Category Archives: Uncategorized

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ και οι οικονομικές και πολιτικές αλχημείες του Γ.Βαρουφάκη

 

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ και οι οικονομικές

 και πολιτικές αλχημείες του Γ.Βαρουφάκη

Στ. Μαυρουδέας* & Θ.Χατζηραφαηλίδης**

*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Κοινων. Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

** υποψ. διδάκτορας, Τμήμα Οικονομικών, ΕΚΠΑ

1. Μηντιακοί «σωτήρες» σε καιρούς κρίσης

Σε καιρούς κρίσης είναι συχνό το φαινόμενο εμφάνισης «σωτήρων» που υπόσχονται στις χειμαζόμενες λαϊκές μάζες την σωτηρία μέσω ευφάνταστων σχεδίων που θα μεταρρυθμίσουν το σύστημα και θα καλυτερέψουν την άσχημη θέση τους. Πίσω από τις φωνακλάδικες «αντι-συστημικές» διατυπώσεις τους κρύβονται περισσότερο ή λιγότερο προφανείς συμβιβασμοί με το σύστημα. Ανακατεύουν ριζοσπαστικές με συντηρητικές αντιλήψεις, επιστήμη με φαντασία και εφευρίσκουν διάφορες «μαγικές» λύσεις που είναι μη-ρεαλιστικές και δεν θίγουν τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Συσπειρώσουν συνήθως μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα που φοβούνται την πληβειοποίηση τους από το κεφάλαιο αλλά και τρέμουν στο να συγκρουστούν μαζί του και ταυτόχρονα επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν επάνω στον κόσμο της εργασίας εμποδίζοντας τον να κινηθεί σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Εάν το κατορθώσουν τότε το εξαργυρώσουν στο κεφάλαιο με αντάλλαγμα την αποφυγή της πληβειοποίησης τους.

Ένα κλασικό παράδειγμα από την ιστορική διαδρομή του Marxισμού είναι η αντιπαράθεση του Κ.Marx και του F.Engels με τις αναρχο-φιλελεύθερες παλινωδίες του P.Proudhon. Δεν είναι περίεργο ότι ανάμεσα στις τελευταίες συγκαταλέγονταν και σενάρια για δημόσιες τράπεζες και πιστωτικούς συνεταιρισμούς με μηδενικά επιτόκια. Το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει σχεδόν πάντα εξέχουσα θέση σε μεγαλόστομα ψευδο-αντισυστημικά σχέδια. Τα στρώματα της μικρής επιχειρηματικότητας τρέμουν πάντα – ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης – την προνομιούχα σχέση του μεγάλου κεφαλαίου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που μεταφράζεται στην δική τους αδυναμία. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία των «τραπεζιτών» (μαζί με βολικούς ρατσιστικούς προσδιορισμούς) είναι σχεδόν πάντα βασικό εργαλείο πρωτο-φασιστικών μορφωμάτων. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο καθώς και η μικρή επιχειρηματικότητα εκμεταλλεύεται την εργασία* και μάλιστα συχνά πιο άγρια από την μεγάλη.  Όμως, η καταγγελία των «τραπεζιτών» δένει και με το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Κεϋνσιανισμού που επαγγέλλεται τον περιορισμό τους προς όφελος των βιομηχανικών καπιταλιστών. Φυσικά, και στην περίπτωση αυτή, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο και απλά αναζητείται ένας «ανθρώπινος» καπιταλισμός.

Ο Γ.Βαρουφάκης και το προσωποπαγές πολιτικό μόρφωμα του αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα σύγχρονου ψευδο-αντισυστημικού σωτήρα. Μάλιστα μέσα στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο κατόρθωσε να βρεθεί στο επίκεντρο της καθ’ όλα φαιδρής επίσημης συζήτησης με το περιβόητο σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ. Σ’ αυτό φυσικά τον βοήθησαν τα ίδια τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που, ενώ θάβουν στη σιωπή τις πραγματικά ανατρεπτικές πολιτικές και οικονομικές απόψεις, φρόντισαν να του κάνουν την καλύτερη «αρνητική» διαφήμιση.

Το ίδιο το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ είναι ένα συμπίλημα προτάσεων χωρίς καμία ουσιαστική συνοχή, ένα προεκλογικό πυροτέχνημα προς άγρα ψήφων και μόνο. Όμως, παρόλα αυτά, αξίζει να αναλυθούν οι πολιτικο-οικονομικές διαστάσεις του για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αποτελούν μάλλον επαναλαμβανόμενους άξονες υποτιθέμενα «ριζοσπαστικών» ονειροφαντασιών. Και, δεύτερον, γιατί οι μαρξιστές οφείλουν να διερευνούν σε βάθος ακόμη και τις πιο φαιδρές προτάσεις στο βαθμό που αυτές έχουν επιδράσεις στην πάλη των τάξεων. Στόχος τους, φυσικά, δεν είναι η συμμετοχή στην επίσημη συζήτηση όπου συστημικοί καμποτίνοι ευτελίζουν κάθε ουσιαστικό ζήτημα. Στόχος των μαρξιστών οφείλει να είναι η ουσιαστική συζήτηση με τον «κάτω κόσμο» της εργασίας, της διανόησης και της νεολαίας που διψά για πραγματικές απαντήσεις σε φλέγοντα προβλήματα.

Με αυτή την λογική, στο κείμενο αυτό θα αναλυθούν (α) οι θεωρητικές ορίζουσες των προτάσεων Βαρουφάκη και (β) η πρακτική διάσταση του σχεδίου ΔΗΜΗΤΡΑ.

2. Εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς …

 ή αλλιώς το κυνήγι της θεωρητικής ανάλυσης στο Βαρουφάκειο πόνημα

Από πρώτη άποψη είναι όντως δύσκολο να εντοπιστεί μία συνεκτική αναλυτική βάση πίσω από τα εκάστοτε Βαρουφάκεια πονήματα. Είναι πάντα μηντιακά πυροτεχνήματα με ψήγματα επιστημονικών εννοιών συνήθως ατάκτως ερριμένων. Σε όλα βέβαια υφέρπει μία Κεϋνσιανή αντίληψη που, όμως, συχνά προσμηγνύεται με ετερόκλητα διαφημιστικά επιχειρήματα.

Όσον αφορά το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ, μία ιδέα για τις όποιες θεωρητικές ορίζουσες του δίνεται από το άρθρο Βαρουφάκη «Let the Banks Burn» που πρωτοδημοσιεύτηκε στοProject Syndicate. Στο κείμενο αυτό ο Βαρουφάκης επέρριψε στις ρυθμιστικές αρχές τις ευθύνες για τις πρόσφατες τραπεζικές αναταράξεις, σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές απόψεις που επικρίνουν την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα, τις κατηγορεί ότι «δηλητηρίασαν τα λεφτά της Δύσης». Ειρήσθω εν παρόδω, ότι οι πιο σκληρές Νεοφιλελεύθερες απόψεις υποστηρίζουν κάτι παρόμοιο απαιτώντας – ήδη από την κρίση του 2007/8 – να αφήνονται οι τράπεζες να χρεωκοπήσουν.

Ο Βαρουφάκης ξεκινά το άρθρο του τονίζοντας ότι η σημερινή τραπεζική κρίση διαφέρει από εκείνην που έλαβε χώρα το 2007/8 στο εξής. Ενώ η δεύτερη ήταν αποτέλεσμα της απληστίας διαπλεκόμενων τραπεζών και οίκων αξιολόγησης που λειτουργούσαν κερδοσκοπικά και δεν συμμορφώθηκαν με τους κανονισμούς, η πρώτη οφείλεται στην φιλοτραπεζική κρατική πολιτική δύο ταχυτήτων που εφαρμόστηκε από το 2008 και έπειτα, η οποία με το ένα χέρι παρείχε φτηνό χρήμα στους τραπεζίτες, ενώ με το άλλο χέρι επέβαλε σκληρή λιτότητα στους πολλούς. Σαν λύση προτείνει «να τιναχθεί στον αέρα» το τρέχων εκμεταλλευτικό τραπεζικό σύστημα και να αντικατασταθεί από ένα υγιές, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει δεσπόζοντα ρόλο.

Τρία βασικά ζητήματα προκύπτουν από την ανάλυση(;) αυτή.

Πρώτον, ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι οι τρέχουσες αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική συσσώρευση. Πρόκειται για μία επιπόλαιη άποψη που συμβαδίζει ρητά με την θεωρία της χρηματιστικοποίησης. Η τελευταία υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει ένας νέος καπιταλισμός όπου κυριαρχεί το χρηματικό κεφάλαιο, ενώ στον παλιό κυριαρχούσε το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σ’ αυτό το νέο καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο δεν αντλεί κέρδη μόνο μέσω της αναδιανομής της υπεραξίας (που υπεξαιρεί το βιομηχανικό κεφάλαιο από την εργασία). Αλλά, επιπρόσθετα και πιο σημαντικά, εκμεταλλεύεται τοκογλυφικά την κοινωνία συνολικά (δηλαδή τόσο την εργασία όσο και τις άλλες μερίδες του κεφαλαίου). Συνεπώς, σαν διαδικασία εκμετάλλευσης η υπεξαίρεση υπεραξίας περνά σε δεύτερη μοίρα και τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει η τοκογλυφία. Με βάση αυτή την εσφαλμένη θεωρία της χρηματιστικοποίησης το βασικό πρόβλημα στο «νέο» καπιταλισμό δεν είναι η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο αλλά η εκμετάλλευση «όλων» (!!!) – κατά τον συνοδοιπόρο του Βαρουφάκη Κ.Λαπαβίτσα – από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δεύτερον, στην ανάλυση αυτή ο «νέος» καπιταλισμός αποτελείται από τρεις τάξεις (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εργάτες) αντί για δύο (καπιταλιστές, εργάτες). Αυτή η άρρητη ταξική ανάλυση συμπίπτει με την άρρητη ταξική ανάλυση του Keynes και φυσικά απέχει δραματικά τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από την καπιταλιστική πραγματικότητα. Για τον Keynes ο καπιταλισμός κινδυνεύει από την ενίσχυση των τραπεζιτών που δεν κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και επιπλέον στερούν πόρους από τους βιομηχάνους. Οι εργάτες το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να βοηθήσουν τους βιομήχανους στο να περιορίσουν τους τραπεζίτες. Μόνο έτσι μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερους μισθούς. Χαρακτηριστικά, ο Γ.Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι η τάξη των «πιστωτών και των τραπεζών» σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό συνολικά της κοινωνίας.

Τρίτον, ο Βαρουφάκης θίγει – en passant ως συνήθως – το ζήτημα της θεωρίας του επιτοκίου. Υποστηρίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες με τις πολιτικές τους «κατέστησαν πλέον αδύνατη την επικράτηση ενός ενιαίου ονομαστικού επιτοκίου ισορροπίας που θα εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά χρήματος και θα απέτρεπε τις τραπεζικές χρεοκοπίες».

Στα πρώτα δύο ζητήματα έχει γίνει ήδη αναφορά σε προηγούμενο άρθρο («Να καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο» – ΠΡΙΝ 8-4-2023). Παρακάτω θα ασχοληθούμε με το τρίτο ζήτημα (δηλαδή την θεωρία του επιτοκίου) και θα δείξουμε τις αναλυτικές αλχημείες του Βαρουφάκη.

