Ο I.I.Rubin, η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας και το χρήμα ή γιατί οι εργασιακές αξίες δεν ταυτίζονται αδιαμεσολάβητα με το χρήμα

 

Ο I.I.Rubin, η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας και το χρήμα

ή

γιατί οι εργασιακές αξίες δεν ταυτίζονται αδιαμεσολάβητα με το χρήμα

 

Σταύρος Μαυρουδέας

 

Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας αποτελεί την καρδιά της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας και το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τα εργαλεία και την ανάλυση της από τις άλλες οικονομικές θεωρίες. Η βασική της θέση είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα συγκροτείται από διακριτές αλλά και συνδεόμενες σφαίρες: την παραγωγή, την κυκλοφορία και την διανομή (συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου). Η σφαίρα της παραγωγής είναι θεμελιακή καθώς καθορίζει τις υπόλοιπες αλλά ταυτόχρονα μεταξύ των σφαιρών αυτών υπάρχουν σχέσεις ανάδρασης (βλέπε Fine & Harris (1979)). Στο καπιταλιστικό σύστημα η παραγωγή οργανώνεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις (ατομικά κεφάλαια) που το καθένα χαράζει την δική του πορεία με βάση τα ιδιοτελή συμφέροντα του. Η «χαοτική» αυτή οικονομία συντονίζεται και γίνεται ενιαίο σύνολο στη σφαίρα της κυκλοφορίας που οργανώνεται μέσω του μηχανισμού της αγοράς (εμπορευματική ανταλλαγή). Στη σφαίρα της κυκλοφορίας όλα τα ανεξάρτητα παραγόμενα προϊόντα μετατρέπονται σε εμπορεύματα που αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο (μέσω του ενδοκλαδικού και του διακλαδικού ανταγωνισμού). Στη σφαίρα της κυκλοφορίας κάθε εμπόρευμα αποκτά μία «τιμή» (δηλαδή μία αναλογία στην οποία ανταλλάσσεται με άλλα εμπορεύματα). Η τιμή αυτή εν τέλει είναι χρηματική τιμή (δηλαδή αποτίμηση στο νόμισμα, δηλαδή το γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων κατά τον Marx), αν και στα πρώτα βήματα ή σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να είναι και μία αναλογία αντιπραγματισμού. Συνεπώς, στη σφαίρα της κυκλοφορίας συγκροτείται το σύστημα των τιμών. Ο Μαρξισμός και η Εργασιακή Θεωρία της Αφηρημένης Εργασίας (δηλαδή η ειδική εκδοχή Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας που πρότεινε ο Marx) υποστηρίζει ότι το σύστημα των τιμών δεν είναι αυτοκαθοριζόμενο, όπως υποστηρίζουν τα Ορθόδοξα Οικονομικά (νεοκλασικά και κεϋνσιανά). Αντιθέτως, το σύστημα των τιμών (δηλαδή τα δεδομένα της σφαίρας της κυκλοφορίας) καθορίζονται από την θεμελιακή σφαίρα της οικονομίας (δηλαδή από τα δεδομένα της σφαίρας της παραγωγής). Ο Μαρξισμός υποστηρίζει ότι ο βασικός δημιουργός του πλούτου είναι η ανθρώπινη εργασία. Δηλαδή η ανθρώπινη δράση είναι υπέρτερη και δεν εξισώνεται με τεχνικούς παράγοντες (π.χ. τεχνολογία, γη) όπως υποστηρίζει η θεωρία των παραγωγικών συντελεστών των Ορθόδοξων Οικονομικών. Συνεπώς, τα δεδομένα της σφαίρας της παραγωγής είναι ο χρόνος εργασίας που ξοδεύεται για να κατασκευασθούν τα διάφορα προϊόντα. Αυτά ονομάζονται εργασιακές αξίες. Ο Μαρξισμός και η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας υποστηρίζουν ότι το σύστημα των αξιών καθορίζει το σύστημα των τιμών (και συνεπώς τα δεδομένα της σφαίρας της παραγωγής καθορίζουν τα δεδομένα της σφαίρας της κυκλοφορίας). Αυτή η διαδικασία προσδιορισμού είναι μία σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία όπου οι αξίες μετασχηματίζονται σε τιμές παραγωγής και εντέλει σε τιμές αγοράς (που στην πλήρη και πιο αναπτυγμένη μορφή τους είναι χρηματικές τιμές).

