Η Αργεντινή, η Ελλάδα και η Αριστερά – 1ο μέρος

Πρόσφατα η περίπτωση της Αργεντινής έγινε ξανά αντικείμενο της ελληνικής πολιτικής συζήτησης για λόγους και με αναγωγές προφανείς.

Η επίσημη πολιτική αντιπαράθεση – από τους νενέκους της συγκυβέρνησης και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ μέχρι τον ανερμάτιστο ΣΥΡΙΖΑ, το αφασικό ΚΚΕ και διάφορους αντιμνημονιακούς δημοσιολογούντες – ήταν επιεικώς ανούσια και επιφανειακή.

Και όμως η περίπτωση της Αργεντινής είναι εξαιρετικά χρήσιμη για να εξάγει συμπεράσματα η ελληνική Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Χρειάζεται όμως μία σοβαρή μελέτη και ιδιαίτερα ένα καθαρό πρίσμα ανάλυσης.

Το κείμενο που ακολουθεί, μακρυά από τον ορυμαγδό και τις υποκρισίες της επίσημης αντιπαράθεσης, φιλοδοξεί να συμβάλλει σε μία τέτοια σοβαρή μελέτη και συζήτηση.

Λόγω έκτασης θα δημοσιευθεί σε 2 ή 3 μέρη.

——————————————————————–

Ο σύνδεσμος του πονήματος είναι:

 

 

————————————————————————————————————————————————-

Η Αργεντινή, η Ελλάδα και η Αριστερά

 

Σταύρος Δ. Μαυρουδέας

Αθήνα, Αύγουστος 2014

 

  1. Πρόλογος

Πρόσφατα η Αργεντινή ξανάρθε στο προσκήνιο των ελληνικών πολιτικών αντιπαραθέσεων με αφορμή την λογιστική (και όχι πραγματική) στάση πληρωμών της λόγω της απόφασης του αμερικανικού δικαστηρίου του υπέργηρου και υπερσυντηρητικού T.Griesa που δικαίωσε τα λεγόμενα κερδοσκοπικά ταμεία – όρνεα (vulture funds) που αγόρασαν – αντί πινακίου φακής – τα ομόλογα της ελάχιστης μειοψηφίας των δανειστών που δεν συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του αργεντινού χρέους και επιδιώκουν την πληρωμή τους στο ακέραιο (επιτυγχάνοντας κέρδη της τάξης του 1600%). Η στάση αυτή πληρωμών είναι λογιστική και τεχνική και όχι πραγματική γιατί η Αργεντινή εξυπηρετεί το αναδιαρθρωμένο χρέος της (που περικόφτηκε κατά περίπου 70%) προς την τεράστια πλειοψηφία των ξένων δανειστών της. Απλά το αμερικάνικο δικαστικό σύστημα – που παρεμπιπτόντως για τα εγχώρια δυτικά παπαγαλάκια, που φληναφούν περί αποκομματικοποίησης και αποπολιτικοποίησης, είναι εξόφθαλμα κομματικοποιημένο – απαγορεύει την εξυπηρέτηση του καθώς αυτή γίνεται μέσω αμερικανικής τράπεζας.

Τα εγχώρια συστημικά παπαγαλάκια των ΜΜΕ της διαπλοκής και της εξωνημένης συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ όρμησαν κυριολεκτικά σαν όρνεα να πείσουν ότι αυτά παθαίνει όποιος τολμά να συγκρουστεί με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Όλος αυτός ο συρφετός των σύγχρονων νενέκων – παραποιώντας κατάφορα την πραγματικότητα και διαστρέφοντας χυδαία τα οικονομικά δεδομένα – προσπαθούν να πείσουν ότι κάθε αντίσταση είναι καταστροφική και μόνο η υποταγή και ο σφουγγοκωλαρισμός απέναντι στα εγχώρια και ξένα καπιταλιστικά συμφέροντα, στον οποίο οι ίδιοι ασμένως επιδίδονται, είναι ο μόνος λογικός δρόμος. Κάθε τι άλλο είναι αποκοτιά.

Από την άλλη όμως η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς αλλά και διάφοροι προβεβλημένοι ριζοσπαστικοί σχολιαστές είτε πρόβαλλαν μία υπεράσπιση της Αργεντινής που είναι εικονική (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) είτε έκαναν τους Πόντιους Πιλάτους (π.χ. ΚΚΕ) είτε καλλιεργούν διάφορες παραπλανητικές απόψεις (π.χ. συγκάλυψη του ρόλου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και κριτική στην υποτιθέμενη «σοσιαλμανία» του Κιρχνερισμού ή άκριτη υποστήριξη και θαυμασμός στον Κιρχνερισμό του «σοβαρού καπιταλισμού»). Σε καμία περίπτωση δεν αφομοίωσαν τα πολύτιμα μαθήματα που δίνει η περίπτωση της Αργεντινής για την ελληνική Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Ιδιαίτερα δεν κατανοούν – και μάλλον δεν δίνουν δεκάρα για να το κάνουν – την αποτυχία της αργεντίνικης Αριστεράς να ηγεμονεύσει πάνω στη ρωγμή της κρίσης το 2001 και το σύρσιμο του λαϊκού κινήματος πίσω από την νεο-περονιστική εκδοχή του Κιρχνερισμού. Μόνο η μοναχική φωνή της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση (http://aristerisymporefsi.gr) έθεσε το πρόβλημα στη σωστή του διάσταση.

