Monthly Archives: Μαΐου 2009

Η κρίση, τα αίτια της και η ελληνική οικονομία

«Η διεθνής Οικονομική Κρίση και η Θέση της Ελλάδας.

Οι θέσεις του ΚΚΕ»

Ημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ

Αθήνα, 14/5/2009

«Η κρίση, τα αίτια της και η ελληνική οικονομία»

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας

Τμήμα Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Ι. Η οικονομική κρίση και η κρίση των αστικών Οικονομικών

Η τρέχουσα οικονομική κρίση αναδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο την αναλυτική και εμπειρική αποτυχία των κυρίαρχων σήμερα αστικών Οικονομικών. Μάλιστα η αποτυχία των αστικών Οικονομικών αφορά τόσο την πλειοψηφούσα εκδοχή τους (τα λεγόμενα ορθόδοξα Οικονομικά) όσο και τις αιρετικές εκδοχές τους (τα λεγόμενα ετερόδοξα Οικονομικά). Τις τελευταίες δεκαετίες τα αστικά Οικονομικά – και μάλιστα στην πιο σκληρή εκδοχή τους, αυτή των ορθόδοξων Οικονομικών – έχουν κυριαρχήσει ασφυκτικά μέσα στο πανεπιστήμιο και στις δημόσιες συζητήσεις. Η κυριαρχία τους αυτή επιβλήθηκε με την στήριξη των κυρίαρχων αστικών πολιτικών και οικονομικών κέντρων και εκτόπισε, μέσω κυριολεκτικά Μακαρθικών διωγμών μέσα στα πανεπιστήμια, όχι μόνο την Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία αλλά και κάθε άλλη κοινωνική θεώρηση της οικονομίας (δηλαδή ακόμη και αστικές εκδοχές της Πολιτικής Οικονομίας ή τον Κεϋνσιανισμό). Τα σημερινά ορθόδοξα Οικονομικά αποτελούν κυριολεκτικά ένα φονταμενταλισμό της οικονομίας της αγοράς, καθώς υποστηρίζουν με τυφλή θρησκευτική μανία την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς και την υποτιθέμενη υπερτερότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Μάλιστα για να το κάνουν αυτό προσφεύγουν σε μαθηματικά υποδείγματα που βασίζονται σε εξαιρετικά μη-ρεαλιστικές υποθέσεις (τέλεια πληροφόρηση, ορθολογικές προσδοκίες κλπ.). Αποτελούν έτσι ένα σημαντικό ιδεολογικό στήριγμα της σύγχρονης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Αυτός ο στρουθοκαμηλισμός των ορθόδοξων Οικονομικών έφθασε μάλιστα – μέσω αυτών των μη-οικονομικών μαθηματικών κατασκευών – να κηρύξει όχι μόνο την κατάργηση των οικονομικών κρίσεων αλλά ακόμη και το τέλος των οικονομικών κύκλων.

Ως γνωστόν, σύμφωνα με τα νεοκλασσικά Οικονομικά (δηλαδή τον σκληρό πυρήνα των ορθόδοξων Οικονομικών) – και αντίθετα με τον Κεϋνσιανισμό – το καπιταλιστικό σύστημα θεωρείται ένα τέλειο κατασκεύασμα που δεν μπορεί από μόνο του να μπει σε κρίση. Εάν εκδηλωθεί κρίση είναι γιατί κάποιοι παράγοντες παρεμποδίζουν ή/και παραμορφώνουν την «απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς». Τα σημερινά ορθόδοξα Οικονομικά προχώρησαν παραπέρα και ουσιαστικά εξήγγειλαν ότι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών έχουν δημιουργήσει «έναν ωραίο κόσμο, όμορφο, αγγελικά πλασμένο» που πλέον δεν ταλανίζεται ούτε καν από κυκλικές διακυμάνσεις (υφέσεις, ανόδους κλπ.) της οικονομίας.

Η εντελώς αναπάντεχη εμφάνιση της οικονομικής κρίσης ήρθε να γκρεμίσει όλο αυτό το προπαγανδιστικό οικοδόμημα και να γελοιοποιήσει τις πιο επίσημες προβλέψεις (π.χ. IMF World Outlook 2007 ότι η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει με ισχυρή μεγέθυνση το 2007 και 2008).

Όμως η αποτυχία αφορά επίσης και τον μειοψηφικό – και εν μέρει υπό διωγμό – κλάδο των αστικών Οικονομικών, τα ετερόδοξα Οικονομικά. Κατ’ αρχήν, όπως κάθε θρησκεία έχει τις αιρέσεις της (με τις οποίες όμως μοιράζεται βασικά στοιχεία) έτσι και κάθε θεωρητική ορθοδοξία έχει την ετεροδοξία της. Όμως, τα σημερινά ετερόδοξα Οικονομικά – σε αντίθεση με την κάθετη αντιπαράθεση του Κέυνςs με τα ορθόδοξα Οικονομικά της εποχής του – αποτελούν μία «σεμνή» αίρεση. Έτσι, παρόλο που επισήμανε αστάθειες και αδυναμίες του σύγχρονου καπιταλισμού (ιδιαίτερα την υπερβολική απόσυρση της κρατικής ρύθμισης καθώς και προβλήματα της πλευράς της ζήτησης) σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησαν σε κρίσιμα ζητήματα την ορθοδοξία. Έτσι, παρά την ενίσχυση τους τα τελευταία χρόνια (π.χ. με την έχουσα σαφή πολιτικο-επιστημονικά πρόσημα απονομή βραβείων Νόμπελ στους Στίγκλιτζ και Κρούγκμαν) δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την κρίση.