Αυτή η διαδικασία προσδιορισμού και οι αναλυτικές και τεχνικές πλευρές της έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης τόσο μεταξύ του Μαρξισμού και των άλλων οικονομικών ρευμάτων όσο και μέσα στους κόλπους του Μαρξισμού. Ιδιαίτερα το διαβόητο μη-πρόβλημα του μετασχηματισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης αυτής.

Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει την διαδρομή και τις πολυποίκιλες συζητήσεις της εργασιακής Θεωρίας της Αξίας (για μία αναλυτική επισκόπηση βλέπε Μαυρουδέας (1998)). Αντικείμενο του είναι να εξετάσει μία συγκεκριμένη άποψη μέσα στην Μαρξιστική ανάλυση που ταυτίζει την εργασιακή αξία με το χρήμα και που συνήθως αποδίδει εσφαλμένα την πατρότητα της ιδέας αυτής σε ένα σημαντικότατο Μαρξιστή Σοβιετικό οικονομολόγο τον Isaac Ilich Rubin. Ο τελευταίος πρότεινε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία της αξιακής θεωρίας της αφηρημένης εργασίας που συνδύαζε το τεχνικό και το κοινωνικό στοιχείο στον προσδιορισμό της τελευταίας.

Στη δεκαετία του 1970 η συζήτηση για την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας σημαδεύθηκε από την Σραφφιανή απάντηση στο λεγόμενο «πρόβλημα του μετασχηματισμού». Η τελευταία ξεκινούσε από τα φυσικά δεδομένα της παραγωγής και συγκροτούσε ένα μοντέλο ισορροπίας εξισώσεων εισροών – εκροών όπου η σχέση των τιμών με τα φυσικά μεγέθη ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τις αξίες. Αυτή η έμφαση στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής έκανε την κατηγορία «αξία» σχεδόν περιττή. Εύλογα, οι Μαρξιστικές απαντήσεις στην Σραφφιανή πρόκληση επικεντρώθηκαν στην αφηρημένη εργασία, σαν την έννοια που διαφοροποιεί τον Marx από την ρικαρδιανή θεωρία της ενσωματωμένης εργασίας. Οι περισσότερες από τις απαντήσεις αυτές προσπερνούσαν το τεχνικιστικό και στατικό Σραφφιανό πλαίσιο και στόχευαν στην συγκρότηση ενός κοινωνικού παραδείγματος. Ο στόχος αυτός εμπεριέχει μία κρίσιμη ερώτηση: με ποιο τρόπο εκφράζεται η αφηρημένη εργασία στην πραγματικότητα; Οι Μαρξιστικές απαντήσεις συνδυάζουν το τεχνικό και το κοινωνικό στοιχείο με ένα συγκροτημένο και ιεραρχημένο τρόπο. Σ’ αυτό βοήθησε καθοριστικά το έργο του Rubin που δημοσιεύθηκε με καθυστέρηση στη Δύση στη δεκαετία του 1970.

Όμως, ορισμένες προσεγγίσεις οδηγήθηκαν στην άκριτη έμφαση στην κοινωνική διάσταση με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο άλλο άκρο από τον σραφφιανό τεχνικισμό. Έτσι, αναζήτησαν εσφαλμένα έναν άμεσο και αδιαμεσολάβητο αντιπρόσωπο της αφηρημένης εργασίας στο χρήμα. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι είναι η λεγόμενη «σχολή Rubin» (Benetti-Berthomieu-Cartelier (1975), Benetti (1974), Cartelier (1976) και De Vroey (1982)) και η «Νέα Λύση» (ή «Νέα Ερμηνεία») στο Πρόβλημα του Μετασχηματισμού (Dumenil G. [(1980), (1983-84), Foley D. (1982)). Το κοινό τους στοιχείο είναι η αναγνώριση του χρήματος ως της άμεσης και αποκλειστικής ενσάρκωσης της αφηρημένης εργασίας. Βέβαια η Νέα Λύση μέσω της αξίας του χρήματος κάνει πιο σύνθετη, λιγότερο χοντροκομμένη αλλά εξίσου εσφαλμένη την ταύτιση αυτή (βλέπε «Απεικόνιση της Αφηρημένης Εργασίας στο Χρήμα: Θεωρίες και Προβλήματα – Η περίπτωση της «Νέας Λύσης» στο Πρόβλημα του Μετασχηματισμού»).