Το κείμενο αυτό αποσκοπεί να συμβάλλει σε μία σοβαρή και νηφάλια συζήτηση που πρέπει να γίνει μέσα στη ελληνική Αριστερά και στο εργατικό κίνημα για την Αργεντινή και τα χρήσιμα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από αυτή. Ιδιαίτερα αποσκοπεί να τονίσει την επιτακτική ανάγκη της μετωπικής συμπόρευσης όλων των ζωντανών δυνάμεων της Αριστεράς και της εργασίας με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το σύστημα που θα λύνει τα άμεσα προβλήματα επιβίωσης της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας και ταυτόχρονα θα ανοίγει τον δρόμο για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην κατεύθυνση της «δημοκρατίας της δικαιοσύνης και της εργασίας».

Το κείμενο απαρτίζεται από τα ακόλουθα τμήματα. Το επόμενο τμήμα παρουσιάζει συνοπτικά την ιστορική διαδρομή του αργεντίνικου καπιταλισμού και την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το τρίτο τμήμα αναλύει την επανασταθεροποίηση του συστήματος και το πολιτικό και οικονομικό σχέδιο του Κιρχνερισμού. Το τελευταίο τμήμα προτείνει τα συμπεράσματα που πρέπει να εξάγει το ελληνικό λαϊκό κίνημα και η Αριστερά από την περίπτωση της Αργεντινής.

112fotografias11

 

 

 

 

 

 

  1. Η ιστορική διαδρομή του αργεντίνικου καπιταλισμού και η κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου

Ιστορικά, η Αργεντινή έχει αρκετές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές με την Ελλάδα καθώς έχει ακολουθήσει μία παρόμοια διαδρομή. Είναι και αυτή μία καπιταλιστική χώρα δεύτερης εσοδείας (δηλαδή ακολούθησε τις δυτικές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής που πρώτες προχώρησαν στο δρόμο του καπιταλισμού αλλά και προηγήθηκε άλλων χωρών της Ασίας και της Αφρικής) και ενδιάμεσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης (καθώς από κάποια στιγμή και μετά, ιδιαίτερα από τον μεσοπόλεμο και μετά, αναπτύχθηκε ραγδαία αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να φθάσει την ομάδα χωρών πρώτης εσοδείας). Ήταν πάντα σε στενή σύνδεση με την πρωτοπόρα ομάδα και αυτό μετέφερε τόσο δεσμούς πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης όσο και την πίεση να φθάσει την πρώτη. Γι’ αυτό εντάσσεται επίσης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα καθώς μπορεί και εκμεταλλεύεται λιγότερο αναπτυγμένες χώρες αλλά ταυτόχρονα η ίδια υπάγεται στην ισχύ των πιο αναπτυγμένων ΗΠΑ και δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Έχει επίσης ευρύτατα μεσαία στρώματα, όπως και η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις πιο αναπτυγμένες δυτικές χώρες. Τέλος, για να ενσωματωθεί ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός ανδρώθηκε ο Περονισμός, ένα ρεύμα παρόμοιο με το ΠΑΣΟΚ αλλά με πολύ πιο μακρά ιστορία (ξεκινά από τον μεσοπόλεμο και φθάνει μέχρι σήμερα), πολύ πιο ισχυρές κοινωνικές βάσεις και πολύ πιο ριζοσπαστικές εκφάνσεις. Ο Περονισμός – ο οποίος σημειωτέον εκτός από αριστερές είχε και δεξιές (ακόμη και φασίζουσες) πτέρυγες – σημάδεψε την εξέλιξη της σύγχρονης Αργεντινής και ιδιαίτερα κατόρθωσε να ηγεμονεύσει σε όλο το χώρο της Αριστεράς, πράγμα που δεν πέτυχε το ΠΑΣΟΚ.

Από την άλλη βέβαια η Αργεντινή είναι μία πολύ πιο πλούσια σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους χώρα σε σχέση με την Ελλάδα. Έχει ένα πολύ πιο ισχυρό μεταποιητικό τομέα (που από το 2012 είναι ο μεγαλύτερος της οικονομίας, σε αντίθεση με την ελληνική οικονομία που ηγεμονεύεται από τις υπηρεσίες) και ο οποίος βέβαια συνδέεται στενά με τον πρωτογενή τομέα (καθώς ο μεγάλος όγκος της παραγωγής του είναι μεταποιημένα αγροτο-κτηνοτροφικά προϊόντα). Όμως έχει και ένα ισχυρό τμήμα βαριάς βιομηχανίας (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα, στα πρώτα βήματα του, από στρατιωτικές βιομηχανίες (βλέπε Μαυρουδέας (1996)).

