Το κείμενο της ομιλίας μου στην ημερίδα της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΕ

Ημερίδα επιστημονικής τεκμηρίωσης και πολιτικής προετοιμασίας ενάντια στο Ευρώ και την ΕΕ

 

«Πρωτοβουλία κατά του Ευρώ και της ΕΕ»

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

«ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί»

 

Σταύρος Μαυρουδέας

 

Η χώρα μας σήμερα βρίσκεται κυριολεκτικά στο επίκεντρο της πρώτης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 21ου αιώνα και πιθανά της τέταρτης παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού (μετά από αυτές του 1873, 1929 και 1973). Έχει ιδιαίτερη σημασία για την Αριστερά και ιδιαίτερα για τους κομμουνιστές να κατανοηθεί ορθά η φύση και ο χαρακτήρας αυτής της κρίσης. Και αυτό γιατί ορθά η κομμουνιστική πολιτική (δηλαδή η εφαρμοσμένη ενότητα στρατηγικής και τακτικής) απαιτεί – σε αντίθεση με τις κοντόθωρες και βολονταριστικές αστικές πολιτικές – μία στιβαρή γείωση στην ανάλυση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Και αυτό ακριβώς επειδή ο στόχος της κομμουνιστικής πολιτικής δεν είναι απλά κάποια βραχυπρόθεσμη η μεσοπρόθεσμη «λύση» αλλά οι όποιες τέτοιες προτάσεις πρέπει να συνδέονται με την προοπτική του σοσιαλισμού. Όσες φορές η Αριστερά και οι κομμουνιστές φαλκίδευσαν αυτό το κρίσιμο κριτήριο συνήθως το πλήρωσαν ακριβά τόσο αυτοί όσο, και πιο σημαντικό, η υπόθεση την οποία υπηρετούν.

Οι αστικές ερμηνείες για την ελληνική κρίση είναι τόσο απλοϊκές που κανονικά μόνο θυμηδία θα έπρεπε να προκαλούν. Στις πιο πλήρεις (και σπάνιες) εκδοχές τους υποστηρίζουν τα ακόλουθα για την ελληνική κρίση. Πρώτον, ότι δεν συνδέεται με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-8. Αυτό συμπληρώνεται με τις θέσεις ότι η κρίση του 2007-8 είναι (α) μία χρηματοπιστωτική κρίση και (β) ότι ήδη από το 2009-10 έχει ξεπερασθεί. Δεύτερον, ότι η ελληνική κρίση έχει κυρίως εσωτερικά αίτια που είναι ο σπάταλος δημόσιος τομέας (λόγω υπερβολικών εργατικών διεκδικήσεων) σε συνδυασμό με ένα πελατειακό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα (που προβάλλεται περίπου ως για ψηφοθηρικούς λόγους υπηρέτης των εργαζόμενων και των μικρομεσαίων και εχθρός της υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας [σε υποτιθέμενη διάκριση από τις διαπλεκόμενες επιχειρηματικές «αρπαχτές»]). Συνέπεια των δύο αυτών υποστηρίζεται ότι είναι η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το πρώτο υποτίθεται ότι τεκμηριώνεται με την αύξηση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας (δηλαδή του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) ενώ παραγνωρίζεται ότι το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι φθίνον όπως επίσης ότι το μερίδιο των μισθών στο συνολικό προϊόν. Επίσης εσκεμμένα παραγνωρίζονται (α) η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και (β) η ληστεία των λαϊκών εισοδημάτων μέσω των υπέρογκων αυξήσεων στα είδη μαζικής κατανάλωσης (που δεν εκφράζεται στο δείκτη του πληθωρισμού). Για το δεύτερο προβάλλονται διάφορες κραυγαλέες περιπτώσεις διαπλοκής και παραγνωρίζεται η συστηματική και καθ’ όλα νόμιμη στήριξη της «υγιούς» επιχειρηματικής δραστηριότητας (με επιδοτήσεις, σκανδαλώδεις μειώσεις φορολογίας και εγνωσμένης συγκάλυψης της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής). Συνεπεία των προαναφερθέντων δύο παραγόντων η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από φθίνουσα ανταγωνιστικότητα (εξ ου και τα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών). Επιπλέον, το σπάταλο πελατειακό κράτος δημιουργεί δημοσιονομικά ελλείμματα (που υποτίθεται στερούν πόρους από τις «υγιείς» επιχειρηματικές δραστηριότητες) και τα ελλείμματα αυτά χρηματοδοτούνται με εξωτερικό δανεισμό. Έτσι προκύπτουν τα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα που οδηγεί σε υπέρμετρο εξωτερικό (δημόσιο) χρέος. Τρίτον, στις σπάνιες περιπτώσεις που η ελληνική κρίση δεν θεωρείται μόνο εσωτερική υπόθεση αλλά αναγνωρίζονται και εξωτερικά αίτια αυτά είναι μόνο ο φθηνός δανεισμός λόγω της (με ψευδή στοιχεία (greek statistics) και υποτίθεται εν αγνοία των κουτόφραγκων) συμμετοχής στην ΟΝΕ.

