Το κείμενο και η μαγνητοφώνηση της ομιλίας μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Carlos Tablada «Τσε Γκεβάρα: Η Πολιτική Οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού»

Το κείμενο και η μαγνητοφώνηση της ομιλίας μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Carlos Tablada «Τσε Γκεβάρα: Η Πολιτική Οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού»

prosklisi

————————————————————————————–

Σημειώσεις για το βιβλίο του Carlos Tablada «Τσε Γκεβάρα: Η Πολιτική Οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού», εκδ. Διεθνές Βήμα

Στ. Μαυρουδέας

 

Εισαγωγή

Συνήθως, όταν μιλάς για τον Τσε ακόμη και σε ενημερωμένο κοινό υπάρχει σχετική άγνοια των απόψεων του για την οικονομία και ιδιαίτερα για την πολιτική οικονομία της σοσιαλιστικής μετάβασης.

Και όμως, μετά τη νίκη της κουβανέζικης επανάστασης ο Τσε Γκεβάρα ανέλαβε μία σειρά κρίσιμες οικονομικές αρμοδιότητες. Αρχικά, παράλληλα με στρατιωτικά καθήκοντα, ανέλαβε επικεφαλής του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης (που συγκροτήθηκε για να δώσει βιομηχανική διέξοδο και ώθηση στην αγροτική μεταρρύθμιση της κουβανέζικης επανάστασης). Γρήγορα τοποθετήθηκε επίσης διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν μία σειρά μέτρων με στόχο τον έλεγχο του αποθέματος συναλλάγματος, καθώς και η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα. Στο μεταξύ διετέλεσε μέλος μίας σειράς σημαντικών διεθνών αποστολών και ιδιαίτερα αυτών που οικοδόμησαν τους δεσμούς με το Σοβιετικό μπλοκ. Στη συνέχεια ως υπουργός βιομηχανίας επεδίωξε να προωθήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση της Κούβας, πρόγραμμα που υπήρξε όμως βιαστικό, υποτίμησε τον ρόλο των ενδιάμεσων εισροών και κατέληξε σε αποτυχία.

Με την ζέση του πραγματικού επαναστάτη προσπάθησε να αντιμετωπίσει πιεστικά άμεσα προβλήματα συνδέοντας τα – με ένα ουσιαστικό και μη-ιδεοληπτικό τρόπο – με την Μαρξιστική οικον. ανάλυση.

Ο Γκεβάρα γρήγορα σχημάτισε μία αντίληψη εξαιρετικά κριτική απέναντι στο πρότυπο της Σοβ. Ένωσης. Ουσιαστικά θεωρούσε ότι η τελευταία έχει μπει σε ένα δρόμο οπισθοχώρησης προς τον καπιταλισμό. Προσπάθησε συνεπώς να συγκροτήσει ένα διαφορετικό πρότυπο σοσιαλιστικής μετάβασης για την Κούβα. Οι απόψεις του αντιπάλευαν τα σοβιετικά πρότυπα που όμως εν τέλει, μεταξύ άλλων λόγω πιεστικών αναγκών, επικράτησαν. Η σύγκρουση αυτή αποτυπώθηκε στη διαπάλη μεταξύ του «Προϋπολογιστικού Συστήματος Χρηματοδότησης» (που υποστήριζε ο Τσε) και του σοβιετικού «Συστήματος Οικονομικού Λογισμού». Συνοπτικά, το πρώτο τόνιζε πολύ περισσότερο τον ρόλο του σχεδιασμού ενώ το δεύτερο έδινε σημαντική αυτονομία στις επιμέρους επιχειρήσεις.

Η συζήτηση αυτή αποτυπώθηκε στη λεγόμενη Μεγάλη Συζήτηση του 1963-5 στην οποία εκτός των Κουβανών ενεπλάκησαν και μία σειρά Δυτικοί Μαρξιστές (βλέπε Silverman (1971)).