Η κρίση του 1930 εξώθησε την Αργεντινή στην υιοθέτηση πολιτικών εκβιομηχάνισης καθώς η κατάρρευση της παγκ. οικονομίας δημιούργησε την ανάγκη αλλά έδωσε και την ευκαιρία ανάπτυξης της εγχώριας βιομηχανίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν προϋπήρχαν σημαντικές εγχώριες μεταποιητικές δραστηριότητες (βλέπε Μαυρουδέας (1996)). Αντίθετα, ήδη από την αρχή του 20ου αιώνα περίπου το 20% του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στην μεταποίηση, στην οποία αναλογούσε το 10 με 15% του συνολικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Η Αργεντινή είχε ήδη από εκείνη την περίοδο φθάσει ένα βαθμό εκβιομηχάνισης που η μεσαία αναπτυσσόμενη χώρα δεν έφθασε παρά μόνον μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο.

Ο πρώτος τύπος πολιτικών εκβιομηχάνισης, που εφαρμόσθηκαν στην περίοδο 1930-50, ήταν η Υποκαθιστούσα Εισαγωγές Εκβιομηχάνιση (Import Substituting Industrialisation – ISI). Η πολιτική της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης επιδιώκει μία συστηματική και σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση με δύο βασικούς πυλώνες: (1) την μεταφορά πόρων από τον παραδοσιακό (αγροτικό) τομέα στο σύγχρονο (βιομηχανικό) τομέα και (2) την προστασία της εγχώριας οικονομίας (μέσω δασμών κλπ.) από τον ξένο ανταγωνισμό. Ο τύπος αυτός πολιτικής ανήκει στο αναπτυξιακό υπόδειγμα (developmentalism ή ισπανικά desarrollismo)) που δίνει έμφαση στο ρόλο της ανάπτυξης, σε αντίθεση με πιο συντηρητικές σταθεροποιητικές πολιτικές, και θεωρεί ότι αυτή θα προέλθει από την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας που πρέπει να προστατευθεί από τον ξένο ανταγωνισμό. Στην εκδοχή της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης δεν είχε πάρει τον συγκροτημένο χαρακτήρα που απέκτησε το υπόδειγμα αυτό με τον Λατινοαμερικάνικο Δομισμό αργότερα. Στην πρώτη δεκαετία του το υπόδειγμα αυτό βασίσθηκε στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του μεριδίου των μισθών (ιδιαίτερα στη βιομηχανία). Στη δεύτερη δεκαετία βασίσθηκε στις δημόσιες δαπάνες. Η πολιτική αυτή, ιδιαίτερα στη δεύτερη φάση της βασίσθηκε σε δημόσια ελλείμματα που χρηματοδοτούνταν μέσω του πληθωρισμού (και έτσι αποφευγόταν η αύξηση της φορολογίας). Στην περίοδο της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Εκβιομηχάνισης συγκροτείται και εδραιώνεται ο Περονισμός καθώς η ανοδική πορεία της αργεντίνικης οικονομίας σε συνδυασμό με την μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του παγκ. καπιταλισμού έδωσε την δυνατότητα ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος μέσω των μισθολογικών αυξήσεων και της αύξησης της απασχόλησης αλλά και μέσω της θεσμικής ενσωμάτωσης του στο κράτος. Ο Περονισμός (με τον αυταρχικό λαϊκισμό του) αλλά και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της περιόδου προώθησαν μία σχετική αναδιανομή του εισοδήματος, κυρίως προς την πλευρά της βιομηχανικής εργατικής τάξης (καλυπτόμενη όμως, κατά βάση, από την αύξηση τόσο του ποσοστού όσο και της μάζας της υπεραξίας). Επομένως, οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί και η αναδιανομή του εισοδήματος ήταν βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου. Όμως, τα ελλείμματα και ο πληθωρισμός είναι μία απαίτηση σε μέλλουσα παραγωγή. Όσο ο ρυθμός ανάπτυξης την καλύπτει εγκαίρως – δεδομένων των χρονικών υστερήσεων στην εκπλήρωση της απαίτησης – δεν παρουσιάζονται προβλήματα. Όταν όμως τόσο η παραγωγική δομή (δηλαδή η συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία η εργασία υπάγεται στο κεφάλαιο) όσο και η μορφή του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου (και ιδιαίτερα η συγκεκριμένη μορφή των σχέσεων μεταξύ των βασικών μερίδων του κεφαλαίου) εξαντλήσουν τα όρια τους, τότε η επίτευξη του αναγκαίου ποσοστού κερδοφορίας αποτυγχάνει και προβλήματα αξιοποίησης εμφανίζονται σχεδόν μονίμως. Αυτά παίρνουν την μορφή προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών (εκφράζοντας μία μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με ξένους ανταγωνιστές) και έναν επιταχυνόμενο πληθωρισμό (καθώς οι κυβερνήσεις προσφεύγουν στις συνταγές παλιών επιτυχιών). Δεδομένης της επιβράδυνσης της μεγέθυνσης και του υψηλότερου πληθωρισμού, η αναδιανομή του εισοδήματος έγινε δύσκολη. Ως συνεπακόλουθο, οι προηγουμένως υπολανθάνοντες ταξικοί ανταγωνισμοί επανήλθαν στο προσκήνιο. Έτσι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η «χρυσή εποχή» της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης είχε τελειώσει και η αργεντίνικη οικονομία ήταν σε αναβρασμό.