Οι αστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης έχουν σοβαρότατα αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα, που ήδη αρκετά θίχθηκαν. Ιδιαίτερα έχουν κυρίως ένα κοντόφθαλμο προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Βέβαια, πίσω από τα δημόσια λεγόμενα, τα αστικά επιτελεία έχουν μία ρεαλιστικότερη εκτίμηση και αυτό φαίνεται από όταν ξαφνικά – περίπου από το πουθενά – ανακαλύπτονται (αλλά χωρίς να κατονομάζονται επακριβώς) τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και όταν, εκτός από το «κυνήγι των δημόσιων υπαλλήλων», γενικεύεται η επίθεση και στον εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

Για την Αριστερά και τους κομμουνιστές είναι σημαντικό να ξεπεράσουν τις μυωπικές αστικές αντιλήψεις και να χρησιμοποιήσουν το οπλοστάσιο της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας για να κατανοήσουν την οικονομική συγκυρία και να χαράξουν την αντίστοιχη πολιτική. Σε αυτό δεν βοηθούν καθόλου οι εξαιρετικά διαδεδομένες αντιλήψεις περί «χρηματιστικοποίησης» γιατί (α) ουσιαστικά αντιγράφουν τις αστικές ερμηνείες για την κρίση του 2007-8, (β) δεν μπορούν να κατανοήσουν ρεαλιστικά τα αίτια της ελληνικής κρίσης, (γ) θεωρούν εσφαλμένα ότι ζούμε σε ένα νέο καπιταλισμό όπου η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας (μέσω της εξαγωγής υπεραξίας) παίζει δεύτερο ρόλο σε σχέση με την τοκογλυφική εκμετάλλευση τόσο αυτής όσο και του παραγωγικού κεφαλαίου από το χρηματικό κεφάλαιο και (δ) υποτιμούν το ρόλο του ιμπεριαλισμού (ή τον κατανοούν απλά σαν χρηματοπιστωτική εκμετάλλευση). Οι θεωρίες της «χρηματιστικοποίησης», δανειζόμενες από μετα-κεϋνσιανές κυρίως νομισματικές θεωρίες, οδηγούν εν τέλει σε ρεφορμιστικά συμπεράσματα και στην υπαγωγή στις αστικές στρατηγικές (βλέπε Μαυρουδέας (2009)). Ιδιαίτερα, πολύ εύκολα καταλήγουν σε ρητές είτε άρρητες συμπλεύσεις με το παραγωγικό κεφάλαιο ενάντια στους τραπεζικούς γύπες (αγνοώντας το πολύ πιο πολύπλοκο σκηνικό του σύγχρονου καπιταλισμού).