Από την στιγμή που ξεσπά η κρίση τα αστικά Οικονομικά, και στις δύο εκδοχές τους, συνεχίζουν με εντυπωσιακό τρόπο τον στρουθοκαμηλισμό τους. Κατ’ αρχήν υπήρξε μία εσπευσμένη στροφή προς την ετεροδοξία και το φαιδρό φαινόμενο πολιτικών και οικονομολόγων που από διαπρύσιοι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού έγιναν εν μία νυκτί υπέρμαχοι του κρατικού παρεμβατισμού. Ταυτόχρονα όμως τόσο η ορθόδοξη όσο και η ετερόδοξη πλευρά φαίνονται να συγκλίνουν σε μία επίσης στρουθοκαμηλική ερμηνεία της κρίσης: το πρόβλημα δεν είναι οργανικό δημιούργημα του συστήματος αλλά παραγόντων που παραμόρφωσαν την ορθή του λειτουργία. Στις μεν ορθόδοξες εκδοχές έφταιγε η αβλεψία του κράτους (που δεν επέβαλε έγκαιρα ρυθμίσεις) και η απληστία της κερδοσκοπίας (τα golden boys). Στις ετερόδοξες αυτό διανθίζεται με την καταγγελία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που καλλιέργησε τα δύο προηγούμενα. Εάν διορθωθούν τα κακά το σύστημα θα επανέλθει σε έναν ανθόσπαρτο δρόμο.

Γι’ αυτό και από κοινού η κρίση θεωρείται ως απλά χρηματοπιστωτική, δηλαδή δεν ξεκίνησε από την λεγόμενη πραγματική οικονομία αλλά από τον φανταιζί – και επιρρεπή σε πλεονασμούς – κόσμο του χρήματος. Αυτό διευκολύνει για δύο λόγους. Πρώτον, εάν το πρόβλημα ξεκίναγε από την πραγματική οικονομία τότε θα ήταν πολύ πιο σοβαρό και ενδεχομένως να υποδείκνυε εγγενείς οργανικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Δεύτερον, είναι εύκολο έτσι να επιρριφθεί η ευθύνη σε ένα τμήμα του συστήματος και όχι στο σύνολο του. Έτσι θα βρεθεί ένας χρήσιμος αποδιοπομπαίος τράγος που θα δικαιολογήσει και την απαίτηση νέων, ακόμη πιο οδυνηρών θυσιών από την εργατική τάξη για την υπέρβαση της κρίσης.

Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι η κρίση ξεκίνησε σαν κρίση της αμερικανικής αγοράς στεγαστικής πίστης (κακά ενυπόθηκα δάνεια). Στη συνέχεια, λόγω της διεθνοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξελίχθηκε σε κρίση του τελευταίου. Και ακολούθως ερωτάται ακόμη μέχρι σήμερα εάν η χρηματοπιστωτική κρίση θα περάσει στην πραγματική οικονομία. Η ερμηνεία αυτή έχει σοβαρά εμπειρικά προβλήματα. Κατ’ αρχήν, τα κακά ενυπόθηκα δάνεια υπολογίζονται στο 10-15% της αμερικανικής στεγαστικής πίστης, δηλαδή ένα όχι ιδιαίτερα σημαντικό μέγεθος. Μάλιστα η αμερικανική κτηματαγορά είχε περάσει ανώδυνα, πριν μερικά χρόνια, μία παραπλήσια κρίση. Το επιχείρημα ότι αυτό που σήμερα έκανε την διαφορά ήταν η μόχλευση (η ανεξέλεγκτη και με νέα συστήματα κερδοσκοπία) επίσης δεν ευσταθεί για δύο λόγους. Πρώτον, η μόχλευση προϋπήρχε και, δεύτερον, δούλεψε για ένα σημαντικό διάστημα χωρίς προβλήματα. Συνοψίζοντας, η αστική σκέψη δεν θέλει να δει το πρόβλημα στον σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής συσσώρευσης (στη σφαίρα της παραγωγής) γιατί αυτό θα συνεπάγεται ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι εγγενώς επιρρεπές σε κρίσεις και συνεπώς ξαναμπαίνει στην ατζέντα το αποδιοπομπαίο ζήτημα του σοσιαλισμού.

ΙΙ. Χρηματιστικοποίηση και υποκατανάλωση: η «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» μέσα στην Αριστερά και στην Πολιτική Οικονομία

Όμως η οικονομική κρίση έρχεται να αναδείξει και σημαντικά προβλήματα μέσα στο χώρο της Αριστεράς και της Μαρξιστικής και Ριζοσπαστικής Πολιτικής Οικονομίας. Μεγάλο τμήμα τόσο των πολιτικών όσο και των επιστημονικών απόψεων διεθνώς ουσιαστικά ακολουθεί τις κυρίαρχες προβληματικές και συνοδοιπορεί ιδιαίτερα με τις ετερόδοξες εκδοχές τους. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό και κάτω από το βάρος της οπισθοχώρησης του εργατικού κινήματος, υποδηλώνεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία ξεχωριστή επαναστατική πολιτική κατεύθυνση και μαρξιστική επιστημονική ερμηνεία. Αλλά αντίθετα πρέπει τόσο η πολιτική όσο και η επιστημονική προσέγγιση του κόσμου της εργασίας να υπαχθεί ως φτωχός συγγενής στις ετερόδοξες αστικές εκδοχές.