Στον πρόλογο μιας παλιάς μετάφρασης μου των διαλέξεων του Rubin στο σοβιετικό Ινστιτούτο Κόκκινων Καθηγητών (Μαυρουδέας (1993)) είχα δείξει τα ακόλουθα:

Η «σχολή Rubin» αποσκοπεί στην συγκρότηση ενός κοινωνικού υποδείγματος, σε αντιπαράθεση τόσο με τον Σραφφιανο τεχνικισμο όσο και με θεωρήσεις όπως αυτές των Dobb και Meek. Αυτό το κοινωνικό παράδειγμα βασίζεται στην θεωρία της αφηρημένης εργασίας, εν αντιθέσει με την νεο-Ρικαρντιανη και Σραφφιανη έμφαση στην ενσωματωμένη εργασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εγκαλείται ως πηγή έμπνευσης και αναφοράς το έργο του Rubin. Το χρήμα θεωρείται ως αναπόσπαστο στοιχείο και ως η υλική έκφραση του μετασχηματισμού του ιδιωτικού σε κοινωνικό κεφάλαιο και ως η κοινωνική ενσάρκωση της αξίας-εν-διαδικασία (value-in-process). Ακολούθως υποστηρίζεται ότι μόνο διάμεσου της ανταλλαγής εμπορευμάτων με χρήμα αξιοποιείται (validated) η ιδιωτική εργασία και γίνεται αφηρημένη εργασία. Χαρακτηριστικό, κατά τους Benetti (1974) και Cartelier (1976) η αξία, αντί να συνδέεται με μια απλή ενσωμάτωση εργασίας – ένα αποκλειστικά και μόνον τεχνικό προτσές κατά την γνώμη τους – προκύπτει από αυτήν την αξιοποίηση της ιδιωτικής εργασίας μέσω της ανταλλαγής της με χρήμα.

Το θεμελιακό σφάλμα των απόψεων αυτών είναι ότι προσπαθώντας να αντιπαρέλθουν τις τεχνικιστικές και φυσικιστικές παρεκκλίσεις και να αποδώσουν την κοινωνική διάσταση καταλήγουν στην κυκλοφοριακή (circulationist) παρέκκλιση. Τα αίτια του σφάλματος τους είναι δυο. Αφενός αναζητούν μια άμεση, μη-διαμεσολαβούμενη ενσάρκωση της διάστασης αυτής, γεγονός που ουσιαστικά ισοπεδώνει, διαμελίζει και τελικά αναιρεί την ανάλυση της μορφής-αξίας. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της «έκφρασης της αξίας» (πχ. την αναπτυγμένη ή την χρηματική έκφραση) και της «μορφής της αξίας» (που αναφέρεται στις διαφορές θέσεις που παίρνουν τα εμπορεύματα μέσα στην έκφραση αύτη, πχ. σχετική και ισοδύναμη μορφή), απορρίπτοντας την ενιαία αντιμετώπιση τους από τον Marx ως μορφές της αξίας. Αφετέρου ανακαλύπτουν αύτη την ενσάρκωση της κοινωνικής διάστασης στο χρήμα, με αποτέλεσμα να αναιρούν την πρωτοκαθεδρία της παραγωγής και να κάνουν την αξία μια κατηγορία της σφαίρας της ανταλλαγής.

Οι θέσεις αυτές αντίκεινται στην Μαρξική θεωρία της αξίας. Κατά τον Marx, στην ανταλλαγή γίνεται ορατή η εσωτερική αντίθεση που ενυπάρχει μέσα στην παραγωγή καθ’ εαυτή, δηλαδή η αντίφαση μεταξύ των ιδιωτικών προτσές εργασίας και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Η αντίθεση αύτη είναι εσωτερική στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας του καπιταλισμού ο όποιος εδράζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μεσών παραγωγής και την ιδιωτική (από την πλευρά της αστικής τάξης) ιδιοποίηση του προϊόντος (και του υπερπροϊόντος) της εργασίας. Γι’ αυτό άλλωστε η αξία – η οποία αποτελεί τον κεντρικό άξονα των κοινωνικών σχέσεων – δημιουργείται στην παραγωγή και ορίζεται πριν και ανεξάρτητα από το χρήμα. Με αύτη την έννοια ο Marx χρησιμοποιεί την Αξιακή θεωρία, στον 1ο Τόμο του «Κεφαλαίου» για να αναλύσει την σφαίρα της παραγωγής σε αφαίρεση από αυτές της ανταλλαγής και της διανομής. Φυσικά για τον Marx το χρήμα είναι αναπόσπαστο στοιχειό του καπιταλισμού, σε αντίθεση με την Κλασσική Πολιτική Οικονομία που τον αντιμετωπίζει ως ένα σύστημα αντιπραγματισμού. Όμως είναι μια δευτερεύουσα, προκύπτουσα και εξαρτημένη παράμετρος. Η ανταλλακτική ισοδυναμία μεταξύ των εμπορευμάτων προκύπτει πρώτα και κύρια από τον κοινό χαρακτήρα τους, δηλαδή το ότι είναι προϊόντα της εργασίας. Αυτό κάνει τα εμπορεύματα σύμμετρα καθ’ εαυτά. Το χρήμα και οι χρηματικές τιμές διαμεσολαβούν την ισοδυναμία αύτη αλλά δεν είναι οι πρωταρχικοί προσδιοριστικοί παράγοντες. Το χρήμα δεν προηγείται του εμπορεύματος – στην γενετική του αναγκαιότητα και λειτουργία – αλλά γεννάται από την διαφοροποίηση μέσα στην εμπορευματική ανταλλαγή, όταν η τελευταία έχει αναπτυχτεί επαρκώς.