Μία βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Μαρξιστικής ανάλυσης και των αστικών (αλλά και των επηρεαζόμενων από αυτές) προσεγγίσεων είναι κατά πόσο η ελληνική κρίση θεωρείται κρίση χρέους ή καπιταλιστική κρίση. Στο βαθμό που θεωρείται το δεύτερο – όπως πράγματι είναι – τότε αυτή συνδέεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Μάλιστα εάν η τελευταία είναι τόσο βαθειά – παρά τους αστικούς στρουθοκαμηλισμούς περί τέλους της – όπως οι νέοι φόβοι για «διπλή βουτιά» και τα τελευταία στοιχεία δείχνουν, τότε αυτή δεν μπορεί να είναι μία απλή χρηματοπιστωτική κρίση αλλά είναι μία κανονική κρίση α-λα-Μαρξ. Δηλαδή μία κρίση που δεν ξεκινά από την σφαίρα της κυκλοφορίας αλλά από τον βασικό πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος, την σφαίρα της παραγωγής (βλέπε Μαυρουδέας (2007, 2009). Πιο συγκεκριμένα, η σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι μία κρίση α-λα-Μαρξ, δηλαδή μία κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που προκλήθηκε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (δηλαδή της εκτόπισης εργαζομένων από μηχανές).

Ειδικότερα, η σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι συνέχεια της δομικής κρίσης του 1973 και ουσιαστικά θέτει επί τάπητος το ζήτημα της εξάντλησης της προηγούμενης «αρχιτεκτονικής» του συστήματος (του προηγούμενου σταδίου) αλλά και την μέχρι τώρα αδυναμία του συστήματος να κατασκευάσει ένα αποτελεσματικό και βιώσιμο νέο στάδιο. Πράγματι, παρά τα τουλάχιστον τρία κύματα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, το καπιταλιστικό σύστημα δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα δομικά προβλήματα της κρίσης του 1973. Οι ανακάμψεις υπήρξαν σχετικά αναιμικές (που σε καμία περίπτωση δεν έφθασαν τα δεδομένα της μεταπολεμικής «χρυσής εποχής» του προηγούμενου σταδίου) και το πρόβλημα της περιορισμένης κερδοφορίας και της αδυνατούσας να εξαλειφθεί ομαλά υπερσυσσώρευσης συνεχίζει να το ταλανίζει. Η φυγή προς τα μπροστά, έτσι όπως εκφράσθηκε με την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος (την λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση», κάτι εξαιρετικά συνηθισμένο σε όλες σχεδόν τις οικονομικές κρίσεις και καθόλου πρωτόγνωρο), έδωσε μία σημαντική χρονική παράταση αλλά ταυτόχρονα όξυνε ακόμη περισσότερο τις κρισιακές τάσεις. Αυτές εκδηλώθηκαν με την κρίση του 2007-8 (που, όπως δείχνει η Μαρξιστική ανάλυση και αντίθετα με τους αστικούς κοντόθωρους εμπειρισμούς) είχε ήδη αρχίσει να κυοφορείται προηγουμένως. Παρά την εσπευσμένη αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού και τον άνευ αρχών εναγκαλισμό του κρατικού παρεμβατισμού, η κρατική στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας (μέσω της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και των νομισματικών και εμπορικών πολέμων) ο πυρήνας της κρίσης δεν εξουδετερώθηκε. Αυτό που έγινε ήταν μία σύντομη ψευδαίσθηση ξεπεράσματος της κρίσης (επενδεδυμένη με συνήθεις αστικούς στρουθοκαμηλισμούς) αλλά με κόστος την εκτίναξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων λόγω της σκανδαλώδους στήριξης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Όλα τα προηγούμενα οδήγησαν σε μία έκρηξη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών καθώς κάθε διεθνής πόλος του συστήματος προσπαθεί να περάσει τα δικά του προβλήματα σε άλλους. Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προσπάθεια των ηγεμονικών δυτικοευρωπαϊκών κεφαλαίων της (α) να κερδίσουν πόντους έναντι των ΗΠΑ αλλά και της Κίνας και (β) να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης στις περιφερειακές οικονομίες της (Ελλάδα, Πορτογαλία κλπ.) οδήγησε σε μία διπλή αποτυχία. Η ΕΕ προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ και την χαλαρή δημοσιονομική πολιτική της Κίνας για να κερδίσει αγορές και να ενισχύσει το ευρώ σαν στρατηγικό αντίπαλο του δολαρίου (βέβαια οι ίδιες οι ΗΠΑ υποτιμούν το δολάριο για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στο εμπορικό ισοζύγιο τους αλλά δεν σκοπεύουν να επιτρέψουν την στρατηγική υποβάθμιση του). Έτσι ακολούθησε μία πολύ πιο σφικτή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Η συνέπεια ήταν να μπει στο στόχαστρο των ανταγωνιστών της και έτσι (των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης βοηθούντων) τα ευρωπαϊκά ελλείμματα να έρθουν στο επίκεντρο (αντί για τα αμερικάνικα που είναι εξίσου αν όχι σημαντικότερα). Καθώς μάλιστα οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ έβαλαν στη μέγγενη τους «φτωχούς συγγενείς» τους της περιφέρειας της αυτό που ξεκίνησε σαν ένα ελεγχόμενο παιχνίδι ξεζουμίσματος των τελευταίων εξελίχθηκε σε μία ανεξέλεγκτη σύγκρουση όπου η ίδια η βιωσιμότητα του ευρώ και της ΕΕ μπήκαν στο τραπέζι. Αυτό γιατί οι ανταγωνιστικοί στην ΕΕ ιμπεριαλιστικοί πόλοι παρενέβησαν στο εσωτερικό ευρωπαϊκό παιχνίδι με τις δικές τους στοχεύσεις και σκοπιμότητες. Έτσι αντί για ένα ομαλό ξεζούμισμα των τριών από τα «γουρούνια (PIGS) προέκυψε μία κατάσταση όπου μπαίνει σε κίνδυνο όχι μόνο η Ισπανία αλλά και η Ιταλία και η Γαλλία. Και φυσικά όταν το παιχνίδι χοντραίνει τόσο πολύ τότε γίνονται και ανεξέλεγκτοι οι ενδο-ΕΕ ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Με άλλα λόγια, η ΕΕ φαίνεται να πήγε για μαλλί και να βγαίνει κουρεμένη.