Δύο οικονομικά ρεύματα συγκρούστηκαν για το ποιο θα είναι το διάδοχο υπόδειγμα οικονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα για το πώς θα αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του πληθωρισμού: η σχολή του Λατινοαμερικανικού Δομισμού (Latin American Structuralism) και ο Μονεταρισμός (δηλαδή ο πρώιμος πρόγονος των σημερινών νεοφιλελεύθερων πολιτικών). Υπήρξε μία περίοδος διαδοχικής εφαρμογής και των δύο αυτών στρατηγικών: στα 1959-62 εφαρμόζεται το πρώτο Μονεταριστικό πείραμα, ακολουθούμενο από ένα μακρύ Δομιστικό πείραμα (που εφαρμόσθηκε τόσο κατά την περίοδο διακυβέρνησης των Ριζοσπαστών στα 1963-66 αλλά και κατά την Περονιστική κυβέρνηση του 1973-76). Και τα δύο εμφάνισαν προβλήματα. Συνεπώς, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976 εμφανίσθηκε ένας νέος υποψήφιος οικονομικής πολιτικής: η Νομισματική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών ή Παγκόσμιος Μονεταρισμός ή Μονεταρισμός της Ανοικτής Οικονομίας (δηλαδή οι σύγχρονες νεοφιλελεύθερες πολιτικές). Το μοντέλο αυτό κυριάρχησε στην Αργεντινή από το 1976 μέχρι το 2001 και φυσικά οδήγησε στην κρίση και την χρεωκοπία του 2001.

Ο Λατινοαμερικάνικος Δομισμός είναι μία σχολή συγγενική προς την Αγγλοσαξωνική θεωρία του πληθωρισμού κόστους και προέρχεται από την δουλειά της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (ECLAC) υπό την ηγεσία του R.Prebisch (που ήταν και Αργεντινός) και του P.Singer. Πρόκειται για ένα ρεύμα που ανήκει στις Θεωρίες της Εξάρτησης (Dependency Theory). Θεωρεί ότι οι ρίζες του πληθωρισμού βρίσκονται στην οικονομική δομή και κύρια σε παράγοντες όπως η μη κινητικότητα των πόρων, ο κατακερματισμός της αγοράς και οι ανισορροπίες ανάμεσα στην τομεακή προσφορά και ζήτηση. Επομένως, η σταθεροποιητική πολιτική είναι αναγκαία ώστε να αποφραχθούν τα «μποτιλιαρίσματα» τα οποία ωθούν την οικονομία σε πληθωριστικούς κύκλους. Με αυτή την έννοια, η Δομιστική πολιτική είναι μία μακροχρόνια πολιτική εφόσον οι δομικές ανισορροπίες μπορούν να εξαλειφθούν μόνο μέσω μίας επανακατανομής των επενδύσεων, μία μακρόχρονη και σταδιακή διαδικασία. Για να γίνει αυτό είναι καθοριστικός ο ρόλος του κρατικού παρεμβατισμού που πρέπει να υλοποιήσει μία σειρά θεσμικές αλλαγές (π.χ. αναδασμούς, φορολογικές αλλαγές, βιομηχανική πολιτική κλπ.). Όλα αυτά έχουν αρνητικό αντίκτυπο πάνω στο εισόδημα των κατόχων αυτών των σπανιζόντων πόρων από όπου προκύπτουν τα «μποτιλιαρίσματα» (π.χ. γαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες κομβικών πρώτων υλών). Οι πόροι που αφαιρούνται από αυτούς διοχετεύονται στο κράτος και συγκροτούν την βάση για συνεχόμενες αυξήσεις της παραγωγικότητας και αναδιανομή του εισοδήματος στα αργοπορούντα και φτωχότερα τμήματα της οικονομίας και, συνεπακόλουθα, σε μία προοδευτική μακροπρόθεσμη αναδιανομή του εισοδήματος. Εν κατακλείδι, η Λατινοαμερικανική Δομιστική σχολή θεωρεί ότι ο πληθωρισμός είναι κατά βάσει ένα μη νομισματικό φαινόμενο και υποβαθμίζει τις επιπτώσεις που έχει η χρηματοδότηση μέσω ελλειμμάτων και νομισματικής επέκτασης πάνω στις τιμές. Πολιτικά και ταξικά αποσκοπεί σε μία ιδιόμορφα κεϋνσιανή καπιταλιστική διαχείριση (γιατί αφορά λιγότερο αναπτυγμένες και εξαρτημένες χώρες) που στοχεύει σε ένα συμβιβασμό του κεφαλαίου με την εργασία, πάντα υπό την ηγεμονία του πρώτου αλλά χωρίς να φτωχοποιείται η τελευταία. Και όλα αυτά σε μία λελογισμένη σύγκρουση με το διεθνές πλαίσιο (δηλαδή τον Δυτικό και ιδιαίτερα τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό) που θέλει να κρατήσει τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες στην παγίδα της εξάρτησης και της υπανάπτυξης. Με τον Λατινοαμεριάνικο Δομισμό το αναπτυξιακό υπόδειγμα παίρνει ίσως την πιο συγκροτημένη και διακριτή μορφή του.

