομική ισχύ και παρέμβαση των δυτικών ιμπεριαλισμών (και προνομιακά των ΗΠΑ) και εξαναγκάζει τις ατυχείς χώρες που πέφτουν στα δίχτυα του ΔΝΤ να αναπροσαρμοσθούν βιαίως ανάλογα. Τα πρόσφατα ευρωπαϊκά προγράμματα του ΔΝΤ ακολουθούν πιστά την λογική αυτή. Από την άλλη όμως, το ΔΝΤ όπως και τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν είναι ιδεολόγοι. Αυτά είναι για τους «παπάδες» του συστήματος και για την κοινή γνώμη. Είναι πρακτικά προσανατολισμένοι σε προβλήματα, πολιτικές και συσχετισμούς. Γι’ αυτό και ποτέ τα προγράμματα του ΔΝΤ δεν διατυπώνουν με σαφήνεια την θεωρία και την αναλυτική δομή που κρύβεται πίσω τους. Αυτό είναι πασίγνωστο (μάλιστα η ίδια η έκθεση του ΙΕΟ και τα συνοδευτικά της κείμενα το αναφέρουν) αλλά εξίσου παραγνωρισμένο. Ο λόγος που αποκρύπτεται η θεωρητική βάση και η αναλυτική δομή – ενώ υπάρχουν – είναι διπλός. Κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται να μπαίνουν ενδεχομένως απωθητικές ιδεολογικές ταμπέλες. Επιπλέον, επειδή συχνά-πυκνά χρειάζεται να γίνουν μικρο-ρυθμίσεις που δεν είναι συνεπείς με την θεωρία και την ανάλυση, η ρητή θεωρητική προσήλωση δεν είναι βολική.

Τρίτον, υπάρχει μία συστηματική προσπάθεια του ΔΝ – μετά ιδιαίτερα την αποτυχία της Αργεντινής – να κάνει λιγότερο απεχθή την εικόνα του. Ξεκινώντας με τον πολυπράγμονα Ντ.Στρως-Καν (και συνυπολογίζοντας τις πολιτικές φιλοδοξίες του) και συνεχίζοντας με την Κ.Λαγκάρντ το ΔΝΤ προσπαθεί να δείξει ότι έχει αλλάξει και δεν είναι στυγνά νεοσυντηρητικό και αντιλαϊκό. Η κίνηση αυτή βέβαια αποτελεί μία κραυγαλέα υποκρισία. Το ΔΝΤ παραμένει ένας βαθύτατα αντιλαϊκός ιμπεριαλιστικός οργανισμός. Στην ουσία τίποτα δεν έχει αλλάξει στο πολιτικο-οικονομικό παράδειγμα που διαμορφώνει και επιβάλλει. Οι όποιες αλλαγές έχουν γίνει είναι είτε επειδή ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός είναι πρακτικά ατελέσφορος και συνεπώς πρέπει να μπολιασθεί με ελεγχόμενες δόσεις συντηρητικού Κεϋνσιανισμού (π.χ. η συζήτηση για αντι-κυκλικούς αυτόματους σταθεροποιητές της οικονομίας εφόσον η ύφεση που επιτείνουν τα προγράμματα του ΔΝΤ ξεφύγει από τον έλεγχο καθώς και η χρήση κεφαλαιακών περιορισμών [capital controls]) είτε είναι εντελώς διακοσμητικές και ανούσιες (π.χ. οι κλαυθμυρισμοί για τις εισοδηματικές ανισότητες και την ανάγκη πολιτικών κοινωνικής προστασίας).

Τέταρτον, στο ζήτημα της κρίσης της ΕΖ και της ΕΕ οι δύο βασικοί «μέτοχοι» του ΔΝΤ έχουν διαφορετικά και εν μέρει ανταγωνιστικά συμφέροντα. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2007-8, καθώς στην αρχή εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ, πυροδότησε τις φιλοδοξίες του ευρω-ιερατείου για παγκόσμια ηγεμονία. Αυτό βέβαια πολύ σύντομα αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα καθώς η κρίση πτωτικής τάσης της κερδοφορίας εκδηλώθηκε και στην ΕΕ. Ακολούθως, και μέσα στη εσπευσμένη εγκατάλειψη των νεοφιλελεύθερων συνταγών και την χρησιμοποίηση δεξιών Κεϋνσιανών πολιτικών (δηλαδή αντικυκλικής χαλαρής νομισματικής και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής) από όλους τους μεγάλους πόλους του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (προεξαρχόντων των ΗΠΑ), η ΕΕ προσπάθησε να κάνει την «πονηρή» (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί»). Χρησιμοποίησε τέτοιες πολιτικές πολύ λιγότερο και για μικρότερο χρονικό διάστημα από τους υπόλοιπους εκτιμώντας ότι οι αντικυκλικές πολιτικές δεν λύνουν την κρίση υπερσυσσώρευσης αλλά απλά την ετεροχρονίζουν και την κάνουν οξύτερη. Αυτό είναι ορθό αλλά υπολόγιζε χωρίς τους ανταγωνιστές της, που δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν την ΕΕ να «πάρει κεφάλι» σε βάρος τους. Συγκεκριμένα, η ΕΕ στόχευε να εκμεταλλευθεί τις «φούσκες» των ανταγωνιστών της (πουλώντας κυρίως τα γερμανικά προϊόντα) και ταυτόχρονα να αποφύγει η ίδια το επώδυνο σπάσιμο τους. Έτσι όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου τότε η ΕΕ θα αναδεικνυόταν ως ο βασικός πυλώνας σταθερότητας του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος (και αντίστοιχα το ευρώ θα ενισχυόταν έναντι του δολαρίου στο ρόλο του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα). Συμπληρωματικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής είναι το «νοικοκύρεμα του οίκου» της, δηλαδή η ένταξη των ευάλωτων οικονομιών του ευρω-Νότου σε οικονομικούς ζουρλομανδύες. Απώτερη στόχευση της κίνησης αυτής είναι η μετατροπή της ευρω-περιφέρειας σε «τριτοκοσμική» ζώνη (δηλαδή οικονομίες φθηνών μισθών, περιουσιακών στοιχείων και χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης) που θα δίνει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις πολυεθνικές εταιρείες της ΕΕ. Φυσικά τα ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν άφησαν την ΕΕ να παίξει το παιχνίδι αυτό και αντίθετα μάλιστα κατόρθωσαν η ΕΕ να είναι ο «μεγάλος ασθενής» της παγκόσμιας κρίσης (με σοβαρότατα δομικά προβλήματα, χαμηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης, οξύτατα προβλήματα χρέους και μόχλευσης κλπ.). Κεντρικό στοιχείο ιδιαίτερα της αμερικανικής αντίδρασης είναι η επιβολή ανάλογων με τις δικές τους χαλαρών πολιτικών στην ΕΕ (κυρίως με την μορφή της διαγραφής χρεών και της ποσοτικής χαλάρωσης μέσω της ΕΚΤ). Φυσικά κάτι τέτοιο θάβει τελεσίδικα τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της ΕΕ (βλέπε «Ευρωπαϊκή Ένωση: Ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση και κρίση»). Ιδιαίτερα στην περίπτωση των χωρών της ευρω-περιφέρειας και μάλιστα αυτών που μπήκαν σε ΠΟΠ οι ΗΠΑ πιέζουν συστηματικά για διαγραφή ή έστω αναδιάρθρωση του χρέους – φυσικά όχι από αλληλεγγύη στην ευρω-περιφέρεια αλλά για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Βέβαια, οι ΗΠΑ δεν έριξαν την πρόταση της διαγραφής ή αναδιάρθρωσης του χρέους από την αρχή στο τραπέζι – όπως επανειλημμένα επισημαίνεται και στην έκθεση και τα κείμενα του ΙΕΟ – καθώς τότε φοβόντουσαν τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζαν και οι ίδιες. Από την στιγμή όμως που κυρίως το ελληνικό χρέος πέρασε σε κρατικά χέρια της ΕΕ και θεώρησαν ότι η δική τους οικονομία ανοσοποιήθηκε εντελώς σε ενδεχόμενες επιπτώσεις του, ξαφνικά ανακάλυψαν ότι χωρίς κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους τα ΠΟΠ δεν είναι ρεαλιστικά.