Αυτό είναι εξαιρετικά εμφανές στις ερμηνείες της κρίσης στο χώρο της Μαρξιστικής και Ριζοσπαστικής Πολιτικής Οικονομίας, όπου σήμερα κυριαρχούν δύο ερμηνείες της κρίσης. Η πιο δημοφιλής είναι ότι πρόκειται για κρίση της χρηματιστικοποίησης (financialisation). Η λιγότερο δημοφιλής υποστηρίζει ότι πρόκειται για κρίση υποκατανάλωσης. Μάλιστα η δεύτερη συνήθως συγχωνεύεται με την πρώτη (βλέπε την προσέγγιση του κύκλου της Monthly Review). Και οι δύο αυτές εκδοχές, παρά τον φαινομενικό καταγγελτισμό τους ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα, καταλήγουν να υποκύπτουν στην γοητεία των κυρίαρχων αναλύσεων και απλά να τις αναπαράγουν με αριστερά πρόσημα. Πολύ περισσότερο όμως, ιδιαίτερα η πρώτη, αδυνατεί να δείξει ότι οι κρίσεις δεν είναι αποτέλεσμα αστοχίας πολιτικής αλλά οργανικό στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομίας. Και συνεπώς, αλλαγές οικονομικών πολιτικών μπορεί να ξεπεράσουν μία συγκεκριμένη κρίση αλλά δεν πρόκειται ποτέ να εξαλείψουν τις κρίσεις.

Η ερμηνεία της υποκατανάλωσης εκφράζει μία παλιά παράδοση που φέρει τα αψεγάδιαστα επαναστατικά διαπιστευτήρια της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η τελευταία θεώρησε εσφαλμένα ότι υπάρχει ένα λάθος στα σχήματα αναπαραγωγής του δευτέρου τόμου του Κεφαλαίου και προσπάθησε να το διορθώσει επικαλούμενη μία πασίγνωστη ρήση του Μαρξ σχετικά με τις κρίσεις και την αγοραστική δύναμη των εργατών. Κατά την ερμηνεία αυτή κάθε οικονομική κρίση προκύπτει από την αδυναμία της ζήτησης να καλύψει την προσφορά εμπορευμάτων λόγω ανεπάρκειας της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Συνεπώς θεωρεί ότι προκύπτει πρόβλημα πραγματοποίησης της αξίας (καθώς εμπορεύματα μένουν απούλητα) και κατά συνέπεια το σύστημα μπαίνει σε κρίση. Η προσέγγιση αυτή επικρίθηκε πολύ νωρίς και βάσιμα για μια σειρά σφάλματα. Μεταξύ αυτών το πιο κρίσιμο είναι ότι ακόμη και εάν υπάρχει ανεπάρκεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να καλυφθεί το έλλειμμα της ζήτησης είτε από τους καπιταλιστές είτε από την αύξηση του εργατικού δυναμικού (ακόμη και με μειούμενους μισθούς). Όσον αφορά δε την γνωστή ρήση του Μαρξ αγνοείται από τους μαρξιστές της υποκατανάλωσης ότι αυτή είναι μία απομονωμένη έκφραση ενώ υπάρχουν επίσης αρκετές άλλες που δηλώνουν ότι το να εντοπίζει κανείς την κρίση στην ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης είναι φαινομενολογία και δεν εξηγεί τον αιτιακό μηχανισμό της κρίσης. Τα προβλήματα με την προσέγγιση αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερα, μετά την διατύπωση της από την Λούξεμπουργκ που άλλωστε έμεινε πάντοτε πιστή στην επαναστατική προοπτική. Στις μετέπειτα εκδοχές της συνδέθηκε με την Κεϋνσιανή θεωρία (δηλαδή την αστική ετεροδοξία του μεσοπολέμου που μεταπολεμικά και μέχρι την δεκαετία του 1970 έγινε ορθοδοξία). Ένα κρίσιμο πόρισμα της είναι ότι εάν υπάρξει μία σχεδιασμένη καπιταλιστική διαχείριση της ζήτησης (π.χ. από το κράτος, όπως στις παλιότερες θεωρίες περί οργανωμένου καπιταλισμού) τότε το πρόβλημα των κρίσεων στον καπιταλισμό εξαλείφεται. Κατά συνέπεια το εργατικό κίνημα οδηγείται να συμπλεύσει με έστω φιλολαϊκίζουσες αστικές πολιτικές μεταθέτοντας τους επαναστατικούς του στόχους σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Όπως όμως έδειξε η κρίση του 1973-75, που ξέσπασε μετά από μία μακρά περίοδο Κεϋνσιανών πολιτικών, ούτε οι οικονομικές κρίσεις εξοβελίσθηκαν ούτε η αντιμετώπιση τους μέσω της ενίσχυσης της ζήτησης είναι πανάκεια. Και τα δύο αυτά στοιχεία διαψεύδουν την ερμηνεία της υποκατανάλωσης.

Όσον αφορά την σημερινή κρίση η υποκαταναλωτική ερμηνεία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα. Πρώτον, παραγνωρίζει ότι πριν από το ξέσπασμα της κρίσης στην αμερικάνικη οικονομία υπήρχε ενίσχυση της κατανάλωσης έστω μέσω της πιστωτικής επέκτασης. Δεύτερον, καταλήγει να στοιχίζεται εκόντως – ακόντως πίσω από νεο-κεϋνσιανίζουσες πολιτικές διαχείρισης της ενεργούς ζήτησης (π.χ. χαλάρωση νομισματικής πολιτικής και επιπλέον δημοσιονομικό πακέτο Ομπάμα [σε αντίθεση με την ΕΕ]) ακόμη και όταν καταγγέλλει αδύναμα την ξεδιάντροπη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα προβλήματα αυτά έχουν οδηγήσει τους πιο σοβαρούς εκφραστές της υποκαταναλωτικής ερμηνείας στην σύζευξη της με την πιο δημοφιλή ερμηνεία της χρηματιστικοποίησης.