Μετά από και αυτή την αντιπαράθεση ο Τσε έφυγε από την Κούβα, διατηρώντας πάντα τους στενούς δεσμούς του με την κουβανέζικη επανάσταση, και ξεκίνησε το επαναστατικό του ταξίδι στον κόσμο που κατέληξε με τον θάνατο του στη Βολιβία.

Για αρκετό καιρό οι οικονομικές απόψεις του Τσε χάνονται πίσω από το ηρωικό του πρότυπο αλλά και κριτικές – όσο επέτρεπε το πρώτο – περί βολονταρισμού.

Η κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ και η κρίσιμη κατάσταση της κουβανέζικης οικονομίας – που επιμένει στο δρόμο του σοσιαλισμού – ξαναέφεραν στην επικαιρότητα τις απόψεις του. Μία σειρά Κουβανοί μελετητές, όπως ο Fernando Martinez Heredia και ιδιαίτερα ο Carlos Tablada (του οποίου και το βιβλίο για το οποίο συζητάμε), αλλά συγγραφείς από άλλες χώρες (όπως η Yaffe (2009) με το βιβλίο της «Τσε Γκεβάρα: Τα Οικονομικά της Επανάστασης») ανακίνησαν την συζήτηση για την συνεισφορά του Τσε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην Κούβα και στην οικονομική θεωρία της σοσιαλιστικής μετάβασης εν γένει.

 

Ο πυρήνας της οικονομικής αντίληψης του Γκεβάρα

H οικονομική αντίληψη του Τσε διαμορφώθηκε μέσα από την αντιμετώπιση πιεστικών πρακτικών προβλημάτων της κουβανέζικης οικονομίας. Ο Γκεβάρα τα αντιμετώπισε με ένα υποδειγματικό κομμουνιστικό τρόπο που συνδύαζε – σε αντίθεση με τον αστικό πρακτικισμό – την ενότητα θεωρίας και πράξης. Επεδίωξε δηλαδή όχι μόνο την επίλυση τους με βάση τις μαρξιστικές κατευθυντήριες αλλά και την θεωρητική τους ανάλυση.

Το θεμελιακό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κουβανική επανάσταση μετά την νίκη της το 1959 ήταν πώς να ανοικοδομήσει και στη συνέχεια να αναπτύξει την οικονομία της σε συνθήκες υπανάπτυξης και επιδιώκοντας ταυτόχρονα την μετάβαση στο σοσιαλισμό.

Προσπαθώντας να απαντήσει στο πρόβλημα αυτό ο Τσε μελέτησε ενδελεχώς την σοβιετική εμπειρία τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρητική της διάσταση. Ταυτόχρονα μελέτησε τους κλασικούς του Μαρξισμού ενώ ταυτόχρονα ήταν βουτηγμένος κυριολεκτικά στα άμεσα πρακτικά προβλήματα της κουβανέζικης οικονομίας.

Πολύ σύντομα υποψιασμένος για τα στραβά του σοβιετικού συστήματος προσπάθησε να ανιχνεύσει ένα άλλο δρόμο σοσιαλιστικής μετάβασης. Ο πρακτικός πυλώνας αυτής της σύγκρουσης ήταν η αμφισβήτηση του σοβιετικού «Συστήματος Οικονομικού Λογισμού» και η προώθηση του «Προϋπολογιστικού Συστήματος Χρηματοδότησης».

Το κεντρικό ερώτημα για την κουβανική επανάσταση ήταν τι είδους κομμουνισμός να οικοδομήσει και πώς θα φτάσει σ’ αυτόν. Γύρω από το ερώτημα αυτό συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές απόψεις.