Πέμπτον, αποτέλεσμα αυτών των ισορροπιών μεταξύ των «μεγαλομετόχων» του ΔΝΤ είναι η συμμετοχή του τελευταίου στα ΠΟΠ της ΕΖ. Συγκεκριμένα, η ΕΕ αποφάσισε ότι πρέπει να συμμετέχει τον ΔΝΤ για δύο λόγους. Ο βασικός λόγος είναι πολιτικός: εφόσον ούτως ή άλλως οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν στην Ευρώπη τότε είναι προτιμότερο να εμπλακούν και θεσμικά και να γίνουν συνυπεύθυνοι παρά να παίζουν ανεξέλεγκτα από έξω. Ιδιαίτερα η δέσμευση κεφαλαίων του ΔΝΤ – δηλαδή και δικών τους χρημάτων – θεωρήθηκε ότι θα τους δέσμευε περισσότερο. Ο δεύτερος λόγος είναι τεχνικός: η ΕΕ χρειαζόταν κατεπειγόντως την τεχνική εμπειρία του ΔΝΤ καθώς η ίδια δεν διέθετε και καθώς αν το ΔΝΤ δεν συμμετείχε με δάνεια αλλά ήταν απλά τεχνικός σύμβουλος θα ήταν πιο ανεξέλεγκτο παίκτης. Από την άλλη και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να συμμετέχει το ΔΝΤ γιατί σε εκείνη την φάση δεν διακινδύνευαν να κάνουν ανεξέλεγκτες κινήσεις και επίσης προτιμούσαν να έχουν μία θεσμοποιημένη εμπλοκή στα ευρωπαϊκά πράγματα. Σήμερα όμως φαίνεται ότι πολλά από αυτά έχουν αλλάξει. Οι ΗΠΑ νιώθουν πιο σίγουρες και ταυτόχρονα πιο πιεσμένες να εκβιάσουν την ΕΕ. Έτσι το χαρτί της αναδιάρθρωσης χρέους ξαφνικά ανασύρθηκε και πετιέται ολοένα και πιο πιεστικά στο τραπέζι.

Τελευταίο σημείο. Οι ΝΑΟ είναι οι γκρινιάρηδες κομπάρσοι αλλά και ενδεχομένως οι ριγμένοι «μικρομέτοχοι» του παιχνιδιού αυτού μέσα στο ΔΝΤ. Ενώ έχουν αυξήσει την συμμετοχή τους στα κεφάλαια του ΔΝΤ, υπέστησαν την προσβολή της μη απόδοσης των ανάλογων διοικητικών θέσεων και ταυτόχρονα βλέπουν τεράστια κεφάλαια του ΔΝΤ να διακινδυνεύονται στο μπορντέλο της ΕΕ. Γι’ αυτό σε διάφορες φάσεις εκπρόσωποι των χωρών αυτών άσκησαν οξύτατη κριτική στα ΠΟΠ αι στους χειρισμούς του ΔΝΤ. Γι’ αυτό και πολλές κρίσιμες διαδικαστικές τροποποιήσεις (όπως η απάλυνση του κριτηρίου της βιωσιμότητας του χρέους της δανειζόμενης χώρας και ο συνυπολογισμός των «ευρύτερων συστημικών κινδύνων») και επιλογές πέρασαν «κάτω από το τραπέζι». Δηλαδή δεν συζητήθηκαν σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου αλλά αποφασίσθηκαν σε επίπεδο διεύθυνσης (πράγμα για το οποίο η έκθεση του ΙΕΟ κλαυθμηρίζει λελογισμένα εκ των υστέρων).