Η ερμηνεία ότι η τρέχουσα κρίση είναι απότοκος της χρηματιστικοποίησης του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η πιο δημοφιλής και ταυτόχρονα η πιο ολισθηρή προσέγγιση. Προβάλλει ιδιαίτερα τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του χρήματος υποστηρίζοντας ότι ο δομικός ρόλος του τελευταίου έχει αυξηθεί και καταλήγει, ρητά είτε άρρητα, ότι αυτό έχει δημιουργήσει ένα «νέο καπιταλισμό» διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε. Αυτή η έμφαση στο ρόλο του χρήματος κάνει την ερμηνεία αυτή να έχει άλλοτε προφανείς και άλλοτε υποδόριες επαφές με τις μετα-κεϋνσιανές νομισματικές θεωρίες. Στο εμπειρικό επίπεδο ξεκινά από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σφαίρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος είχε διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με το παραγωγικό κεφάλαιο. Ξεχνά βέβαια ότι αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά είναι συνηθισμένο σε περιόδους κυοφορίας της κρίσης. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές που κοινή συνισταμένη τους είναι ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μία κρίση α-λα-Μαρξ (δηλαδή που ξεκινά από την σφαίρα της παραγωγής) αλλά μία κρίση που ξεκινά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε αυτό συμφωνούν πλήρως με τις αστικές ερμηνείες. Είναι γεγονός, και ο Μαρξ και ο Μαρξισμός γνωρίζουν πολύ καλά, ότι υπάρχουν πράγματι κρίσεις που ήταν καθαρά χρηματοπιστωτικές ή ξεκίνησαν σαν τέτοιες και μετά επηρέασαν την πραγματική οικονομία. Όμως εάν η σημερινή κρίση είναι πράγματι τόσο βαθειά όσο και οι οπαδοί της χρηματιστικοποίησης επαγγέλλονται τότε δεν μπορεί να είναι μία τέτοιου τύπου κρίση. Δεν μπορεί δηλαδή να μην εδράζεται στην πραγματική συσσώρευση του κεφαλαίου.

Η ερμηνεία της χρηματιστικοποίησης υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές. Η παλιότερη ίσως είναι αυτή του καπιταλισμού-καζίνο, που υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί και πλέον στο επίκεντρο δεν βρίσκεται ο βιομήχανος αλλά ο τραπεζίτης (εν τη ευρεία εννοία). Δηλαδή για συγκεκριμένους θεσμικούς και πολιτικούς λόγους μία μερίδα του κεφαλαίου που δρα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ηγεμονεύσει πάνω στο κεφάλαιο που δρα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και καταφέρνει να απομυζά υπέρμετρα κέρδη από αυτό και ταυτόχρονα το οδηγεί στην επενδυτική ασφυξία. Πρόκειται για μία νεο-σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση με σαφή δάνεια από μετα-κεϋνσιανές θεωρίες που ανακαλύπτει νέους ραντιέρηδες (στην θέση είτε της γαιοκτησίας που πολέμησαν οι Σμιθ και Ρικάρντο είτε των ραντιέρηδων που πολέμησε ο Κέυνς). Καλεί δε το εργατικό κίνημα να συμμαχήσει με το παραγωγικό κεφάλαιο ενάντια στους τελευταίους. Η ερμηνεία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει πως μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια ένας τέτοιος καπιταλισμός εφόσον ο τόκος (χονδρικά το μερίδιο του χρηματικού κεφαλαίου) προέρχεται από την υπεραξία που εξάγεται από το παραγωγικό κεφάλαιο. Δηλαδή πως μπορεί να επιβιώσει για δεκαετίες ένα σύστημα υπεξαίρεσης πλούτου που πνίγει την μηχανή που τον παράγει. Επιπλέον, η θεωρία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει τις πολλαπλές συμφύσεις του «παράσιτου» με το παραγωγικό κεφάλαιο και τις σοβαρές διευκολύνσεις που το πρώτο παρέχει στο δεύτερο.

