Ένα εξαιρετικά εύστοχο άρθρο για τα προβλήματα του τουρισμού

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Η κρίση οδηγεί σε συνεχή πτώση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 29/8/2010

Τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν την απάτη όσων επιχείρησαν να συνδέσουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις με τη μείωση των αφίξεων ξένων τουριστών

Οι εξελίξεις στο χώρο του τουρισμού, ο θόρυβος των τελευταίων ημερών για τα τουριστικά έσοδα από το εξωτερικό, μαζί με τις γκρίνιες των μεγαλοεπιχειρηματιών του κλάδου, που ζητούν πρόσθετα κονδύλια οικονομικής στήριξης των μονάδων τους, φέρνουν στην επιφάνεια ορισμένα ζητήματα που βεβαίως συνδέονται με το λεγόμενο τουριστικό προϊόν, ωστόσο αναδεικνύουν τα αδιέξοδα που προκαλούν ακόμα και στον τομέα του τουρισμού οι οικονομικο-κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάζουν σε κρίση και δοκιμασία τα όσα βαρύγδουπα μας σερβίρουν τα κόμματα της άρχουσας τάξης περί «βαριάς βιομηχανίας» και «ατμομηχανής της οικονομίας», που υποτίθεται ότι είναι ο τουρισμός, και μάλιστα σε αντιπαράθεση με βασικούς κλάδους της βιομηχανίας και της μεταποίησης. Μαζί, αποκαλύπτουν το μέγεθος της απάτης των αντιδραστικών παραγόντων που με τον πιο χυδαίο τρόπο επιχείρησαν να συνδέσουν την πτώση της τουριστικής κίνησης με κινητοποιήσεις ομάδων εργαζομένων, οι οποίοι παλεύουν για να ανατρέψουν την επίθεση που δέχονται σε εισόδημα – δικαιώματα.

Τι δείχνουν τα στοιχεία;

Πρώτο: Είναι ψέμα ότι η λεγόμενη οικονομική ανάπτυξη, ακόμα και όπως την καταλαβαίνουν οι ίδιοι οι αστοί, μπορεί να στηριχθεί στον τουρισμό. Το λεγόμενο τουριστικό προϊόν και ειδικά ο κλάδος της προσέλκυσης ξένων τουριστών, στον οποίο αναφέρονται όσοι επιχειρούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη της ολόπλευρης ανάπτυξης της παραγωγικής βάσης της χώρας προτάσσοντας τα πλεονεκτήματα που υποτίθεται πως προσφέρει ο τουρισμός, είναι ένας κλάδος που εξελίσσεται παράλληλα με τη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Ειδικά, μάλιστα, σε περιόδους κρίσης, αποδεικνύεται από εκείνους τους τομείς που πλήττεται περισσότερο, μιας και για τον καπιταλισμό ο τουρισμός και η αναψυχή είναι εμπορεύματα που απευθύνονται σε όσους έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν. Η τουριστική κίνηση σε καιρούς κρίσης εμφανίζει ρυθμούς μείωσης αισθητά πιο χαμηλούς από τους αντίστοιχους ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ. Στο παράδειγμα της δικής μας χώρας, διαπιστώνουμε ότι την τετραετία 2006 – 2009, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 21,1%, ενώ ο κύκλος εργασιών στον τουρισμό μόλις 3,6%. Ειδικά για το 2009, χρονιά που η οικονομική κρίση είχε ήδη εκδηλωθεί στις μεγάλες χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ, από όπου προέρχονται και οι περισσότεροι τουρίστες, ο κύκλος εργασιών στον τουρισμό σημείωσε πτώση της τάξης του 9,1%!