Αντίθετα, ο Μονεταρισμός θεωρεί ότι ο πληθωρισμός είναι πάντοτε ένα νομισματικό φαινόμενο. Κατά τον Μονεταρισμό, οι πολιτικές πρέπει να είναι βραχυχρόνιες και να αποσκοπούν σε μία γρήγορη αντιμετώπιση του πληθωρισμού, επειδή ο τελευταίος θεωρείται ως ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας για αποδοτική ανάπτυξη. Ως συνέπεια, προτείνονται σταθεροποιητικές πολιτικές τύπου «θεραπείας σοκ». Πολιτικά και ταξικά προτείνει την κατά μέτωπο επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία και την με αυτό τον τρόπο ανάταξη των προβλημάτων του καπιταλιστικού συστήματος (που άρχισαν να εμφανίζονται με το λαχάνιασμα της μεταπολεμικής «χρυσής εποχής» και τελικά οδήγησαν στην παγκ. καπιταλιστική κρίση του 1973). Επίσης, σε αντίθεση με τον Δομισμό, πρέσβευε την συμμόρφωση των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικών στα δυτικά πλαίσια. Βέβαια ο Μονεταρισμός, εκτός των προτερημάτων του για το κεφάλαιο, είχε ορισμένα εξαιρετικά προβληματικά ελαττώματα. Κατ’ αρχήν κατανοούσε την κεφαλαιοκρατική κρίση μέσω του παραμορφωτικού πρίσματος των νομισματικών σχέσεων (δηλαδή της σφαίρας της ανταλλαγής) και όχι ως ένα πρόβλημα που προέρχεται από την σφαίρα της παραγωγής. Συνεπώς θεωρούσε ότι η νομισματική πειθαρχία και η ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς θα αναμόρφωνε τις σχέσεις και τις δομές της παραγωγής σχεδόν αυτόματα. Αφετέρου, πίστευε ότι η εισοδηματική αναδιανομή προς όφελος του κεφαλαίου (δηλαδή η βάρβαρη μείωση του κονδυλίου των μισθών ) από μόνη της θα βελτίωνε την κεφαλαιοκρατική κερδοφορία. Συνεπώς, παραγνώριζε το ότι η κεφαλαιοκρατική κερδοφορία δεν βασίζεται μόνον στην σφαίρα της διανομής αλλά πρώτα και κύρια στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή εξαρτάται όχι μόνον από το μερίδιο της εργασίας αλλά και από το πόσο παραγωγική είναι η εργασία). Τέλος, η μονεταριστική οπτική περιοριζόταν στα όρια του εθνικού κράτους, αγνοώντας ότι ο καπιταλισμός έμπαινε σε μία περίοδο πρωτόγνωρης διεθνοποίησης (για περισσότερα βλέπε Μαυρουδέας (2010)).

Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις δοκιμάστηκαν διαδοχικά σε πολλές Λατινοαμερικανικές χώρες, στην περίοδο που ακολούθησε το τέλος της εποχής της Υποκαθιστούσας Εισαγωγές Βιομηχανοποίησης, με απογοητευτικά αποτελέσματα.

Το βασικό πρόβλημα που τορπίλιζε τόσο τις Δομιστικές όσο και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πρώτης γενεάς ήταν ότι είχε ήδη αρχίσει να δείχνει το πρόσωπο της η κρίση υπερσυσσώρευσης (λόγω φθίνουσας κερδοφορίας) που έπληξε παγκόσμια το καπιταλιστικό σύστημα το 1973. Η αδυναμία αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας (δηλ. του ποσοστού υπεραξίας) με επαρκείς ρυθμούς, η αύξηση του βάρους του πάγιου κεφαλαίου (δηλ. της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου) και ο συνακόλουθος υπερπληθυσμός κεφαλαίων που δεν μπορούν να επενδυθούν αρκούντως προσοδοφόρα (δηλ. η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου) δεν άφηνε περιθώρια για είτε κεϋνσιανές είτε νεοσυντηρητικές πολιτικές μικρής εμβέλεια (βλέπε Μαυρουδέας (2010)).