Η πρώτη άποψη ακολούθησε το σοβιετικό πρότυπο. Οι υποστηρικτές του σοβιετικού μοντέλου, όπως ο Carlos Rafael Rodriguez (επιφανής αξιωματούχος του ΚΚΚ), υποστήριζαν ότι σε όλη την μεταβατική περίοδο και ακόμη και στο σοσιαλισμό (κατώτερη φάση του κομμουνισμού κατά Μαρξ) λειτουργεί ο νόμος της αξίας. Συνεπώς, υποστήριζαν ένα χαλαρό οικονομικό σχεδιασμό που έδινε στις επιχειρήσεις μία περιορισμένη οικονομική αυτονομία. Οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να ανταγωνίζονται μέσω του χρήματος (νόμος της αξίας). Τα υλικά κίνητρα θα δώσουν ώθηση σ’ αυτό τον σοσιαλιστικό ανταγωνισμό. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα σύστημα συγκεκαλυμμένου σοσιαλισμού της αγοράς όπου το σχέδιο προσομοιώνει τις κατηγορίες της καπιταλιστικής αγοράς (και χρησιμοποιεί αντίστοιχους όρους π.χ. τόκος) και ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Επιπλέον, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, δεν έβλεπαν επίσης μία μεγάλη προσπάθεια για δομική αναδιάρθρωση της κουβανέζικης οικονομίας – και ιδιαίτερα την μαζική εκβιομηχάνιση της και την απομάκρυνση από την έμφαση στη ζαχαρο-καλλιέργεια.

Η δεύτερη άποψη, που εξέφρασε ο Τσε Γκεβάρα, αντιπαρατέθηκε στην πρώτη θεωρώντας ότι ανοίγει τον δρόμο στην παλινόρθωση του καπιταλισμού (όπως η ολισθηρή γιουγκοσλαβική αυτοδιαχείριση). Συγκεκριμένα, αντιτέθηκε κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε μορφή της ανταλλαγής μεταξύ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων στο σοσιαλιστικό τομέα, εκτός από την κατανομή των πόρων. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προβούν σε πράξεις ανταλλαγής ανεξάρτητα από το σχέδιο, δεδομένου ότι το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης υπαγορεύεται από το σχέδιο. Το κράτος, με τη μορφή της κεντρικής τράπεζας είναι η αρχή και το τέλος της ροής της σοσιαλιστικής επιχείρησης: αποκτά από αυτή τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να αποκτήσει τα μέσα παραγωγής και καταθέτει σ’ αυτή τα έσοδα της. Οι πόροι αυτοί χρησιμοποιούνται στη συνέχεια από το σοσιαλιστικό σύστημα σχεδιασμού για την παροχή πόρων στην κάθε επιχείρηση για επενδύσεις κεφαλαίου ή μη-παραγωγικές ανάγκες. Υπό την έννοια αυτή η επιχείρηση δεν εξάγει κέρδος αλλά μεταφέρει ένα θετικό ισοζύγιο μεταξύ του κόστους παραγωγής και του εισοδήματος. Είναι το σοσιαλιστικό κράτος που λαμβάνει την τελική απόφαση σύμφωνα με το σχέδιο για την τύχη αυτού του θετικού ισοζυγίου.

Η έννοια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού στο σύστημα του Γκεβάρα συνδέεται στενά με την έννοια της κερδοφορίας του συνόλου του παραγωγικού συστήματος. Η αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας δεν είναι τα αποτελέσματα του αθροίσματος των αποτελεσμάτων των ατομικών επιχειρήσεων. Παρόλο ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό η επιχείρηση (η παραγωγική μονάδα) να είναι πλεονασματική μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής, η αποτελεσματικότητα της οικονομίας πρέπει να αποτιμάται συνολικά. «Δεδομένου ότι το σύστημα αυτό βασίζεται στον κεντρικό έλεγχο της οικονομίας, η σχετική αποδοτικότητα της επιχείρησης θα γίνει απλά ένας δείκτης* αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η συνολική κερδοφορία του συνόλου του παραγωγικού συστήματος» (Τσε Γκεβάρα, «Σκέψεις για τα έξοδα », σελ.48).

Ουσιαστικά ο Τσε αμφισβητήσει οποιαδήποτε μορφή σοσιαλισμού της αγοράς. Δεν πίστευε ότι το σχέδιο θα μπορούσε να λειτουργήσει μέσω των αγορών αλλά θεωρούσε ότι αυτά είναι αντιθετικά μεταξύ τους.

