Tag Archives: Μαυρουδέας

Το Νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια μετατρέπει την ανώτατη εκπαίδευση σε χώρο κερδοσκοπίας και επιδεινώνει την θέση της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας της χώρας μας

Σταύρος Μαυρουδέας

καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής

του Πάντειου Πανεπιστημίου

Το ψευδεπώνυμο και βιαστικά προωθούμενο νομοσχέδιο για το «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» στοχεύει στην δραστική μετατροπή του πανεπιστημίου σε πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η δημιουργία του Επιχειρηματικού Πανεπιστημίου είναι στόχος του συστήματος που εδώ και αρκετά χρόνια προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υπηρετείται από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ισχυρά πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα, εγχώρια και υπερεθνικά, προσβλέπουν στην επιχειρηματικοποίηση του πανεπιστημίου καθώς αναζητούν απεγνωσμένα νέα πεδία κερδοφορίας. Η κυβέρνηση της ΝΔ το προωθεί με τον πιο βάναυσο τρόπο καθώς δεν διστάζει να παραβιάσει ακόμη και τις συνταγματικές απαγορεύσεις. Αν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, υπονόμευσαν εκ των έσω το δημόσιο πανεπιστήμιο επιτρέποντας και προωθώντας επιχειρηματικές δραστηριότητες πίσω από το δημόσιο μανδύα, τώρα επιδιώκεται και η δημιουργία καθαρά ιδιωτικών επιχειρηματικών ιδρυμάτων. Αρχικά αυτά ενδύονται το φύλλο συκής του «μη κερδοσκοπικού» όταν είναι πασίγνωστο ότι πίσω από αυτό αναπτύσσονται καθαρά κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Προβάλλονται σαν «ελεύθερα» ιδρύματα (από τον κρατικό έλεγχο) όταν είναι δέσμια επιχειρηματικών συμφερόντων. Υπόσχονται μεγαλύτερη πρόσβαση εισακτέων όταν οδηγούν σε αύξηση του ανταγωνισμού που μοιραία οδηγεί, όπως και στο εξωτερικό, σε συρρίκνωση (ή και χρεωκοπίες) πανεπιστημίων. Με την εισαγωγή διδάκτρων κάνουν πιο ακριβή (την ήδη ακριβή) πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ταυτόχρονα θα περιορίσουν τις δυνατότητες πρόσβασης σε αυτή των λαϊκών τάξεων καθώς μέσω του ανταγωνισμού θα οδηγήσουν στην περαιτέρω επιχειρηματικοποίηση και των δημόσιων πανεπιστημίων. Θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση του γνωστικού περιεχομένου των σπουδών (καθώς οι απαιτητικές σπουδές απαιτούν και μεγαλύτερες δαπάνες υποδομών κλπ.) αλλά και μειωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, όταν τα επιχειρηματικά πανεπιστήμια προσπαθούν να μειώσουν κόστη και ταυτόχρονα η καπιταλιστική αγορά θέλει φθηνούς και εύπλαστους εργαζόμενους.

Η μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας δεν έχει να κερδίσει τίποτα αλλά αντιθέτως έχει να χάσει πάρα πολλά από τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Δεν έχει να περιμένει τίποτα από τις σκιαμαχίες των καθεστωτικών κομμάτων που πέρα από τις επιμέρους διαφωνίες τους συμπλέουν στην επιχειρηματικοποίηση του πανεπιστημίου και της εκπαίδευσης ευρύτερα. Όμως ο κόσμος της εργασίας, εάν συνειδητοποιήσει την κατάσταση, μπορεί να ανατρέψει συσχετισμούς και μέτρα όπως έγινε με την παλαιότερη προσπάθεια κατάργησης του άρθρου 16.

Η ομιλία του Στ. Μαυρουδέα στην εκδήλωση αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό της ΠΕΝΕΝ (3-11-2023)

Με μεγάλη επιτυχία έγινε η εκδήλωση – συζήτηση αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό που διοργάνωσε η ΠΕΝΕΝ (Παν. Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού) την Παρασκευή 3/11/2023.

Η ομιλία του Στ.Μαυρουδέα στην εκδήλωση επικεντρώθηκε στα πολιτικο-οικονομικά πίσω από την ισραηλινή κατοχή και καταπίεση.

Η μαγνητοσκόπηση της ομιλίας του Στ.Μαυρουδέα στην εκδήλωση βρίσκεται στους παρακάτω συνδέσμους:

Η μαγνητοσκόπηση όλων των ομιλιών της εκδήλωσης βρίσκεται στην ιστοσελίδα της ΠΕΝΕΝ:

https://penen.gr/%CF%80%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%BD/%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%85/item/16463-%CE%BC%CE%B5-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%85%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CE%AD%CE%B3%CE%B9%CE%BD%CE%B5-%CE%B7-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CE%AE%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%E2%80%93-%CF%83%CF%85%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CF%8D%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C-%CE%BB%CE%B1%CF%8C-%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C?fbclid=IwAR3UGUw_jxi6ye8exK1JvYlrsCzSOk_SpOR-RYYEZjCCt-IIpL-r8ashSP8

Αλήθειες και ψέμματα για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από την S&P – Στ. Μαυρουδέας Documento 5/11/2023

Documento 5/11/2023

Αλήθειες και ψέμματα για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από την S&P

Σταύρος Μαυρουδέας

Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής

Η κυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ πανηγυρίζουν για την αναβάθμιση της Ελλάδος σε επενδυτική βαθμίδα (BBB- με σταθερές προοπτικές) από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης S&P. Υποστηρίζουν ότι σηματοδοτεί την οριστική έξοδο από την κρίση και απόδειξη της ανάκαμψης και του αξιόχρεου της οικονομίας.

Πίσω όμως από αυτούς τους θεατρινιστικούς διθυράμβους κρύβεται μία γκρίζα πραγματικότητα.

Πρώτο, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού αφορά μόνο ένα τμήμα του ελληνικού χρέους: από τα περίπου 404 δις μόνο τα 45 δις είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο χρέος (αφήνοντας στην άκρη τον ουσιαστικά εσωτερικό δανεισμό των περίπου 11 δις έντοκων γραμματιών και τα 40 δις που έχει αγοράσει η ΕΚΤ από την δευτερογενή αγορά στα πλαίσια της ποσοτικής χαλάρωσης). Το ποσό αυτό καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα περίπου 38 δις του «ταμειακού μαξιλαριού» (που ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ). Επομένως, η βελτίωση των όρων δανεισμού έχει μικρή εμβέλεια.

Δεύτερο, ακόμη και έτσι η Ελλάδα δανείζεται με το δεύτερο χειρότερο επιτόκιο στην ευρωζώνη (μετά την Ιταλία), δηλαδή περίπου 4,5% για το 15ετές ομόλογο. Δηλαδή, εξακολουθεί να θεωρείται μία προβληματική οικονομία.

Τρίτο, η άνοδος του πληθωρισμού έχει οδηγήσει σε συσταλτική νομισματική πολιτική και άνοδο των επιτοκίων. Αυτό έχει επηρεάσει και την καμπύλη επιτοκιακών αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Η άνοδος των επιτοκίων –εφόσον διαρκέσει αρκετά- επιδεινώνει το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους και απομειώνει τις όποιες θετικές επιδράσεις της αναβάθμισης. Ενδεικτικά, η πρόσφατη άνοδος των επιτοκίων έχει περιορίσει σημαντικά το όφελος αναχρηματοδότησης παλαιών εκδόσεων με νέα ομόλογα στις 66 μονάδες βάσης (ενώ τον Δεκέμβριο 2020 είχε το ιστορικά υψηλό επίπεδο οφέλους των 283 μονάδων βάσης).

Όσον αφορά την συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας -και αντίθετα με τις κυβερνητικές παραμυθίες και την αναπαραγωγή τους από την S&P- αυτή παραμένει σε βαθιά διαρθρωτική κρίση. Είναι εκτεταμένα αποβιομηχανοποιημένη (από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) και μετατρεμένη σε μια αδύναμη οικονομία υπηρεσιών που είναι εξαιρετικά ευάλωτη στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Εξαρτάται όλο και περισσότερο από ξένα κεφάλαια και υπόκειται στις ιδιοτροπίες τους. Έχει υψηλό ποσοστό ανεργίας και οι πρόσφατες μειώσεις του είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης του ενεργού εργατικού δυναμικού και όχι ευθείας μείωσης της ανεργίας. Επίσης έχει πολύ υψηλή νεανική ανεργία που συμβαδίζει με σοβαρή διαρροή εγκεφάλων και μετανάστευση.

Αλλά και στο «μέτωπο» των δίδυμων ελλειμμάτων τα πράγματα δεν είναι καλά. Το απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους έχει εκτοξευθεί το 2022 σε περισσότερα από 400 δισ. δολάρια. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ παρουσιάζει μείωση, αλλά αυτό οφείλεται σε ένα στατιστικό τεχνούργημα: ο παρονομαστής (το ΑΕΠ) έχει αυξηθεί λόγω του αυξημένου πληθωρισμού. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρύψει τη θεαματική αύξηση του ελληνικού κρατικού χρέους. Επιπρόσθετα, υπάρχει νέα επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, λόγω του προβληματικού ελληνικού παραγωγικού μοντέλου που υπαγορεύθηκε από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Ταυτόχρονα, αυξάνει η φτώχεια και η ανισότητα. Ο υψηλός πληθωρισμός των τελευταίων ετών – ιδιαίτερα στα είδη μαζικής λαϊκής κατανάλωσης- έχει «φορολογήσει» βαριά τους εργαζόμενους (με εισοδηματικές απώλειες ανάλογες των περικοπών του πρώτου μνημονίου).

Αυτή η εύθραυστη οικονομία είναι επιρρεπής σε νέες κρίσεις. Η από το 2024 επανεφαρμογή των συνθηκών του Μάαστριχτ+ θα επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση. Η αυξανόμενη φυγή μεγάλων ελληνικών εταιρειών στο εξωτερικό αποτελεί πιθανά προειδοποιητικό σημάδι.