Μία νεώτερη πιο εμβριθής εκδοχή υποστηρίζει ότι ο «νέος καπιταλισμός» χαρακτηρίζεται από την πλήρη αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου. Το τελευταίο δεν αντλεί πλέον τα εισοδήματα του από την αναδιανομή της υπεραξίας που εξάγει το παραγωγικό κεφάλαιο αλλά εκμεταλλεύεται το ίδιο κατευθείαν τους εργαζόμενους. Επιδίδεται δηλαδή σε μία «χρηματική εκμετάλλευση» ή «χρηματική ιδιοποίηση» που δεν διαφέρει από την τοκογλυφία. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι ο νέος αυτός τύπος χρηματικού κεφαλαίου έχει συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας από το παραγωγικό και εμπορικό κεφάλαιο. Κατά τα άλλα, όσον αφορά την εξήγηση του μηχανισμού της σημερινής κρίσης η θεωρία αυτή ακολουθεί την πεπατημένη των μετα-κεϋνσιανών νομισματικών θεωριών (ιδιαίτερα της παράδοσης του Μίνσκυ) και φυσικά αποφαίνεται ότι δεν πρόκειται για μία κρίση α-λα-Μαρξ. Αυτή η εκδοχή ενός νεο-τοκογλυφικού χρηματικού καπιταλισμού έχει επίσης σοβαρά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα. Όσον αφορά την ανάλυση αρνείται την μαρξιστική θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας του χρηματεμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου και ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο τύπο τοκογλυφικού χρηματικού κεφαλαίου που όμως μάλλον απέχει δραματικά από την πραγματικότητα. Επίσης η θέση ότι αυτό το νέο χρηματικό κεφάλαιο δεν υπόκειται μακροχρόνια στην διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους είναι επίσης μη-ρεαλιστική. Αλλά πάνω απ’ όλα η ερμηνεία αυτή δίνει την εικόνα ενός καπιταλισμού που στο κέντρο του δεν είναι η σχέση πληρωμένου – απλήρωτου χρόνου στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή η υπεραξία) αλλά μία τοκογλυφική υπεξαίρεση στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Είναι γεγονός ότι βραχυχρόνια τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορούν να λειτουργήσουν τοκογλυφικά. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει μακροχρόνια και δομικά γιατί πλέον δεν μιλά κανείς για καπιταλισμό αλλά για κάτι άλλο το οποίο μάλλον περί επιστημονικής φαντασίας πρόκειται. Πολιτικά αυτή η ερμηνεία πάσχει επίσης από τα προαναφερθέντα προβλήματα. Πίσω από ενδεχόμενες φωνακλάδικες καταγγελίες των τοκογλύφων χρηματιστών – που άλλωστε ακόμη και ακροδεξιά μικροαστικά κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να εκφωνήσουν – αδυνατεί να βάλει στο επίκεντρο την ουσιαστική εκμετάλλευση των εργαζομένων και να συμβάλλει σε μία κατεύθυνση επαναστατικής αντιμετώπισης της κρίσης.

ΙΙΙ. Για μια Μαρξιστική ερμηνεία της κρίσης: κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και πλασματικό κεφάλαιο

Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία έχει να προσφέρει μία ερμηνεία της σημερινής κρίσης που και πιο ρεαλιστική είναι και συμβάλλει στην κατεύθυνση επαναστατικής αντιμετώπισης της κρίσης. Αυτή βασίζεται τόσο στα Μαρξικά κείμενα (και ιδιαίτερα σε αυτό που ο Κάρολος Μαρξ θεωρούσε τον θεμελικό νόμο λειτουργίας του καπιταλισμού, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) όσο και στη σύγχρονη αναδιατύπωση τους από την θεωρία της Πτωτικής Τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (όπου κρίσιμο ρόλο έπαιξε ο σύγχρονος της Λούξεμπουργκ μαρξιστής οικονομολόγος Χένρυκ Γκρόσμαν).

Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που εγγενώς παράγει οικονομικές κρίσεις. Ο μηχανισμός που παράγει τις κρίσεις είναι κατά βάση ο ίδιος που παράγει- σε πιο ήπια μορφή – τις κυκλικές διακυμάνσεις που επίσης χαρακτηρίζουν το σύστημα. Η όξυνση των κρισιακών τάσεων τροποποιεί δραστικά τους οικονομικούς κύκλους και οδηγεί στις κρίσεις. Ο μηχανισμός αυτός – αντίθετα με τις αιτιάσεις ριζοσπαστικών και νέο-μαρξιστικών ρευμάτων – είναι επίσης κατά βάση ο ίδιος σε όλα τα στάδια ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού, καθώς απορρέει από τον θεμελιώδη γονότυπο του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα διάφορα ιστορικά στάδια δεν διαφοροποιούν πλευρές του ούτε ότι κάθε κρίση είναι πανομοιότυπη. Αντιθέτως, σημαίνει ότι ο βασικός αιτιακός μηχανισμός είναι ο ίδιος αλλά διαφοροποιείται επιμέρους σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική περίπτωση.