diagram

 

Η έκθεση του ΙΕΟ και τα συμπαρομαρτούμενα της

 

Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι το IEO είναι τόσο ανεξάρτητο όσο και ο πάπας της Ρώμης κινέζος. Όπως όλοι σχεδόν αυτοί οι δήθεν ανεξάρτητοι οργανισμοί αποτελεί ένα φύλλο συκής για τον οργανισμό τον οποίο αξιολογεί. Συνεπώς τα πονήματα του προσπαθούν να αποκρυσταλλώνουν προσεκτικά τους συσχετισμούς δύναμης. Τους αποτυπώνουν προσεκτικά γιατί, όπως κάθε γραφειοκρατικός οργανισμός, πρέπει να προφυλάσσει την συνέχεια και την εσωτερική συνοχή του. Συνεπώς οι ανταγωνισμοί μπορεί να φθάνουν μέχρι ανακτορικά προνουντσιαμέντα αλλά δεν μπορεί να παίρνουν την μορφή εμφύλιων συρράξεων (εκτός οριακών καταστάσεων). Αντίστοιχα οι αξιολογητές τέτοιων οργανισμών σπάνια προβαίνουν σε αιχμηρές θέσεις καθώς κάτι τέτοιο θα τους στερούσε προνομιούχες θέσεις. ¨όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται και στην επιστημονική ποιότητα των σχετικών κειμένων που είναι επιεικώς αμφίβολη.

Η συγκεκριμένη έκθεση πλαισιώνεται από αρκετά κείμενα υποδομής (background papers) που εξετάζουν επιμέρους θέματα χωρίς απαραίτητα να εντάσσονται εξ ολοκλήρου στην έκθεση. Παρουσιάσθηκε επίσης σε μία υψηλού επιπέδου συμβουλευτική επιτροπή (High Level Advisory Panel) που την έκανε κατά βάση αποδεκτή. Τέλος δόθηκε στην εσωτερική ιεραρχία του ΔΝΤ αλλά επέσυρε και τις αντιδράσεις της ΕΕ.

Επί της ουσίας τόσο η έκθεση όσο και τα κείμενα αυτά είναι τυπικά δείγματα βαθύτατα πληκτικής γραφειοκρατικής γραφής. Με εξαίρεση ελάχιστα κείμενα υποδομής – που παρεμπιπτόντως είναι υπερ-συντηρητικά – όλα χαρακτηρίζονται από την απουσία ενός στιβαρού επιχειρήματος και της συνακόλουθης τεκμηρίωσης της. Αντιθέτως, πλατειάζουν προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στα διαφορετικά συμφέροντα που υπάρχουν μέσα στο ΔΝΤ και να εκφράσουν κυρίως την κυρίαρχη άποψη (αυτή των ΗΠΑ) χωρίς όμως να θίξουν υπερβολικά τις άλλες πλευρές.

Πριν συζητήσουμε για την έκθεση αυτή καθ’ αυτή χρειάζεται να επισημανθεί ότι σε όλη την έκθεση και τα συμπαρομαρτούμενα της την τιμητική έχει το ελληνικό ΠΟΠ. Δικαιολογημένα άλλωστε καθώς αποτελεί την πιο κραυγαλέα αποτυχία της τρόικα.

Η έκθεση περισσότερο ασχολείται με μία σειρά διαδικαστικά ζητήματα (αν καλώς το ΔΝΤ ενεπλάκη στην κρίση της ΕΖ, αν τηρήθηκαν οι κανόνες του ΔΝΤ για τα προγράμματα, αν υπήρχε διαφάνεια στις διαδικασίες του ΔΝΤ, αν το ΔΝΤ ήταν ο «μικρός συνεταίρος» (junior partner) που σερνόταν πίσω από τις επιλογές της ΕΕ κλπ.) παρά με την ουσία του προγράμματος (αν είναι αποτελεσματικό). Πίσω από αυτή την ηθελημένα κοντόφθαλμη οπτική – που είχε προκαθορισθεί από την επιλογή να εξετασθεί μόνο το 1ο ΠΟΠ – κρύβεται η στόχευση της έκθεσης στο να παίξει ένα συγκρατημένο παιχνίδι θέσεων μέσα στους συσχετισμούς και τις ισορροπίες του ΔΝΤ αλλά και στους ανταγωνισμούς ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΟ (λελογισμένα προς όφελος των πρώτων).