Συνέντευξη του Στ.Μαυρουδέα στο El Confindencial για την κατάσταση της οικονομίας στην ΕΕ και στην Ελλάδα

Ακολουθεί το ελληνικό κείμενο της συνέντευξης μου στον ισπανικό ιστότοπο EL CONFIDENCIAL σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας στην ΕΕ και στην Ελλάδα.

Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και το σημερινό κυρίαρχο νεοσυντηρητικό ρεύμα του σοσιαλφιλελευθερισμού

Ο φλύαρος και θολός αντι-νεοφιλελευθερισμός είναι το όχημα της επιβολής του σημερινού κυρίαρχου νεοσυντηρητικού ρεύματος, του Νέου Κεϋνσιανισμού. Η επιστροφή του κρατικού παρεμβατισμού και η κηδεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ήδη γίνει στην κρίση του 2008. Η ροζ «αριστερά» προβάλλει βλακωδώς ένα φλύαρο αντι-νεοφιλελευθερισμό και με τον τρόπο αυτό κρύβει τον πραγματικό αντίπαλο και διευκολύνει την κυριαρχία του. Άλλωστε και η ίδια είναι όχημα αυτής της νεο-συντηρητικής σοσιαλφιλελεύθερης κυριαρχίας. Καταλήγει, με τον τρόπο αυτό, να είναι κυριολεκτικά «τυφεκιοφόρος του εχθρού».
Ακόμη και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης το ξεκαθάρισε πολύ νωρίς: «Δεν είμαι Νεοφιλελεύθερος, η κρίση θέλει Κευνσιανή πολιτική.»
Η στρατηγική επαναθεμελίωση της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνει με αντι-νεοφιλελεύθερες πομφόλυγες που την οδηγούν στο να μετατρέπεται στην πτωχή θεραπαινίδα του συστήματος αλλά με την σύγκρουση με τον πυρήνα της αστικής κυριαρχίας.

Το δημόσιο χρέος, η ραγδαία αύξηση του ενδοκυβερνητικού δανεισμού και τα προβλήματα ρευστότητας των ασφαλιστικών ταμείων – ΕφΣυν 23-6-2023

Το δημόσιο χρέος, η ραγδαία αύξηση του ενδοκυβερνητικού δανεισμού και τα προβλήματα ρευστότητας των ασφαλιστικών ταμείων

Σταύρος Μαυρουδέας

Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

και υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ανατολική Αττική

Το πρόβλημα

Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους προβλήθηκε από τα συστημικά κέντρα ως ένα από τα δύο γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης του 2010. Η Μαρξιστική προσέγγιση έχει δείξει ότι αυτή η επίσημη ερμηνεία που βασίζεται στα δίδυμα ελλειμμάτα (δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είναι αβάσιμη και υποκριτική. Αγνοεί τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης (φθίνουσα κερδοφορία κλπ.) και μετατρέπει τις μορφές εμφάνισης σε αιτία του προβλήματος. Όμως, εκτός από αβάσιμη η επίσημη ερμηνεία είναι και υποκριτική καθώς στοχοποιεί όσους αίτιους της κρίσης τους εργαζόμενους (και όχι την αστική τάξη) και φυσικά φορτώνει σ’ αυτούς τα βάρη της επίλυσης της. Με αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στα δύο αυτά μεγέθη (δημόσιο χρέος και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) είναι σημαντική καθώς η επιδείνωση τους σηματοδοτεί ότι το σύστημα θα πάρει και νέα μέτρα σε βάρος της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας της χώρας μας.

Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό έχει αυξηθεί δραματικά σε απόλυτο μέγεθος και έχει περάσει τα 400 δις ευρώ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους

Είναι επίσης γνωστό ότι, λόγω του αυξημένου πληθωρισμού (που αυξάνει τον παρονομαστή), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Λόγος χρέους προς ΑΕΠ

Η μείωση του λόγου είναι επίπλαστη και συγκαλύπτει την ουσία του προβλήματος.

Είναι επίσης γνωστό ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει μία σημαντική επιδείνωση από τα τέλη του 2022. Αν αφήσουμε στην άκρη τις μυωπικές επίσημες ερμηνείες, η Μαρξιστική οικονομική ανάλυση δείχνει ότι η επιδείνωση αυτή οφείλεται στα βαθειά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που προέρχονται από τον τρόπο ένταξης της (ως φτωχού συγγενή) στον ευρωπαϊκό καταμεισμό εργασίας. Χαρακτηριστικά, και η παραμικρή αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας ή/και των εισαγωγών συνεπιφέρει την αύξηση των εισαγωγών (κυρίως ενδιάμεσων εισροών).

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός και τα ασφαλιστικά ταμεία

Υπάρχει όμως άλλο ένα ζήτημα που ουσιαστικά «θάβεται» στην επίσημη συστημική συζήτηση. Πρόκειται για τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό, δηλαδή την χρήση πλεονασμάτων των φορέων της γενικής κυβέρνησης για την αγορά δανειακών τίτλων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτή είναι μία παλιά τακτική τόσο των ελληνικών όσο και των ξένων κυβερνήσεων, που οδηγεί στο να εμφανίζεται το χρέος της γενικής κυβέρνησης να είναι χαμηλότερο από το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Δηλαδή, με τον τρόπο αυτό γίνεται ένα «θεμιτό» μασαζ στο επίπεδο του δημόσιου χρέους. Τα τελευταία χρόνια η κύρια μορφή του ενδοκυβερνητικού δανεισμού δεν είναι με ομόλογα αλλά είναι με repos. Ιδιαίτερα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιούνται συστηματικά για τέτοιες συναλλαγές.

Πρόσφατα, ο Αλ.Παπαδόπουλος υποστήριξε ότι ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός από φορείς της γενικής κυβέρνησης έφθασε το 2022 τα 46.7 δις ευρώ. Φυσικά, η παρέμβαση του ήταν πλήρως εκ του πονηρού γιατί η όλη επιχειρηματολογία του στόχευε στο να μην υπάρξουν έστω και μηδαμινές μισθολογικές αυξήσεις.

Επίσης, σε πρόσφατο άρθρο του ο Γ.Σταθάκης υποστήριξε ότι το ύψος του ενδοκυβερνητικού δανεισμού έχει φθάσει τα 37 δις ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση – και επειδή τα δημόσια επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι εξόχως συγκαλυπτικά όσον αφορά το ακριβές ύψος του ποσού – γνωρίζουμε ότι ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία και ότι αφορά ιδιαίτερα τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων. Ενδεικτικά, τα repos συνολικά έχουν εκτιναχθεί από 49 δις το 2022 σε 51 δις το 2023.

Στο ζήτημα αυτό παρενέβη ο διοικητής της ΤτΕ Γ.Στουρνάρας προσπαθώντας να εξωραϊσει την κατάσταση και δηλώνοντας ότι «η αύξηση του ενδοκυβερνητικού χρέους αποτελεί απολύτως θετική εξέλιξη» διότι δεν δανειζόμαστε από τις ξένες αγορές. Πρόκειται για μία επιεικώς εκκεντρική τοποθέτηση από ένα θεσμικό υποστηρικτή της ανοικτής οικονομίας και των υποτιθέμενων καλών της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης. Θα άξιζε να θυμίσει κανείς την κριτική της ομόσταυλης με τον Γ.Στουρνάρα Μιράντας Ξαφά που το 2015 ξεσπάθωνε κατά του ΣΥΡΙΖΑ για την ίδια ακριβώς διόγκωση του ενδοκυβερνητικού δανεισμού και η οποία υποστήριζε ότι ο τελευταίος αποτελεί κρυμμένο δημόσιο χρέος.

Αφήνοντας όμως στην άκρη τις συστημικές κοκκορομαχίες, πρέπει να επισημανθεί ότι σε χώρες ευάλωττες δημοσιονομικά η πρακτική του ενδοκυβερνητικού δανεισμού βάζει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα των φορέων που δανείζουν την κεντρική κυβέρνηση.

Μία πρόσφατη απόφαση της διοίκησης του ΕΦΚΑ μάλλον επιβεβαιώνει το παραπάνω σενάριο. Συγκεκριμένα, προβλέπει την ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Επικουρικού Ταμείου (ΕΤΕΑΕΠ) συνολικού ύψους 155 εκ. ευρώ, ώστε να βρεθεί ρευστότητα για να καταβληθούν οι επικουρικές συντάξεις Ιουνίου – Ιουλίου.

Η υποκρισίες των συστημικών και παρα-συστημικών κομμάτων και η ανάγκη μίας επαναστατικής διεξόδου

Το ζήτημα του χρέους και του ενδοκυβερνητικού δανεισμού δείχνει το αδιέξοδο του ευρωμονόδρομου στον οποίο όλα τα συστημικά και παρα-συστημικά κόμματα έχουν εγκλωβίσει την χώρα. Χωρίς την έξοδο από τον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας (και το σάπιο παραγωγικό υπόδειγμα που αυτός έχει υπαγορεύσει) και τον στενό κορσέ της Κοινής Αγοράς και της Ευρωζώνης το μέλλον της χώρας και των εργαζόμενων είναι μαύρο.

Φυσικά, η κυβέρνηση της ΝΔ συμμετέχει περήφανα στον ευρωμονόδρομο και απλά κάνει επιδέξια «δημιουργική λογιστική» που κρύβει τα προβλήματα και βέβαια ευνοεί το κεφάλαιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα κόλπα για να δείξει μία ανάπτυξη (με πήλινα πόδια) και να ξεπεράσει τις εκλογές. Μετά «κάθε κατεργάρης θα καθίσει στον πάγκο του», δηλαδή οι εργαζόμενοι θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα άλλων.