Η αποτυχία τόσο των Δομιστικών όσο και των Μονεταριστικών πολιτικών άνοιξε τον δρόμο για την δεύτερη γενεά νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι τελευταίες εμπεριέχουν μία νέα και ισχυρή έμφαση σε μακροπρόθεσμες δομικές και θεσμικές αλλαγές, όπως το άνοιγμα της οικονομίας στο διεθνές εμπόριο και στις ροές κεφαλαίου, την ανάπτυξη ενός ιδιωτικού χρηματοδοτικού τομέα, την δραστική μείωση του ρόλου του κράτους και την ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα, την αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας και τον περιορισμό της δύναμης των συνδικάτων κλπ. Με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι «επανεκπαιδεύονται» οι οικονομικοί φορείς στο να δρουν με βάση την απρόσκοπτη λειτουργία των κανόνων της οικονομίας της αγοράς και αλλάζει θεμελιακά η λειτουργία της οικονομίας. Το ισχυρό μακροπρόθεσμο στοιχείο των νέων πολιτικών αποτελεί προϋπόθεση για την σταθερότητα του επίπεδου τιμών και την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το συμπέρασμα αυτό έχει μία αξιοσημείωτη ομοιότητα με τον Δομισμό. Ο πληθωρισμός παύει να θεωρείται απλά ένα νομισματικό φαινόμενο. Αντίθετα, μία οικονομία με πληθωρισμό είναι μία οικονομία με προβληματικές δομές. Στην ουσία πρόκειται για Δομισμό σε μονεταριστική βάση. Πολιτικά και ταξικά οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανοικτής οικονομίας αποτελούν μία ακόμη πιο βίαιη επίθεση ενάντια στην εργασία που έχει πιο μακροχρόνιο και δομικό χαρακτήρα απ’ ότι ο Μονεταρισμός. Βασικό επιπρόσθετο ειδοποιό χαρακτηριστικό τους είναι η «παγκοσμιοποίηση» (δηλαδή το άνοιγμα της οικονομίας). Φυσικά, για τις λατινοαμερικανικές χώρες αυτό σήμαινε την πλήρη προσαρμογή στις επιταγές του ηγεμονευόμενου από την Δύση διεθνούς συστήματος.

Συνήθως διαφεύγει τόσο από παλιότερες όσο και από σύγχρονες δυτικές συζητήσεις για την κρίση και τον νεοφιλελευθερισμό το γεγονός ότι πριν ο τελευταίος εφαρμοσθεί στη Δύση (ιδιαίτερα με τις κυβερνήσεις Ρέηγκαν και Θάτσερ στις ΗΠΑ και στο ΗΒ αντίστοιχα) είχε δοκιμασθεί πειραματικά στη Λατινική Αμερική και μάλιστα με το σιδερένιο χέρι στρατιωτικών δικτατοριών. Παραδείγματος χάριν, το πρώτο μονεταριστικό πείραμα στην Αργεντινή στην τριετία 1959-62, συμπίπτει χονδρικά με ανάλογα πειράματα στην Χιλή (1956-58), στην Βολιβία (1956), στο Περού (1959) και στην Ουρουγουάη (1959-62). Οι πολιτικές αυτές απέτυχαν και τις ακολούθησαν εξίσου ομοιόμορφα, και εξίσου αποτυχημένα, μία σειρά Δομιστικές πολιτικές. Τέλος, οι τελευταίες με την σειρά τους αντικαταστάθηκαν από νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεύτερης γενεάς. Αντίστοιχα από το 1976 και μετά οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεύτερης γενεάς (δηλ. ανοικτής οικονομίας ή αλλιώς η «παγκοσμιοποίηση») επιβάλλονται περίπου ομοιόμορφα στις λατινοαμερικάνικες χώρες υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Επίσης χρησιμοποιείται εκτεταμένα το «εργαλείο» των στρατιωτικών δικτατοριών.