Έτσι, στα διαδικαστικά ζητήματα η έκθεση κατ’ αρχήν γκρινιάζει για το ότι το ΙΕΟ δεν είχε πλήρη και ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία. Αυτό όμως είναι περισσότερο φύλλο συκής παρά κάτι ουσιαστικό. Ακολούθως, επισημαίνει ότι πολλές αποφάσεις ελήφθησαν σε επίπεδο διεύθυνσης και όχι διοικητικού συμβουλίου και καλεί σε μεγαλύτερη διαφάνεια και υποχρέωση λογοδοσίας για το μέλλον (ιδιαίτερα αναφέρεται στην απάλυνση του όρου για της βιωσιμότητα του χρέους και στην μετέπειτα σιωπηρή ελαστικοποίηση του). Αυτό είναι κυρίως για να διασκεδαστούν οι γκρίνιες των ΝΑΟ. Επίσης, ζητά λιγότερες πολιτικές επιρροές επάνω σε τεχνικές αποφάσεις για το μέλλον. Αυτό είναι ένα πάρθιο βέλος προς την ΕΕ καθώς έμμεσα δείχνεται, σε πολλά σημεία της έκθεσης και των συνοδευτικών κειμένων, ότι μία σειρά προβληματικές τεχνικές επιλογές (π.χ. καθυστερημένη αναδιάρθρωση του χρέους, πάρα πολλές δομικές μεταρρυθμίσεις) οφείλονται σε αυτή. Μάλιστα η σύνοψη των συμπερασμάτων της συμβουλευτικής Επιτροπής (High Level Advisory Panel) στην οποία παρουσιάσθηκε η έκθεση είναι ακόμη πιο επιθετική απέναντι στους Ευρωπαίους υποστηρίζοντας ότι η ισχυρή θέση τους μέσα στο ΔΝΤ επηρέασε πολιτικά τις επιλογές του τελευταίου στα ΠΟΠ. Ακόμη, γκρινιάζει για την αποτυχία του ΔΝΤ να προβλέψει την κρίση της ΕΖ. Φυσικά το κάνει μετριασμένα καθώς λέει ότι είχε μεν διαγνώσει τα αίτια αλλά δεν τα επεσήμανε δεόντως. Και βέβαια αποδίδει την «αβλεψία» αυτή σε κακό group thinking (που εμμέσως πλην σαφώς προέρχεται από την ΕΕ και την ιδέα ότι η ΕΖ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κρίσεις ισοζυγίου πληρωμών). Όμως, παρά τις γκρίνιες αυτές, η έκθεση εν τέλει αποφαίνεται ότι το ΔΝΤ δεν ήταν «μικρός» αλλά ισότιμος συνεταίρος της ΕΕ και επίσης ότι το ΔΝΤ αρίστευσε στην δράση του μέσα στα ΠΟΠ της ΕΖ (παρά κάποια μικροζητήματα). Συγκεφαλαιώνοντας, στα διαδικαστικά ζητήματα η έκθεση του ΙΕΟ χαϊδεύει ανούσια τους ΝΑΟ, ρίχνει κάμποσα πάρθια βέλη στην ΕΕ και παίζει το παιχνίδι των ΗΠΑ (που θέλουν τώρα να αυξήσουν την πίεση στην ΕΕ όσον αφορά το ζήτημα του χρέους και τη γενικότερη οικονομική πολιτική της τελευταίας).

Όσον αφορά τα ουσιαστικά ζητήματα των ΠΟΠ (δηλαδή την θεωρητική προσέγγιση, τον τεχνικό σχεδιασμό και τα αποτελέσματα τους) η έκθεση αφενός είναι βαθύτατα νεοσυντηρητική και αφετέρου επιδίδεται σε προσεγμένα μισόλογα (πάντα παίζοντας με ισορροπίες και συσχετισμούς).

Κατ’ αρχήν επαναλαμβάνει τις γνωστές ανούσιες νεοσυντηρητικές διαγνώσεις της κρίσης (για την ελληνική περίπτωση βλέπε «Η ελληνική τραγωδία: ανταγωνιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης»). Η μόνη – ήδη γνωστή – πινελιά οικονομικής ετεροδοξίας που προσθέτει είναι ότι η εσφαλμένη αντίληψη ότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν κρίσεις ισοζυγίου πληρωμών στην ΕΖ (λόγω απότομων διακοπών (sudden stops) στην χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές) προέρχεται  από την προσκόλληση στη νεοκλασσική ποσοτική θεωρία του χρήματος (που κρυπτογραφικά παρουσιάζεται με το υπόδειγμα Meade για το πως αυτή υποτίθεται ότι λειτουργεί μέσα σε μία νομισματική ένωση). Αυτή η πινελιά συμπληρώνεται με αναφορές στην παραγνώριση του δεσμού μεταξύ κινδύνου χρεωκοπίας τραπεζών και χωρών, του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος ανά κράτη και στην ελλειπή γνώση του TARGET (δηλαδή του συστήματος πληρωμών της ΕΖ).

Κατά τα άλλα η ελληνική κρίση, τυπικά, αποδίδεται σε δημοσιονομικές υπερβάσεις και μάλιστα λόγω υπερβολικής αύξησης των μισθών. Φυσικά, αυτό που έπεται από αυτήν την νεοσυντηρητική ενσυνείδητη ανοησία είναι ότι η γενική κατεύθυνση των ΠΟΠ (δηλαδή η λιτότητα) είναι ορθή. Αυτό που κλαυθμηρίζεται είναι ότι αυτή έπρεπε να είχε γίνει πριν την κρίση (όταν τα οικονομικά δεδομένα ήταν καλύτερα και οι ρυθμοί μεγέθυνσης καλύτεροι). Βέβαια στην ελληνική περίπτωση – και όχι μόνον – αυτό είναι μία καταφανής ηλιθιότητα γιατί αν δεν υπήρχε η δημοσιονομική υπερεπέκταση της περιόδου εκείνης – που μπούκωσε με υπερκέρδη τον ιδιωτικό τομέα (βλέπε για παράδειγμα Ολυμπιάδα 2004) – τότε δεν θα υπήρχαν και αυτοί οι ρυθμοί μεγέθυνσης. Και φυσικά το ίδιο ισχύει και για την κυβέρνηση Καραμανλή και την πρώτη φάση της κρίσης.

Μία άλλη απαλή πινελιά που προστίθεται είναι ότι όταν η κρίση – στην ελληνική περίπτωση που έχει την τιμητική της – ξέφυγε δεν ενεργοποιήθηκαν αυτόματοι σταθεροποιητές (δηλαδή χαλαρότερη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική). Θα άξιζε να μας πουν οι εμβριθείς μελετητές του ΙΕΟ πως μπορεί αυτό να γίνει σε ένα προ-κυκλικό και εξαιρετικά εμπροσθοβαρές πρόγραμμα και με μία νομισματική πολιτική που καθορίζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από την ΕΚΤ.