 

Θεωρίες επιτοκίου

Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις για το επιτόκιο. Θα ξεκινήσουμε με τις δύο σημαντικότερες αστικές θεωρίες επιτοκίου και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ξέχωρα από αυτές τη σχετική θεωρία του Marx. Όπως θα τεκμηριωθεί παρακάτω, πρόκειται για μια διάκριση που δεν γίνεται απλά για λόγους παρουσίασης, αλλά για λόγους επιστημονικής ουσίας.

Η πρώτη εκ των δύο βασικών αστικών θεωριών για το επιτόκιο, είναι η Νεοκλασική Θεωρία των Δανειακών Χρηματικών Κεφαλαίων ή Loanable Funds Theory (LFT). Η κεντρική της ιδέα περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου στην οικονομία, με το οποίο εξισώνεται αργά ή γρήγορα το επιτόκιο της αγοράς. Το βάρος της προσαρμογής «πέφτει» στο δεύτερο κάθε φορά που οι αποταμιεύσεις αποκλίνουν από τις επενδύσεις. Πιο αναλυτικά, όταν οι επενδύσεις υπερβαίνουν τις αποταμιεύσεις και το επιτόκιο της αγοράς είναι χαμηλότερο από το φυσικό επιτόκιο, τότε το πρώτο αυξάνεται μέχρι να εξισωθεί με το δεύτερο, επιφέροντας παράλληλα και την εξίσωση των αποταμιεύσεων με τις επενδύσεις. Ο αντίστροφος μηχανισμός προσαρμογής λαμβάνει χώρα όταν οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, ώστε στο τέλος η οικονομία να καταλήγει πάντα στην ισορροπία.

Όμως από τι καθορίζεται το φυσικό επιτόκιο στην LFT; Στα νεοκλασικά οικονομικά το επιτόκιο ορίζεται ως η αμοιβή για την αποχή από την κατανάλωση και αποτελεί μία πραγματική μεταβλητή. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό ως απόδοση, η οποία μάλιστα δεν διαφέρει σε τίποτα από τις υπόλοιπες αποδόσεις της αγοράς. Συνεπώς, προκύπτει ότι το φυσικό επιτόκιο καθορίζεται από τις πραγματικές δυνάμεις της οικονομίας και συγκεκριμένα από τη νεοκλασική Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου (ΟΑΚ). Επί προσθέτως, το πρώτο εξισώνεται με την δεύτερη, καθώς στη Νεοκλασική θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού, όλες οι αποδόσεις της αγοράς θεωρούνται ίσες. Ορισμένες εκδοχές των νεοκλασικών οικονομικών διατείνονται ότι αυτή η εξίσωση επιτυγχάνεται μόνο μακροχρόνια (Νόμος του Walras), ενώ κάποιες πιο δογματικές εκδοχές τους, υποστηρίζουν ότι λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως χρονικού ορίζοντα (Νόμος του Say).

Η δεύτερη αστική θεωρία επιτοκίου διατυπώθηκε από τον Keynes, ο οποίος όρισε το επιτόκιο ως την αμοιβή για την αποχή των ατόμων από τη ρευστότητα (και όχι από την κατανάλωση). Έπειτα, υποστήριξε ότι το επιτόκιο είναι μια νομισματική (και όχι πραγματική) μεταβλητή που καθορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστό. Αν και κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες ενστάσεις σχετικά με την εξωγένεια του χρήματος στην Κεϋνσιανή θεωρία, η επικρατέστερη γνώμη στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι ότι στη «Θεωρία Προτίμησης Ρευστότητας ή Liquidity Preference Theory (LPT)», η προσφορά χρήματος προσδιορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα, ενώ η ζήτηση χρήματος εξαρτάται θετικά από το εισόδημα και αρνητικά από το ονομαστικό επιτόκιο.

Επομένως, σε αντιπαραβολή με τη νεοκλασική LFT, ο Keynes έδωσε έμφαση στο ονομαστικό και όχι στο πραγματικό επιτόκιο. Αν και στη «Γενική Θεωρία» αναφέρεται η έννοια του φυσικού επιτοκίου (το επιτόκιο που επικρατεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης), ο Keynes τόνισε ότι η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση χρήματος σε αντιστοιχία με ότι συμβαίνει σε όλες τις άλλες αγορές του καπιταλισμού, αποτελεί περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα και μπορεί να επιτευχθεί υπό όρους και μόνο μέσω της ενεργής κρατικής παρέμβασης.

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Keynes, οι αγορές δεν μπορούν να εγγυηθούν την αυτόματη εξισορρόπηση της ΟΑΚ με το ονομαστικό επιτόκιο. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματά του Keynes στη «Γενική Θεωρία», ήταν ότι η ΟΑΚ εξαρτάται από το επιτόκιο και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, αν δεχτούμε ότι η ΟΑΚ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κεινσιανή εκδοχή του ποσοστού κέρδους (κάτι που θα αναλύσουμε περαιτέρω στη συνέχεια), ο Keynes αντέστρεψε το βέλος της αιτιότητας των νεοκλασικών, τοποθετώντας στο σημείο αφετηρίας του δικού του σχήματός το νομισματικό τομέα και όχι την πραγματική οικονομία.

Η τρίτη είναι η θεωρία που ανέπτυξε ο Marx στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της Μαρξιστικής (αλλά και της Κλασικής) Πολιτικής Οικονομίας από τα Οικονομικά, είναι ότι η πρώτη χρησιμοποιεί την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας (ΕΘΑ) ως το βασικό αναλυτικό και θεωρητικό της εργαλείο. Αν και με μία επιπόλαια ματιά θα έλεγε κανείς ότι η ΕΘΑ αφορά μόνο τον προσδιορισμό των τιμών των εμπορευμάτων στη σφαίρα της παραγωγής, στην πραγματικότητα αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η Μαρξιστική νομισματική ανάλυση.

Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μία έντονη συζήτηση ανάμεσα στους μαρξιστές οικονομολόγους με θέμα την ύπαρξη (ή μη) ενός φυσικού επιτοκίου στην ανάλυση του Marx. Από τη μία πλευρά, ο Shaikh διατείνεται ότι ο τόκος αποτελεί την τιμή παραγωγής του τραπεζικού τομέα και συνεπώς, το επιτόκιο εξισώνεται διακλαδικά με το γενικό ποσοστό κέρδους, ενώ από την άλλη, ο Fine υποστηρίζει ότι η έννοια του φυσικού επιτοκίου δεν υπάρχει πουθενά στην ανάλυση του Marx και ακόμα, ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό, κυρίως λόγω ορισμένων ιδιομορφιών του τραπεζικού κλάδου.

Αν και ένα τόσο σύνθετο ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί σε μία παράγραφο, φαίνεται πως τόσο η μία, όσο και η άλλη προσέγγιση έχουν δίκιο σε ένα μέρος τους και άδικο σε ένα άλλο. Αρχικά, ο Fine φαίνεται πως έχει δίκιο στο εξής. Στον Marx, το επιτόκιο εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο (ΔΧΚ). Εφόσον λοιπόν το ΔΧΚ δεν είναι εμπόρευμα, προκύπτει λογικά ότι το φυσικό επιτόκιο δεν είναι συμβατό με τη Μαρξική Θεωρία. Ωστόσο, από αυτό το συμπέρασμα δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό. Ειδικά αν το επιχείρημα για να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο είναι τα εμπόδια εισόδου στον τραπεζικό κλάδο, μάλλον πρόκειται για ένα αδύναμο επιχείρημα, καθώς ανάλογα (ίσως και ισχυρότερα) εμπόδια εισόδου μπορεί να εντοπίσει κανείς και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επίσης, στο θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο της ΕΘΑ, είναι εξίσου προβληματικό το να οριστεί μια φυσική τιμή για κάτι που καθορίζεται αμιγώς από τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και όχι από τις ώρες κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας.

Τέλος, για τον Marx ήταν ξεκάθαρο ότι το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, ο τόκος αποτελεί ένα μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής. Συνεπώς, το ανώτατό όριο του επιτοκίου δίνεται από το ανώτατο όριο της τελευταίας, δηλαδή από το γενικό ποσοστό κέρδους. Σχετικά με το κατώτατό όριο του επιτοκίου, ενώ θεωρητικά είναι το μηδέν, πρακτικά είναι πάντα ένας θετικός αριθμός που εξαρτάται από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο και τους συσχετισμούς δύναμης εντός της τάξης των καπιταλιστών.

Οι διαφορές της Marxικής από τις αστικές θεωρίες επιτοκίου

H ανάλυση του Marx διαφέρει τόσο από τη νεοκλασική LFT, όσο και από την Κεϋνσιανή LPT, πρώτα και κύρια στο ότι ο Marx δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου. Ουσιαστικά, η μόνη διαφορά του Keynes από τους Νεοκλασικούς, είναι ότι ενώ για τους δεύτερους η ισορροπία αποτελεί τη φυσική τάξη των πραγμάτων, για τον πρώτο είναι ένα ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται σχεδόν ποτέ χωρίς την κρατική παρέμβαση, λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών. Δηλαδή, η έννοια του φυσικού επιτοκίου υπάρχει και στον Keynes, απλά επικρατεί πιο σπάνια στο δικό του θεωρητικό σχήμα και για αυτό γίνεται δυσκολότερα διακριτή.

Φαινομενικά, η προσέγγιση του Marx δείχνει να έχει κάποια κοινά με την LFT, καθώς αμφότεροι εντοπίζουν σωστά πως η αιτιότητα ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς καλύτερα, θα εντοπίσει την εξής σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Για τη νεοκλασική θεωρία, το χρήμα είναι ένα πέπλο που λειτουργεί απλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Δηλαδή, στο νεοκλασικό σχήμα, οι νομισματικές μεταβλητές προσαρμόζονται παθητικά στις πραγματικές, χωρίς να τους ασκούν ουσιαστικά την παραμικρή επίδραση. Στον Marx αυτό δεν ισχύει, καθώς το χρήμα, ειδικά από τη στιγμή που λειτουργεί ως κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. Εδώ βέβαια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί παρά το ότι ο Marx αναγνώρισε ορισμένους βαθμούς ελευθερίας στο χρήμα, ταυτόχρονα παρέμεινε σταθερός στην αντίληψή του για την πρωτοκαθεδρία της σφαίρας της παραγωγής. Αν το παραλείψει κανείς αυτό, μπορεί πολύ εύκολα να μεταπηδήσει στη θεωρία της χρηματιστικοποίησης.

Μία εξίσου σημαντική διαφορά της LFT από τη Μαρξιστική θεωρία επιτοκίου, είναι ότι στην πρώτη, η πηγή του δανειακού χρηματικού κεφαλαίου είναι το απόθεμα των αποταμιεύσεων της οικονομίας. Αντιθέτως, στον Marx, είναι το αδρανές χρήμα που θησαυρίζεται συνειδητά στο παραγωγικό κύκλωμα από τους καπιταλιστές (για μια σειρά λόγους) και διοχετεύεται σε δεύτερο χρόνο στις τράπεζες (ή στο χρηματιστήριο). Οι αποταμιεύσεις διαφέρουν από το αδρανές χρήμα στο ότι ενώ οι πρώτες αποτελούν πραγματικό πλούτο, το δεύτερο είναι απλώς μία αδρανής χρηματική μάζα.