Στην περίπτωση της Αργεντινής το πρώτο νεοφιλελεύθερο πείραμα δεύτερης γενεάς γίνεται με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976 και την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιχειρηματιών (Consejo Empresario) Martinez de Hoz και κράτησε μέχρι το 1982. Βέβαια, σε αντίθεση με τις απλοϊκές πεποιθήσεις της Θεωρίας της Εξάρτησης περί αδύναμης εγχώριας αστικής τάξης που είναι πειθήνιος λήπτης εντολών των ξένων ιμπεριαλιστικών κέντρων, το εγχείρημα αυτό είχε την υποστήριξη όλων των βασικών (και καθόλου υπανάπτυκτων) βασικών μερίδων του αργεντίνικου κεφαλαίου (βλέπε Munck (1985)). Το τελευταίο προσχώρησε οικειοθελώς στο δυτικό σχέδιο που συγκεφαλαιώθηκε αργότερα στη Συναίνεση της Ουάσιγκτον γιατί προσδοκούσε ότι έτσι θα συμμαζέψει την κοινωνία και την οικονομία (που σπαρασσόταν από ταξικές συγκρούσεις) και θα αναβαθμιζόταν στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πείραμα δεύτερης γενεάς στην Αργεντινή κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία (βλέπε Μαυρουδέας (1996)) καθώς, παρά την δραστική μείωση του μεριδίου των μισθών και τα έξι χρόνια σταθεροποίησης ένας επίμονα υψηλός πληθωρισμός συνδυαζόταν με μία βαθειά ύφεση. Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε επικίνδυνα εφόσον όλη η χρηματοοικονομική ευφορία και η εισροή ξένων κεφαλαίων δεν κατέληξε σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά περιορίσθηκε στον χρηματοοικονομικό τομέα αποσπώντας υψηλές αποδόσεις, που δεν μπορούσαν στο τέλος να καλυφθούν από ανάλογες αυξήσεις στον όγκο της παραγωγής. Η αποτυχία του προγράμματος και η συνακόλουθη οικονομική κρίση οδήγησε την στρατιωτική δικτατορία στο πάγωμα του και στον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό της εκστρατείας στις Μαλδίβες. Η ήττα της τελευταίας οδήγησε στην πτώση της χούντας.

 

Ακολούθησε το 1983 η κυβέρνηση του Ριζοσπαστικού Κόμματος υπό τον Raul Alfonsín που εγκατέλειψε μεν την νεοφιλελεύθερη πολιτική και προσπάθησε αποτυχημένα μέσω ενός μετριοπαθούς ετερόδοξου προγράμματος σταθεροποίησης (Plan Austral) να αναστρέψει την αποβιομηχανοποίηση και τον υπερπληθωρισμό χωρίς όμως να θίξει τα νεοφιλελεύθερα κεκτημένα ούτε να συγκρουστεί με το δεσμευτικό διεθνές πλαίσιο. Έτσι τις εκλογές του 1989 τις κέρδισε ο Περονιστής Carlos Menem που όμως προχώρησε σε αυτό που έχει ονομασθεί Μενεμισμός ή νεοφιλελεύθερος Περονισμός. Το βασικό στοιχείο της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής του ήταν η σύνδεση του αργεντίνικου πέσο με το αμερικανικό δολάριο σε ισοτιμία ένα προς ένα (Convertibility Plan) που επέβαλλε το 1991. Το αποτέλεσμα ήταν μία εντυπωσιακή μείωση του πληθωρισμού σε λιγότερο από 5% το 1994 και σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4.5% (για την περίοδο 1991 – 95). Ταυτόχρονα όμως υπήρξε μία δραματική αύξηση της φτώχειας και περικοπή των δημόσιων υπηρεσιών.

Η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια οδήγησε το 1999 σε μία νέα κεντρο-αριστερή κυβέρνηση υπό τον Fernando De la Rúa της Συμμαχίας για την Εργασία, την Δικαιοσύνη και την Εκπαίδευση που υποσχέθηκε φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Όμως όταν ανέλαβε την κυβέρνηση αποδέχθηκε πλήρως τις εγχώριες και διεθνείς πιέσεις να διατηρήσει την δολαριοποίηση. Μάλιστα έφερε πίσω σαν υπουργό Οικονομικών τον Μάρτιο του 2001 τον εμπνευστή του Convertibility Plan Domingo Cavallo. Ο τελευταίος εξήγγειλε ένα Σχέδιο Μηδενικού Ελλείμματος (Zero Deficit Plan) που έκοβε τους μισθούς και τις συντάξεις του δημόσιου τομέα κατά 13% και περίκοπτε επίσης τις ομοσπονδικακές επιδοτήσεις προς τις πολιτείες (η Αργεντινή είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος). Αυτό προκάλεσε μία έκρηξη κοινωνικών αντιδράσεων με αποκορύφωμα το κίνημα των Piquetero (άνεργοι). Στην ατζέντα των κινημάτων αυτών έμπαινε η ανατροπή των περικοπών, η επανακρατικοποίηση υπηρεσιών και επιχειρήσεων και η άρνηση πληρωμής του εξωτερικού χρέους. Μέσα στο γενικευόμενο χάος, τον Νοέμβριο του 2001, το ΔΝΤ – πιέζοντας από την πλευρά των δυτικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων – απέσυρε την στήριξη του στο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης. Η τελευταία, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσει την φυγή κεφαλαίων (και φυσικά χωρίς να θέλει να επιβάλλει σχετική απαγόρευση) επέβαλε περιορισμούς στις τραπεζικές αναλήψεις και χρηματικές μεταφορές (το λεγόμενο Corralito). Αυτό έβγαλε πλέον στο δρόμο και τα μεσαία στρώματα που ενώθηκαν με τους άνεργους και τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα. Η κυβέρνηση De la Rúa απάντησε με την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και με άγρια καταστολή που οδήγησε σε περισσότερους από 20 νεκρούς. Αυτό εκτράχυνε περισσότερο τα πράματα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σταθεί η κυβέρνηση και έτσι πρώτα ο Cavallo και μετά ο De la Rúa να παραιτηθούν. Ακολούθησε μία σειρά προέδρων που δεν κράταγαν σχεδόν ούτε μία εβδομάδα ενώ η Αργεντινή έκανε στάση πληρωμών τον Δεκέμβριο και υποτίμησε το πέσο κατά περισσότερο από 30% (με περαιτέρω υποτίμηση να ακολουθεί αργότερα). Τελικά ανέλαβε μία μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Περονιστή Eduardo Duhalde τον Ιανουάριο του 2002. Ο τελευταίος προσπάθησε να ακολουθήσει μία μετριοπαθή ετερόδοξη οικονομική πολιτική (επικυρώνοντας την στάση πληρωμών και αποσυνδέοντας το πέσο από το δολάριο) και ταυτόχρονα παραμένοντας μέσα στα προγράμματα του ΔΝΤ και της Παγκ. Τράπεζας (δηλαδή μη συγκρουόμενος με το διεθνές πλαίσιο). Υπήρξε μία ανάκαμψη της παραγωγής (λόγω υποκατάστασης εισαγωγών καθώς αυτές μετά την αποσύνδεση έγιναν πολύ ακριβές) αλλά συγχρόνως ο πληθωρισμός αυξήθηκε. Επίσης ο Duhalde επέβαλε την αναγκαστική μετατροπή των δολαριακών καταθέσεων σε πέσο (παρά τις ρητές αντίθετες δηλώσεις του) και αυτό οδήγησε σε νέα έκρηξη κοινωνικής αναταραχής με αποτέλεσμα να εξαναγκασθεί να κηρύξει πρόωρες εκλογές έξι μήνες πριν την ολοκλήρωση της θητείας του (εξέτιε το υπόλοιπο της θητείας του De la Rúa).