Από εκεί και πέρα η έκθεση επιδίδεται σε ατελείωτες κουτοπονηριές για το ζήτημα του κουρέματος του ελληνικού χρέους. Ενώ αναγνωρίζει ότι χωρίς αυτό το ΠΟΠ γινόταν εξαιρετικά μη-ρεαλιστικό από την άλλη – και ενώ ρίχνει έμμεσα ευθύνες στην ΕΕ που ρητά δεν το ήθελε – εν τέλει αναγνωρίζει ότι όλοι (και οι ΗΠΑ) συμφώνησαν στο να μην υπάρξει. Επίσης δεν λέει λέξη για την γελοιότητα της αναδιάρθρωσης (PSI) που ενώ ξελάσπωσε ουσιαστικά τους ιδιώτες δανειστές (μεταφέροντας τα δάνεια στα κράτη της ΕΕ) ταυτόχρονα γονάτισε την ελληνική οικονομία (ξεπατώνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες αλλά και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα) με μηδαμινό καθαρό αποτέλεσμα από το κούρεμα αυτό καθ’ αυτό (όπως καταγράφηκε στον αμέσως επακολουθήσαντα προϋπολογισμό). Το μόνο που μηρυκάζει η έκθεση είναι ότι το ΔΝΤ, εφόσον συμφώνησε αρχικά να μην γίνει αναδιάρθρωση χρέους, θα έπρεπε να πιέσει αργότερα για να γίνει ενωρίτερα από ότι τελικά έγινε. Και μόνη η διατύπωση δηλώνει την υποκρισία του επιχειρήματος. Πίσω από αυτές τις κουτοπονηριές η έκθεση παίζει το παιχνίδι των ΗΠΑ που τώρα – αλλά όχι τότε – θέλουν να εκβιάσουν την ΕΕ στο ζήτημα του χρέους.

Η έκθεση είναι πιο διεξοδική στο ότι ιδιαίτερα το ελληνικό ΠΟΠ είναι υπεραισιόδοξες προβλέψεις και ήταν αρκετά ανελαστικό. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το ζήτημα της υποτίμησης των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών καθώς και της καθυστερημένης αναθεώρησης των στόχων (μόνο στην 5η αξιολόγηση το 2011). Το ερώτημα είναι οι ειδήμονες του ΔΝΤ (την τεχνική επάρκεια των οποίων η έκθεση επαινεί σε πάμπολλα σημεία) δεν έβλεπαν ενωρίτερα αυτό που ήταν καταφανές; Προφανώς ναι, αλλά οι πολιτικές επιλογές (και του ΔΝΤ) ήταν διαφορετικές τότε. Γι’ αυτό και ακόμη και στην έκθεση λέγεται ότι η αρχική εκκίνηση του ΠΟΠ ήταν εντυπωσιακά επιτυχής αλλά στην συνέχεια – για όχι ιδιαίτερα ευκρινείς λόγους – κόλλησε στην λάσπη. Και εδώ αρχίζει το πέταγμα της ευθύνης στην ΕΕ και στο ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα που δεν ήταν επαρκώς αιμοβόρο στην εφαρμογή του προγράμματος (αυτό κατ΄ ευφημισμόν λέγεται «ιδιοκτησία του προγράμματος»).

Η έκθεση, μεταξύ άλλων, έχει μία ενδιαφέρουσα γκρίνια του ΔΝΤ ότι η ΕΕ είναι αυτή που επέβαλλε μία πολύ μεγάλη, πολύ λεπτομερή και μη-ρεαλιστική λίστα προαπαιτούμενων στην Ελλάδα και ότι το ΔΝΤ θα προτιμούσε κάτι πιο λιτό και ταυτόχρονα πιο λειτουργικό (καθώς υποστηρίζεται ότι ο μεγάλος αριθμός μέτρων μπέρδευε). Μάλλον πρόκειται για άλλο ένα φύλλο συκής του ΔΝΤ. Από την μία γκρινιάζει για «ανεπαρκή ιδιοκτησία» του προγράμματος (που πως αλλιώς θα αντιμετωπισθεί αν όχι με λεπτομερή δέσμευση και εποπτεία) και ρίχνει ευθύνες στην ελληνική ολιγαρχία. Αφετέρου το ΔΝΤ – στα πλαίσια της πρόσφατης προσπάθειας ανακαίνισης της εικόνας του -δοκιμάζει να βγάλει από επάνω του το άγος των αντιλαϊκών πολιτικών και της προ-κυκλικότητας (που ως γνωστόν περνούν κατ’ εξοχήν μέσω των προαπαιτουμένων [conditionality] των προγραμμάτων του).

Εν παρόδω – για να ευλογήσει τα γένια του ΔΝΤ αλλά ταυτόχρονα επιτείνοντας το ερώτημα του γιατί δεν έκανε κάτι στα επόμενα ελληνικά ΠΟΠ – η έκθεση επικαλείται ότι ήδη από το 2013 σχετική εμπιστευτική εσωτερική αξιολόγηση του ΔΝΤ είχε αναγνωρίσει τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα προβλήματα (και ότι η ΕΕ είχε αντιδράσει άκομψα).

Τελικά, η έκθεση ενώ βγάζει ως επιτυχημένα τα ΠΟΠ της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας αποφαίνεται σεμνά και βιαστικά ότι «δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο» για το ελληνικό πρόγραμμα. Κοινώς η έκθεση ώδινεν όρος και έτεκεν μυν.

thessaly2

 

 

 

 

 

 

Ο σκυλοκαβγάς της ελληνικής ολιγαρχίας και των κομμάτων της

 

Αν η έκθεση του ΙΕΟ αποτελεί ένα υπόδειγμα υποκρισίας και ίντριγκας μέσα σε ένα από τα βασικά ανάκτορα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, η διαχείριση της από την ελληνική αστική τάξη και τα κόμματα της δεν υπολείπεται σε υποκρισία. Μόνο που πρόκειται για την υποκρισία και τους σκυλοκαβγάδες των παρακατιανών των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων που τσακώνονται για κάποιο κόκκαλο που θα παραπέσει από το τραπέζι των αφεντικών.