Κωδικά, τα βασικά στοιχεία της θεωρίας της κρίσης είναι τα ακόλουθα. Πρώτον, η κρίση γεννιέται από την ίδια την φυσιολογική λειτουργία του συστήματος. Είναι η υπερβολική επιτυχία του (υπερσυσσώρευση κερδών και άρα κεφαλαίου) που οδηγεί στην αποτυχία του (αδυναμία επαρκώς κερδοφόρων επενδύσεων). Δεύτερον, η κρίση θα προκύψει ακόμη και όταν η εργατική τάξη είναι εντελώς παθητική. Τρίτον, η κρίση γεννιέται στον σκληρό πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος, στη σφαίρα της παραγωγής, και μεταφέρεται στις άλλες οικονομικές σφαίρες (κυκλοφορία, διανομή). Τέταρτον, η κρίση είναι μέσο ανάταξης του προβλήματος μέσω της διαλεκτικής της καταστροφής (απαξίωση παραγωγ. δυνάμεων) και της ανοικοδόμησης. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων (και η αναζήτηση από αυτά πρόσθετων {μεγαλύτερων από τα κανονικά} κερδών) οδηγεί σε τεχνολογικές αλλαγές που αυξάνουν την χρήση μέσων παραγωγής και εξοικονομούν εργατικό δυναμικό, δηλαδή αυξάνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (ΟΣΚ). Η διαδικασία αυτή αυξάνει την συσσώρευση του κεφαλαίου. Για όσο καιρό κάποια κεφάλαια είναι καινοτόμα έναντι των άλλων τότε πράγματι αντλούν πρόσθετα κέρδη. Όταν όμως η τεχνολογική καινοτομία γενικευθεί (είτε μέσω της εξάλειψης των ανταγωνιστών είτε επειδή οι τελευταίοι τα αντιγράφουν) τότε όχι μόνον εξαλείφονται τα πρόσθετα κέρδη αλλά το νέο γενικό μέσο ποσοστό κέρδους είναι χαμηλότερο από πριν. Αυτό γιατί το ποσοστό κέρδους επηρεάζεται θετικά από το ποσοστό υπεραξίας (τον δείκτη εκμετάλλευσης της εργασίας) και αρνητικά από την ΟΣΚ. Εφόσον ενισχύεται η ΟΣΚ τότε μειώνεται το ποσοστό κέρδους. Η μείωση του ποσοστού κέρδους, με μία χρονική υστέρηση, μειώνει την μάζα των κερδών και αυτό βάζει την οικονομία σε μία κρισιακή τροχιά (δηλαδή στασιμότητα επενδύσεων και εν τέλει αποεπένδυση) και η διαδικασία της συσσώρευσης διακόπτεται. Μόνο όταν αυτή η διαδικασία απαξίωσης κεφαλαίου και παραγωγικών δυνάμεων προχωρήσει αρκετά μπορεί ξανά το σύστημα να ξαναρχίσει την συσσώρευση. Δηλαδή η συσσώρευση κερδών οδηγεί στην υπερσυσσώρευση και αυτή εν τέλει στο μπλοκάρισμα της συσσώρευσης. Φυσικά, αυτή είναι μία μακροχρόνια διαδικασία και δεν εκτυλίσσεται σε μία αλλά σε πολλές διαδοχικές φάσεις και αυτό γιατί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους συνυπάρχει και είναι σε διαρκή διαπάλη με μία σειρά αντεπιδρώσες τάσεις (οικονομίες στην χρήση σταθερού κεφαλαίου, ανάδυση νέων σφαιρών παραγωγή όπου η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι χαμηλότερη (π.χ. λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ή νέοι κλάδοι), εντατικοποίηση της παραγωγής, εισαγωγές φθηνών εισροών και συμπίεση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης). Χονδρικά, αυτές οι αντεπιδρώσες τάσεις κατατάσσονται σε αυτές που αυξάνουν την εκμετάλλευση της εργασίας (και άρα το ποσοστό υπεραξίας) και αυτές που εξοικονομούν σταθερό κεφάλαιο (με κάποιες να επιτυγχάνουν και τα δύο).

Η θεωρία αυτή έχει εμπειρικά τεκμηριωθεί από πολλές σύγχρονες μελέτες ιδιαίτερα για την κρίση του 1973 (καθώς τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για προηγούμενες περιόδους είναι ανεπαρκή). Έχει δηλαδή δειχθεί ότι ήταν η άνοδος της ΟΣΚ που οδήγησε στην πτώση της κερδοφορίας και εν τέλει στην κρίση. Το ίδιο δείχνουν και μελέτες για την κρίση που εκτυλίσσεται σήμερα.

Η σημερινή κρίση είναι κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της μεγάλης δομικής κρίσης του 1973-75. Η τελευταία, που η κυοφορία της είχε αρχίσει ενωρίτερα, έβαλε τέρμα στην «χρυσή εποχή» καπιταλιστικής συσσώρευσης της προηγούμενης εικοσαετίας. Το καπιταλιστικό σύστημα μπήκε σε μία περίοδο «ισχνών αγελάδων» (ασταθούς και με χαμηλές επιδόσεις αναπαραγωγής του) ενώ το ποσοστό κέρδους μετά την κρίση έπεσε περίπου στο μισό αυτού που ήταν προηγουμένως. Για να υπερβεί την κρίση το κεφάλαιο προχώρησε αρχικά σε αποτυχημένες δεξιές κεϋνσιανές πολιτικές. Αμέσως μετά, από την δεκαετία του 1980, προχώρησε σε δραστικότερες αναδιαρθρώσεις πρώτα με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές κλειστής οικονομίας (τον μονεταρισμό) και στη συνέχεια με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανοικτής οικονομίας (την λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση»). Σήμερα τέλος, ήδη πριν την κρίση, φαίνεται να κυοφορούνται νέες σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές.

Οι καπιταλιστικές αυτές αναδιαρθρώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα μία σχετικά αναιμική ανάκαμψη της κερδοφορίας και εν τέλει της συσσώρευσης. Αυτή βασίσθηκε ιδιαίτερα στην αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας. Αυτή προωθήθηκε (α) με την μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, (β) την εντατικοποίηση της εργασίας αλλά και (γ) την για πρώτη φορά μετά τις αρχές του 20ου αι. αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας (που σήμαινε αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας, δηλαδή ενίσχυση της διαδικασίας εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας). Ταυτόχρονα όμως δεν επιτεύχθηκε ούτε μία επαρκής απαξίωση κεφαλαίων ούτε ριζικές αλλαγές στην τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής (παρά τις πλήρως διαψευσθείσες εξαγγελίες περί «νέας οικονομίας» της πληροφορικής).

Αυτή η αναιμική ανάκαμψη πέρασε από μία σειρά κυκλικές διακυμάνσεις που σημαδεύθηκαν επίσης από αντίστοιχες περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές κρίσεις (πχ. κραχ του 1987, συναλλαγματικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990). Ιδιαίτερα σημαδεύθηκε από μία καθοδική φάση την περίοδο 2000-2003 που ακολουθήθηκε από μία ανάκαμψη το 2003-2007. Ήδη, όμως, μετά την ύφεση του 2000-3 τα σημεία κάμψης της αύξησης του ποσοστού υπεραξίας και συνεπώς της δυνατότητας αντιρρόπησης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους άρχισαν να γίνονται εμφανή. Έτσι ήδη από το 2005-6 ο ρυθμός μεγέθυνσης της αμερικάνικης οικονομίας αρχίζει να λαχανιάζει ενώ από το 2004 υπάρχει κάμψη του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (που εμπεριέχει στοιχεία της αύξησης της εκμετάλλευσης).