Ο ανερμάτιστος ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχθεί πλήρως τον ευρωμονόδρομο και υποκρίνεται την αναζήτηση μίας ανύπαρκτης προοδευτικής εκδοχής του. Στο συγκεκριμένο ζήτημα ψελλίζει κουβέντες, χωρίς συνοχή και χωρίς να θίγει την ουσία του προβλήματος. Άλλωστε και αυτός έκανε την ίδια «δημιουργική λογιστική» το καλοκαίρι του 2015 (όταν η ΕΚΤ έκλεισε την στρόφιγγα του μηχανισμού ELA [Emergency Liquidity Assistance]) αλλά και στη συνέχεια το 2016.

Το ΚΚΕ διαμαρτύρεται για διάφορα επιμέρους ζητήματα και επιπτώσεις του χρέους αλλά με κυριολεκτικά σχιζοφρενή τρόπο δεν συγκροτεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του προβλήματος καθώς ανάγει τα πάντα στο σοσιαλισμό, για τον οποίο όμως δεν θεωρεί ώριμες τις συνθήκες έλευσης του. Το αποτέλεσμα είναι οι διαμαρτυρίες του να είναι κενές περιεχομένου και προοπτικής και να καταλήγουν σε φθηνές επικλήσεις εκλογικής ενίσχυσης. Καταλήγει μάλιστα να υπερακοντίζει πολλές φορές τα βασικά συστημικά κόμματα με δηλώσεις του τύπου ότι η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ σήμερα θα ήταν καταστροφή.

Τα παρασυριζαίικα προσωποπαγή πολιτικά μορφώματα (Βαρουφάκης και Κωνσταντοπούλου) επιδίδονται σε φαιδρές πολιτικές πιρουέτες.

Ο Γ.Βαρουφάκης ψάχνει να βρει την ανύπαρκτη «ευρωπαϊκή ρεαλιστική ανυπακοή»  επιδιδόμενες σε αριστεροδεξιά σενάρια επιστημονικής φανατασίας (όπως το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ). Φωνασκεί για φαιδρότητες όπως «χρεοδουλοπαροικία» (για να μην ψελλίσει την καταραμένη λέξη «καπιταλισμός»). Στο ζήτημα του ενδοκυβερνητικού δανεισμού είναι και ο ίδιος υπόλογος γιατί στην κυβερνητική του θητεία χρησιμοποιήθηκαν ανάλογες μεθοδεύσεις.

Η Ζ.Κωνσταντοπούλου αναλίσκεται σε απολίτικες καρδούλες και πονηρούς εναγκαλισμούς με συστημικά κέντρα αφήνοντας στην άκρη όλο το παλιο θέατρο της περί διαγραφής του χρέους.

Τα ακροδεξιά ψευδο-αντισυστημικά μορφώματα καταγγέλουν γενικώς και αορίστως την «ξένη ακρίδα» και τους μνημονιακούς περιορισμούς χωρίς να εστιάζουν σε συγκεκριμένα ζητήματα. Άλλωστε, όπως έχει δείξει και το τρέχον πρότυπο τους, η κρυπτο-φασίστρια Ιταλίδα Μελόνι, όταν συμμετάσχουν στην εξουσία γίνονται οι πιο πειθήνιοι συμπαίκτες του ευρωιερατείου.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί τον μόνο πολιτικό χώρο στη Αριστερά που με συνέπεια αναδεικνύει το ζήτημα του χρέους και τις επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία αλλά και στην καθημερινότητα των εργαζόμενων. Προτείνει ένα μεταβατικό πρόγραμμα που ξεκινά σήμερα με την ρήξη με τον ευρωμονόδρομο και την έξοδο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη και προχωρά στη ριζική αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Αυτή είναι η μόνη εναλλακτική στρατηγική απέναντι σ’ αυτήν του ευρωμονόδρομου. Είναι και η μόνη που μπορεί να φέρει ένα καλύτερο μέλλον – μακριά από «δημιουργικές λογιστικές» – για την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της χώρας μας.

Δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών, 23/6/2023

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/394983_dimosio-hreos-i-ragdaia-ayxisi-toy-endokybernitikoy-daneismoy-kai-ta

Η κραυγαλέα εύνοια όλων των κυβερνήσεων προς το τραπεζικό κεφάλαιο μέσω της αναβαλλόμενης φορολογίας

Η κραυγαλέα εύνοια όλων των κυβερνήσεων προς το τραπεζικό κεφάλαιο μέσω της αναβαλλόμενης φορολογίας

Η αναβαλλόμενη φορολογία είναι η διαφορά ανάμεσα στον φόρο που θα έπρεπε να πληρώσει μια επιχείρηση στο κράτος βάσει των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τα ισοζύγια της (Λογιστική Βάση) και τον φόρο που πληρώνει τελικά στο κράτος βάσει της φορολογικής νομοθεσίας (Φορολογική Βάση).

Ο αναβαλλόμενος φόρος προκύπτει όταν ένα έσοδο ή ένα έξοδο αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα χρήσεως αλλά το φορολογικό όφελος ή η επιβάρυνση αναβάλλεται και πραγματοποιείται σε μεταγενέστερο χρόνο.

Πρακτικά, οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις αφορούν φόρους την πληρωμή των οποίων η επιχείρηση έχει αναβάλει για το μέλλον.

Η αναβαλλόμενη φορολογία είναι μια διμερής συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων και Δημοσίου προκειμένου ζημιές παρελθουσών χρήσεων να διευκολύνουν την κερδοφορία. Πρακτικά, η αναβαλλόμενη φορολογία επιμερίζει το βάρος των ζημιών σε μελλοντικές χρήσεις.

Το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας εξαρτάται από το μέγεθος της ζημιάς αλλά και από τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές. Όσο μεγαλύτεροι είναι αυτοί οι συντελεστές τόσο υψηλότερο είναι και το ειδικό αποθεματικό που σχηματίζεται στο παθητικό του ισολογισμού. 

Στην ελληνική περίπτωση, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ιδιαίτερα μετά το γελοίο κούρεμα χρέους (PSI) to 2012 και το 2013. Από την ανταλλαγή και το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν, οι τράπεζες κατέγραψαν ζημιές 27 δισ. Ευρώ. Αυτές μεταφράσθηκαν σε αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις περίπου 10 δισ. ευρώ.

Το 2015 η κατάσταση των τραπεζών επιδεινώθηκε (λόγω των τεστ αντοχής της ΕΚΤ που κατέγραψαν μεγαλύτερα προβλήματα), οπότε ο αναβαλλόμενος φόρος έφθασε τα 20 δις ευρώ.

Το κράτος διευκόλυνε θεσπίζοντας την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Δημοσίου (DTC). Με βάση το εργαλείο αυτό οι τράπεζες εφόσον συνεχίζουν να γράφουν ζημιές είναι υποχρεωμένες να αυξήσουν το μετοχικό κεφάλαιο τους δίνοντας μετοχές στο δημόσιο κατά το ποσό της φορολογικής ωφέλειας που είχαν. Ουσιαστικά δηλαδή κρατικοποιούνται.

Η αναβαλλόμενη φορολογία διαμορφώθηκε το 2015 σε 16 δις ευρώ και έκτοτε το μέγεθος του μένει σταθερό καθώς οι τράπεζες δεν εμφανίζουν κέρδη. Όμως, με τη συμπαιγνία όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) και με «δημιουργική λογιστική» διαχείρισης των ζημιών στους ισολογισμούς τους, η ρήτρα μετατροπής του αποθεματικού σε μετοχές δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Έτσι οι τράπεζες έμειναν σε ιδιωτικά χέρια.

Όμως το πρόβλημα παραμένει και δεν προβλέπεται να επιλυθεί μέσα στο ορατό μέλλον καθώς οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ζόμπι. Μάλιστα συνιστούν μία ελληνική πρωτοτυπία – που κρύβεται γιατί αμαυρώνει την εικόνα της επιτυχίας των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής (Μνημονίων) – καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο ύψος αναβαλλόμενης φορολογίας στην ΕΕ (αντιστοιχεί σχεδόν στο 84% των εποπτικών τους κεφαλαίων).

Μέσα στις κουτοπόνηρες λύσεις που συζητούνται μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων είναι η πώληση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε άλλες επιχειρήσεις. Είναι ο πιο φθηνός τρόπος για τις τράπεζες καθώς οι εναλλακτικές του να αυξήσουν το μετοχικό κεφάλαιο τους ή να καταγράψουν κέρδη και να φορολογηθούν δεν τις συμφέρουν. Όμως η πώληση πώληση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε άλλες επιχειρήσεις θα ζημιώσει το δημόσιο επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος. Διάφορα σχέδια για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως ο «Ηρακλής» (με την παροχή κρατικών εγγυήσεων), κινούνται ακριβώς στην κατεύθυνση αυτή.

Όλα τα συστημικά κόμματα και κυβερνήσεις επιμελώς κρύβουν ότι χάρισαν τα λεφτά του ελληνικού λαού στις τράπεζες και ότι για να τις ξελασπώσουν ακόμη περισσότερο θα φορτώσουν το δημόσιο χρέος με επιπρόσθετα βάρη.

Ο κόσμος της εργασίας και η ανατρεπτική Αριστερά οφείλει να φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα αυτό και να απαιτήσει να πληρώσει άμεσα το τραπεζικό κεφάλαιο τις φορολογικές υποχρεώσεις του. Πρόκειται όχι απλά για ειρωνεία αλλά για πραγματικό χλευασμό όταν η μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας στενάζει κάτω από την φορολογία να ευνοείται με τέτοιο σκανδαλώδη τρόπο το κεφάλαιο.