Πρακτικά η ελληνική αστική τάξη είναι σε ένα από τα χειρότερα σημεία της ιστορίας της. Από την στιγμή που η ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» της που θα την αναβάθμιζε μέσα στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα μετατράπηκε σε καταστροφή για την χώρα (όπως και οι προηγούμενες «μεγάλες ιδέες» της), προσπαθεί να σώσει το τομάρι της θυσιάζοντας τον λαό αυτής της χώρας. Συναίνεσε στα ΠΟΠ θεωρώντας ότι μπορεί να έχασε την ευκαιρία της αναβάθμισης (και να μετατράπηκε σε καπιταλισμό υπό εποπτεία, δηλαδή να υποβαθμίζεται στον διεθνή καταμερισμό εργασίας) αλλά τουλάχιστον θα σώσει τον εαυτό της θυσιάζοντας τους εργαζόμενους της Ελλάδας. Όμως, καθώς τα ΠΟΠ καρκινοβατούν, οι ξένοι πάτρωνες (που βλέπουν τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα να κινδυνεύουν) απαιτούν να συμμετάσχει πλέον στα κόστη και η ελληνική ολιγαρχία. Έτσι, έχει χάσει πλέον την κορωνίδα της (τις τράπεζες). Έχει επίσης η ίδια, ήδη από πριν την κρίση (λόγω λαιμαργίας, εθισμού στις σίγουρες «αρπαχτές» και απαρέσκειες σε επίφοβες δεσμεύσεις), αδυνατίσει την μεταποίηση και τον πρωτογενή τομέα. Αργά αλλά σταθερά χάνει έδαφος και στην υποτιθέμενη «νέα βαριά βιομηχανία», τον τουρισμό (και την ελπίδα της να γίνουμε μία χώρα γεμάτη ξενοδοχεία με έλληνες ξενοδόχους που τρέφονται από ενισχύσεις του δημοσίου και της ΕΕ, ξένους τουρίστες και του έλληνες εργαζόμενους σαν «ευλύγιστα», κακοπληρωμένα και ανασφάλιστα γκαρσόνια). Ακόμη και το ιερό δισκοπότηρο της, η χρυσοπληρωμένη και μονίμως φοροδιαφεύγουσα ναυτιλία (με τα βασικά της πόδια και χρήματα στο εξωτερικό και χρησιμοποιούσα την Ελλάδα κυρίως σαν πολιτικό απάγκιο), καλείται να κάνει το αδιανόητο για τους «καπετάνιους» της: να περάσει από το ταμείο.

Μέσα σ’ αυτή την ζοφερή κατάσταση η ελληνική αστική τάξη προσπαθεί να διασώσει το τομάρι της γλύφοντας τους ξένους πάτρωνες και αλληλοσπαρασσόμενη στο εσωτερικό της. Και πάντα βέβαια επιδιώκοντας να φορτώσει την ζημιά στους εργαζόμενους. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το πρόγραμμα προσαρμογής είναι εξαιρετικά μη-ρεαλιστικό. Ταυτόχρονα όμως δεν διανοείται να πάει κόντρα στις επιλογές των ξένων πατρώνων. Προτιμά να παίζει σε κάποιες από τις μεταξύ τους αντιθέσεις (πάντα σεμνά μήπως και της θυμώσουν). Έτσι στον εντεινόμενο ανταγωνισμό ΗΠΑ και ΕΕ κοιτάζει δίβουλη μία από την μία και μία από την άλλη προσπαθώντας να διασώσει τα συμφέροντα της. Θα ήθελε μία χαλάρωση των φιλόδοξων στόχων του προγράμματος και μία αναδιάρθρωση του χρέους καθώς αυτά θα απάλυναν την πίεση να πληρώσει και αυτή για την κρίση. Ταυτόχρονα όμως φοβάται να εκφρασθεί ανοικτά υπέρ της αμερικανικής πλευράς καθώς κάτι τέτοιο θα θύμωνε την Γερμανία. Από την άλλη τρέμει αρκετές από τις δομικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί το ΔΝΤ. Φυσικά όχι αυτές που φορτώνουν βάρη στις πλάτες της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, αλλά εκείνες που σπάνε θεσμικά προνόμια της και ιδιαίτερα το σύστημα της διαπλοκής (κράτος – τράπεζες – επιχειρήσεις) που οχύρωνε και ευνοούσε τους έλληνες καπιταλιστές έναντι των ξένων ανταγωνιστών τους.

Μέσα σ’ αυτό το ασαφές πλαίσιο κινούνται και οι πολιτικοί υπάλληλοι της ελληνικής ολιγαρχίας.

Ο νεο-μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ χοροπηδά ότι η νεοφιλελεύθερη και άκρως αντιλαϊκή έκθεση του Γραφείου τον δικαιώνει και ότι τώρα πρέπει να υπάρξει κάποια ελεημοσύνη στο ζήτημα του χρέους, υπονοώντας ότι για χάρη της μπορεί να περάσει το νέο κύμα αντιλαϊκών αλλαγών που απαιτεί η τρόικα. Επίσης δοκιμάζει να ξαναφορέσει λίγο την αντι-μνημονιακή λεοντή καταγγέλλοντας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για τυφλή αποδοχή των ΠΟΠ. Φυσικά κρύβοντας ότι ο ίδιος έχει υπογράψει τα προγράμματα αυτά και αποδεικνύεται σε έναν από τους πιο πειθήνιους και βολικούς διαχειριστές τους. Επίσης ξεχνώντας ότι η έκθεση και το ΔΝΤ επιμένουν περισσότερο απ’ όλους σε βάρβαρες – ιδιαίτερα για τα λαϊκά στρώματα – δομικές μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάζει να χρησιμοποιήσει την έκθεση του ΙΕΟ σαν δική του αντι-μνημονιακή λεοντή στο εσωτερικό αν και η έκθεση είναι μνημονιακή με την βαθύτερη έννοια του όρου. Επίσης, γνέφει φιλικά προς τις ΗΠΑ – από τις οποίες εξαρτάται με πολυποίκιλους δεσμούς – ελπίζοντας σε κάποια βοήθεια στο ζήτημα του χρέους και στην αμφίβολη δική του πολιτική επιβίωση. Δεν κάνει όμως την έκθεση και σημαία στα όργανα της ΕΕ γιατί κάτι τέτοιο θα θύμωνε την τελευταία.