Η ουσία πίσω από αυτήν τη φαινομενικά μικρή διαφορά, είναι ότι μόνο ο Marx αναγνώρισε ότι η λειτουργία του θησαυρισμού είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες του χρήματος. Υποστήριξε μάλιστα ότι σε αυτήν τη λειτουργία μπορεί να οφείλεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στις συνολικές πωλήσεις και τις συνολικές αγορές και επομένως, η κατάρριψη του νόμου του Say. Αντιθέτως, τα νεοκλασικά οικονομικά δεν καταπιάνονται με το ζήτημα του θησαυρισμού. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νεοκλασική σχολή (όπως και η Κλασική Πολιτική Οικονομία) αποδέχτηκε το νόμο του Say, μένοντας πιστή στη δογματική της αντίληψη περί αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Προφανώς, ο θησαυρισμός όπως και κάθε άλλη πηγή ανισορροπίας δεν έχουν θέση σε ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο η ισορροπία είναι ότι το Κοράνι για τους Μουσουλμάνους και το Ευαγγέλιο για τους Χριστιανούς.

Σχετικά με τις διαφορές του Marx από τον Keynes, όπως αναφέραμε ήδη, στον δεύτερο το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από το ονομαστικό επιτόκιο και καταλήγει στην ΟΑΚ, δηλαδή ξεκινά από το νομισματικό τομέα και καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι σε αντιπαραβολή με το Marxικό ποσοστό κέρδους, η Κεϋνσιανή ΟΑΚ, ακόμα και αν δεχτούμε ότι αποτελεί τον πιο αντιπροσωπευτικό Κεϋνσιανό δείκτη κερδοφορίας, δεν εξαρτάται από τα δομικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή από τα συνολικά κόστη, τη συνολική υπεραξία και την παραγωγικότητα, αλλά από τις προσδοκίες για τη μελλοντική ζήτηση. Συνεπώς, διαφέρει ουσιωδώς από το Μαρξικό ποσοστό κέρδους.

Αν προεκτείνουμε τη θέση του Keynes, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι μία οικονομία μπορεί να λειτουργεί μόνιμα σε συνθήκες ικανοποιητικής κερδοφορίας, αρκεί οι ρυθμιστικές αρχές να διατηρούν ψηλά τη ζήτηση μέσω ενός χαμηλού επιτοκίου. Αυτή η αντίληψη είναι προβληματική τόσο θεωρητικά, όσο και εμπειρικά. Θεωρητικά, γιατί αν ήταν τόσο προφανής και εύκολη η λύση ώστε να αποφεύγει το σύστημα τις αλλεπάλληλες κρίσεις κερδοφορίας που το ταλαιπωρούν επανειλημμένα, θα την είχε ήδη εφαρμόσει. Εμπειρικά, γιατί στην πρόσφατη κρίση του 2007/8 η ζήτηση ήταν αρκετά υψηλή. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν βρίσκονταν εκεί.

Ο ισχυρισμός ότι ο νομισματικός τομέας καθορίζει τις εξελίξεις στην πραγματική συσσώρευση αν και επανεμφανίζεται στον Keynes με μία πιο συγκεκαλυμένη μορφή, υπήρχε ήδη από την εποχή του Marx. Μάλιστα, είναι αυτό που ο τελευταίος αποκάλεσε στο Κεφάλαιο «φετιχισμό του χρήματος». Σχετικά πρόσφατα μεταλλάχθηκε και πλέον φέρει τον τίτλο «θεωρία της χρηματιστικοποίησης». Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός είναι το ίδιο αδόκιμος με το να προτείνει κανείς το depon σε έναν ασθενή που πάσχει από εγκεφαλική ανεπάρκεια. Όπως το depon δεν λύνει, απλά μεταθέτει το πρόβλημα του ασθενούς, έτσι και το χρήμα δεν είναι σε θέση να γιατρέψει μία οικονομία που νοσεί από δομικά αίτια. Ακόμα και αν οι αρχές ρίξουν στον πάτο το επιτόκιο, ή ακόμα και αν τυπώσουν άφθονο χρήμα, οι επενδύσεις δεν πρόκειται να ανακάμψουν όταν η κερδοφορία του συστήματος είναι χαμηλή. Άλλωστε, αμφότερες οι λύσεις δοκιμάστηκαν και απέτυχαν ήδη αρκετές φορές, με πιο πρόσφατη περίπτωση την ποσοτική χαλάρωση που αποτέλεσε έναν συνδυασμό και των δύο. Μάλιστα πριν λίγους μήνες, ο Βαρουφάκης – μέσα στις απίστευτες παλινωδίες του – είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει την ποσοτική χαλάρωση ως την νέα προοδευτική νομισματική πολιτική par excellence (https://mera25.gr/gianis-varoufakis-mia-nomismatiki-politiki-pou-tha-anakoufize-tin-pleiopsifia-edo-kai-tora/ ). Σήμερα πάλι ουσιαστικά την καταγγέλλει καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτικής «που δηλητηρίασε τα λεφτά της Δύσης».

Τέλος, ενώ στον Keynes το επιτόκιο καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για χρήμα, στον Marx καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για ΔΧΚ. Εδώ συγκρούονται δύο ολότελα διαφορετικές θεωρίες χρήματος. Ενώ τόσο η Μαρξιστική θεωρία χρήματος όσο και η LPT αποδέχονται ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται και δανείζουν χρήματα, μόνο στον Marx το χρήμα λειτουργεί πρωτίστως ως κεφάλαιο. Για αυτό ο Marx ανέλυσε τις τράπεζες ως γνήσιες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασίες δανεισμού (και όχι μόνο) με σκοπό το κέρδος, ενώ ο Keynes τελικά δεν μπόρεσε να υπερβεί τη νεοκλασική αντίληψη των τραπεζών ως παθητικών  διαμεσολαβητών που απλά παρέχουν ρευστό στα άτομα. Ακόμα και η κεινσιανή ζήτηση χρήματος για κερδοσκοπικούς λόγους δεν προσιδιάζει στη Μαρξική λειτουργία του χρήματος ως κεφαλαίου.

Η θεωρία του επιτοκίου στο άρθρο «Let the Banks Burn»

Αφού έχει τεθεί το αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο στη συζήτηση, είναι πλέον εφικτό να αρχίσουμε να απαντάμε στο ερώτημα που θέσαμε.

Βάσει των όσων αναλύσαμε στην προηγούμενη ενότητα, η φράση περί επιτοκίου ισορροπίας στην αγορά χρήματος έχει Κεϋνσιανές καταβολές. Υπενθυμίζουμε εδώ πως στον Keynes, το επιτόκιο είναι νομισματική μεταβλητή και προσδιορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστότητα. Ωστόσο, υπάρχει η εξής λεπτή διαφορά. Ενώ για τον Keynes η ανισορροπία στην αγορά χρήματος αποτελούσε σχεδόν τον κανόνα λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών, στο άρθρο, οι σημερινές τραπεζικές αναταράξεις οφείλονται στις πολιτικές των κρατών και των Κεντρικών Τραπεζών μετά την κρίση του 2007/8, δηλαδή σε κάποια στρέβλωση της κατά τα άλλα εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την κρίση του 2007/8, η οποία εξίσου παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μίας στρέβλωσης, που απλά διέφερε σε επίπεδο μορφής.

Το επιχείρημα ότι οι κρίσεις είναι εξωγενείς επαναδιατυπώνεται λίγο πιο κομψά άλλη μια φορά στη συνέχεια του άρθρου. Συγκεκριμένα, ο αρθρογράφος αναφέρει ότι το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα σχεδιάστηκε για να μην είναι ασφαλές και ότι το τελευταίο αδυνατεί εκ γενετής να συμμορφωθεί στις κατά τα άλλα «εύρυθμες αγορές». Έτσι, ενώ για τον Keynes (που πλέον δεν θεωρείται και από τους πιο αριστερούς οικονομολόγους στην ιστορία της οικονομικής σκέψης) οι αγορές δεν ήταν ποτέ εύρυθμες, στο άρθρο, το πρόβλημα δεν είναι οι αγορές, αλλά οι θεσμοί και εν προκειμένω, οι τράπεζες. Η αναζήτηση των αιτιών μιας οικονομικής κρίσης σε παράγοντες έξω από το ίδιο το σύστημα, ήταν ανέκαθεν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής οικονομικής ανάλυσης.

Οι υποθέσεις της ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου με ότι αυτές συνεπάγονται για το επιτόκιο ισορροπίας, έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμα και από τους πιο επιφανείς αστούς οικονομολόγους. Χαρακτηριστικές είναι οι δουλειές των κατόχων Νόμπελ οικονομικών J. Stiglitz και R. Shiller σχετικά με την ασύμμετρη πληροφόρηση και την αστάθεια στις τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων που δεν εξηγείται από την Efficient Market Hypothesis (EFH). Συνεπώς, εδώ τίθεται εύλογα το εξής ερώτημα. Σε μία εποχή όπου ακόμα και οι κορυφαίοι θεωρητικοί του συστήματος αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η ανισορροπία στην αγορά χρήματος και οι τραπεζικές κρίσεις δεν αποτελούν απλές στρεβλώσεις των κατά τα άλλα εύρυθμων αγορών, πόσο αριστερό και ριζοσπαστικό είναι να υποστηρίζει κανείς το αντίθετο;

Τώρα ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο 2008 και ας υποθέσουμε ότι οι ρυθμιστικές αρχές μετά την κρίση άρχισαν να «σφίγγουνε τα λουριά» στις ιδιωτικές τράπεζες αντί να τις επιδοτούν συνεχώς και να τις επιτρέπουν να εφαρμόζουν τα σαθρά επιχειρηματικά τους μοντέλα. Θα ήταν άραγε αυτό αρκετό για να αποτρέψει τα όσα ακολούθησαν, καθώς και για να διατηρήσει το επιτόκιο στο επίπεδο της ισορροπίας;

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να επιδράσουν σημαντικά σε όλα τα επιτόκια των αγορών, κυρίως μέσα από τον προσδιορισμό του επιτοκίου βάσης. Ωστόσο, αυτός ο προσδιορισμός δεν είναι αυθαίρετος. Αντιθέτως, η κάθε Κεντρική Τράπεζα ως ρυθμιστής ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, οφείλει να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών, γιατί αν δεν το κάνει, είναι πολύ πιθανό να θέσει τις τράπεζες σε κίνδυνο. Αρκεί να σκεφτούμε ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στην οικονομία και τις τράπεζες αν η Κεντρική Τράπεζα δεν «έκοβε» φτηνό χρήμα σε συνθήκες κρίσης ώστε να εμποδίσει μια ολοκληρωτική κατάρρευση και αντίστοιχα, αν δεν αύξανε τα επιτόκια σε μία περίοδο υψηλής ζήτησης για δάνεια και τίτλους, ώστε να διατηρήσει το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής «φούσκας» σε κάποια σχετικά διαχειρίσημα όρια.