Μείωση των τουριστών…

Δεύτερο: Ο κλάδος του τουρισμού σε πολύ σημαντικό ποσοστό εξαρτάται από τους σχεδιασμούς μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και τουρ οπερέιτορ, μέσω των οποίων διακινείται το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού τουρισμού. Είναι, δηλαδή, ένας κλάδος υψηλού βαθμού μονοπώλησης διεθνώς, και άμεσα προσδεμένος σε επιχειρηματικούς σχεδιασμούς στρατηγικού χαρακτήρα, που συχνά έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου στη χώρα. Επιπρόσθετα, ακόμα και αν θεωρούσε κάποιος ότι θα μπορούσε να υπάρχει σύμπτωση συμφερόντων, ο τουρισμός, στα όρια των καπιταλιστικών κοινωνιών, αποτελεί μια απόλυτα ευμετάβλητη αγορά, που εξαρτάται άμεσα από εντελώς συγκυριακούς και μια σειρά εξωγενείς – σε σχέση με τη χώρα – παράγοντες. Με αυτή την έννοια, ο αριθμός προσέλευσης ξένων τουριστών σε μια χώρα εξαρτάται, όπως το καταλαβαίνουμε όλοι μας, από την οικονομική κατάσταση και τα εισοδήματα των αναμενόμενων επισκεπτών, εξαρτάται όμως και από τις, κατά καιρούς, επιλογές προορισμών από τα διεθνή ταξιδιωτικά γραφεία, τις καιρικές συνθήκες, τα διάφορα φυσικά φαινόμενα κ.ο.κ. Στην πρώτη γραμμή πάντως των παραγόντων είναι οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί των εν δυνάμει τουριστών. Δεν είναι δυνατόν όταν οι εργαζόμενοι σ’ ολόκληρη την ΕΕ, από όπου προέρχεται το 73%, στενάζουν από την πολιτική λιτότητας, να υπάρχει αύξηση του τουρισμού προς τη χώρα μας. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο σημειώνεται μείωση των αφίξεων και όλα τα άλλα είναι για …κατανάλωση. Ο αριθμός των τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας, μετά από μία σταθεροποίηση που είχε σημειωθεί τη διετία 2006 – 2007, ακολουθεί πτωτική πορεία. Συγκεκριμένα, η εξέλιξη του αριθμού των αφίξεων ξένων τουριστών από την περιβόητη περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι και το 2009 ήταν η εξής:

  • 2004: 13.312.629 άτομα
  • 2005: 14.276.465 άτομα
  • 2006: 16.039.216 άτομα
  • 2007: 16.165.265 άτομα
  • 2008: 15.938.806 άτομα
  • 2009: 14.914.534 άτομα

Τρίτο: Σταθερή είναι και η μείωση που παρουσιάζεται στις «ταξιδιωτικές εισπράξεις», όπως τις μετράει η Τράπεζα της Ελλάδας. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας και τα στοιχεία που αφορούν στον πληθωρισμό και τις ανατιμήσεις, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα περιβόητα έσοδα των τουριστών που χρηματοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα, την ανάπτυξη της χώρας και άλλα ευτράπελα που λέγονται κατά καιρούς, αποτελούν σκέτα ψέματα που τα σερβίρουν οι …ειδικοί, προκειμένου να αφήνονται ακόμα πιο ασύδοτοι οι μεγαλοξενοδόχοι και μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου. Με βάση το 2004, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν ως εξής:

  • 2004: 10.347,8 εκατ. ευρώ
  • 2005: 10.835,5 εκατ. ευρώ
  • 2006: 11.356,7 εκατ. ευρώ
  • 2007: 11.319,2 εκατ. ευρώ
  • 2008: 11.635,9 εκατ. ευρώ
  • 2009: 10.400,3 εκατ. ευρώ
…και της δαπάνης

Τέταρτο: Από τα παραπάνω προκύπτει ότι υπάρχει συνεχής μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης που κάνουν κάθε χρόνο οι επισκεπτόμενοι τη χώρα τουρίστες. Μια απλή διαίρεση των «ταξιδιωτικών εισπράξεων» με τον αριθμό των αλλοδαπών επισκεπτών αποκαλύπτει ότι η κατά κεφαλήν δαπάνη το 2004 ήταν 777 ευρώ, ενώ, ακολουθώντας σταθερή πτωτική πορεία, «έπεσε» στα 697 ευρώ το 2009. Με δεδομένο ότι αφενός ο μέσος ανά ταξιδιώτη αριθμός των διανυκτερεύσεων στη χώρα δεν παρουσιάζει αισθητή μεταβολή και αφετέρου ότι οι τιμές της αγοράς και η αύξηση του επίσημου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή την περίοδο 2004 – 2009 είναι της τάξης του 19%, αρμόδιοι παράγοντες εξηγούν τη συγκεκριμένη εξέλιξη με διάφορα επιχειρήματα, όπως: α) Υπάρχει πράγματι μείωση των ποσών που διαθέτουν οι αλλοδαποί τουρίστες για τις διακοπές τους στη χώρα. β) Οι διεθνείς τουρ οπερέιτορ ασκούν πιέσεις για μείωση των τιμών στα ελληνικά ξενοδοχεία, κάτι που, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνεται για τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. γ) Οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου «κλείνουν» συμφωνίες με τα διεθνή γραφεία με την προϋπόθεση ένα μέρος της πληρωμής τους να γίνεται στο εξωτερικό. δ) Μεγαλώνει το κομμάτι του «all inclusive» τουρισμού, στο πλαίσιο του οποίου προπληρώνεται στο εξωτερικό το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών (τροφή, ποτά, αναψυκτικά κλπ.).