Από την άλλη η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (και ανάλογα οι λοιποί συνοδοιπόροι του ευρω-νενεκισμού) ποιούν τη νήσσα καθώς η έκθεση δείχνει ότι οι κυβερνήσεις τους σύρθηκαν πειθήνια στα κελεύσματα των ξένων πατρώνων χωρίς να διαπραγματεύονται ούτε αμελητέα ζητήματα. Και αντίθετα φωνασκούν για τις υπαρκτές ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ (με τους τυχοδιωκτισμούς του) στην επιδείνωση της οικονομίας και για το 3ο ΠΟΠ. Ιδιαίτερα η ΝΔ προσπαθεί να αναδείξει τον εαυτό της σαν τον πιο συνεπή και αξιόπιστο διαχειριστή των όποιων επιλογών κάνουν οι ξένοι πάτρωνες.

Ο ελληνικός λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα από όλους αυτούς τους σκυλοκαβγάδες τόσο των ξένων πατρώνων όσο και της ελληνικής ολιγαρχίας. Ο μόνος δρόμος φιλολαϊκής διεξόδου περνά μέσα από την αποδέσμευση από την ΕΕ.


Αναδημοσιευμένο

(1) στο site του Μ.Ιγνατίου:

http://mignatiou.com/2016/08/h-ekthesi-tou-grafiou-axiologisis-tou-dnt-ipodigma-pollaplis-thesmikis-ipokrisias/

H έκθεση του Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

(2) στην Pandiera.gr

H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ -Ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ -Ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

3) στον ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

http://www.ergatikosagwnas.gr/arthra/economy/1094-ena-ypodeigma-pollaplis-thesmikis-ypokrisias

Ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

4) στην ιστοσελίδα της ΠΕΝΕΝ

http://penen.gr/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7/item/2842-h-%CE%AD%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%BD%CF%84-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82

H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ -Ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμικής υποκρισίας

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ ή αλλιώς (ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Το μετέωρο βήμα της ΛΑΕ

ή αλλιώς

(ξανά) ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω

Σταύρος Μαυρουδέας

anamonh

Μετά από πολλούς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις τελικά το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την απόφαση της συστημικής ηγεσίας του τελευταίου να προκηρύξει εκλογές και να το πετάξει ουσιαστικά έξω από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Όλο το προηγούμενο διάστημα και μέχρι την μεγάλη κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφωνία για 3ο Μνημόνιο, το Αριστερό Ρεύμα παρέμεινε μέσα ακόμη και στην συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ. Προηγουμένως ψήφισε τον νεοδημοκράτη Π.Παυλόπουλο (που εκστράτευσε για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα) για πρόεδρο της δημοκρατίας, παρακάθησε με τους δεξιούς πατριδοκάπηλους ΑΝΕΛΛ στην κυβέρνηση και σιωπηρά δέχθηκε μία σειρά αντιλαϊκές ενέργειες (όπως την 42σέλιδη μνημονιακή πρόταση Βαρουφάκη, το καλπάζον στρατιωτικο-οικονομικό δέσιμο με το Ισραήλ κλπ.). Όταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καταφανώς την μεγάλη κωλοτούμπα και προχώρησε στις συμφωνίες για το 3ο Μνημόνιο τότε το Αριστερό Ρεύμα ακολούθησε την τραγελαφική τακτική του να καταψηφίζει τα μέτρα αλλά να δηλώνει ότι στηρίζει την κυβέρνηση. Μάλιστα – αντί να βγει εκτός ΣΥΡΙΖΑ και να αγωνιστεί με το λαϊκό κίνημα για την ανατροπή των μέτρων, του νέου Μνημονίου και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ που τα προωθούσε – επέλεξε να δώσει την μάχη μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχοντας στις επιτροπές και στις διαδικασίες για το συνέδριο του. Παρά τα επανειλημμένες προσκλήσεις της ανατρεπτικής Αριστεράς για απεμπλοκή από την απάτη του ΣΥΡΙΖΑ (στην οποία με τη συμμετοχή του το Αριστερό Ρεύμα συνέβαλε) και κοινή δράση, επέμεινε στο να δώσει τον αγώνα μέσα στο σάπιο οικοδόμημα του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν η συστημική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην προχωρήσει σε ψήφο εμπιστοσύνης και συνέδριο αλλά να προκηρύξει εκλογές (με την συμφωνία και την καθοδήγηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων της ΕΕ) τότε μόνον το Αριστερό Ρεύμα αποφάσισε να αποχωρήσει. Εν μία νυκτί κατασκεύασε μόνο του την Λαϊκή Ενότητα (με αρχηγό, εκπροσώπους, θέσεις κλπ.), την αναγόρευσε σε μέτωπο και κάλεσε όλη την Αριστερά να συμμετάσχει σε αυτό.

Κατ’ αρχήν αποτελεί το λιγότερο απαξιωτική πράξη το γεγονός ότι το πρώην Αριστερό Ρεύμα και νυν ΛΑΕ δεν έχει κάνει τουλάχιστον μία στοιχειώδη δημόσια αυτοκριτική για την μέχρι τώρα εμπλοκή του στην απάτη του ΣΥΡΙΖΑ.

Επιπλέον, αποτελεί αμετροέπεια και προσβολή στην πολύτιμη ιδέα του παλλαϊκού μετώπου η υπερφίαλη αυτοαναγόρευση της ΛΑΕ σε τέτοιο. Τα μέτωπα συνδιαμορφώνονται και δεν φτιάχνονται από κάποιον που μετά καλεί άλλους να συμμετάσχουν στο ήδη προδιαμορφωμένο πλαίσιο. Καμία πολιτική και κοινωνική δύναμη που σέβεται τον εαυτό της και την πρόταση του μετώπου δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε τέτοια κατασκευάσματα.

Όμως, αφήνοντας στην άκρη όλα τα προηγούμενα, το χειρότερο στοιχείο είναι ο ασταθής και διπρόσωπος δημόσιος λόγος της ΛΑΕ και η πλήρης απαξίωση της έννοιας του προγράμματος από αυτήν.