Συνεπώς, φαίνεται πως το επιτόκιο βάσης της Κεντρικής Τράπεζας εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο που με τη σειρά τους, εξαρτώνται από τη μέση κερδοφορία της οικονομίας. Αν για παράδειγμα η τελευταία είναι χαμηλή, αυτό θα προκαλέσει τη μείωση της ζήτησης δανείων (πρόκειται κυρίως για δάνεια που χρηματοδοτούν παραγωγικές επενδύσεις) και ταυτόχρονα, την αύξηση της προσφοράς δανειακού χρηματικού κεφαλαίου, καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δεν θα βρίσκουν επικερδή τοποθέτηση. Επομένως, θα διοχετεύονται στο τραπεζικό σύστημα αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Σε μία τέτοια συνθήκη, η Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει το επιτόκιο βάσης. Το αντίθετο θα συμβεί σε περιόδους άνθισης-υψηλής κερδοφορίας.

Έτσι, αν και οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν μία σχετική ισχύ, δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα την πορεία των επιτοκίων. Άρα, τα επιτόκια που επικράτησαν μετά το 2008, δεν προέκυψαν από τα «καμώματα» των Κεντρικών Τραπεζών ή από την ιδιαίτερη συμπάθειά που έτρεφαν για τις ιδιωτικές τράπεζες, αλλά διαμορφώθηκαν από τις δομικές αδυναμίες των παγκόσμιων οικονομιών και συγκεκριμένα, από τη χαμηλή κερδοφορία τους. Άλλωστε, αν ανατρέξει κανείς στα εμπειρικά στοιχεία, θα διαπιστώσει πως μετά από κάθε μεγάλη κρίση (και όχι μόνο μετά την κρίση του 2007/8) τα επιτόκια μειώνονται και δημιουργούνται συνειδητά εύθραυστα τραπεζικά μοντέλα για να «πάρουν μπρος» οι επενδύσεις και να «ξεμπουκώσει» το σύστημα.

Τέλος, η αντίληψη περί της ύπαρξης ενός ενιαίου επιτοκίου αποτελεί μία  υπεραπλούστευση. Στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών όπου οι αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, οι τιμές των μετοχών και των παραγώγων, οι αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης και τα spreads των δανείων και των ομολόγων κινούνται ανελλιπώς, η μόνη σταθερά είναι η διαρκής αλλαγή. Όχι μόνο δεν υπάρχει μία ενιαία απόδοση, αλλά όλες οι αποδόσεις τείνουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο η μία από την άλλη. Αυτή είναι μάλιστα και η άποψη του J.Tobin, ενός ακόμα νομπελίστα οικονομολόγου που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς ριζοσπάστη αριστερό, ο οποίος κατασκεύασε ένα οικονομικό μοντέλο με πολλά χρηματοπιστωτικά assets και τις αντίστοιχες αποδόσεις τους.

2. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ ή αλλιώς ο μάγος του Οζ σε νέες περιπέτειες

Με βάση την «περισπούδαστη» θεωρητική του ανάλυση ο Βαρουφάκης προχωρά στην βασική σπεσιαλιτέ του: την κατάθεση προτάσεων πολιτικής που κινούνται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ αποτελεί χαρακτηριστική τελευταία δημιουργία του.

Πάντα με «δημιουργική ασάφεια» (δηλαδή αναλυτικό χάος και πολιτικό τυχοδιωκτισμό) ταλαντεύεται ανάμεσα (α) σε ένα σύστημα διακανονισμού οφειλών στο δημόσιο και (β) ένα ψηφιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα ΣΔΙΤ (σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ εισηγείται την δημιουργία ενός ψηφιακού πορτοφολιού (δηλαδή ενός καταθετικού λογαριασμού) για όλους στην Κεντρική Τράπεζα. Το τελευταίο θα είναι κάτι σαν δωρεάν τραπεζικός λογαριασμός που θα δίνει στον κάθε πολίτη τη δυνατότητα να αποταμιεύει και να συναλλάσσεται χωρίς κόστος (δηλαδή χωρίς τις προμήθειες κλπ. των ιδιωτικών τραπεζών).

Στο βαθμό που το σύστημα αυτό περιορίζεται στο διακανονισμό οφειλών, τότε θα μπορούν να γίνονται αυτόματα συμψηφισμοί για δοσοληψίες με το Δημόσιο. Δύο ζητήματα εγείρονται εδώ. Πρώτον, τον αυτοματοποιημένο συμψηφισμό οφειλών και πληρωμών με το Δημόσιο μπορεί να το κάνει απλά η εφορία με ένα καλύτερο από το σημερινό ελεεινό σύστημα της. Δεύτερον όμως, και πιο σημαντικό, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία μετατρέπει την Κεντρική Τράπεζα από τραπεζίτη του Δημοσίου σε εμπορική τράπεζα (καθώς παίρνει καταθέσεις από τους πολίτες). Πρόκειται για ένα μυθοπλαστικό σχήμα σε συνθήκες καπιταλισμού ανάλογο με τις προυντονικές ονειροφαντασίες για «δημόσια τράπεζα». Η Κεντρική Τράπεζα (ιδιωτικής είτε δημόσιας ιδιοκτησίας) στον καπιταλισμό έχει ισολογισμό (δηλαδή κόστη και έσοδα) και επίσης αποκομίζει κέρδος. Ασχολείται με τις δοσοληψίες του Δημοσίου (αν και τις τελευταίες δεκαετίες πολλές από αυτές έχουν εκχωρηθεί στις ιδιωτικές τράπεζες). Οι εμπορικές τράπεζες (ιδιωτικές είτε δημόσιες) αναλαμβάνουν όλες τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Ουσιαστικά, όμως, αναλαμβάνουν – φυσικά έναντι αντιτίμου – να συλλέγουν αναξιοποίητα ρευστά διαθέσιμα και να τα διοχετεύουν στις καπιταλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτός ο «καταμερισμός εργασίας» είναι θεμελιακό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορεί να αναιρεθεί γιατί αλλιώς η τρίτη από τις βασικές κατηγορίες κεφαλαίου (παραγωγικό, εμπορικό, χρηματικό) ουσιαστικά καταργείται. Δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς αυτές τις τρεις βασικές κατηγορίες.

Αυτές οι αντιφάσεις και οι μυθοπλασίες φαίνονται ακόμη σαφέστερα στην περίπτωση του Βαρουφάκειου ψηφιακού χρηματοπιστωτικού ΣΔΙΤ. Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση, οι καταθετικοί λογαριασμοί των πολιτών είναι σε ψηφιακό νόμισμα. Ο Βαρουφάκης το μπερδεύει για να το κάνει πιο πικάντικο με το κρυπτονόμισμα. Πρόκειται για απίθανη ανοησία: το ψηφιακό νόμισμα είναι ένα κρατικό νόμισμα σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα που είναι ιδιωτικά «νομίσματα» (δηλαδή εργαλεία κερδοσκοπίας και απάτης). Όντως πολλές Κεντρικές Τράπεζες ετοιμάζουν ψηφιακά νομίσματα. Όμως δεν σκοπεύουν να αναλάβουν καταθέσεις από το κοινό, δηλαδή να βγάλουν στην ανεργία τις εμπορικές τράπεζες. Αντιθέτως, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία προτείνει να το κάνουν έτσι ώστε με αυτό το «πορτοφόλι» ψηφιακών νομισμάτων στην Κεντρική Τράπεζα οι πολίτες θα μπορούν να κάνουν δοσοληψίες. Ψευδώς ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται ότι αυτό δεν θα έχει κόστος. Και η Κεντρική Τράπεζα έχει κόστη και θα πρέπει να έχει έσοδα για να τα καλύπτει. Επιπλέον, στη Βαρουφάκεια μυθοπλασία χρειάζονται έσοδα για να μπορεί η Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει (και να διανέμει δωρεάν!!!!) δημόσια αγαθά. Από που μπορεί να προκύψουν τα έσοδα αυτά; Μία πιθανή λύση είναι είτε κάποια προμήθεια είτε η απόδοση ενός χαμηλότερου επιτοκίου από τον πληθωρισμό (δηλαδή η πληρωμή από τους πολίτες ενός κόστους για την εγγύηση των καταθέσεων).

Στο σημείο αυτό έρχεται η σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Εάν οι πολίτες θέλουν υψηλότερες αποδόσεις τότε θα μπορούν να πάνε στις ιδιωτικές τράπεζες όπου όμως μάλλον δεν θα υπάρχει η εγγύηση έστω και ενός τμήματος των καταθέσεων (όπως προβλέπεται για τις εμπορικές τράπεζες). Εδώ ο Βαρουφάκης απεκδύεται την Κεϋνσιανή λεοντή του και φορά το φράκο του Αυστριακού Νεοφιλελεύθερου. Ουσιαστικά, οι ιδιωτικές τράπεζες της μυθοπλασίας του προσιδιάζουν στις επενδυτικές τράπεζες (investment banks) που οι Κεϋνσιανοί φίλοι του κατάγγειλαν ως τους βασικούς ενόχους της κρίσης του 2007/8.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς σε αυτήν την πρόταση είναι ότι ο ριζοσπαστισμός της φτάνει μέχρι ένα σημείο. Αυτό το σημείο είναι η αντικατάσταση του σημερινού ιδιωτικού και εκμεταλλευτικού τραπεζικού συστήματος από ένα νέο, φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει τον πρώτο λόγο, χωρίς όμως να παύσουν να λειτουργούν οι ιδιωτικές τράπεζες. Δηλαδή, ο ριζοσπαστισμός του άρθρου δεν φτάνει καν στο σημείο να προτείνει την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό (για κοινωνικοποίηση φυσικά ούτε λόγος). Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και η πρότασή για διάλυση των ιδιωτικών τραπεζών δεν είναι εντελώς καινοτόμα. Υπέρμαχοι αυτής της αντίληψης ήταν ορισμένοι οικονομολόγοι της Αυστριακής Σχολής που ως γνωστόν, ούτε οι ίδιοι θα χαρακτήριζαν ριζοσπάστες τους εαυτούς τους.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η πρόταση για ένα φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα παραγνωρίζει το εξής. Στον καπιταλισμό, η τραπεζική είναι μια ακόμα «μπίζνα» που σαν όλες τις άλλες, αποσκοπεί στο κέρδος και όχι στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αυτό δεν αλλάζει είτε αναφερόμαστε στην ιδιωτική τραπεζική, είτε στην Κεντρική Τράπεζα. Ο σκοπός ύπαρξής του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του, είναι να μειώσει τα διαφόρων ειδών κόστη του παραγωγικού κυκλώματος και να συμβάλλει στην επέκταση της συσσώρευσης, μέσω της συγκέντρωσης και έπειτα της μετατροπής ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους του χρήματος σε χρηματικό κεφάλαιο. Για τις χρήσιμες υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες στο σύστημα, αμείβονται πολλές φορές γενναιόδωρα με ένα σημαντικό κομμάτι της υπεραξίας. Με λίγα λόγια, το τραπεζικό σύστημα στον καπιταλισμό διευκολύνει και εξυπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Ως φυσικό επακόλουθο, η Κεντρική Τράπεζα όντας ο βασικός παίχτης ενός τέτοιου συστήματος, δεν θα μπορούσε να διαφέρει και πολύ από αυτό. Οι κεντρικές τράπεζες είναι μεταγενέστερες των ιδιωτικών τραπεζών κι όπως ισχύει και για τις δεύτερες, έτσι και οι πρώτες, δεν επιβλήθηκαν από ορισμένες δυνάμεις έξωθεν του συστήματος, ούτε «εφευρέθηκαν» μια μέρα ξαφνικά από κάποιες διάνοιες, αλλά αποτέλεσαν τα γνήσια τέκνα μιας οικονομικής αναγκαιότητας. Αυτή η αναγκαιότητα έγκειται στη ζωτική σημασία της ύπαρξης μιας «τράπεζας των τραπεζών» που θα διαχειρίζεται κεντρικά και θα ελέγχει ολόκληρο το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα, φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία του. Η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών συνδέεται άρρηκτα με την προσπάθεια μεγιστοποίησης των τραπεζικών κερδών και ταυτόχρονα, με την ελαχιστοποίηση του ρίσκου της χρεοκοπίας.