Για να επιστρέψουμε στο ελληνικό πρόβλημα, αυτό έχει μία διπλή διάσταση (βλέπε Μαυρουδέας (2010α, 2011α). Είναι έκφραση αφενός της εσωτερικής κρίσης υπερσυσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου αλλά και αφετέρου της στρατηγικής αποτυχίας της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής αστικής τάξης (δηλαδή της αναβάθμισης της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της ένταξης της στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση). Για το πρώτο τα στοιχεία είναι εύγλωττα καθώς ο ελληνικός καπιταλισμός – με κάποιες χρονικές υστερήσεις και ιδιομορφίες ακολούθησε την γενική διαδρομή του καπιταλιστικού συστήματος μετά την κρίση του 1973. Η κρίση κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης τον ταλανίζει μέχρι σήμερα και εκδηλώθηκε περίπου ταυτόχρονα με την διεθνή κρίση (παρά τις αρχικές στρουθοκαμηλικές διαψεύσεις από κυβερνητικά και πανεπιστημιακά χείλη). Όμως αυτά τα εσωτερικά αίτια παροξύνονται από την συμμετοχή στην ΕΕ. Αυτή η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» βοήθησε το ελληνικό κεφάλαιο να ξεπεράσει τον επικίνδυνο μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, στη συνέχεια να προωθήσει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τέλος να εκμεταλλευθεί ιμπεριαλιστικά άλλες χώρες (με πρώτο το Βαλκανικό Ελντοράντο του ελληνικού κεφαλαίου). Ταυτόχρονα όμως το άνοιγμα της οικονομίας και ο ανταγωνισμός με τα πιο αναπτυγμένα δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια υποβάθμισε τα ελληνικά σε «φτωχούς συγγενείς» ενώ η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδήγησε στην εκχώρηση κρίσιμων πολιτικών και οικονομικών εξουσιών στα κέντρα της ΕΕ, που υπηρετούν τον σκληρό δυτικοευρωπαϊκό πυρήνα της, στερούν βαθμούς ελευθερίας του ελληνικού κεφαλαίου και υπάγουν τα συμφέροντα του σε αυτά των πρώτων. Ιδιαίτερα, μετά την ΟΝΕ ο εσωτερικά νεο-μερκαντιλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ εκφράσθηκε καθαρότερα με την περαιτέρω ενίσχυση της πολιτικο-οικονομικής ηγεμονίας του δυτικοευρωπαϊκού μητροπολιτικού κέντρου έναντι των περιφερειακών χωρών.