Αντίθετα, η αυτοαποκαλούμενη «σχολή Rubin» αντιστρέφει και τελικά αρνείται την Μαρξική προσέγγιση. Ξεκίνα σωστά απορρίπτοντας την θεωρία της ενσωματωμένης εργασίας. Ακολούθως όμως σπάζει οποιοδήποτε δεσμό μεταξύ του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας και της συγκεκριμένης εργασίας που ξοδεύτηκε σε ένα ιδιαίτερο προτσές εργασίας και εκφράζεται σε ένα εμπόρευμα. Η εργασία θεωρείται ως η ουσία της αξίας στο γενικό επίπεδο (ως συνολική αφηρημένη εργασία) αλλά η σχέση μεταξύ των ιδιαίτερων, αυτόνομων προτσές παραγωγής και των εμπορευματικών αξίων (βασισμένων και διαμεσολαβούντων από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας και την συγκεκριμένη εργασία) υποτιμάται καθοριστικά. Συνεπώς η αποδοχή της σχέσης αυτής στο επίπεδο της κοινωνίας συνολικά ανοίγει τον δρόμο για την ανατροπή της στα επιμέρους, αυτόνομα τμήματα της: η εργατική δύναμη που ξοδεύτηκε σε όλα τα αυτόνομα προτσές εγκαθιστά την «συμμετρικότητα» (commensurability) των προϊόντων των προτσές αυτών γενικά. Το χρήμα θεωρείται ως ο αναγκαίος και επαρκής παράγοντας, η αληθινή ενσάρκωση της σχέσης αυτής. Στην συνεχεία το χρήμα εκτοπίζει τον χρόνο εργασίας ως βασικό προσδιοριστικό στο επίπεδο της ανταλλαγής των ιδιαίτερων εμπορευμάτων. Η αφηρημένη εργασία και η αξία γίνονται κατηγορίες της ανταλλαγής και μέτρο της αφηρημένης εργασίας θεωρείται το χρήμα. Κατά συνέπεια είναι πλέον το χρήμα το όποιο παρέχει ουσιαστικά αύτη την «συμμετρικότητα» (μέσω συνήθως μιας αμφίβολης σύνδεσης του στο συνολικό επίπεδο με την αφηρημένη εργασία γενικά) και αποτελεί το μέτρο της.

Τα σφάλματα αυτά οδήγησαν την «σχολή Rubin» στον κυκλοφορισμό (circulationism), δηλαδή στην προτεραιοποίηση της σφαίρας της κυκλοφορίας και στην υποβάθμιση της σφαίρας της παραγωγής μέσα στο συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου. Στη συνέχεια εγκατέλειψε εντελώς την θεωρία της αξίας σαν κάτι περιττό εφόσον υπάρχει το χρήμα.