Σε αυτό το πλαίσιο «ναυαγεί» και η πρόταση διάθεσης των εσόδων της Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά δημοσίων αγαθών, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα προκύπτουν αρκετά έσοδα για την Κεντρική Τράπεζα από μία τέτοια δραστηριότητα. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως ούτε καν το πιο «φιλολαϊκό» αστικό κράτος (πόσο μάλλον μία καπιταλιστική Κεντρική Τράπεζα) δεν χρησιμοποίησε ποτέ τα έσοδά του αποκλειστικά για τέτοιου είδους σκοπούς.

Έστω τώρα ότι παραλείπουμε όλα τα παραπάνω μαζί με τη χρήση του όρου «πολίτες», με την οποία η διάκριση της κοινωνίας σε τάξεις πάει περίπατο και υποθέτουμε ότι από αύριο αρχίζει να ισχύει το οικονομικό καθεστώς που προτείνεται στο άρθρο. Με ποιον τρόπο πρόκειται να επιλυθεί η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας (πλούσιων και φτωχών αν προτιμάτε); Απλώς οι πακτωλοί χρημάτων που κερδίζουν οι «πλούσιοι» από την εκμετάλλευση των «φτωχών» δεν θα φυλάσσονται πια στις ιδιωτικές τράπεζες και δεν θα αλλάζουν χέρια με τη μεσολάβησή των τελευταίων, αλλά θα διακρατούνται στα λογιστικά βιβλία μίας Κεντρικής Τράπεζας και θα κυκλοφορούν με τη δική της διαμεσολάβηση. Επίσης, εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αν μειωθούν τα κόστη συναλλαγών και διακράτησης χρήματος, το πιο πιθανό είναι να αυξηθεί περισσότερο η μάζα των κερδών και λιγότερο το εισόδημα των φτωχών.

Επιπλέον, όσο οι «πλούσιοι πολίτες» εξακολουθούν να έχουν το περιθώριο επιλογής όσον αφορά την αξιοποίηση  των αδρανών χρημάτων τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές κερδοφόρας τοποθέτησής τους, ακόμα και αν αυτά τα χρήματα είναι εξασφαλισμένα σε κάποια κρατικά λογιστικά βιβλία. Μία από αυτές τις πηγές θα είναι και οι ιδιωτικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θα δίνεται στους πλούσιους «πολίτες» η δυνατότητα να επενδύσουν σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εισπράττοντας μία ικανοποιητική απόδοση, είναι αρκετά δύσκολο έως απίθανο οι τελευταίοι να επιλέξουν αντί αυτού το θησαυρισμό σε έναν λογαριασμό σχεδόν μηδενικής απόδοσης. Έτσι, οι ιδιωτικές τράπεζες θα ξαναχτιστούν από μόνες τους, πριν καν προλάβουν να γκρεμιστούν.

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ διαπνέεται από μία καραμπινάτη αντίφαση τυπικής λογικής. Ενώ ορίζεται στα λόγια ως ένα απλό εργαλείο που θα μειώνει τα κόστη των συναλλαγών, όταν στη συνέχεια αναλύεται το πως θα λειτουργεί στην πράξη, εισάγεται από την πίσω πόρτα ένας μηχανισμός αυτόνομης δημιουργίας χρήματος σε εθνικό επίπεδο. Το τελευταίο φαίνεται ολοκάθαρα στο παρακάτω απόσπασμα:

Με το ΔΗΜΗΤΡΑ η Πολιτεία θα είναι σε θέση, με το πάτημα μερικών κουμπιών, να πιστώνει τους λογαριασμούς ΛΠΔ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, π.χ. ΑμεΑ, χαμηλοσυνταξιούχους, άνεργους, κ.λπ., υπερβαίνοντας τη δημοσιονομική ασφυξία, και άρα ανακτώντας βαθμούς δημοσιονομικής ελευθερίας.

Άρα, μέσω του ΔΗΜΗΤΡΑ δεν θα μεταφέρονται απλά χρήματα από τον έναν λογαριασμό στον άλλο χωρίς κόστη συναλλαγών, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα στην Ελλάδα να ασκεί δική της οικονομική πολιτική.

Είναι γνωστό ότι το δεύτερο είναι ανεδαφικό (τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα), καθώς όσο η Ελλάδα βρίσκεται στην Ευρωζώνη, δεν έχει το παραμικρό περιθώριο άσκησης ανεξάρτητης δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ελέγχει τα ελληνικά δημόσια κονδύλια (τα οποία είναι δεσμευμένα για κάμποσα χρόνια λόγω των μνημονίων που υπέγραψε και ο ίδιος ο Βαρουφάκης) και ταυτόχρονα εποπτεύει το εγχώριο ιδιωτικό τραπεζικό μας σύστημα μέσω διαφόρων ρυθμιστικών κανόνων.

Αν και εφόσον αποκτήσουμε το «εκδοτικό προνόμιο», δηλαδή το δικαίωμα να «κόβουμε» δικό μας χρήμα, αυτό θα σημάνει αυτόματα την έξοδο μας από την Ευρωζώνη. Αυτά τα δύο μαζί εξ ορισμού δεν συμβαδίζουν. Οπότε, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί το εξής. Το κείμενο τελικά μιλάει για έξοδο από την Ευρωζώνη ή για παραμονή στο ευρώ με λιγότερα κόστη συναλλαγών, χωρίς όμως να έχουμε δικό μας νόμισμα;

Επομένως, το λιγότερο που οφείλει να κάνει ο Βαρουφάκης, είναι να πει καθαρά στον ελληνικό λαό χωρίς περιστροφές, εξυπνακισμούς και ψευδοεπιστημονική ορολογία εάν πρόκειται για έξοδο από την ευρωζώνη και εθνικό νόμισμα ή εάν πρόκειται απλά για μία μικρή τροποποίηση στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Δεν γίνεται να είναι κανείς και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα.

Στην δεύτερη περίπτωση (δηλαδή της εντός της Ευρωζώνης δημιουργίας ενός συστήματος πληρωμών) προκύπτουν επιπρόσθετα ζητήματα.

Έστω ότι η ΔΗΜΗΤΡΑ «είναι μια ηλεκτρονική πλατφόρμα για να κάνουμε συναλλαγές αντί να πληρώνουμε τις τράπεζες. Πλατφόρμα συναλλαγών είναι, όχι νόμισμα! Δεν σχεδιάζουμε να βγούμε από το ευρώ αλλά είμαστε έτοιμοι να νομοθετήσουμε όλα εκείνα που χρειάζεται για να ορθοποδήσει η κοινωνία και η χώρα.»

Τότε, εφόσον εξακολουθούμε να είμαστε στην Ευρωζώνη, τα επιτόκια δανεισμού όπως και τα επιτόκια καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα, θα καθορίζονται από το EURIBOR όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, που σημαίνει ότι και να θέλει η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα να θέσει εξωγενώς ένα εντελώς δικό της επιτόκιο καταθέσεων (άμεσο ή έμμεσο), δεν θα μπορεί να το κάνει, αν δεν το επιτρέψει πρώτα η Ευρωζώνη.

Λίγο παρακάτω προκύπτει μία νέα πολύ σημαντικότερη αντίφαση που αφορά τα οικονομικά παρελκόμενα του προγράμματος ΔΗΜΗΤΡΑ στο πλαίσιο λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς με εθνικό νόμισμα. Το κείμενο αναφέρει ότι:

«το ΔΗΜΗΤΡΑ σου εξασφαλίζει φοροαπαλλαγές που ισοδυναμούν με επιτόκιο ψηλότερο από εκείνο που σου προσφέρει η τράπεζά σου.»

Παράλληλα, στο άρθρο «Let the Banks Burn», υπάρχει το εξής απόσπασμα:

«Η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία που βασίζεται στο ψηφιακό νέφος για να παρέχει δωρεάν ψηφιακές συναλλαγές και αποταμιεύσεις σε όλους, με τα καθαρά της έσοδα να πληρώνουν για βασικά δημόσια αγαθά»

Έχουμε και λέμε. Αν ισχύουν και οι δύο προτάσεις ταυτόχρονα, αυτό συνεπάγεται ότι η κρατική κεντρική τράπεζα θα εισπράττει τα έσοδά της από τις καταθέσεις των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κάνουν ανάληψη ένα σημαντικά υψηλότερο ποσό, όποτε αυτοί το επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, το κράτος θα έχει σοβαρά έξοδα, καθώς με τα χρήματα που θα συλλέγει, θα αγοράζει δημόσια αγαθά με σκοπό να τα παρέχει στο λαό.

Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς ότι ένα τέτοιο επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο στο καπιταλιστικό σύστημα, είτε εφαρμόζεται από κρατικές, είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για να το πούμε απλά, φανταστείτε μία επιχείρηση που αντλεί κεφάλαιά αποκλειστικά από τους μετόχους της, στους οποίους δίνει ένα αρκετά υψηλό μέρισμα, χωρίς μάλιστα να ασκεί η ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα ώστε να μπορεί να υποστηρίξει το spread ανάμεσα στο συνολικό μέρισμα και την αρχική τοποθέτηση του κεφαλαίου. Είναι πασιφανές ότι μία τέτοια επιχείρηση θα «μπει μέσα» πριν καλά-καλά ανοίξει.

Ας παραλείψουμε όμως και αυτήν την αντίφαση και ας υποθέσουμε ότι το παραπάνω μοντέλο είναι οικονομικά βιώσιμο. Σύμφωνα με το κείμενο:

«Έτσι, η μερική μεταφορά χρημάτων στο ΔΗΜΗΤΡΑ θα δώσει κίνητρο στις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειές τους, να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων και, γενικότερα, να πάψουν να εκμεταλλεύονται τους μικροκαταθέτες πελάτες τους.»

Δηλαδή, με τις υψηλότερες αποδόσεις που θα προσφέρει το ΔΗΜΗΤΡΑ, θα κερδίσει ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς/πελατών από τις ιδιωτικές τράπεζες, πράγμα που θα αναγκάσει τις τελευταίες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεών και να μειώσουν τις προμήθειές τους. Με αυτόν τον τρόπο όμως, το ποσοστό κέρδους του τραπεζικού κλάδου στο σύνολό του, θα πέσει κάτω από το μέσο ποσοστό κέρδους της οικονομίας.