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ και οι οικονομικές και πολιτικές αλχημείες του Γ.Βαρουφάκη

 

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ και οι οικονομικές

 και πολιτικές αλχημείες του Γ.Βαρουφάκη

Στ. Μαυρουδέας* & Θ.Χατζηραφαηλίδης**

*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Κοινων. Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

** υποψ. διδάκτορας, Τμήμα Οικονομικών, ΕΚΠΑ

1. Μηντιακοί «σωτήρες» σε καιρούς κρίσης

Σε καιρούς κρίσης είναι συχνό το φαινόμενο εμφάνισης «σωτήρων» που υπόσχονται στις χειμαζόμενες λαϊκές μάζες την σωτηρία μέσω ευφάνταστων σχεδίων που θα μεταρρυθμίσουν το σύστημα και θα καλυτερέψουν την άσχημη θέση τους. Πίσω από τις φωνακλάδικες «αντι-συστημικές» διατυπώσεις τους κρύβονται περισσότερο ή λιγότερο προφανείς συμβιβασμοί με το σύστημα. Ανακατεύουν ριζοσπαστικές με συντηρητικές αντιλήψεις, επιστήμη με φαντασία και εφευρίσκουν διάφορες «μαγικές» λύσεις που είναι μη-ρεαλιστικές και δεν θίγουν τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Συσπειρώσουν συνήθως μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα που φοβούνται την πληβειοποίηση τους από το κεφάλαιο αλλά και τρέμουν στο να συγκρουστούν μαζί του και ταυτόχρονα επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν επάνω στον κόσμο της εργασίας εμποδίζοντας τον να κινηθεί σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Εάν το κατορθώσουν τότε το εξαργυρώσουν στο κεφάλαιο με αντάλλαγμα την αποφυγή της πληβειοποίησης τους.

Ένα κλασικό παράδειγμα από την ιστορική διαδρομή του Marxισμού είναι η αντιπαράθεση του Κ.Marx και του F.Engels με τις αναρχο-φιλελεύθερες παλινωδίες του P.Proudhon. Δεν είναι περίεργο ότι ανάμεσα στις τελευταίες συγκαταλέγονταν και σενάρια για δημόσιες τράπεζες και πιστωτικούς συνεταιρισμούς με μηδενικά επιτόκια. Το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει σχεδόν πάντα εξέχουσα θέση σε μεγαλόστομα ψευδο-αντισυστημικά σχέδια. Τα στρώματα της μικρής επιχειρηματικότητας τρέμουν πάντα – ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης – την προνομιούχα σχέση του μεγάλου κεφαλαίου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που μεταφράζεται στην δική τους αδυναμία. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία των «τραπεζιτών» (μαζί με βολικούς ρατσιστικούς προσδιορισμούς) είναι σχεδόν πάντα βασικό εργαλείο πρωτο-φασιστικών μορφωμάτων. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο καθώς και η μικρή επιχειρηματικότητα εκμεταλλεύεται την εργασία* και μάλιστα συχνά πιο άγρια από την μεγάλη.  Όμως, η καταγγελία των «τραπεζιτών» δένει και με το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Κεϋνσιανισμού που επαγγέλλεται τον περιορισμό τους προς όφελος των βιομηχανικών καπιταλιστών. Φυσικά, και στην περίπτωση αυτή, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο και απλά αναζητείται ένας «ανθρώπινος» καπιταλισμός.

Ο Γ.Βαρουφάκης και το προσωποπαγές πολιτικό μόρφωμα του αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα σύγχρονου ψευδο-αντισυστημικού σωτήρα. Μάλιστα μέσα στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο κατόρθωσε να βρεθεί στο επίκεντρο της καθ’ όλα φαιδρής επίσημης συζήτησης με το περιβόητο σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ. Σ’ αυτό φυσικά τον βοήθησαν τα ίδια τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που, ενώ θάβουν στη σιωπή τις πραγματικά ανατρεπτικές πολιτικές και οικονομικές απόψεις, φρόντισαν να του κάνουν την καλύτερη «αρνητική» διαφήμιση.

Το ίδιο το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ είναι ένα συμπίλημα προτάσεων χωρίς καμία ουσιαστική συνοχή, ένα προεκλογικό πυροτέχνημα προς άγρα ψήφων και μόνο. Όμως, παρόλα αυτά, αξίζει να αναλυθούν οι πολιτικο-οικονομικές διαστάσεις του για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αποτελούν μάλλον επαναλαμβανόμενους άξονες υποτιθέμενα «ριζοσπαστικών» ονειροφαντασιών. Και, δεύτερον, γιατί οι μαρξιστές οφείλουν να διερευνούν σε βάθος ακόμη και τις πιο φαιδρές προτάσεις στο βαθμό που αυτές έχουν επιδράσεις στην πάλη των τάξεων. Στόχος τους, φυσικά, δεν είναι η συμμετοχή στην επίσημη συζήτηση όπου συστημικοί καμποτίνοι ευτελίζουν κάθε ουσιαστικό ζήτημα. Στόχος των μαρξιστών οφείλει να είναι η ουσιαστική συζήτηση με τον «κάτω κόσμο» της εργασίας, της διανόησης και της νεολαίας που διψά για πραγματικές απαντήσεις σε φλέγοντα προβλήματα.

Με αυτή την λογική, στο κείμενο αυτό θα αναλυθούν (α) οι θεωρητικές ορίζουσες των προτάσεων Βαρουφάκη και (β) η πρακτική διάσταση του σχεδίου ΔΗΜΗΤΡΑ.

2. Εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς …

 ή αλλιώς το κυνήγι της θεωρητικής ανάλυσης στο Βαρουφάκειο πόνημα

Από πρώτη άποψη είναι όντως δύσκολο να εντοπιστεί μία συνεκτική αναλυτική βάση πίσω από τα εκάστοτε Βαρουφάκεια πονήματα. Είναι πάντα μηντιακά πυροτεχνήματα με ψήγματα επιστημονικών εννοιών συνήθως ατάκτως ερριμένων. Σε όλα βέβαια υφέρπει μία Κεϋνσιανή αντίληψη που, όμως, συχνά προσμηγνύεται με ετερόκλητα διαφημιστικά επιχειρήματα.

Όσον αφορά το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ, μία ιδέα για τις όποιες θεωρητικές ορίζουσες του δίνεται από το άρθρο Βαρουφάκη «Let the Banks Burn» που πρωτοδημοσιεύτηκε στοProject Syndicate. Στο κείμενο αυτό ο Βαρουφάκης επέρριψε στις ρυθμιστικές αρχές τις ευθύνες για τις πρόσφατες τραπεζικές αναταράξεις, σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές απόψεις που επικρίνουν την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα, τις κατηγορεί ότι «δηλητηρίασαν τα λεφτά της Δύσης». Ειρήσθω εν παρόδω, ότι οι πιο σκληρές Νεοφιλελεύθερες απόψεις υποστηρίζουν κάτι παρόμοιο απαιτώντας – ήδη από την κρίση του 2007/8 – να αφήνονται οι τράπεζες να χρεωκοπήσουν.

Ο Βαρουφάκης ξεκινά το άρθρο του τονίζοντας ότι η σημερινή τραπεζική κρίση διαφέρει από εκείνην που έλαβε χώρα το 2007/8 στο εξής. Ενώ η δεύτερη ήταν αποτέλεσμα της απληστίας διαπλεκόμενων τραπεζών και οίκων αξιολόγησης που λειτουργούσαν κερδοσκοπικά και δεν συμμορφώθηκαν με τους κανονισμούς, η πρώτη οφείλεται στην φιλοτραπεζική κρατική πολιτική δύο ταχυτήτων που εφαρμόστηκε από το 2008 και έπειτα, η οποία με το ένα χέρι παρείχε φτηνό χρήμα στους τραπεζίτες, ενώ με το άλλο χέρι επέβαλε σκληρή λιτότητα στους πολλούς. Σαν λύση προτείνει «να τιναχθεί στον αέρα» το τρέχων εκμεταλλευτικό τραπεζικό σύστημα και να αντικατασταθεί από ένα υγιές, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει δεσπόζοντα ρόλο.

Τρία βασικά ζητήματα προκύπτουν από την ανάλυση(;) αυτή.

Πρώτον, ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι οι τρέχουσες αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική συσσώρευση. Πρόκειται για μία επιπόλαιη άποψη που συμβαδίζει ρητά με την θεωρία της χρηματιστικοποίησης. Η τελευταία υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει ένας νέος καπιταλισμός όπου κυριαρχεί το χρηματικό κεφάλαιο, ενώ στον παλιό κυριαρχούσε το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σ’ αυτό το νέο καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο δεν αντλεί κέρδη μόνο μέσω της αναδιανομής της υπεραξίας (που υπεξαιρεί το βιομηχανικό κεφάλαιο από την εργασία). Αλλά, επιπρόσθετα και πιο σημαντικά, εκμεταλλεύεται τοκογλυφικά την κοινωνία συνολικά (δηλαδή τόσο την εργασία όσο και τις άλλες μερίδες του κεφαλαίου). Συνεπώς, σαν διαδικασία εκμετάλλευσης η υπεξαίρεση υπεραξίας περνά σε δεύτερη μοίρα και τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει η τοκογλυφία. Με βάση αυτή την εσφαλμένη θεωρία της χρηματιστικοποίησης το βασικό πρόβλημα στο «νέο» καπιταλισμό δεν είναι η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο αλλά η εκμετάλλευση «όλων» (!!!) – κατά τον συνοδοιπόρο του Βαρουφάκη Κ.Λαπαβίτσα – από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δεύτερον, στην ανάλυση αυτή ο «νέος» καπιταλισμός αποτελείται από τρεις τάξεις (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εργάτες) αντί για δύο (καπιταλιστές, εργάτες). Αυτή η άρρητη ταξική ανάλυση συμπίπτει με την άρρητη ταξική ανάλυση του Keynes και φυσικά απέχει δραματικά τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από την καπιταλιστική πραγματικότητα. Για τον Keynes ο καπιταλισμός κινδυνεύει από την ενίσχυση των τραπεζιτών που δεν κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και επιπλέον στερούν πόρους από τους βιομηχάνους. Οι εργάτες το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να βοηθήσουν τους βιομήχανους στο να περιορίσουν τους τραπεζίτες. Μόνο έτσι μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερους μισθούς. Χαρακτηριστικά, ο Γ.Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι η τάξη των «πιστωτών και των τραπεζών» σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό συνολικά της κοινωνίας.