Το ξέσπασμα της κρίσης επέτεινε όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα καθώς οι ηγεμονικές δυτικοευρωπαϊκές χώρες επεδίωξαν και φόρτωσαν μεγάλο μέρος των προβλημάτων τους και των προβλημάτων της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας στους πιο αδύνατους «εταίρους» τους (βλέπε Μαυρουδέας (2010β)). Έτσι επιβλήθηκαν προγράμματα δραστικής αναδιάρθρωσης τους – μέσω των Μνημονίων ΕΕ-ΔΝΤ – που στόχευαν σε (α) να παίρνουν λιγότερο μερίδιο από ιμπεριαλιστικά κέρδη, (β) απόκτηση περιουσιακών στοιχείων σε αυτές έναντι πινακίου φακής, (γ) δραματική μείωση των μισθών έτσι ώστε να αποτελέσουν πεδία κερδοφόρων καπιταλιστικών δραστηριοτήτων (τόσο για εγχώρια άλλα κυρίως για δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια), (δ) ξεζούμισμα τους μέσω τοκογλυφικού δανεισμού και (ε) στην ελαχιστοποίηση του κόστους διατήρησης τους σαν εξαρτημάτων της ΕΕ (ιδιαίτερα στην ελαχιστοποίηση του κόστους διαχείρισης των ελλειμμάτων στα οποία είχαν οδηγηθεί και σαν αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στην ΕΕ). Η κατακλείδα των προγραμμάτων αυτών είναι η υποβάθμιση τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και η τελική μετατροπή τους ουσιαστικά σε οικονομικά και πολιτικά προτεκτοράτα.

Η ελληνική αστική τάξη συναίνεσε σ’ αυτά τα προγράμματα αφενός γιατί η μείωση του εργατικού κόστους ωφελεί και την δική της κερδοφορία και αφετέρου γιατί είναι τόσο βαθειά ενσωματωμένη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αδυνατεί να αντιταχθεί στους ευρωπαίους ηγεμόνες. Έτσι όμως βαδίζει ήδη προς την στρατηγική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού σε χώρα υπό κηδεμονία και την εξαγορά των επιχειρήσεων και των πλουτοπαραγωγικών πόρων του από ξένα κεφάλαια έναντι πενιχρού αντιτίμου.