Επιπλέον, ο Τσε θεωρούσε ότι η διαμόρφωση μίας νέας σοσιαλιστικής κοινωνικής συνείδησης αποτελεί κρίσιμη παράμετρο της διαδικασίας της σοσιαλιστικής μετάβασης. Αυτό προσέλκυσε την κριτική του βολονταρισμού. Πρόκειται για μία σχετικά άδικη κριτική. Κάθε προλεταριακή επανάσταση τονίζει το στοιχείο της συνείδησης. Επίσης σχεδόν όλες χρειάστηκε κάποια στιγμή να προσφύγουν – περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα (ή και αποτυχημένα) – στον εθελοντισμό των πλατειών λαϊκών μαζών. Τα «κόκκινα Σάββατα» της Οκτωβριανής επανάστασης αλλά και το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός της κινεζικής είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι γεγονός ότι ο Τσε τόνισε – ίσως υπέρμετρα – την σημασία της συνείδησης. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι αμφισβήτησε την ανάγκη για υλικά κίνητρα. Θεωρούσε όμως ότι αυτά πρέπει να έχουν δευτερεύοντα και μειούμενο ρόλο. Στη θέση τους η σοσιαλιστική συνείδηση μαζί με την ενεργή συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού και όχι γραφειοκρατικού πλάνου θα πρέπει να αποτελεί την ατμομηχανή της οικονομίας.

Ξεκινώντας αυτή την αντιπαράθεση ο Τσε ανέτρεξε τόσο στους κλασικούς όσο και στις σοβιετικές συζητήσεις για τη ΝΕΠ, το νόμο της αξίας και το ρόλο του χρήματος, του εμπορεύματος και της πίστης στη σοσιαλιστική μετάβαση.

Θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε τα βασικά στοιχεία της αντίληψης του ως ακολούθως:

(α) Ο συντονιστικός μηχανισμός του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής είναι το σχέδιο, δηλαδή η συνειδητή συλλογική επιλογή της κοινωνίας για την κατανομή και αποτίμηση των παραγωγικών δυνάμεων της.

(β) Αντιθέτως, ο νόμος της αξίας (δηλαδή ο αυθόρμητος προσδιορισμός της τιμής από τις αξίες μέσω του μηχανισμού της αγοράς) είναι ο μηχανισμός συντονισμού του καπιταλιστικού συστήματος. Ο μηχανισμός αυτός, αντιθέτως με το σχέδιο λειτουργεί μέσω του ανταγωνισμού, αυθόρμητα (και όχι συνειδητά) και ατομικά (ο καθένας ιδιοτελώς και συνεπώς όχι συλλογικά).

(γ) Συνεπώς, παρόλο ότι η αγορά (και άρα πλευρές του νόμου της αξίας) δεν καταργείται με διατάγματα στη μεταβατική περίοδο, το σχέδιο πρέπει να αποτελεί την καθοδηγητική αρχή της λειτουργίας της οικονομίας συνολικά. «Πιστεύουμε ότι η μερική ύπαρξη του νόμου της αξίας οφείλεται στα κατάλοιπα της οικονομάς της αγοράς, που εκφράζονται επίσης στον τύπο ανταλλαγής μεταξύ του κράτους και του ιδιώτη καταναλωτή» (Τσε Γκεβάρα, «Σκέψεις για τα έξοδα », σελ.95).

(δ) Αν θεωρήσουμε την οικονομία της μετάβασης σαν ένα διτομεακό υπόδειγμα α-λα-Πρεομπραζένσκυ (δηλ. ένας σοσιαλιστικός και ένα καπιταλιστικός τομέας με στόχο μία ομαλή επικράτηση του πρώτου μέσω της συρρίκνωσης του δεύτερου – και της αντίστοιχης μεταφοράς πόρων) τότε μέσα στον πρώτο δεν πρέπει να υπάρχουν αγοραίες σχέσεις αλλά να λειτουργεί επί τη βάση του σχεδίου.