Τρίτον, ο Βαρουφάκης θίγει – en passant ως συνήθως – το ζήτημα της θεωρίας του επιτοκίου. Υποστηρίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες με τις πολιτικές τους «κατέστησαν πλέον αδύνατη την επικράτηση ενός ενιαίου ονομαστικού επιτοκίου ισορροπίας που θα εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά χρήματος και θα απέτρεπε τις τραπεζικές χρεοκοπίες».

Στα πρώτα δύο ζητήματα έχει γίνει ήδη αναφορά σε προηγούμενο άρθρο («Να καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο» – ΠΡΙΝ 8-4-2023). Παρακάτω θα ασχοληθούμε με το τρίτο ζήτημα (δηλαδή την θεωρία του επιτοκίου) και θα δείξουμε τις αναλυτικές αλχημείες του Βαρουφάκη.

 

Θεωρίες επιτοκίου

Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις για το επιτόκιο. Θα ξεκινήσουμε με τις δύο σημαντικότερες αστικές θεωρίες επιτοκίου και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ξέχωρα από αυτές τη σχετική θεωρία του Marx. Όπως θα τεκμηριωθεί παρακάτω, πρόκειται για μια διάκριση που δεν γίνεται απλά για λόγους παρουσίασης, αλλά για λόγους επιστημονικής ουσίας.

Η πρώτη εκ των δύο βασικών αστικών θεωριών για το επιτόκιο, είναι η Νεοκλασική Θεωρία των Δανειακών Χρηματικών Κεφαλαίων ή Loanable Funds Theory (LFT). Η κεντρική της ιδέα περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου στην οικονομία, με το οποίο εξισώνεται αργά ή γρήγορα το επιτόκιο της αγοράς. Το βάρος της προσαρμογής «πέφτει» στο δεύτερο κάθε φορά που οι αποταμιεύσεις αποκλίνουν από τις επενδύσεις. Πιο αναλυτικά, όταν οι επενδύσεις υπερβαίνουν τις αποταμιεύσεις και το επιτόκιο της αγοράς είναι χαμηλότερο από το φυσικό επιτόκιο, τότε το πρώτο αυξάνεται μέχρι να εξισωθεί με το δεύτερο, επιφέροντας παράλληλα και την εξίσωση των αποταμιεύσεων με τις επενδύσεις. Ο αντίστροφος μηχανισμός προσαρμογής λαμβάνει χώρα όταν οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, ώστε στο τέλος η οικονομία να καταλήγει πάντα στην ισορροπία.

Όμως από τι καθορίζεται το φυσικό επιτόκιο στην LFT; Στα νεοκλασικά οικονομικά το επιτόκιο ορίζεται ως η αμοιβή για την αποχή από την κατανάλωση και αποτελεί μία πραγματική μεταβλητή. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό ως απόδοση, η οποία μάλιστα δεν διαφέρει σε τίποτα από τις υπόλοιπες αποδόσεις της αγοράς. Συνεπώς, προκύπτει ότι το φυσικό επιτόκιο καθορίζεται από τις πραγματικές δυνάμεις της οικονομίας και συγκεκριμένα από τη νεοκλασική Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου (ΟΑΚ). Επί προσθέτως, το πρώτο εξισώνεται με την δεύτερη, καθώς στη Νεοκλασική θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού, όλες οι αποδόσεις της αγοράς θεωρούνται ίσες. Ορισμένες εκδοχές των νεοκλασικών οικονομικών διατείνονται ότι αυτή η εξίσωση επιτυγχάνεται μόνο μακροχρόνια (Νόμος του Walras), ενώ κάποιες πιο δογματικές εκδοχές τους, υποστηρίζουν ότι λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως χρονικού ορίζοντα (Νόμος του Say).

Η δεύτερη αστική θεωρία επιτοκίου διατυπώθηκε από τον Keynes, ο οποίος όρισε το επιτόκιο ως την αμοιβή για την αποχή των ατόμων από τη ρευστότητα (και όχι από την κατανάλωση). Έπειτα, υποστήριξε ότι το επιτόκιο είναι μια νομισματική (και όχι πραγματική) μεταβλητή που καθορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστό. Αν και κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες ενστάσεις σχετικά με την εξωγένεια του χρήματος στην Κεϋνσιανή θεωρία, η επικρατέστερη γνώμη στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι ότι στη «Θεωρία Προτίμησης Ρευστότητας ή Liquidity Preference Theory (LPT)», η προσφορά χρήματος προσδιορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα, ενώ η ζήτηση χρήματος εξαρτάται θετικά από το εισόδημα και αρνητικά από το ονομαστικό επιτόκιο.

Επομένως, σε αντιπαραβολή με τη νεοκλασική LFT, ο Keynes έδωσε έμφαση στο ονομαστικό και όχι στο πραγματικό επιτόκιο. Αν και στη «Γενική Θεωρία» αναφέρεται η έννοια του φυσικού επιτοκίου (το επιτόκιο που επικρατεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης), ο Keynes τόνισε ότι η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση χρήματος σε αντιστοιχία με ότι συμβαίνει σε όλες τις άλλες αγορές του καπιταλισμού, αποτελεί περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα και μπορεί να επιτευχθεί υπό όρους και μόνο μέσω της ενεργής κρατικής παρέμβασης.

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Keynes, οι αγορές δεν μπορούν να εγγυηθούν την αυτόματη εξισορρόπηση της ΟΑΚ με το ονομαστικό επιτόκιο. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματά του Keynes στη «Γενική Θεωρία», ήταν ότι η ΟΑΚ εξαρτάται από το επιτόκιο και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, αν δεχτούμε ότι η ΟΑΚ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κεινσιανή εκδοχή του ποσοστού κέρδους (κάτι που θα αναλύσουμε περαιτέρω στη συνέχεια), ο Keynes αντέστρεψε το βέλος της αιτιότητας των νεοκλασικών, τοποθετώντας στο σημείο αφετηρίας του δικού του σχήματός το νομισματικό τομέα και όχι την πραγματική οικονομία.

Η τρίτη είναι η θεωρία που ανέπτυξε ο Marx στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της Μαρξιστικής (αλλά και της Κλασικής) Πολιτικής Οικονομίας από τα Οικονομικά, είναι ότι η πρώτη χρησιμοποιεί την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας (ΕΘΑ) ως το βασικό αναλυτικό και θεωρητικό της εργαλείο. Αν και με μία επιπόλαια ματιά θα έλεγε κανείς ότι η ΕΘΑ αφορά μόνο τον προσδιορισμό των τιμών των εμπορευμάτων στη σφαίρα της παραγωγής, στην πραγματικότητα αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η Μαρξιστική νομισματική ανάλυση.

Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μία έντονη συζήτηση ανάμεσα στους μαρξιστές οικονομολόγους με θέμα την ύπαρξη (ή μη) ενός φυσικού επιτοκίου στην ανάλυση του Marx. Από τη μία πλευρά, ο Shaikh διατείνεται ότι ο τόκος αποτελεί την τιμή παραγωγής του τραπεζικού τομέα και συνεπώς, το επιτόκιο εξισώνεται διακλαδικά με το γενικό ποσοστό κέρδους, ενώ από την άλλη, ο Fine υποστηρίζει ότι η έννοια του φυσικού επιτοκίου δεν υπάρχει πουθενά στην ανάλυση του Marx και ακόμα, ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό, κυρίως λόγω ορισμένων ιδιομορφιών του τραπεζικού κλάδου.

Αν και ένα τόσο σύνθετο ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί σε μία παράγραφο, φαίνεται πως τόσο η μία, όσο και η άλλη προσέγγιση έχουν δίκιο σε ένα μέρος τους και άδικο σε ένα άλλο. Αρχικά, ο Fine φαίνεται πως έχει δίκιο στο εξής. Στον Marx, το επιτόκιο εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο (ΔΧΚ). Εφόσον λοιπόν το ΔΧΚ δεν είναι εμπόρευμα, προκύπτει λογικά ότι το φυσικό επιτόκιο δεν είναι συμβατό με τη Μαρξική Θεωρία. Ωστόσο, από αυτό το συμπέρασμα δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό. Ειδικά αν το επιχείρημα για να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο είναι τα εμπόδια εισόδου στον τραπεζικό κλάδο, μάλλον πρόκειται για ένα αδύναμο επιχείρημα, καθώς ανάλογα (ίσως και ισχυρότερα) εμπόδια εισόδου μπορεί να εντοπίσει κανείς και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επίσης, στο θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο της ΕΘΑ, είναι εξίσου προβληματικό το να οριστεί μια φυσική τιμή για κάτι που καθορίζεται αμιγώς από τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και όχι από τις ώρες κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας.

Τέλος, για τον Marx ήταν ξεκάθαρο ότι το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, ο τόκος αποτελεί ένα μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής. Συνεπώς, το ανώτατό όριο του επιτοκίου δίνεται από το ανώτατο όριο της τελευταίας, δηλαδή από το γενικό ποσοστό κέρδους. Σχετικά με το κατώτατό όριο του επιτοκίου, ενώ θεωρητικά είναι το μηδέν, πρακτικά είναι πάντα ένας θετικός αριθμός που εξαρτάται από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο και τους συσχετισμούς δύναμης εντός της τάξης των καπιταλιστών.

Οι διαφορές της Marxικής από τις αστικές θεωρίες επιτοκίου

H ανάλυση του Marx διαφέρει τόσο από τη νεοκλασική LFT, όσο και από την Κεϋνσιανή LPT, πρώτα και κύρια στο ότι ο Marx δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου. Ουσιαστικά, η μόνη διαφορά του Keynes από τους Νεοκλασικούς, είναι ότι ενώ για τους δεύτερους η ισορροπία αποτελεί τη φυσική τάξη των πραγμάτων, για τον πρώτο είναι ένα ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται σχεδόν ποτέ χωρίς την κρατική παρέμβαση, λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών. Δηλαδή, η έννοια του φυσικού επιτοκίου υπάρχει και στον Keynes, απλά επικρατεί πιο σπάνια στο δικό του θεωρητικό σχήμα και για αυτό γίνεται δυσκολότερα διακριτή.