Πέμπτο: Καταρρίπτεται το επιχείρημα περί συμβολής του κλάδου στην παραγωγικότητα της οικονομίας. Το αντίθετο μάλιστα. Ο τουρισμός, όπως υπάρχει στο πλαίσιο του καπιταλισμού και η ταύτισή του αποκλειστικά με τις παραλίες και τη θάλασσα, αναπτύσσεται με έναν εντελώς ανορθολογικό τρόπο, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή του περιβάλλοντος και την καταπάτηση γης, καταδικάζει ολόκληρες περιοχές σε μαρασμό τους εκτός εποχής μήνες, συμβάλλει στον εποχιακό χαρακτήρα της εργασίας, ρίχνοντας κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία. Απλό παράδειγμα η μετατροπή ολόκληρων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων – τα οποία χτίστηκαν με επιδοτήσεις που αρπάχτηκαν από το λαϊκό εισόδημα – σε κουφάρια τσιμέντου, τους περισσότερους μήνες του χρόνου, επειδή έτσι υπαγορεύει το συμφέρον των ιδιοκτητών τους. Μονάδες που κάτω από άλλες προϋποθέσεις θα μπορούσαν, στηριζόμενα στο λαϊκό τουρισμό – δικαίωμα των εργαζομένων, να σφύζουν από ζωή ολόκληρο το χρόνο.

Ο ανορθολογισμός που επικρατεί στον κλάδο φαίνεται και από το γεγονός ότι, αν πάρουμε για παράδειγμα τις ξενοδοχειακές μονάδες, εδώ έχουμε ταυτόχρονα μεγάλη πολυδιάσπαση και υψηλή συγκέντρωση. Η πολυδιάσπαση αφορά κυρίως στα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τα μικρά ξενοδοχεία, ενώ στο χώρο των πεντάστερων ξενοδοχείων υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση σε έναν μικρό αριθμό επιχειρηματικών ομίλων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου, στη χώρα λειτουργούν 9.560 ξενοδοχεία και 350 περίπου κάμπινγκ. Από αυτά:

  • 1.520 ξενοδοχεία είναι δυναμικότητας μέχρι 10 δωμάτια
  • 2.700 από 11 μέχρι 20 δωμάτια
  • 1.850 από 21 έως 30 δωμάτια
  • 2.360 από 31 μέχρι 70 δωμάτια
  • Τα υπόλοιπα 1.130 από 71 δωμάτια και άνω.

Δηλαδή, το 45% είναι ξενοδοχεία κάτω των 20 δωματίων, ενώ οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, με τις εκατοντάδες δωμάτια, αναφέρονται μόνο στο 11,8% του συνόλου.