Το ζήτημα για την Αριστερά και ιδιαίτερα για την κομμουνιστική Αριστερά είναι με ποια γραμμή θα πρέπει να παλέψει ενάντια στις πολιτικές του συστήματος με στόχο την σοσιαλιστική προοπτική (βλέπε Μαυρουδέας (2011β)). Το ένα λάθος είναι να απεγκλωβισθεί σε άμεσες διεκδικήσεις χωρίς να συνδέονται με την σοσιαλιστική προοπτική και έτσι εύκολα να υπαχθεί σε ενδοαστικές αντιθέσεις και σχεδιασμούς. Τέτοιου τύπου λάθος είναι η προβολή της στάσης πληρωμών (ιδιαίτερα με την υποχώρηση σε επιτροπές λογιστικού ελέγχου) που περιορίζεται να κατανοεί την κρίση σαν κρίση χρέους και αδυνατεί να την συνδέσει με τη σοσιαλιστική μετάβαση. Ένα άλλο λάθος είναι η θρησκευτικού τύπου επίκληση του σοσιαλισμού χωρίς στην πράξη να συγκροτείται η λεπτή κόκκινη κλωστή της ενότητας στρατηγικής και τακτικής. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η ρήση του Μαρξ για την αγγλικανική εκκλησία ότι δεν την ενοχλεί η αμφισβήτηση του 99% των άρθρων πίστης της αλλά η αυτή του 1% της περιουσίας της. Πράγματι μία τέτοια φωνακλάδικη Αριστερά είναι επιεικώς ακίνδυνη για το σύστημα.

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ξεκαθαρισθεί είναι ότι η σημερινή κρίση καταδεικνύει τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Η απάντηση της Αριστεράς (ιδιαίτερα της κομμουνιστικής) σ’ αυτό δεν μπορεί να είναι η προσφυγή σε συμμαχίες με χειμαζόμενα τμήματα του συστήματος για μια δήθεν φιλάνθρωπη μεταρρύθμιση του συστήματος (με καρύκευμα λίγο φραστικό αντικαπιταλισμό). Οι αντινεοφιλελεύθερες συμμαχίες που στοιχίζονται πίσω από νεο-κεϋνσιανές προτάσεις (δεξιότατες ακόμη και για τα μέτρα του ίδιου του Κέυνς) και επικλήσεις μίας ουτοπικής φιλολαϊκής ΕΕ είναι είτε βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν. Η πρόταση της Αριστεράς πρέπει να ξεκινά από την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.

Όμως η σοσιαλιστική μετάβαση δεν είναι μία στιγμιαία πράξη, μία ηρωική έφοδος αλλά είναι μία διαδικασία με προϋποθέσεις, βήματα και καμπές. Αυτό επιτάσσει την συγκρότηση ενός μεταβατικού προγράμματος για την πραγματοποίηση της, που θα αποτελεί την ενότητα στρατηγικής και τακτικής με βάση τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπως υποδειγματικά έχει δείξει ο Λένιν. Και φυσικά δεν συνιστά κανένα ενδιάμεσο ιστορικό στάδιο, όπως διάφορες παιδαριώδεις κριτικές υποστηρίζουν. Ο βασικός κόμβος ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ ακριβώς γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή συγκυρία το σύνολο των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή στρατηγική. Η ελληνική αστική τάξη, παρόλα τα εξόφθαλμα πλέον αδιέξοδα της, είναι δεσμευμένη στην ΕΕ και, παρά και τις δικές της ζημιές, δεν τολμά να αντιπαρατεθεί στους ηγεμόνες της ΕΕ θεωρώντας ότι το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Όσο και εάν μερίδες της διαμαρτύρονται και απαιτούν ακόμη και μία σκληρότερη διαπραγμάτευση, η αποδέσμευση από την ΕΕ αποτελεί την κόκκινη γραμμή που όποιος την διαβεί (πραγματικά και όχι φραστικά και για διαπραγματευτικούς λόγους) είναι αντίπαλος. Μπορεί κάποια στιγμή, αλλά όχι σήμερα, είτε η ελληνική αστική τάξη είτε οι ηγεμονικοί δυτικοευρωπαϊκοί ιμπεριαλισμοί – αντιπαραθετικά ή συναινετικά – να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο. Και φυσικά το κόστος θα το πληρώσουν πάλι οι εργαζόμενοι. Όμως, σήμερα κάτι τέτοιο απαγορεύεται. Εάν, μετά από αδιέξοδα και καταστροφές, η αστική τάξη καταλήξει σ’ αυτήν – αλλά με άλλο μίγμα πολιτικής και επιμερισμού του κόστους – θα είναι από θέσεις πολιτικής και ταξικής αδυναμίας και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό.