Φαινομενικά, η προσέγγιση του Marx δείχνει να έχει κάποια κοινά με την LFT, καθώς αμφότεροι εντοπίζουν σωστά πως η αιτιότητα ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς καλύτερα, θα εντοπίσει την εξής σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Για τη νεοκλασική θεωρία, το χρήμα είναι ένα πέπλο που λειτουργεί απλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Δηλαδή, στο νεοκλασικό σχήμα, οι νομισματικές μεταβλητές προσαρμόζονται παθητικά στις πραγματικές, χωρίς να τους ασκούν ουσιαστικά την παραμικρή επίδραση. Στον Marx αυτό δεν ισχύει, καθώς το χρήμα, ειδικά από τη στιγμή που λειτουργεί ως κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. Εδώ βέβαια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί παρά το ότι ο Marx αναγνώρισε ορισμένους βαθμούς ελευθερίας στο χρήμα, ταυτόχρονα παρέμεινε σταθερός στην αντίληψή του για την πρωτοκαθεδρία της σφαίρας της παραγωγής. Αν το παραλείψει κανείς αυτό, μπορεί πολύ εύκολα να μεταπηδήσει στη θεωρία της χρηματιστικοποίησης.

Μία εξίσου σημαντική διαφορά της LFT από τη Μαρξιστική θεωρία επιτοκίου, είναι ότι στην πρώτη, η πηγή του δανειακού χρηματικού κεφαλαίου είναι το απόθεμα των αποταμιεύσεων της οικονομίας. Αντιθέτως, στον Marx, είναι το αδρανές χρήμα που θησαυρίζεται συνειδητά στο παραγωγικό κύκλωμα από τους καπιταλιστές (για μια σειρά λόγους) και διοχετεύεται σε δεύτερο χρόνο στις τράπεζες (ή στο χρηματιστήριο). Οι αποταμιεύσεις διαφέρουν από το αδρανές χρήμα στο ότι ενώ οι πρώτες αποτελούν πραγματικό πλούτο, το δεύτερο είναι απλώς μία αδρανής χρηματική μάζα.

Η ουσία πίσω από αυτήν τη φαινομενικά μικρή διαφορά, είναι ότι μόνο ο Marx αναγνώρισε ότι η λειτουργία του θησαυρισμού είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες του χρήματος. Υποστήριξε μάλιστα ότι σε αυτήν τη λειτουργία μπορεί να οφείλεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στις συνολικές πωλήσεις και τις συνολικές αγορές και επομένως, η κατάρριψη του νόμου του Say. Αντιθέτως, τα νεοκλασικά οικονομικά δεν καταπιάνονται με το ζήτημα του θησαυρισμού. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νεοκλασική σχολή (όπως και η Κλασική Πολιτική Οικονομία) αποδέχτηκε το νόμο του Say, μένοντας πιστή στη δογματική της αντίληψη περί αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Προφανώς, ο θησαυρισμός όπως και κάθε άλλη πηγή ανισορροπίας δεν έχουν θέση σε ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο η ισορροπία είναι ότι το Κοράνι για τους Μουσουλμάνους και το Ευαγγέλιο για τους Χριστιανούς.

Σχετικά με τις διαφορές του Marx από τον Keynes, όπως αναφέραμε ήδη, στον δεύτερο το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από το ονομαστικό επιτόκιο και καταλήγει στην ΟΑΚ, δηλαδή ξεκινά από το νομισματικό τομέα και καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι σε αντιπαραβολή με το Marxικό ποσοστό κέρδους, η Κεϋνσιανή ΟΑΚ, ακόμα και αν δεχτούμε ότι αποτελεί τον πιο αντιπροσωπευτικό Κεϋνσιανό δείκτη κερδοφορίας, δεν εξαρτάται από τα δομικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή από τα συνολικά κόστη, τη συνολική υπεραξία και την παραγωγικότητα, αλλά από τις προσδοκίες για τη μελλοντική ζήτηση. Συνεπώς, διαφέρει ουσιωδώς από το Μαρξικό ποσοστό κέρδους.

Αν προεκτείνουμε τη θέση του Keynes, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι μία οικονομία μπορεί να λειτουργεί μόνιμα σε συνθήκες ικανοποιητικής κερδοφορίας, αρκεί οι ρυθμιστικές αρχές να διατηρούν ψηλά τη ζήτηση μέσω ενός χαμηλού επιτοκίου. Αυτή η αντίληψη είναι προβληματική τόσο θεωρητικά, όσο και εμπειρικά. Θεωρητικά, γιατί αν ήταν τόσο προφανής και εύκολη η λύση ώστε να αποφεύγει το σύστημα τις αλλεπάλληλες κρίσεις κερδοφορίας που το ταλαιπωρούν επανειλημμένα, θα την είχε ήδη εφαρμόσει. Εμπειρικά, γιατί στην πρόσφατη κρίση του 2007/8 η ζήτηση ήταν αρκετά υψηλή. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν βρίσκονταν εκεί.

Ο ισχυρισμός ότι ο νομισματικός τομέας καθορίζει τις εξελίξεις στην πραγματική συσσώρευση αν και επανεμφανίζεται στον Keynes με μία πιο συγκεκαλυμένη μορφή, υπήρχε ήδη από την εποχή του Marx. Μάλιστα, είναι αυτό που ο τελευταίος αποκάλεσε στο Κεφάλαιο «φετιχισμό του χρήματος». Σχετικά πρόσφατα μεταλλάχθηκε και πλέον φέρει τον τίτλο «θεωρία της χρηματιστικοποίησης». Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός είναι το ίδιο αδόκιμος με το να προτείνει κανείς το depon σε έναν ασθενή που πάσχει από εγκεφαλική ανεπάρκεια. Όπως το depon δεν λύνει, απλά μεταθέτει το πρόβλημα του ασθενούς, έτσι και το χρήμα δεν είναι σε θέση να γιατρέψει μία οικονομία που νοσεί από δομικά αίτια. Ακόμα και αν οι αρχές ρίξουν στον πάτο το επιτόκιο, ή ακόμα και αν τυπώσουν άφθονο χρήμα, οι επενδύσεις δεν πρόκειται να ανακάμψουν όταν η κερδοφορία του συστήματος είναι χαμηλή. Άλλωστε, αμφότερες οι λύσεις δοκιμάστηκαν και απέτυχαν ήδη αρκετές φορές, με πιο πρόσφατη περίπτωση την ποσοτική χαλάρωση που αποτέλεσε έναν συνδυασμό και των δύο. Μάλιστα πριν λίγους μήνες, ο Βαρουφάκης – μέσα στις απίστευτες παλινωδίες του – είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει την ποσοτική χαλάρωση ως την νέα προοδευτική νομισματική πολιτική par excellence (https://mera25.gr/gianis-varoufakis-mia-nomismatiki-politiki-pou-tha-anakoufize-tin-pleiopsifia-edo-kai-tora/ ). Σήμερα πάλι ουσιαστικά την καταγγέλλει καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτικής «που δηλητηρίασε τα λεφτά της Δύσης».

Τέλος, ενώ στον Keynes το επιτόκιο καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για χρήμα, στον Marx καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για ΔΧΚ. Εδώ συγκρούονται δύο ολότελα διαφορετικές θεωρίες χρήματος. Ενώ τόσο η Μαρξιστική θεωρία χρήματος όσο και η LPT αποδέχονται ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται και δανείζουν χρήματα, μόνο στον Marx το χρήμα λειτουργεί πρωτίστως ως κεφάλαιο. Για αυτό ο Marx ανέλυσε τις τράπεζες ως γνήσιες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασίες δανεισμού (και όχι μόνο) με σκοπό το κέρδος, ενώ ο Keynes τελικά δεν μπόρεσε να υπερβεί τη νεοκλασική αντίληψη των τραπεζών ως παθητικών  διαμεσολαβητών που απλά παρέχουν ρευστό στα άτομα. Ακόμα και η κεινσιανή ζήτηση χρήματος για κερδοσκοπικούς λόγους δεν προσιδιάζει στη Μαρξική λειτουργία του χρήματος ως κεφαλαίου.

Η θεωρία του επιτοκίου στο άρθρο «Let the Banks Burn»

Αφού έχει τεθεί το αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο στη συζήτηση, είναι πλέον εφικτό να αρχίσουμε να απαντάμε στο ερώτημα που θέσαμε.

Βάσει των όσων αναλύσαμε στην προηγούμενη ενότητα, η φράση περί επιτοκίου ισορροπίας στην αγορά χρήματος έχει Κεϋνσιανές καταβολές. Υπενθυμίζουμε εδώ πως στον Keynes, το επιτόκιο είναι νομισματική μεταβλητή και προσδιορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστότητα. Ωστόσο, υπάρχει η εξής λεπτή διαφορά. Ενώ για τον Keynes η ανισορροπία στην αγορά χρήματος αποτελούσε σχεδόν τον κανόνα λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών, στο άρθρο, οι σημερινές τραπεζικές αναταράξεις οφείλονται στις πολιτικές των κρατών και των Κεντρικών Τραπεζών μετά την κρίση του 2007/8, δηλαδή σε κάποια στρέβλωση της κατά τα άλλα εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την κρίση του 2007/8, η οποία εξίσου παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μίας στρέβλωσης, που απλά διέφερε σε επίπεδο μορφής.