Ωστόσο, όσο υπάρχει καπιταλισμός και ισχύει η αρχή του ανταγωνισμού το κεφάλαιο διαρκώς μεταφέρεται από τους κλάδους με τη χαμηλότερη στους κλάδους με την υψηλότερη κερδοφορία, αναζητώντας μεγαλύτερες αποδόσεις. Έτσι, σε αυτήν την περίπτωση θα λάβει χώρα μία μαζική αποεπένδυση από τον τραπεζικό κλάδο, με αποτέλεσμα τα επιτόκια των καταθέσεων να επιστρέψουν (και μάλιστα αρκετά σύντομα) στο αρχικό τους επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν το ΔΗΜΗΤΡΑ.

Η ουσία είναι ότι στην ελεύθερη αγορά, όπως ισχύει ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να αποσπά διαρκώς ένα μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από το μέσο, λόγω του ανταγωνισμού, ισχύει επίσης ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να λειτουργεί συστηματικά με ένα χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό κέρδους. Αν και το κράτος επιδρά στον ανταγωνισμό, ο κανόνας είναι ότι μακροπρόθεσμα και ως τάση, τα ποσοστά κέρδους των επιμέρους κλάδων τείνουν να εξισωθούν. 

3. Συμπεράσματα

Τις περισσότερες φορές ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με φωνές, συνθήματα, ύβρεις και επίκληση στο συναίσθημα. Σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτικάντηδες και καριερίστες που χτίζουν ονόματα και περιουσίες σε βάρος του λαού, τα επιστημονικά επιχειρήματα και οι εποικοδομητικές διαφωνίες σπανίζουν.

Το βασικό συμπέρασμα του παραπάνω κειμένου είναι ότι από επιστημονικής πλευράς, οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο «Let the Banks Burn» όπως και οι αντίστοιχες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αποτελούν ένα μείγμα αστικών-συστημικών θεωριών, με κυρίαρχη τη Νέα Κεϋνσιανή αντίληψη (δεξιός Κεϋνσιανισμός), αλλά και με έντονα τα στοιχεία τόσο της Νεοκλασικής, όσο και της Αυστριακής οικονομικής σκέψης, ειδικά σε επιμέρους σημεία. Το γενικό πνεύμα του άρθρου, είναι ότι οι εύρυθμες αγορές μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό, αρκεί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη λειτουργία τους διάφορες στρεβλώσεις, όπως είναι οι ταξικά μεροληπτικές ρυθμιστικές αρχές, ή οι άπληστες και διεφθαρμένες ιδιωτικές τράπεζες. Για να αποφευχθούν αυτά τα εμπόδια, προτείνεται η δημιουργία ενός δήθεν φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος με σπονδυλική στήλη την Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα συνυπάρχει αρμονικά με τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, υποστηρίζουμε τα εξής. Εύρυθμες αγορές με κερδισμένες και τις δύο τάξεις της κοινωνίας δεν υπήρξαν και δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ. Στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, οι τράπεζες θα αποτελούν πάντα καπιταλιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, ενώ η Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων τους. Συνεπώς, το βασικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς τη βέλτιστη μορφή τραπεζικής διαχείρισης μέσα στον καπιταλισμό, αλλά το να επιλέξει αν θα πρέπει να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στις τράπεζες ή αν θα πρέπει οι τελευταίες να βρίσκονται κάτω από κοινωνικό έλεγχο, κάτι που φυσικά προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας.

Το τελευταίο όμως δεν είναι υπόθεση που αφορά συστημικούς διάττοντες αστέρες σαν τον Βαρουφάκη ούτε τους πολιτικά πειναλέοντες ψευδο-αριστερούς συνοδοιπόρους του. Αυτή είναι υπόθεση του κόσμου της εργασίας και της ανατρεπτικής Αριστεράς (δηλαδή της μόνης Αριστεράς που είναι άξια του ονόματος της).

https://www.researchgate.net/publication/370498147_To_schedio_DEMETRA_kai_oi_oikonomikes_kai_politikes_alchemeies_tou_GBarouphake

https://www.academia.edu/101222951/%CE%A4%CE%BF_%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF_%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%91_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BF%CE%B9_%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B1%CE%BB%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%93_%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%86%CE%AC%CE%BA%CE%B7

Advertisement

Destroy ‘creative ambiguity’ in order to change the world – Against Varoufakis’ conformist sci-fi

Destroy ‘creative ambiguity’ in order to change the world

Stavros Mavroudeas

Professor of Political Economy

Panteion University

In a recent (much publicized by systemic circles) article, G. Varoufakis, referring to the current international banking turmoil, uttered the supposedly radical slogan ‘let the banks burn’. Of course, G. Varoufakis is not famous for the coherence of his economic analyses. As he has described himself, he is a fairy tale creator impersonating an economist. This article fully falls within this rule.

Moreover, Varoufakis’ political views vary – many times simultaneously – from radical (but never really left-wing) to blatantly conservative. Recently, for purely opportunistic electoral reasons, he professes a ‘left’ turn. In his recent masquerade he found only a few willing and equally opportunist accomplices but their electoral success is still hanging in the balance. Of course, as in his scientific analyses, ‘creative ambiguity’ (which is synonymous with opportunism and unreliability) is the hallmark of his supposedly radical political turn.

What exactly does G. Varoufakis propose with his call for letting the banks to burn?

It is a bit complicated (but not difficult) to trace his theoretical perspective. Putting aside an older bogus self-description that he is an ‘erratic Marxist’ (as he is too erratic to be a Marxist), he once again proves himself to be a superficial Keynesian. He blends this perspective with the erroneous theory of financialization (that is the thesis that today there is a new capitalism dominated by bankers who usuriously exploit both workers and entrepreneurs). Characteristically, in a solitary class reference, G. Varoufakis argues that the class of ‘creditors and banks’ tightens the noose around the neck of society as a whole.

He then attributes the contemporary financial problems to government policy that ‘poisoned the money of the West»’ by (a) not having a single’», i.e., fail). It does not take deep political-economic knowledge to know that, at the level of economic policy, there has never been a single nominal interest rate but that states conduct monetary policy by intervening in interest rates. At the level of general theory, it would be interesting if G. Varoufakis clarified how – in his opinion – is determined a market-clearing interest rate in capitalism. Is it a purely monetary quantity equating the money supply with the peculiar Keynesian demand for money (which depends on the psychologically determined demand for liquidity)? Is it a natural rate of interest as the Neoclassicals claim? Or is it the balance between the demand for and the supply of loanable capital, but limited by the rate of profit, as Marxism asserts? But these questions are fine print for G. Varoufakis.

On more practical matters, Varoufakis’ view that the banks should be allowed to go bankrupt is something hardly novel. The dogmatically Neoliberal Hayekians are constantly voicing it.

Subsequently, G. Varoufakis indulges as usual in science fiction projects. He proposes closing down private banks (?) and creating (a) a digital currency by the Central Bank (obviously, in the european case, the ECB as for Varoufakis exiting the euro is a disaster and only realistic European disobedience saves!!!) and (b) a digital wallet based on blockchain technology (not to forget his earlier involvement with the dirty world of cryptocurrencies). Citizens will keep full-guaranteed deposits there. If they want to have a return on their deposits, then they could – assuming the risk of bankruptcy – place them in investment banks (?). Such a banking system is capable of ‘complying with the rules of an orderly market’ (as Varoufakean radicalism can only go so far).

He ignores of course that the financial system in capitalism exists to channel capital to capitalists and not to serve small depositors. And that money capital does not do this mediation for free.

But even if the Central Bank undertakes the collection of funds, it does not do so for free either. Where will it make profits to buy public goods (as Varoufakis benevolently but obscurely suggests)? If it gives a lower interest rate (as a risk premium) and/or imposes a higher seigniorage then it will exploit the depositors.

Varoufakis’ subsequent heated argument with the more Neoliberal cryptonomists about ‘big brother’ and the proposal for a legacy monetary oversight committee is unworthy of serious discussion.

The epilogue of Varoufakis’ article is revealing: he equates miners with bankers as harmful recipients of subsidies from society. Excellent class perspective indeed!!

But the most essential problem of Varoufakis’ science fiction is the ignorance (?) of the relationship of the financial system with production and real accumulation. In the financialisationist high clouded cuckoo land, the interest rate is pure usury that has nothing to do with the rate of profit.

On the contrary, Marxism aptly shows that interest is part of the surplus-value created by the workers, appropriated by the industrial capitalists, and redistributed among the latter and the money capitalists. Today’s financial turmoil is due to the inability to increase profitability which, in turn, limits the income of the financial system and leads to the collapse of the capitalist structure of debt and fictitious capital. Capitalism responds to this problem by supporting strategically important capital (as the big banks) and increasing the exploitation of labor.

For the labour movement and the real Left this is the main front and not the search for utopian banking reforms that only cause confusion and misdirection. Against the ‘creative ambiguity’ of the fellow-travelers of bourgeois politics, the transitional program of the real Left gives clear and adequate answers.

Bank failures: The specter of crisis once again looms over capitalist economies

Bank failures: The specter of crisis once again looms over capitalist economies

S. Mavroudeas

Department of Social Policy

Panteion University

THE BANKRUPCIES

On 10/3, California-based Silicon Valley Bank (SVB) became the largest bank to fail since the financial crisis of 2008. It was the 16th largest US commercial bank. It specialized in transactions with technology and healthcare companies and particularly in investments in start-up companies.

SVB’s bankruptcy was triggered by significant losses on corporate securities it had lent to. In order to diminish losses SVB bought US state debt titles. However, Fed’s policy of raising interest rates diminished the market value of these titles. SVB was then in a conundrum. It tried to cover losses with an equity raise, but that caused panic among the major California tech companies that kept their cash in SVB. The result was that instead of raising capital, SVB faced a typical bank run. Its stock collapsed, dragging that of other banks down with it. Trading in its stock was halted and efforts to raise capital or find a buyer failed, leading to the US Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC) taking control of it. The latter is an independent government agency that insures bank deposits and supervises financial institutions. It will liquidate the bank’s assets to repay its customers, including depositors and creditors.

The SVB bankruptcy is not an isolated incident. It was preceded by another crack in the financial system in the sinful sector of cryptocurrencies. Cryptocurrency bank Silvergate went bankrupt after prices and trading of bitcoin and other cryptocurrencies collapsed (8/3/2023). In addition, the collapse of SVB was quickly followed (12/3/2023) by the closure of Signature Bank, a lender to the cryptocurrency sector. During the following days a number of other financial institutions came to the fore as ‘toxic’ (i.e. in danger of going under); the Credit Suisse being the more prominent of them. In all cases there was concerted efforts to devise plans to solve them.The crucial point in all these cases is not that salvation plans were devised but the high frequency of bankruptcies or near-bankruptcies in a limited time-period. Another crucial point is that the specific mechanisms of each case differ: from start-up financing (in the case of the SVB) to the cryptocurrencies (in the case of Silvergate) and to the more traditional causes (in the case of Credit Suisse). All these point towards a general malaise and not to isolated specific cases (as some Mainstream commentators tried to argue initially).