Στις εκλογές του 2003 το Περονιστικό κόμμα κατέβηκε με δύο υποψήφιους: τον Menem (που ήρθε πρώτος με 24%, δείχνοντας την ισχύ του νεοφιλελεύθερου μπλοκ) και τον Nestor Kirchner (με 22% και μία αντι-νεοφιλελεύθερη εκλογική πλατφόρμα). Επαναληπτικές εκλογές μεταξύ των δύο πρώτων (καθώς κανείς δεν έλαβε το 45%) δεν έγιναν καθώς αιφνίδια ο Menem παραιτήθηκε οπότε ανέλαβε ο Kirchner.

Συνοπτικά, το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα δεύτερης γενεάς κράτησε στην Αργεντινή (με ενδιάμεσα μεσοβέζικα διαλλείματα) από το 1976 μέχρι και το 2001 και οδήγησε την Αργεντινή στην πιο βαθειά οικονομική αλλά και πολιτική κρίση της ιστορίας της. Η κρίση του 2001 οδήγησε σε μία πτώση του ΑΕΠ περίπου κατά 25% και σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ανεργίας και φτώχειας. Επίσης σε εξαιρετικά υψηλό εξωτερικό χρέος της χώρας. Η μαζική ιδιωτικοποίηση και πώληση σε ξένα κεφάλαια βασικών δημόσιων πόρων, επιχειρήσεων και υπηρεσιών (π.χ. αερομεταφορές, σιδηρόδρομοι, υπεραστικά λεωφορεία, κοινωνική ασφάλιση και ιατρική περίθαλψη, ύδρευση, ενέργεια (πετρέλαιο και αέριο), δημόσια ναυπηγεία, τουρισμός) οδήγησε επίσης σε εκτεταμένη εκβιομηχάνιση καθώς τα τελευταία προέβαιναν σε κλεισίματα και περικοπές (με μαζικές απολύσεις) και εκποίηση περιουσιακών στοιχείων (που είχαν αγοράσει αντί πινακίου φακής) για την πραγματοποίηση κερδοσκοπικών εσόδων.

Ο θεμελιακός όμως λόγος της αποτυχίας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ανοικτής οικονομίας είναι ότι η βίαιη επίθεση στην εργασία και το άνοιγμα της οικονομίας (δηλ. η ενεργοποίηση δύο βασικών αντεπιδρουσών δυνάμεων στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) δεν επιλύουν από μόνες τους την καπιταλιστική κρίση καθώς επηρεάζουν κυρίως την σφαίρα της διανομής και μόνο εμμέσως την σφαίρα της παραγωγής. Είναι όμως η τελευταία αυτή που παίζει τον βασικό ρόλο και η αναγκαία αναδιάρθρωση της σφαίρας αυτής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον από την λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, αλλά απαιτεί την ενεργή παρέμβαση του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη. Η εναπόθεση της στα τυφλά κίνητρα των ατομικών κεφαλαίων σπάνια πετυχαίνει το στόχο της και συνήθως εκτροχιάζεται σε υπερβολές και θυσία του συλλογικού συμφέροντος του συστήματος σε επιμέρους καπιταλιστικά συμφέροντα.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.