(ε) Στα πλαίσια αυτά η ΝΕΠ αποτελούσε μία αναγκαστική (λόγω συνθηκών) υποχώρηση που όμως δεν ανατάχθηκε. Αυτό οδήγησε την Σοβ. Ένωση σταδιακά στο δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Αυτό αποτυπώνεται στην προϊούσα χρήση αστικών κατηγοριών ή της προσομοίωσης τους στα σοβιετικά σχέδια.

(στ) Το χρήμα στη μεταβατική περίοδο έχει μόνο δύο λειτουργίες (μέτρο αξίας και μέσο πληρωμών) και όχι τις υπόλοιπες λειτουργίες του στον καπιταλισμό.

(ζ) Στο «Προϋπολογιστικό Σύστημα Χρηματοδότησης» ο τεχνικο-διοικητικός καταναγκασμός αντικαθιστά τον οικονομικό. Το τραπεζικό σύστημα απλοποιείται και οδηγείται στη μάρανση καθώς δεν χορηγεί πιστώσεις ούτε αποδίδει τόκους. Αντίστοιχα, το σύστημα μισθοδοσίας θα πρέπει να αποτυπώνει διαφορές στην ποιότητα και την ποσότητα της αμειβόμενης εργασίας αλλά με την τάση της απλοποίησης και του εξισωτισμού (σε συνδυασμό με την υποχώρηση των υλικών κινήτρων).

Ο Ταμπλάδα στο κεφ.4 περιγράφει διεξοδικά την γένεση και τα βασικά χαρακτηριστικά του «Προϋπολογιστικού Συστήματος Χρηματοδότησης»:

  • Συγκέντρωση όλων των οικονομικών πόρων των επιχειρήσεων του Τμήματος Βιομηχανίας σε ένα ενιαίο κοινό ταμείο στην Κεντρική Τράπεζα.
  • Τρεις λογαριασμοί (μισθοδοσίας, επενδύσεων, λοιπών εξόδων) από τους οποίους αντλούν με βάση τους περιορισμούς του σχεδίου.
  • Συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων με βάση το σχέδιο (δηλ. μη- εμπορευματική συναλλαγή)

 

Η επικαιρότητα των απόψεων του Τσε και το ελληνικό πρόβλημα

Σήμερα η αναζωογόνηση της συζήτησης γύρω από τις απόψεις και τις προσπάθειες του Τσε για το σοσιαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρώτον, για την αποτίμηση της αποτυχημένης εμπειρίας του Σοβιετικού μπλοκ. Δεύτερον , για την κατανόηση της ταραγμένης διαδρομής του Κουβανικού εγχειρήματος σοσιαλιστικής μετάβασης εν μέσω τεράστιων αντιξοοτήτων. Τρίτον, και σημαντικότερο για εμάς στην Ελλάδα, γιατί δίνει μία χρήσιμη εμπειρία για την επεξεργασία ενός μεταβατικού προγράμματος σοσιαλιστικής προοπτικής απέναντι στον ευρωμονόδρομο των μνημονίων που τόσο ο παλιός νενεκισμός της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και των συνοδοιπόρων τους όσο πλέον και ο νέος νενεκισμός του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να επιβάλλουν.

Το βιβλίο του Carlos Tablada – με σαφήνεια και απλότητα ώστε να μπορεί να μελετήσει αυτά τα δύσκολα ζητήματα ο απλός αναγνώστης – συμβάλλει στην αναζωογόνηση της συζήτησης αυτής. Και γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί.

 

Βιβλιογραφία

Silverman Bertram (1971), Man and Socialism in Cuba: The Great Debate. New York: Athenaeum.

Yaffe Helen (2009), Che Guevara: The Economics of Revolution, Palgrave Macmillan.

 

———————————————————————-

Η μαγνητοφώνηση της παρέμβασης μου

https://soundcloud.com/smavro/kljwsoh2meqj

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.