Ο Rubin είχε ρητά διαχωριστεί από τις απόψεις αυτές. Σε πάμπολλα σημεία δηλώνει ότι μπορούμε να μελετήσουμε την αξία χωρίς να μελετήσουμε το χρήμα (πχ. Rubin (1978), σ.36). Επίσης καταδικάζει ρητά την θέση ότι η αξία δημιουργείται στην ανταλλαγή. Δολώνει πολύ καθαρά ότι «η αφηρημένη εργασία και η αξία δημιουργούνται ή «προέρχονται» (come about), «γίνονται» (become) στο προτσές της άμεσης παραγωγής (πιο συχνά ο Marx χρησιμοποιούσε την έκφραση ‘werden’ για το προτσές αυτό) και μόνο πραγματοποιούνται (realised) στο προτσές της ανταλλαγής» (Rubin (1978), σ.125). Επιπλέον απορρίπτει εξίσου ρητά την άποψη ότι το μέγεθος (το μέτρο) της αξίας μετράται από τις σχέσεις ανταλλαγείς αντί του χρόνου εργασίας (Rubin (1972), σ.154):

Από μια πρώτη ματιά μπορεί να φαινόταν ότι εάν η αφηρημένη εργασία είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής εξισοποίησης της εργασίας δια μέσου της εξισοποιησης των προϊόντων της εργασίας, το μόνο κριτήριο της ισότητας ή της ανισότητας των δυο δαπανών εργασίας είναι το γεγονός της ισότητας (ή ανισότητας) στο προτσές ανταλλαγής. Από αυτή την οπτική γωνία δεν μπορούμε να μιλάμε για ισότητα ή ανισότητα των δυο δαπανών εργασίας πριν την στιγμή της κοινωνικής εξισοποιησης τους μέσω του προτσές ανταλλαγής. Από την άλλη μεριά, εάν στο προτσές ανταλλαγής αυτές οι δαπάνες εργασίας είναι κοινωνικά εξισωμένες, θα πρέπει να τις θεωρήσουμε ως ίσες παρόλο ότι δεν είναι ίσες (για παράδειγμα, όσον αφορά τον αριθμό των ωρών εργασίας) στο προτσές της άμεσης παραγωγής… Μια τέτοια υπόθεση θα οδηγούσε σε λάθος συμπεράσματα. Μας αποστερεί το δικαίωμα να πούμε ότι στο προτσές ανταλλαγής ίσες ποσότητες εργασίας, και μερικές φορές πολύ άνισες ποσότητες… εξισώνονται κοινωνικά… Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι η κοινωνική εξισοποίηση της εργασίας στο προτσές ανταλλαγής επιτελείται σε απομόνωση εξάρτησης από ποσοτικές πλευρές οι όποιες χαρακτηρίζουν την εργασία στο προτσές άμεσης παραγωγής (για παράδειγμα, το μήκος, την ένταση, το μήκος της εκπαίδευσης για ένα δεδομένο επίπεδο ειδίκευσης κλπ.) και επομένως, η κοινωνική αξιοποίηση δεν θα είχε καμιά κανονικότητα εφόσον θα προσδιοριζόταν αποκλειστικά από τον αυθορμητισμό της αγοράς.

 

Βιβλιογραφία

Aglietta M. (1979), A Theory of Capitalist Regulation, NLB, London.

Benetti C.-Berthomieu C.-Cartelier J. (1975), Economie classique, economie vulgaire, Presses Universitaires de Grenoble-Maspero.

De Vroey M. (1981), ‘Value, Production and Exchange’ in Steedman, I.-Sweezy, P. (eds.) The Value Controversy, Verso, London.

Dumenil G. (1980), ‘De la valeur aux prix de production’, Economica.

Dumenil G. (1983‑84), ‘Beyond the transformation riddle: a labour theory of value’, Science & Society, vol.33, no.4.

Dumenil G. – Levy D. (2000), ‘Technology and Distribution: Historical Trajectories a la Marx’, CEPREMAP

Fine B. & Harris L. (1979), Rereading Capital, London: Macmillan.

Foley D. (1982), ‘The value of money, the value of labour-power and the Marxian transformation problem’, Review of Radical Political Economics, vol.14, no.2.

Foley D. (1986a), Money, Accumulation and Crisis, Harwood Academic, New York.

Foley D. (1986b), Understanding Capital, Harvard University Press, London.

Μαυρουδέας Στ. (1993), «Ο Ι.Ι.Rubin και η συνεισφορά του στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία», Θέσεις νο.44.

Μαυρουδέας Στ. (1998), «Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας: μία επισκόπηση», Ουτοπία νο.28.

Rubin I.I. (1972), Essays on Marx’s Theory of Value, Black Rose Books, New York.

Rubin I.I. (1978), ‘Abstract labour and value in Marx’s system’, Capital & Class, no.5.

 

———————————————

Ακολουθούν προς διευκόλυνση η μετάφραση μου της διάλεξης του Rubin στο Ινστιτούτο Κόκκινων Καθηγητών και ο προλογισμός μου σ’ αυτή.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.