Η Αριστερά οφείλει, σήμερα που είναι «απαγορευμένη», να διατυπώσει την πρόταση της με πληρότητα και σαφήνεια. Η αποδέσμευση από την ΕΕ είναι προϋπόθεση για την εκκίνηση της διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης καθώς στα πλαίσια της ΕΕ όχι σοσιαλισμός αλλά ούτε η πιο απλή απάλυνση των λαϊκών δεινών δεν γίνεται. Η απλή έξοδος από την ΟΝΕ, αλλά όχι από την ΕΕ, είναι ανεπαρκής και ατελέσφορη. Πρώτον, η ΕΕ δεν θα το επιτρέψει στην παρούσα συγκυρία για ευνόητους λόγους. Όμως και από την σοσιαλιστική σκοπιά αυτό δεν είναι σημαντικό καθώς θα συντηρήσει ψευδαισθήσεις. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι για μία σχετικά μικρή ανοικτή οικονομία σαν την Ελλάδα η ανάκτηση της συναλλαγματικής και εν μέρει της νομισματικής πολιτικής ενώ συνεχίζει να δεσμεύεται από την κοινή αγορά δεν λύνει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Από την άλλη, η προβολή ως κόμβου ενός μεταβατικού προγράμματος της στάσης πληρωμών είναι ακόμη πιο αδιέξοδη γιατί το πρόβλημα του χρέους είναι παράγωγο της οικονομικής κρίσης και όχι η αιτία.

Η θέση για την αποδέσμευση πρέπει να συμπληρώνεται από:

(1) Την άρνηση του εξωτερικού χρέους που θα απαλλάξει την χώρα από το εξωτερικό χρέος.

(2) Την επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων έτσι ώστε να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.

(3) Την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως ή άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το δημόσιο) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας.

(4) Την δημιουργία ενός πραγματικού συστήματος προοδευτικής φορολογίας έτσι ώστε να υποστηριχθεί το λαϊκό εισόδημα με ταυτόχρονα κυνήγι της φοροδιαφυγής και ιδιαίτερα αυτής του μεγάλου κεφαλαίου που καμία κυβέρνηση δεν αγγίζει για να εξευρεθούν πόροι για την οικονομίας.

(5) Την ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών έτσι ώστε να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης. Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας.

Το πιο κρίσιμο όμως στοιχείο της πρότασης και το επιστέγασμα ενός τέτοιου προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των βασικών οικονομικών κλάδων). Όλα τα προηγούμενα μέτρα είναι κυρίως «αμυντικού» χαρακτήρα που διευκολύνουν αλλά δεν επιλύουν από μόνα τους τον πυρήνα του προβλήματος, την οικονομική κρίση. Για να ξαναπάρει μπροστά η ελληνική οικονομία, να ξεπερασθεί η αποβιομηχάνιση και η διάλυση της παραγωγικής δομής και για να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προς όφελος του λαού χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο στόχων και πολιτικών. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα επωμισθεί το κόστος και τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες οξυμένης ταξικής σύγκρουσης. Μόνο ένα ρεαλιστικό σχέδιο σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Μαυρουδέας Στ. (2007), «Χρηματοπιστωτική κρίση ή συνολική οικονομική κρίση;», εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 7-10-2007.

 

Μαυρουδέας Στ. (2009), «Η κρίση, τα αίτια της και η ελληνική οικονομία» σε κείμενα ημερίδας της ΚΕ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή.

 

Μαυρουδέας Στ. (2010α), «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού» σε Τόπος, «Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης», Αθήνα: Τόπος.

 

Μαυρουδέας Στ. (2010β), «Η ελληνική κρίση, η ΕΕ και οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις», Ουτοπία νο.92.