Στη δημόσια παρουσία της ΛΑΕ κυριαρχεί ένας ρηχός αντιμνημονιακός λόγος ανακατεμένος με στοιχεία του εκλογικίστικου – και ανέφικτου – προγράμματος της Θεσσαλονίκης του Τσίπρα. Στην παρθενική παρουσίαση του εγχειρήματος από τον Π.Λαφαζάνη τα προγραμματικά στοιχεία που παρουσιάσθηκαν ήταν η διαγραφή μέρους του χρέους (και μάλιστα συναινετικά), η εθνικοποίηση των τραπεζών και μία τραγικά ακαθόριστη παραγωγική ανασυγκρότηση (παρά την θητεία του Π.Λαφαζάνη στο ομώνυμο υπουργείο). Μόνο στην τρίτη δημοσιογραφική ερώτηση αποτόλμησε να πει ότι «αν χρειασθεί για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού θα φύγουμε από το ευρώ». Το μοτίβο αυτό κυριαρχεί στη συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων τοποθετήσεων της ΛΑΕ. Οι εξαιρέσεις φθάνουν μέχρι την έξοδο από την ΟΝΕ και σταματούν εκεί. Αντίθετα, ένα πολυκυκλοφορημένο κείμενο με πολυποίκιλους και προσθαφαιρούμενους συγγραφείς που στην αρχή προβλήθηκε ως το πρόγραμμα, στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε προγραμματική διακήρυξη για να καταλήξει μάλλον στο ταπεινότερο της «εκλογικής διακήρυξης», αποφαίνεται ότι η ΛΑΕ υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ και, εφόσον τα πράγματα οδηγηθούν σε σύγκρουση με την ΕΕ, τότε θα προτείνει δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός για την αποδέσμευση ή μη από την ΕΕ.

Φαίνεται καθαρά ότι για την ΛΑΕ η έννοια του προγράμματος είναι κάτι σαν παιχνίδι πλαίημομπίλ: φτιάχνεται στο πόδι, αλλάζει κατά το δοκούν και στο τέλος της γραφής δεν έχει και μεγάλη σημασία. Καμία σχέση δεν έχει η προσέγγιση αυτή με την παράδοση της Αριστεράς (και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς). Για την τελευταία, και σε αντίθεση με τον αστικό πολιτικαντισμό, η πολιτική δράση εκπορεύεται από πολιτικά προγράμματα (που στην κομμουνιστική παράδοση απορρέουν από ιδεολογικές αρχές).

Όμως, ακόμη και αν αγνοήσει κανείς την πολυγλωσσία της δημόσιας παρουσίας της ΛΑΕ και πάρει κατά γράμμα την προαναφερθείσα διακήρυξη, φαίνεται καθαρά ότι βρίθει από αντιφάσεις και έχει κατασκευαστεί σαν εργαλείο μάρκετινγκ παρά σαν ένα σοβαρό και συνεκτικό πρόγραμμα.

Πρώτον, ο μόνος τρόπος για να αποχωρήσεις από την ΟΝΕ και να παραμείνεις μέσα στην ΕΕ είναι αυτό να γίνει με την συναίνεση των ηγεμονικών κέντρων της τελευταίας. Σε μία τέτοια περίπτωση το επάνω χέρι έχουν τα τελευταία και συνεπώς ο μόνος δρόμος για αυτή τη συναινετική έξοδο από το ευρώ είναι αυτός του αντιδραστικού σχεδίου Σόιμπλε που θα φορτώσει ακόμη περισσότερα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και θα επιδεινώσει την εξάρτηση της χώρας από την ΕΕ.

Δεύτερον, ο θεμελιακός πυρήνας του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της και η μετατροπή της σε ένα χαμηλής τάξης παρακολούθημα πανευρωπαϊκών αλυσίδων παραγωγής με χαμηλή συνοχή, τεχνολογία, προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικότητα και φυσικά μισθούς εξαθλίωσης. Η απλή ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και η υποτίμηση του νομίσματος δεν μπορούν να ανατάξουν την παραγωγική δομή της χώρας. Η ιδιωτική πρωτοβουλία – που επίσης εκθειάζεται σε δημόσιες τοποθετήσεις ειδημόνων της ΛΑΕ – δεν πρόκειται να το κάνει μέσα σε συνθήκες σύγκρουσης με την ΕΕ και βέβαια είναι πολύ αργή και ταυτόχρονα απαιτεί αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ο μόνος δρόμος για την φιλολαϊκή παραγωγική αναδιάρθρωση είναι ένα οικονομικό σχέδιο για το σύνολο της οικονομίας, υποχρεωτικής εφαρμογής και βασισμένο σε δημόσιες επενδύσεις και με την δημόσια ιδιοκτησία όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Η ΛΑΕ δεν λέει λέξη γι’ αυτό.

Η εξαναγκασμένη και καθυστερημένη αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ από αυτό το άθλιο και καταστροφικό για το λαό εγχείρημα είναι καλοδεχούμενη. Ήταν ένα βήμα μπροστά. Θα όφειλε όμως να έχει εξάγει και τα ανάλογα συμπεράσματα από τα μέχρι τώρα λάθη της και να επιδείξει και την ανάλογη συμπεριφορά ιδιαίτερα απέναντι στις λαϊκές μάζες που συνέβαλε στην παραπλάνηση τους. Η ΛΑΕ δεν φαίνεται να διακατέχεται από αυτές τις αρετές. Ξανασερβίρει ένα «μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ» με μία πανσπερμία ομάδων με διαφορετικές πολιτικές επιλογές, φαιδρούς εκλογικίστικους καυγάδες, καρικατούρα προγράμματος και βασικό συνεκτικό στοιχείο την εκλογική επιβίωση. Μετά το άτολμο βήμα της εμπρός κάνει ήδη δύο βήματα πίσω.