Το επιχείρημα ότι οι κρίσεις είναι εξωγενείς επαναδιατυπώνεται λίγο πιο κομψά άλλη μια φορά στη συνέχεια του άρθρου. Συγκεκριμένα, ο αρθρογράφος αναφέρει ότι το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα σχεδιάστηκε για να μην είναι ασφαλές και ότι το τελευταίο αδυνατεί εκ γενετής να συμμορφωθεί στις κατά τα άλλα «εύρυθμες αγορές». Έτσι, ενώ για τον Keynes (που πλέον δεν θεωρείται και από τους πιο αριστερούς οικονομολόγους στην ιστορία της οικονομικής σκέψης) οι αγορές δεν ήταν ποτέ εύρυθμες, στο άρθρο, το πρόβλημα δεν είναι οι αγορές, αλλά οι θεσμοί και εν προκειμένω, οι τράπεζες. Η αναζήτηση των αιτιών μιας οικονομικής κρίσης σε παράγοντες έξω από το ίδιο το σύστημα, ήταν ανέκαθεν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής οικονομικής ανάλυσης.

Οι υποθέσεις της ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου με ότι αυτές συνεπάγονται για το επιτόκιο ισορροπίας, έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμα και από τους πιο επιφανείς αστούς οικονομολόγους. Χαρακτηριστικές είναι οι δουλειές των κατόχων Νόμπελ οικονομικών J. Stiglitz και R. Shiller σχετικά με την ασύμμετρη πληροφόρηση και την αστάθεια στις τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων που δεν εξηγείται από την Efficient Market Hypothesis (EFH). Συνεπώς, εδώ τίθεται εύλογα το εξής ερώτημα. Σε μία εποχή όπου ακόμα και οι κορυφαίοι θεωρητικοί του συστήματος αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η ανισορροπία στην αγορά χρήματος και οι τραπεζικές κρίσεις δεν αποτελούν απλές στρεβλώσεις των κατά τα άλλα εύρυθμων αγορών, πόσο αριστερό και ριζοσπαστικό είναι να υποστηρίζει κανείς το αντίθετο;

Τώρα ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο 2008 και ας υποθέσουμε ότι οι ρυθμιστικές αρχές μετά την κρίση άρχισαν να «σφίγγουνε τα λουριά» στις ιδιωτικές τράπεζες αντί να τις επιδοτούν συνεχώς και να τις επιτρέπουν να εφαρμόζουν τα σαθρά επιχειρηματικά τους μοντέλα. Θα ήταν άραγε αυτό αρκετό για να αποτρέψει τα όσα ακολούθησαν, καθώς και για να διατηρήσει το επιτόκιο στο επίπεδο της ισορροπίας;

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να επιδράσουν σημαντικά σε όλα τα επιτόκια των αγορών, κυρίως μέσα από τον προσδιορισμό του επιτοκίου βάσης. Ωστόσο, αυτός ο προσδιορισμός δεν είναι αυθαίρετος. Αντιθέτως, η κάθε Κεντρική Τράπεζα ως ρυθμιστής ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, οφείλει να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών, γιατί αν δεν το κάνει, είναι πολύ πιθανό να θέσει τις τράπεζες σε κίνδυνο. Αρκεί να σκεφτούμε ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στην οικονομία και τις τράπεζες αν η Κεντρική Τράπεζα δεν «έκοβε» φτηνό χρήμα σε συνθήκες κρίσης ώστε να εμποδίσει μια ολοκληρωτική κατάρρευση και αντίστοιχα, αν δεν αύξανε τα επιτόκια σε μία περίοδο υψηλής ζήτησης για δάνεια και τίτλους, ώστε να διατηρήσει το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής «φούσκας» σε κάποια σχετικά διαχειρίσημα όρια.

Συνεπώς, φαίνεται πως το επιτόκιο βάσης της Κεντρικής Τράπεζας εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο που με τη σειρά τους, εξαρτώνται από τη μέση κερδοφορία της οικονομίας. Αν για παράδειγμα η τελευταία είναι χαμηλή, αυτό θα προκαλέσει τη μείωση της ζήτησης δανείων (πρόκειται κυρίως για δάνεια που χρηματοδοτούν παραγωγικές επενδύσεις) και ταυτόχρονα, την αύξηση της προσφοράς δανειακού χρηματικού κεφαλαίου, καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δεν θα βρίσκουν επικερδή τοποθέτηση. Επομένως, θα διοχετεύονται στο τραπεζικό σύστημα αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Σε μία τέτοια συνθήκη, η Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει το επιτόκιο βάσης. Το αντίθετο θα συμβεί σε περιόδους άνθισης-υψηλής κερδοφορίας.

Έτσι, αν και οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν μία σχετική ισχύ, δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα την πορεία των επιτοκίων. Άρα, τα επιτόκια που επικράτησαν μετά το 2008, δεν προέκυψαν από τα «καμώματα» των Κεντρικών Τραπεζών ή από την ιδιαίτερη συμπάθειά που έτρεφαν για τις ιδιωτικές τράπεζες, αλλά διαμορφώθηκαν από τις δομικές αδυναμίες των παγκόσμιων οικονομιών και συγκεκριμένα, από τη χαμηλή κερδοφορία τους. Άλλωστε, αν ανατρέξει κανείς στα εμπειρικά στοιχεία, θα διαπιστώσει πως μετά από κάθε μεγάλη κρίση (και όχι μόνο μετά την κρίση του 2007/8) τα επιτόκια μειώνονται και δημιουργούνται συνειδητά εύθραυστα τραπεζικά μοντέλα για να «πάρουν μπρος» οι επενδύσεις και να «ξεμπουκώσει» το σύστημα.

Τέλος, η αντίληψη περί της ύπαρξης ενός ενιαίου επιτοκίου αποτελεί μία  υπεραπλούστευση. Στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών όπου οι αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, οι τιμές των μετοχών και των παραγώγων, οι αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης και τα spreads των δανείων και των ομολόγων κινούνται ανελλιπώς, η μόνη σταθερά είναι η διαρκής αλλαγή. Όχι μόνο δεν υπάρχει μία ενιαία απόδοση, αλλά όλες οι αποδόσεις τείνουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο η μία από την άλλη. Αυτή είναι μάλιστα και η άποψη του J.Tobin, ενός ακόμα νομπελίστα οικονομολόγου που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς ριζοσπάστη αριστερό, ο οποίος κατασκεύασε ένα οικονομικό μοντέλο με πολλά χρηματοπιστωτικά assets και τις αντίστοιχες αποδόσεις τους.

2. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ ή αλλιώς ο μάγος του Οζ σε νέες περιπέτειες

Με βάση την «περισπούδαστη» θεωρητική του ανάλυση ο Βαρουφάκης προχωρά στην βασική σπεσιαλιτέ του: την κατάθεση προτάσεων πολιτικής που κινούνται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ αποτελεί χαρακτηριστική τελευταία δημιουργία του.

Πάντα με «δημιουργική ασάφεια» (δηλαδή αναλυτικό χάος και πολιτικό τυχοδιωκτισμό) ταλαντεύεται ανάμεσα (α) σε ένα σύστημα διακανονισμού οφειλών στο δημόσιο και (β) ένα ψηφιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα ΣΔΙΤ (σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ εισηγείται την δημιουργία ενός ψηφιακού πορτοφολιού (δηλαδή ενός καταθετικού λογαριασμού) για όλους στην Κεντρική Τράπεζα. Το τελευταίο θα είναι κάτι σαν δωρεάν τραπεζικός λογαριασμός που θα δίνει στον κάθε πολίτη τη δυνατότητα να αποταμιεύει και να συναλλάσσεται χωρίς κόστος (δηλαδή χωρίς τις προμήθειες κλπ. των ιδιωτικών τραπεζών).

Στο βαθμό που το σύστημα αυτό περιορίζεται στο διακανονισμό οφειλών, τότε θα μπορούν να γίνονται αυτόματα συμψηφισμοί για δοσοληψίες με το Δημόσιο. Δύο ζητήματα εγείρονται εδώ. Πρώτον, τον αυτοματοποιημένο συμψηφισμό οφειλών και πληρωμών με το Δημόσιο μπορεί να το κάνει απλά η εφορία με ένα καλύτερο από το σημερινό ελεεινό σύστημα της. Δεύτερον όμως, και πιο σημαντικό, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία μετατρέπει την Κεντρική Τράπεζα από τραπεζίτη του Δημοσίου σε εμπορική τράπεζα (καθώς παίρνει καταθέσεις από τους πολίτες). Πρόκειται για ένα μυθοπλαστικό σχήμα σε συνθήκες καπιταλισμού ανάλογο με τις προυντονικές ονειροφαντασίες για «δημόσια τράπεζα». Η Κεντρική Τράπεζα (ιδιωτικής είτε δημόσιας ιδιοκτησίας) στον καπιταλισμό έχει ισολογισμό (δηλαδή κόστη και έσοδα) και επίσης αποκομίζει κέρδος. Ασχολείται με τις δοσοληψίες του Δημοσίου (αν και τις τελευταίες δεκαετίες πολλές από αυτές έχουν εκχωρηθεί στις ιδιωτικές τράπεζες). Οι εμπορικές τράπεζες (ιδιωτικές είτε δημόσιες) αναλαμβάνουν όλες τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Ουσιαστικά, όμως, αναλαμβάνουν – φυσικά έναντι αντιτίμου – να συλλέγουν αναξιοποίητα ρευστά διαθέσιμα και να τα διοχετεύουν στις καπιταλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτός ο «καταμερισμός εργασίας» είναι θεμελιακό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορεί να αναιρεθεί γιατί αλλιώς η τρίτη από τις βασικές κατηγορίες κεφαλαίου (παραγωγικό, εμπορικό, χρηματικό) ουσιαστικά καταργείται. Δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς αυτές τις τρεις βασικές κατηγορίες.