Εμπρός στην κατάσταση αυτή το σύστημα, ήδη από το 2000, καταφεύγει στη φυγή προς τα μπροστά: το χρηματοπιστωτικό σύστημα τροφοδοτεί με ρευστότητα το σύστημα και άρα δημιουργεί επενδύσεις και κατανάλωση με στοιχήματα στο μέλλον (τόσο από τους καπιταλιστές [πλασματικό κεφάλαιο, δηλ. στοίχημα σε μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία] όσο και από τα λαϊκά στρώματα [υπερδανεισμός]). Αυτό συνεπάγεται πράγματι μία επιπλέον διόγκωση του χρηματικού κεφαλαίου που όμως ταυτόχρονα μετέθεσε στο μέλλον τα προβλήματα της πραγματικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου οδήγησε, μέσω της μόχλευσης (τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) σε «φούσκες» και συνεπώς η υπερσυσσώρευση επιδεινώθηκε. Όλο αυτό το «τρελό τσίρκο» όμως άντεχε όσο μπορούσε να αυξάνει η εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό πήρε την μορφή παροχής ολοένα και περισσότερου απλήρωτου χρόνου με αντάλλαγμα την διατήρηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι αύξαναν τον χρόνο εργασίας τους (αυξάνοντας δυσανάλογα το απλήρωτο τμήμα του) για να μπορέσουν να διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη. Από την στιγμή που αυτή η διαδικασία αύξησης της υπεραξίας άρχισε να λαχανιάζει (όπως ήταν αναμενόμενο γιατί για να μπορεί το ποσοστό υπεραξίας να αντιρροπεί την αύξηση της ΟΣΚ πρέπει να αυξάνει με ολοένα και επιταχυνόμενους ρυθμούς που καταντούν στο τέλος εξωπραγματικοί) τότε κατέρρευσαν τα «στοιχήματα». Οι προσδοκίες για αυξανόμενη μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία από επιχειρηματικά σχέδια κατέρρευσε και ταυτόχρονα κατέρρευσε η ικανότητα των εργαζομένων να διατηρούν μέσω δανεισμού το επίπεδο διαβίωσης τους. Ήταν ο συνδυασμός αυτός που οδήγησε, που ξεκίνησε από την σφαίρα της παραγωγής, που έκανε ένα υπό άλλες συνθήκες ασήμαντο πρόβλημα στεγαστικής πίστης να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα. Η κατάρρευση των «στοιχημάτων» ξεκίνησε από την αδυναμία του παραγωγικού κεφαλαίου να εξάγει υπεραξία με τους απαιτούμενα γοργούς ρυθμούς. Αυτό έθιξε άμεσα το πράγματι αφύσικα ψηλά μερίδιο υπεραξίας που αναδιανέμονταν προς το χρηματικό κεφάλαιο. Και αυτό οδήγησε στην χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών οργανισμών που με την σειρά τους επιδείνωσαν την κατάσταση των παραγωγικών επιχειρήσεων.

Συνεπώς, η κρίση ξεκίνησε από το παραγωγικό κεφάλαιο, εκφράσθηκε σαν κρίση στεγαστικής πίστης, μεταφέρθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και πλέον επιστρέφει για να επιτείνει την κρίση του παραγωγικού κεφαλαίου. Η κρίση δεν πήρε την μορφή που έχει από την αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή το χρηματικό κεφάλαιο (και ιδιαίτερα οι πλασματικές δραστηριότητες του) είναι πάντα εν τέλει δέσμιο του παραγωγικού κεφαλαίου. Η δράση αυτή του χρηματικού κεφαλαίου διευκόλυνε κατ’ αρχήν το παραγωγικό κεφάλαιο καθώς ετεροχρόνισε την επαπειλούμενη κρίση. Όμως τελικά ο ετεροχρονισμός της κρίσης οδήγησε, όταν αυτή αναπόφευκτα ξέσπασε, στο να πάρει ακόμη χειρότερες διαστάσεις.

IV. Η προοπτική της κρίσης και η ελληνική οικονομία

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η τρέχουσα κρίση δεν είναι μία απλή χρηματοπιστωτική κρίση αλλά μία κανονική και μάλιστα βαθειά κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει και διάρκεια και σοβαρές επιπτώσεις. Μάλιστα, η Μαρξιστική οικονομική ανάλυση γνωρίζει καλά – σε αντίθεση με τα αστικά Οικονομικά – ότι μία κρίση έχει σχεδόν πάντα τόσο ένα μακρύ διάστημα κυοφορίας όσο και ένα εξίσου μακρύ διάστημα μεθεορτίων. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό τα δραστικά μέτρα τα οποία παίρνουν οι αστικές κυβερνήσεις – και ιδιαίτερα η αμερικανική – να καταφέρουν να αναστρέψουν την κατάσταση. Ιδιαίτερα τα τεράστια ποσά που ρίχνονται για να στηρίξουν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις μπορεί να καταφέρουν να μπαλώσουν, τουλάχιστον προσωρινά, τα προβλήματα. Όμως τα κονδύλια αυτά πρέπει να καλυφθούν με κάποιο τρόπο αλλιώς θα καταλήξουν σε πληθωρισμό και νέα προβλήματα. Ο πιο πρόσφορος τρόπος κάλυψης τους είναι μία επανεκκίνηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και μάλιστα με ταχύρρυθμη και υψηλή κερδοφορία. Στο βαθμό που δεν φαίνονται στον ορίζοντα κάποιες ριζικές τεχνολογικές καινοτομίες (και όχι τα πράσινα άλογα της «πράσινης οικονομίας») τότε ο μόνος δρόμος γι’ αυτό είναι μία δραματική αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Κάτι τέτοιο όμως διακινδυνεύει να ξυπνήσει τον κοιμισμένο γίγαντα και να κάνει τον 21ο αιώνα ακόμη πιο επικίνδυνο για το κεφάλαιο από όσο υπήρξε ο 20ος.