 

Μαυρουδέας Στ. (2011α), «Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση: καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» σε Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ), «Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Αθήνα: Gutenberg.

 

Μαυρουδέας Στ. (2011β), «Αποδέσμευση από την ΕΕ: κρίσιμη προϋπόθεση για το άνοιγμα μιας διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης στη χώρα μας», Ουτοπία (υπό έκδοση).

 

Τα περισσότερα κείμενα βρίσκονται στο https://stavrosmavroudeas.wordpress.com .

 

13 responses to “Το κείμενο της ομιλίας μου στην ημερίδα της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΕ

  1. Mία ερώτηση. «Ο βασικός κόμβος ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ ακριβώς γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή συγκυρία το σύνολο των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή στρατηγική.» Είμαστε σίγουροι για αυτή τη θέση; Ο Αλαφούζος ήδη επικρίνει τα μέσα του Κουρή ως τα «κανάλια της δραχμής», ακόμα και ακροδεξιά στοιχεία προβάλουν το αίτημα με τη λογική του εθνικού απομονωτισμού, το Αριστερό Ρεύμα του Συν, αλλά και το Ναρ θεωρούν ότι η Ελλάδα γίνεται αποικία, το Μέτωπο του Αλαβάνου ζητάει εθνική ανεξαρτησία, ο Μίκης θέλει μία «επανάσταση του στρατού και της αστυνομίας» ενάντια στην παγκόσμια αυτοκρατορία. Όντως τα προηγούμενα χρόνια στο ζήτημα της Ε.Ε. ξεχώριζε η ήρα από το στάρι. Σήμερα μπορούμε να βασιστούμε εκεί; Μήπως κάποιοι ονειρεύονται καπιταλισμό με εθνικό νόμισμα και χεωκοπία;

    Μου αρέσει!

    • Θεωρώ ότι, παρόλο ότι τμήματα της έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» τα οδηγεί σε νέο πατατρακ, συνολικά η ελληνική αστική τάξη είναι βαθύτατα δεσμευμένη με τα δυτικο-ευρωπαϊκά κεφάλαια. Γι’ αυτό αδυνατεί να δει το προφανές, δηλαδή ότι πιθανά εκτός ΕΕ ακόμη και αυτή θα είχε μικρότερο κόστος από την κρίση. Μερίδες της προβάλλουν το ζήτημα αυτό για να πιέσουν τους δυτικο-ευρωπαίους «εταίρους» τους για κάποιες καλύτερες συμφωνίες για το ελληνικό κεφάλαιο (και όχι φυσικά για τους εργαζόμενους).
      Άλλωστε και το 1917 η ρωσική αστική τάξη έβλεπε ότι η συμμετοχή στον πόλεμο την οδηγούσε στην καταστροφή. ¨ομως αδυνατούσε να απεμπλακεί από τις διεθνείς και άλλες δεσμεύσεις της.

      Μου αρέσει!

  2. Παράθεμα: Συνέντευξη μου για την κρίση και την οικονομία στο ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ 17/9/2012 « Stavros Mavroudeas Blog

  3. Παράθεμα: Συνέντευξη μου για την κρίση και την οικονομία στον ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ 17/9/2012 « Stavros Mavroudeas Blog

  4. Παράθεμα: Η κρίση του συστήματος οδηγεί στη βαρβαρότητα-Σταύρος Μαυρουδέας « contramee

  5. Παράθεμα: Η κρίση του συστήματος οδηγεί στη βαρβαρότητα | Πολιτικός Διάλογος

  6. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  7. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  8. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  9. Παράθεμα: ΜπορεΙ να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; « απέραντο γαλάζιο

  10. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; « απέραντο γαλάζιο

  11. Παράθεμα: Stavros Mavroudeas Blog

  12. Παράθεμα: H έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ και η αντιπαράθεση των αστικών κέντρων γύρω από αυτήν: ένα υπόδειγμα πολλαπλής θεσμι

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.