Τα κέρδη των μεγάλων

Εκτο: Οπως και στους άλλους κλάδους της οικονομίας και παρά το γεγονός ότι στο χώρο των ξενοδοχείων και των χώρων εστίασης που εξυπηρετούν τον τουρισμό υπάρχει η πολυδιάσπαση που λέγαμε παραπάνω, το στοιχείο της συγκέντρωσης των κεφαλαίων προκύπτει και από τα στοιχεία της ICAP, για το ενεργητικό των μεγάλων μονάδων. Ετσι, σε σύνολο 3.490 ΑΕ και ΕΠΕ στο χώρο των ξενοδοχείων (2.902) και των υπηρεσιών εστίασης (588) διαπιστώνεται ότι το 2008, από το συνολικό ενεργητικό των 13,8 δισ. ευρώ στον κλάδο, το 18,3% ανήκε στις 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Εβδομο: Βέβαια, στον κλάδο δεν είναι όλα ρόδινα, αφού ο ανταγωνισμός και η καθημερινή διαπάλη για μεγαλύτερα μερίδια αγοράς προσκρούουν στη μεγάλη μονοπώληση και τους όρους που τελικά επιβάλλονται στην αγορά από τις διάφορες πολυεθνικές. Ετσι, το 2008 από τα 500 ξενοδοχεία με το μεγαλύτερο τζίρο, τα μισά εμφανίζονται με κέρδη και τα άλλα μισά με ζημιές. Τα πρώτα παρουσίασαν επίσημα κέρδη 313 εκατ. ευρώ, ενώ οι ζημιές των υπολοίπων έφτασαν τα 196 εκατ. ευρώ. Ενδεικτικό πάντως της εικόνας είναι το ότι η πρώτη σε κερδοφορία επιχείρηση, το «ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ», εμφάνισε καθαρά κέρδη 177,7 εκατ. ευρώ, ποσό δηλαδή αισθητά μεγαλύτερο από τα κέρδη όλων των υπόλοιπων κερδοφόρων επιχειρήσεων μαζί.

Ογδοο: Το όργιο της κερδοσκοπίας που υπάρχει και σε αυτόν τον κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας, η τεράστια σπατάλη πόρων, οι υποδομές που ενώ φτιάχτηκαν με δημόσιο χρήμα μένουν ουσιαστικά αναξιοποίητες περιμένοντας τους ξένους τουρίστες, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που αποκαλύπτονται και από τα ποσοστά πληρότητας των ξενοδοχείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2008 η μέση ετήσια πληρότητα των ξενοδοχείων έφτασε το 46%. Πέντε μήνες του χρόνου κινήθηκε σε ποσοστά χαμηλότερα του 30%, ενώ ακόμα και τον Αύγουστο δεν ξεπέρασε το 81%. Κι όμως, με τέτοια μικρά ποσοστά πληρότητας, οι ξενοδόχοι καταφέρνουν, και χάρη στους νόμους και τις διατάξεις που προασπίζουν τα συμφέροντά τους, να έχουν όλο και υψηλότερη κερδοφορία.

Ο τουρισμός δεν είναι εμπόρευμα

Λύση και προοπτική για τον κλάδο του τουρισμού δεν μπορεί να είναι η …μονοκαλλιέργεια της προσέλκυσης ξένων τουριστών, μια φάμπρικα η οποία αυξάνει τα κέρδη των μονοπωλίων που εκμεταλλεύονται τα γεωφυσικά και ιστορικά πολιτιστικά στοιχεία της χώρας και διευκολύνει την υψηλή κερδοφορία, σε βάρος των εργαζομένων στον κλάδο και των αυτοαπασχολούμενων που δραστηριοποιούνται στο χώρο του τουρισμού. Η λύση για τον κλάδο του τουρισμού και η ορθολογική και σε αναλογία με τους άλλους κλάδους ανάπτυξή του μπορεί να εξασφαλιστούν μόνο αν ανατραπεί η αντίληψη ότι ο τουρισμός είναι «εμπόρευμα». Σ’ αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η προστασία του δικαιώματος για αναψυχή και διακοπές για όλους τους εργαζόμενους, μέσα από την εξασφάλιση της μηνιάτικης ετήσιας άδειας και του 14ου μισθού για τις διακοπές. Προστασία του δικαιώματος για δωρεάν διακοπές για όλα τα παιδιά των εργαζομένων. Προστασία του δικαιώματος για δωρεάν διακοπές για τους συνταξιούχους και τους φτωχούς αγρότες. Προστασία του δικαιώματος για ελεύθερη πρόσβαση στις ακτές. Βέβαια, η ικανοποίηση του καθολικού δικαιώματος στον τουρισμό, στην ανάπαυση, στις διακοπές και στην αναψυχή, προϋποθέτει λαϊκή οικονομία, λαϊκή εξουσία. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί η τουριστική οικονομική δραστηριότητα να σχεδιαστεί και να αναπτυχθεί προς όφελος του συνόλου των εργαζομένων και του τόπου.

Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.