Είναι ενδιαφέρουσες οι αστικές προβληματικές σχετικά με το ζήτημα αυτό. Συνήθως διατυπώνονται τρία σενάρια σχετικά με τις άμεσες προοπτικές της κρίσης. Το πιο αισιόδοξο είναι ήδη ξεπερασμένο καθώς θεωρούσε ότι μέχρι τον Ιούνιο (ή έστω τα τέλη του 2009) θα έχουν εκκαθαρισθεί οι μη-βιώσιμες επιχειρήσεις και η συσσώρευση κεφαλαίου θα επανέλθει δριμύτερη. Το ενδιάμεσο σενάριο υποστηρίζει ότι η οικονομική δυσπραγία θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο χρόνια. Τέλος το πιο απαισιόδοξο μιλά για μία παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία που θα σημαίνει βαθιά ύφεση ή και κρίση.

Επίσης σχετικά με το τελευταίο ζήτημα έχει ενδιαφέρον η αντιπαράθεση μεταξύ του Κρούγκμαν και των Εϊχενγκριν και Ο’ Ρουρκ. Ο πρώτος, εξετάζοντας τα αμερικανικά στοιχεία και συγκρίνοντας με την κρίση του 1930, αποφαίνεται ότι η σημερινή είναι μία μεγάλη ύφεση αλλά όχι μία κρίση. Αντιθέτως, οι δεύτεροι, εξετάζοντας διεθνή στοιχεία και συγκρίνοντας επίσης με την κρίση του 1930, δείχνουν ότι ο ρυθμός μείωσης βασικών δεικτών της οικονομίας σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερος απ’ ότι στην κρίση του 1930. Και συνεπώς συμπεραίνουν ότι πρόκειται για μία μεγάλη κρίση.

Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό η ελληνική οικονομία αποτελεί κυριολεκτικά μία «ανοχύρωτη πόλη». Στο ξεκίνημα της κρίσης ο αστικός στρουθοκαμηλισμός πέτυχε στην χώρα μας πιθανά το μεγαλύτερο ρεκόρ καθώς και οι δύο πλευρές του δικομματισμού διαβεβαίωναν ότι η αμερικανική κρίση δεν αφορά την ελληνική οικονομία καθώς (α) το τραπεζικό σύστημα δεν είχε εμπλακεί πολύ στην μόχλευση και (β) οι ελληνικές εξαγωγές στις ΗΠΑ είναι αμελητέες. Σύντομα όμως το τροπάριο άλλαξε. Η ελληνική οικονομία είναι πολλαπλώς εκτεθειμένη στην κρίση. Κατ’ αρχήν μέσω του χρηματιστηρίου όπου υπάρχουν μεγάλες ξένες επενδύσεις ιδιαίτερα στην μεγάλη κεφαλαιοποίηση. Αυτές έχουν ήδη αποχωρήσει, κατακρημνίζοντας την Σοφοκλέους, καθώς πάνε να καλύψουν τρύπες στις μητροπολιτικές τους εταιρείες. Δεύτερον, η συνολική κερδοφορία του ελληνικού καπιταλισμού βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό όλο το προηγούμενο διάστημα στην ιμπεριαλιστική οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια και σε άλλες ανατολικές χώρες. Σήμερα οι περισσότερες από αυτές είναι υπό κατάρρευση (π.χ. Ρουμανία, Ουκρανία) ή κινδυνεύουν σοβαρά με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν και τα ελληνικά κεφάλαια που έχουν επενδυθεί εκεί. Τρίτον, η κρίση που έχει έρθει ήδη στην Ευρώπη θίγει τις ελληνικές εξαγωγές εκεί. Τέταρτον, η παγκόσμια διάσταση της κρίσης θίγει ορισμένες κρίσιμες για τον ελληνικό καπιταλισμό δραστηριότητες (π.χ. ναυτιλία, τουρισμός).

Όμως υπάρχουν επίσης πολύ σημαντικοί εσωτερικοί λόγοι που έχουν κυοφορήσει την κρίση μέσα στην ελληνική οικονομία. Οι επιπτώσεις της κρίση του 1973 και η αναιμική ανάκαμψη μέσω των πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που αναλύθηκαν προηγουμένως αφορούν, και μάλιστα με το παραπάνω, την ελληνική οικονομία. Εδώ η κατάσταση επιδεινώθηκε με το περαιτέρω άνοιγμα της οικονομίας και την αφαίρεση εργαλείων οικονομικής πολιτικής που επέβαλλε η ένταξη στην ΕΟΚ αρχικά και στην ΟΝΕ στην συνέχεια. Έτσι η ελληνική οικονομία, πίσω από τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κρύβει τα πήλινα πόδια της καθώς τα διαρθρωτικά προβλήματα της – και η ιδιαίτερα η υποβάθμιση του δευτερογενούς τομέα – την κάνουν εξαιρετικά αδύναμη. Γι’ αυτό άλλωστε οι ευρωπαίοι εταίροι του απαιτούν συνεχώς από τον ελληνικό καπιταλισμό ολοένα και δραστικότερες αλλαγές καθώς τον θεωρούν έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους της ΕΕ.