FEARS OF A DOMINO EFFECT AND IMMEDIATE POLICY REACTIONS

These events have caused fears in all the main political-economic decision centers of the capitalist system about triggering a chain (domino) of bankruptcies. Their reactions, as usual, are a combination of ostrich and alertness.

The EU and the UK were quick to say they were little affected by the events. At the same time, however, the English branch of SVB is literally being sold for peanuts.

On the contrary, the USA activated a series of available tools (overt and covert) to neutralise the danger of the domino. In addition to reassuring statements and influencing public sentiment, the Treasury Department, the FDIC and the Fed announced a new Bank Financing Program (BTFP), which offers loans of up to one year to institutional institutions against bonds and certain other collateral. Collateral will be taken at face value rather than market prices, avoiding forced sales in response to the fear of bankruptcy. In addition, the deposits of the two insolvent banks (including those above the institutional limit of USD 250,000) were guaranteed. Also, regulators are mussing over the introduction of new tests and requirements for bank solvency.

These moves aim to avoid panic in the international money and capital markets in the aftermath of the bankruptcies. A general panic would cause an uncontrolled avalanche and possibly a crash. Capitalist decision-making centers have enough experience – if conditions and time permit – to avoid such avalanches. But what they fail to achieve is to resolve the deeper contradictions of the system that give birth to them.

THE LITMUS TEST OF PROFITABILITY

Within Mainstream Economics and the ruling classes’ decision centres the bankruptcies fomented already raging controversies. Two are the main focal points of these controversies. First, social-liberal views blame Trump’s deregulation of the financial system (the withdrawal of the Dodd-Frank Act in 2018), which loosened supervision over banks. They maintain that with more financial regulation bankruptcies would be avoided. Second, proponents of looser monetary policy (supported by private markets that are panicking) argue that rapid interest rate hikes stifle business and demand a pose.

These are myopic quarrels that turn a blind eye to the insurmountable fundamental contradictions of capitalism. Marxist Political Economy aptly places at the core of these capitalist problems the long-term falling profitability trend that haunts the very DNA of capitalism. This position is again confirmed in today’s bankruptcies. Contrary to the frivolous financialization theories, the financial system has never cut its umbilical cord with capitalist profitability. Interest (financial sector’s revenues) are part of surplus-value (and hence a deduction from enterprises’ profit). Hence, once again – contrary to the ‘financialisationist’ naïvetés – the falling profitability causes financial bankruptcies. Interestingly, in the current situation takes the form of a very dangerous duo: falling profits and falling business asset prices due to rising interest rates. This configuration increases vertically the danger of an impending recession.

The beginning of the 21st century is already marred by the increasing occurrence of capitalist crises. After the 2008 crisis (with its double dip), the COVID-19 health-cum-economic crisis followed. Both were associated with a serious decline of capitalist profitability. After the pandemic crisis, profitability recovered quickly once the economy restarted. But the recovery did not fully cover the losses of the crisis. Moreover, it quickly stumbled again upon the overaccumulation of capital (i.e. the existence of a big proportion of non-viable under current conditions capitalist firms). This was aggravated by the specific contours of the contemporary eruption of inflation that increased production costs. Thus, even Mainstream entities (e.g. JP Morgan) estimate that profitability is back on the decline.

As mentioned above, inflation further complicates the situation. Anemic capitalist growth produced real (and not merely monetary) causes for price increases. These were exacerbated by the systematic increase in corporate profit margins through mild price increases (i.e. profit inflation). But this trick quickly became uncontrollable, due to the intensifying imperialist conflicts and the inability to further increase the exploitation of labor. The former fragment production chains and increase costs.

The increase of the ‘zombie companies’ (firms which cannot cover debt servicing costs from current profits over an extended period) is an indicative sign of this situation. Contrary to previous Mainstream assertions (e.g. https://www.federalreserve.gov/econres/notes/feds-notes/us-zombie-firms-how-many-and-how-consequential-20210730.html ) this cohort is on the rise. What is also worrying is the fact that – contrary to Mainstream beliefs – these ‘zombie companies’ do not disappear quickly but rather manage to survive despite their precarious condition. The prevalence of ‘zombie companies’ has ratcheted up after the 1974-5 global crisis. What made them more long-lived during the last years is the persistence on low interest rates. The unconventional monetary policy (i.e., quantitative easing (QE)), gave further lease of life to these companies which would otherwise have been long buried. The current bout of inflation puts their existence at risk as central banks raise interest rates.

Capital faces further complications in the current situation. The emergence of a tight labour market (at least for several sectors of the economy) implies that capital cannot easily reinvigorate the increase of labour exploitation (the rate of surplus-value) as a counter-acting force in the decline of the profit rate. The ‘great resignation’ (fewer people working, that is a smaller workforce) and the ‘quiet quitting’ (meaning workers seeking fewer hours of work) means that – under the current conditions of work and pay – capital cannot easily employ methods of relative and absolute surplus-value extraction. This condition is expressed in the chronically low productivity.

CAPITAL’S POLICY CONUNDRUM

Thus, the system faces the duet of low profitability and high inflation.

It seems that – at least currently – the main capitalist political-economic decision centres prioritise the fight against inflation. Hence, they increase interest rates. But this further worsens the profitability of enterprises. In such a situation the financial sector is much more vulnerable. It depends on the profitability of productive enterprises, which is falling. It is over-extended due to years of expansive fictitious capital operations (which depend upon credit expansion). At the same time, its assets are depreciated due to rising interest rates. Additionally, perverse phenomena appear; like the inverted yield curve (an unusual state in which longer-term debt instruments have a lower yield than short-term ones). This combination leads the most exposed banks to bankruptcy.

Probably capitalist political-economic decision centres expect that the rhythm of bankruptcies will be low and spread over time. Hence, they could face each one separately and without them resulting in a domino.

However, history has shown that capitalism is not an easily controlled system even by its most experienced managers. The current bout of financial bankruptcies is only the tip of the iceberg. The deep structural contradictions of the capitalist system – expressed fundamentally in the falling profitability – lay beneath the surface. And the capitalist system seems increasingly incapable of resolving them.

Μνήμη Victoria Chick

Μνήμη V.Chick

Την 15η Ιανουαρίου 2023 αποβίωσε στο Λονδίνο σε ηλικία 87 ετών η Victoria Chick, μία εμβληματική μορφή του μετα-Κεϋνσιανού ρεύματος.

Γεννημένη στο Berkeley της Καλιφόρνια το 1936 σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και στη συνέχεια στο London School of Economics. Μετά τις σπουδές της, το 1963, εκλέχθηκε διδάσκουσα στο University College London (UCL) όπου και παρέμεινε μέχρι την συνταξιοδότηση της, το 2021, αλλά και στην συνέχεια ως ομότιμη καθηγήτρια. Παρέμεινε ενεργή μέχρι το τέλος της ζωής της συμμετέχοντας σε πολλά συνέδρια, δίνοντας διαλέξεις και συγγράφοντας μελέτες.

Μέσα από τις σπουδές και την ερευνητική δράση της, η Victoria Chick προσελκύσθηκε στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της Κεϋνσιανής παράδοσης και στη συνέχεια αποτέλεσε βασική εκπρόσωπο τους. Συμμετείχε στις συναντήσεις του 1971 που συγκλήθηκαν από τον Paul Davidson και όπου η Joan Robinson πρότεινε το όνομα μετα-Κεϋνσιανισμός σαν τίτλο της κοινής τους προσέγγισης που την διαφοροποιούσε τόσο από τον επίσημο Κεϋνσιανισμό όσο και από τη Νεοκλασσική προσέγγιση και τον ήδη αναδυόμενο Νεοφιλελευθερισμό. Η V.Chick συνέβαλε ιδιαίτερα στο ρεύμα αυτό ήδη με το πρώτο σημαντικό έργο της, την «Θεωρία της Νομισματικής Πολιτικής» (The Theory of Monetary Policy) που δημοσιεύτηκε το 1973. Στο έργο αυτό επέκρινε τόσο τον παραδοσιακό Κεϋνσιανισμό (που αποτυπώνεται στο υπόδειγμα IS-LM) όσο και τον Μονεταρισμό (δηλαδή το πρώτο Νεοφιλελεύθερο ρεύμα). Η ίδια κατεύθυνση ανάλυσης αναπτύχθηκε και στο επόμενο σημαντικό έργο της, τα «Μακροοικονομικά μετά τον Keynes» (Macroeconomics after Keynes, 1983).

Το κεντρικό θέμα της ερευνητικής δουλειάς της V.Chick αφορά την θεωρία του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Βέβαια η πλούσια συγγραφική δραστηριότητα της δεν περιρίσθηκε μόνο σε αυτό το πέδιο αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα, όπως την μακροοικονομική θεωρία και πολιτική και την μεθοδολογία της οικονομικής ανάλυσης. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η δουλειά της στο ζήτημα της ενδογένειας του χρήματος, που αποτέλεσε μία από τις βασικές συντεταγμένες του μετα-Κεϋνσιανού ρεύματος.

Γνώρισα την Vicky Chick σπουδάζοντας στο κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα του UCL και του School of Oriental and African Studies (SOAS) το 1986. Ήταν μία εντυπωσιακή παρουσία μέσα στο τότε τμήμα Πολιτικής Οικονομίας του UCL αλλά και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που ξεχώριζε για την ζωντάνια, ευρυμάθεια αλλά και συγχρόνως διεισδυτικότητα και επιμονή στις απόψεις της. Οι διαλέξεις της ήταν από τις καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες μέσα σε ένα πρόγραμμα του περιλάμβανε και άλλα βαριά ονόματα της επιστήμης της οικονομίας. Το ίδιο σημαντική και δεσπόζουσα ήταν η παρουσία της στα σεμινάρια του τμήματος. Στη συνέχεια συνάντησα την V.Chick σε πολλά συνέδρια και διαλέξεις όπου, ακόμη και σε μεγαλύτερη ηλικία, διατηρούσε πάντα τα χαρακτηριστικά αυτά.

Για όσους από εμάς ακολουθήσαμε την παράδοση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, η Vicky Chick παρέμεινε πάντα μία ενδιαφέρουσα συνομιλήτρια με ευρύτητα αντίληψης, διεισδυτικές παρατηρήσεις, ενδιαφέρουσες απόψεις και γνώση της «παρείσακτης» (από Νεοκλασσικά και Κεϋνσιανά Οικονομικά) Μαρξιστικής προσέγγισης. Από πολλές απόψεις, είναι εξαιρετικά εύστοχη η δήλωση του Charles Goodhart ότι η Vicky Chick ήταν πάντα μία όαση λογικής μέσα στην έρημο της Νεοκλασσικής κυριαρχίας.

Σταύρος Μαυρουδέας

Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Τμήμα Κοινων. Πολιτικής

Πάντειο Πανεπιστήμιο

http://politicaleconomy.gr/main/el/mnimi-victoria-chick

Μνημόσυνο Δημ. Μαυρουδέα – Κυριακή 22/1, 12:00 Α΄ Νεκτροταφείο

Με την συμπλήρωση 40ημερών από την εκδημία του πολυαγαπημένου μας Δημήτριου Μαυρουδέα θα τελεστεί μνημόσυνο την Κυριακή 22/1/2023, 12:00 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Αγγελτήριο Δ.Μαυρουδέα

Ο αγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς, αδελφός και θείος Δημήτρης Μαυρουδέας έφυγε την Πέμπτη για το μακρινό ταξίδι.

Γεννήθηκε το 1931 στα Τσέρια της Έξω Μάνης.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

Εντάχθηκε στο δικαστικό σώμα, πέρασε από όλες τις βαθμίδς του και αποχώρησε ως αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ο εξόδιος αποχαιρετισμός του θα γίνει την Τρίτη 20/12/2022, στις 12μμ στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας.

Η μισθολογική κατάσταση των εργαζομένων στον Δημόσιο τομέα – Παρασκευή 4/11, 3μμ Υπουργείο Εργασίας

Εν όψει της κρίσιμης γενικής απεργίας στις 9 Νοέμβρη, ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ (Συλλογικότητα εργαζομένων στο Υπουργείο Εργασίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας) διοργανώνει εκδήλωση την Παρασκευή 4/11, 3μμ, στον 4ο όροφο της ΚΥ του Υπουργείου (Σταδίου 29).

Στην εκδήλωση θα παρουσιαστεί από τον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η μελέτη του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ σχετικά με το επίπεδο και την εξέλιξη των αμοιβών στο Δημόσιο

Παρεμβαίνουν στη συζήτηση οι:

Γιώτα Σταθά, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, μέλος ΔΣ Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών Ομίλου ΔΕΗ/Ενέργειας και Δικτύων και

Ελένη Χριστοπούλου, συμβασιούχος οδοκαθαρίστρια

Η Εταιρεία Πολ. Οικονομίας καταδικάζει το σ-ν Κεραμέως για τα ΑΕΙ

Ψήφισμα της Επιστημονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ)

για

το νομοσχέδιο Κεραμέως για τα ΑΕΙ

21/6/2022

Η γεν. συνέλευση της ΕΕΠΟ συζήτησε το νομοσχέδιο Κεραμέως για τα ΑΕΙ και ομόφωνα εξουσιοδότησε το ΔΣ για την έκδοση του ακόλουθου ψηφίσματος.

Η ΕΕΠΟ θεωρεί ότι το νομοσχέδιο Κεραμέως για τα ΑΕΙ πλήττει ανεπανόρθωτα την δομή και την λειτουργία των ελληνικών ΑΕΙ. Αποσκοπεί στην δημιουργία ενός επιχειρηματικού πανεπιστημίου που θα υπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και θα παραγνωρίζει τόσο την εξέλιξη της επιστήμης όσο και την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων στην ανώτατη εκπαίδευση.

Το νομοσχέδιο στον τομέα της διδασκαλίας επιβάλλει πολυδιάσπαση πτυχίων και κατακερματισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων (που μειώνει τις δυνατότητες απασχόλησης τους καθώς και τις μισθολογικές απολαβές τους). Ωθεί στην δημιουργία πολλών προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών που δεν έχουν επιστημονική συνοχή και ευρύτητα και εξαρτώνται από βραχύβιες και μυωπικές αναγνώσεις των αναγκών της αγοράς. Διαχωρίζει εντελώς τα μεταπτυχιακά προγράμματα από τα προπτυχιακά και εξωθεί τα πρώτα στην επιβολή διδάκτρων μέσω της μη-χρηματοδότησης τους και του μη-συνυπολογισμού των ωρών διδασκαλίας τους στον εργασιακό φόρτο των μελών ΔΕΠ. Ταυτόχρονα αντί για αξιοπρεπείς αποδοχές των πανεπιστημιακών (όταν αυτές είναι ιδιαίτερα χαμηλές ακόμα και σε σύγκριση με χώρες της ΕΕ με αντίστοιχο ή χαμηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ), εξωθεί τους τελευταίους στο κυνήγι εσόδων μέσω παράλληλης απασχολήσης ή με διδασκαλία σε μεταπτυχιακά (όπου οι φοιτητές αντιμετωπίζονται σαν πελάτες). Ειδικά με την διδασκαλία σε ΠΜΣ, στην ουσία ωθεί τα μέλη ΔΕΠ στην αναζήτηση αύξηση των αποδοχών τους μέσα από φοιτητές-πελάτες. Τα επι χρήμασι μεταπτυχιακά προγράμματα οδηγούνται σε στενές εξειδικεύσεις δήθεν εξασφαλίζοντας απασχόληση, ενώ στην πράξη την περιορίζουν. Όλο αυτό το πλέγμα οδηγεί στην περιθωριοποίηση κριτικών γνωστικών αντικειμένων (που όμως έχουν βαρύνουσα επιστημονική σημασία) έναντι στενών πρακτικών δεξιοτήτων.

Στον τομέα της έρευνας οδηγεί στην θεσμοποιημένη εξάρτηση από επιχειρηματικά συμφέροντα και χρηματοδοτήσεις, γεγονός που φαλκιδεύει την επιστημονική ακεραιότητα όπως έχει συμβεί πάμπολλες φορές σε χώρες που έχουν παρόμοια συστήματα. Επιπλέον, οδηγεί στην υποβάθμιση της βασικής έρευνας, που είναι ο βασικός στόχος του πανεπιστημίου, και στην εξάρτηση από ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη έρευνα αποσκοπούσα σε κερδοσκοπικές σκοπιμότητες και στο κυνήγι της «πατέντας». Μάλιστα στη χώρα μας, όπου η συμβολή του ιδιωτικού τομέα σε δαπάνες «Έρευνας & Ανάπτυξης» είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της ερευνητικής χρηματοδότησης αλλά θα διευκολύνει την επιχειρηματική φοροδιαφυγή και την περαιτέρω απομύζηση επιδοτούμενων προγραμμάτων. Στην πράξη δεν θα δεν θα έχει καμία επίπτωση στο τεράστιο έλλειμμα «Έρευνας & Ανάπτυξης» (ιδιαίτερα στον τομέα της βασικής έρευνας), που αποτελεί βασική δομική αδυναμία του προβληματικού παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας.

Στον τομέα της διοίκησης αντικαθιστά τις αντιπροσωπευτικές και συμμετοχικές δημοκρατικές διαδικασίες με το αυταρχικό πρότυπο της εταιρικής διοίκησης. Ένα μη-αντιπροσωπευτικό μειοψηφικό στρώμα εκλέγει τις ανώτατες διευθυντικές αρχές του πανεπιστημίου, οι οποίες στη συνέχεια διορίζουν τους υφιστάμενους τους. Τα ακαδημαϊκά όργανα περιορίζονται σε διακοσμητικό ρόλο δίπλα στους παντοδύναμους διευθυντικούς μηχανισμούς. Οι αλλαγές αυτές ανοίγουν τον δρόμο σε φαινόμενα διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων που είναι ευρέως γνωστά σε αντίστοιχα μοντέλα διοίκησης στο εξωτερικό.

Στην στελέχωση των ΑΕΙ επιτείνει την τάση γήρανσης του πανεπιστημιακού προσωπικού καθώς περιορίζει τις οργανικές θέσεις και επεκτείνει την χρήση συνταξιούχων και ταυτόχρονα περιορίζει την πρόσληψη νέων επιστημόνων. Οι δε τελευταίοι προσλαμβάνονται με σχέσεις εργασιακής αβεβαιότητας, χαμηλών μισθών και περιορισμού τους σε απλούς φροντιστηριακούς βοηθούς χωρίς δυνατότητες ερευνητικής δραστηριότητας.

Οι φοιτητές αντιμετωπίζονται σαν ατομικοί πελάτες καθώς καταργούνται οι συλλογικές διαδικασίες εκπροσώπησης τους και εισάγονται θεσμοί εκπροσώπων-παραγόντων που, όπως έχει φανεί και σε αντίστοιχα συστήματα στο εξωτερικό, αδιαφορούν για τα πραγματικά  συμφέροντα της φοιτητικής κοινότητας και επιδίδονται σε προσωπικές πελατειακές σχέσεις και διαδικασίες προσωπικής ανέλιξης σε πλήρη υποταγή στον διευθυντικό μηχανισμό του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Επίσης, το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο έχει αποδεχθεί περίτρανα στο εξωτερικό ότι είναι «ακριβό» για τους υποψήφιους από λαϊκά στρώματα και συνεπώς περιορίζει δραματικά την δυνατότητα πρόσβασης τους σε αυτό. Η δε πολυδιαφημιζόμενη εξασφάλιση απασχόλησης μέσω της σύνδεσης με την αγορά είναι γράμμα κενό καθώς οι θέσεις απασχόλησης στην ελληνική οικονομία είναι δεδομένες και περιορισμένες (όπως δείχνει και το υψηλό ποσοστό ανεργίας) και δεν οφείλονται στην αναντιστοιχία επαγγελματικών προσόντων και διαθέσιμων θέσεων εργασίας αλλά στα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και στις κυβερνητικές πολιτικές. Το πρόβλημα αυτό είναι μάλιστα οξύτερο στους νέους πτυχιούχους και γενικότερα στους νέους (όπως δείχνει η εξαιρετικά υψηλή ανεργία νέων) και θα ενταθεί από την υπερεξειδίκευση πολυδιασπασμένων πτυχίων. Οι δε θέσεις εργασίας που δίνει η αγορά ιδιαίτερα στους νέους χαρακτηρίζονται από εργασιακή αβεβαιότητα, χαμηλούς μισθούς και κακές εργασιακές σχέσεις. Αποδεικτικό στοιχείο του ότι για την ανεργία των πτυχιούχων δεν ευθύνεται το ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά η αγορά είναι το γεγονός ότι στην εποχή των μνημονίων χιλιάδες νέοι πτυχιούχοι μετανάστευσαν κι έγιναν ανάρπαστοι από προηγμένες οικονομίες, ειδικά αυτές της ΒΔ Ευρώπης.

Τέλος, όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από την συνολική αυταρχικοποίηση της λειτουργίας των ΑΕΙ με την προσπάθεια επιβολής «πανεπιστημιακής αστυνομίας» και τα εκτεταμένα φαινόμενα αστυνομικής βίας μέσα σε ελληνικά ΑΕΙ.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η ΕΕΠΟ απορρίπτει το νομοσχέδιο Κεραμέως και ζητά την άμεση απόσυρση του.

http://politicaleconomy.gr/main/el/psifisma-tis-eepo-gia-nomoshedio-kerameos-gia-ta-aei

Πληθωρισμός Κερδών και κυβερνητικών απατών ΠΡΙΝ

«ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΩΝ – ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΑΤΩΝ» – Στ. Μαυρουδέας, ΠΡΙΝ 18-19/6/2022

Στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (18-19/6/2022) δημοσιεύθηκε ανάλυση του Στ. Μαυρουδέα με θέμα την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας και τίτλο «ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΩΝ – ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΑΤΩΝ«.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου μαζί με τους σχετικούς πίνακες που δεν περιλαμβάνονται στην δημοσιογραφική εκδοχή.

https://www.scribd.com/document/578986713/%CE%A0%CE%BB%CE%B7%CE%B8%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%9A%CE%B5%CF%81%CE%B4%CF%8E%CE%BD-%CE%9A%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%91%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CE%A0%CE%A1%CE%99%CE%9D-18-6-2022-%CE%A4%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%9C%CE%B5-%CE%A0%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CF%82