Αυτές οι αντιφάσεις και οι μυθοπλασίες φαίνονται ακόμη σαφέστερα στην περίπτωση του Βαρουφάκειου ψηφιακού χρηματοπιστωτικού ΣΔΙΤ. Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση, οι καταθετικοί λογαριασμοί των πολιτών είναι σε ψηφιακό νόμισμα. Ο Βαρουφάκης το μπερδεύει για να το κάνει πιο πικάντικο με το κρυπτονόμισμα. Πρόκειται για απίθανη ανοησία: το ψηφιακό νόμισμα είναι ένα κρατικό νόμισμα σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα που είναι ιδιωτικά «νομίσματα» (δηλαδή εργαλεία κερδοσκοπίας και απάτης). Όντως πολλές Κεντρικές Τράπεζες ετοιμάζουν ψηφιακά νομίσματα. Όμως δεν σκοπεύουν να αναλάβουν καταθέσεις από το κοινό, δηλαδή να βγάλουν στην ανεργία τις εμπορικές τράπεζες. Αντιθέτως, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία προτείνει να το κάνουν έτσι ώστε με αυτό το «πορτοφόλι» ψηφιακών νομισμάτων στην Κεντρική Τράπεζα οι πολίτες θα μπορούν να κάνουν δοσοληψίες. Ψευδώς ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται ότι αυτό δεν θα έχει κόστος. Και η Κεντρική Τράπεζα έχει κόστη και θα πρέπει να έχει έσοδα για να τα καλύπτει. Επιπλέον, στη Βαρουφάκεια μυθοπλασία χρειάζονται έσοδα για να μπορεί η Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει (και να διανέμει δωρεάν!!!!) δημόσια αγαθά. Από που μπορεί να προκύψουν τα έσοδα αυτά; Μία πιθανή λύση είναι είτε κάποια προμήθεια είτε η απόδοση ενός χαμηλότερου επιτοκίου από τον πληθωρισμό (δηλαδή η πληρωμή από τους πολίτες ενός κόστους για την εγγύηση των καταθέσεων).

Στο σημείο αυτό έρχεται η σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Εάν οι πολίτες θέλουν υψηλότερες αποδόσεις τότε θα μπορούν να πάνε στις ιδιωτικές τράπεζες όπου όμως μάλλον δεν θα υπάρχει η εγγύηση έστω και ενός τμήματος των καταθέσεων (όπως προβλέπεται για τις εμπορικές τράπεζες). Εδώ ο Βαρουφάκης απεκδύεται την Κεϋνσιανή λεοντή του και φορά το φράκο του Αυστριακού Νεοφιλελεύθερου. Ουσιαστικά, οι ιδιωτικές τράπεζες της μυθοπλασίας του προσιδιάζουν στις επενδυτικές τράπεζες (investment banks) που οι Κεϋνσιανοί φίλοι του κατάγγειλαν ως τους βασικούς ενόχους της κρίσης του 2007/8.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς σε αυτήν την πρόταση είναι ότι ο ριζοσπαστισμός της φτάνει μέχρι ένα σημείο. Αυτό το σημείο είναι η αντικατάσταση του σημερινού ιδιωτικού και εκμεταλλευτικού τραπεζικού συστήματος από ένα νέο, φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει τον πρώτο λόγο, χωρίς όμως να παύσουν να λειτουργούν οι ιδιωτικές τράπεζες. Δηλαδή, ο ριζοσπαστισμός του άρθρου δεν φτάνει καν στο σημείο να προτείνει την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό (για κοινωνικοποίηση φυσικά ούτε λόγος). Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και η πρότασή για διάλυση των ιδιωτικών τραπεζών δεν είναι εντελώς καινοτόμα. Υπέρμαχοι αυτής της αντίληψης ήταν ορισμένοι οικονομολόγοι της Αυστριακής Σχολής που ως γνωστόν, ούτε οι ίδιοι θα χαρακτήριζαν ριζοσπάστες τους εαυτούς τους.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η πρόταση για ένα φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα παραγνωρίζει το εξής. Στον καπιταλισμό, η τραπεζική είναι μια ακόμα «μπίζνα» που σαν όλες τις άλλες, αποσκοπεί στο κέρδος και όχι στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αυτό δεν αλλάζει είτε αναφερόμαστε στην ιδιωτική τραπεζική, είτε στην Κεντρική Τράπεζα. Ο σκοπός ύπαρξής του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του, είναι να μειώσει τα διαφόρων ειδών κόστη του παραγωγικού κυκλώματος και να συμβάλλει στην επέκταση της συσσώρευσης, μέσω της συγκέντρωσης και έπειτα της μετατροπής ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους του χρήματος σε χρηματικό κεφάλαιο. Για τις χρήσιμες υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες στο σύστημα, αμείβονται πολλές φορές γενναιόδωρα με ένα σημαντικό κομμάτι της υπεραξίας. Με λίγα λόγια, το τραπεζικό σύστημα στον καπιταλισμό διευκολύνει και εξυπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Ως φυσικό επακόλουθο, η Κεντρική Τράπεζα όντας ο βασικός παίχτης ενός τέτοιου συστήματος, δεν θα μπορούσε να διαφέρει και πολύ από αυτό. Οι κεντρικές τράπεζες είναι μεταγενέστερες των ιδιωτικών τραπεζών κι όπως ισχύει και για τις δεύτερες, έτσι και οι πρώτες, δεν επιβλήθηκαν από ορισμένες δυνάμεις έξωθεν του συστήματος, ούτε «εφευρέθηκαν» μια μέρα ξαφνικά από κάποιες διάνοιες, αλλά αποτέλεσαν τα γνήσια τέκνα μιας οικονομικής αναγκαιότητας. Αυτή η αναγκαιότητα έγκειται στη ζωτική σημασία της ύπαρξης μιας «τράπεζας των τραπεζών» που θα διαχειρίζεται κεντρικά και θα ελέγχει ολόκληρο το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα, φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία του. Η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών συνδέεται άρρηκτα με την προσπάθεια μεγιστοποίησης των τραπεζικών κερδών και ταυτόχρονα, με την ελαχιστοποίηση του ρίσκου της χρεοκοπίας.

Σε αυτό το πλαίσιο «ναυαγεί» και η πρόταση διάθεσης των εσόδων της Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά δημοσίων αγαθών, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα προκύπτουν αρκετά έσοδα για την Κεντρική Τράπεζα από μία τέτοια δραστηριότητα. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως ούτε καν το πιο «φιλολαϊκό» αστικό κράτος (πόσο μάλλον μία καπιταλιστική Κεντρική Τράπεζα) δεν χρησιμοποίησε ποτέ τα έσοδά του αποκλειστικά για τέτοιου είδους σκοπούς.

Έστω τώρα ότι παραλείπουμε όλα τα παραπάνω μαζί με τη χρήση του όρου «πολίτες», με την οποία η διάκριση της κοινωνίας σε τάξεις πάει περίπατο και υποθέτουμε ότι από αύριο αρχίζει να ισχύει το οικονομικό καθεστώς που προτείνεται στο άρθρο. Με ποιον τρόπο πρόκειται να επιλυθεί η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας (πλούσιων και φτωχών αν προτιμάτε); Απλώς οι πακτωλοί χρημάτων που κερδίζουν οι «πλούσιοι» από την εκμετάλλευση των «φτωχών» δεν θα φυλάσσονται πια στις ιδιωτικές τράπεζες και δεν θα αλλάζουν χέρια με τη μεσολάβησή των τελευταίων, αλλά θα διακρατούνται στα λογιστικά βιβλία μίας Κεντρικής Τράπεζας και θα κυκλοφορούν με τη δική της διαμεσολάβηση. Επίσης, εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αν μειωθούν τα κόστη συναλλαγών και διακράτησης χρήματος, το πιο πιθανό είναι να αυξηθεί περισσότερο η μάζα των κερδών και λιγότερο το εισόδημα των φτωχών.

Επιπλέον, όσο οι «πλούσιοι πολίτες» εξακολουθούν να έχουν το περιθώριο επιλογής όσον αφορά την αξιοποίηση  των αδρανών χρημάτων τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές κερδοφόρας τοποθέτησής τους, ακόμα και αν αυτά τα χρήματα είναι εξασφαλισμένα σε κάποια κρατικά λογιστικά βιβλία. Μία από αυτές τις πηγές θα είναι και οι ιδιωτικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θα δίνεται στους πλούσιους «πολίτες» η δυνατότητα να επενδύσουν σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εισπράττοντας μία ικανοποιητική απόδοση, είναι αρκετά δύσκολο έως απίθανο οι τελευταίοι να επιλέξουν αντί αυτού το θησαυρισμό σε έναν λογαριασμό σχεδόν μηδενικής απόδοσης. Έτσι, οι ιδιωτικές τράπεζες θα ξαναχτιστούν από μόνες τους, πριν καν προλάβουν να γκρεμιστούν.

Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ διαπνέεται από μία καραμπινάτη αντίφαση τυπικής λογικής. Ενώ ορίζεται στα λόγια ως ένα απλό εργαλείο που θα μειώνει τα κόστη των συναλλαγών, όταν στη συνέχεια αναλύεται το πως θα λειτουργεί στην πράξη, εισάγεται από την πίσω πόρτα ένας μηχανισμός αυτόνομης δημιουργίας χρήματος σε εθνικό επίπεδο. Το τελευταίο φαίνεται ολοκάθαρα στο παρακάτω απόσπασμα:

Με το ΔΗΜΗΤΡΑ η Πολιτεία θα είναι σε θέση, με το πάτημα μερικών κουμπιών, να πιστώνει τους λογαριασμούς ΛΠΔ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, π.χ. ΑμεΑ, χαμηλοσυνταξιούχους, άνεργους, κ.λπ., υπερβαίνοντας τη δημοσιονομική ασφυξία, και άρα ανακτώντας βαθμούς δημοσιονομικής ελευθερίας.

Άρα, μέσω του ΔΗΜΗΤΡΑ δεν θα μεταφέρονται απλά χρήματα από τον έναν λογαριασμό στον άλλο χωρίς κόστη συναλλαγών, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα στην Ελλάδα να ασκεί δική της οικονομική πολιτική.

Είναι γνωστό ότι το δεύτερο είναι ανεδαφικό (τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα), καθώς όσο η Ελλάδα βρίσκεται στην Ευρωζώνη, δεν έχει το παραμικρό περιθώριο άσκησης ανεξάρτητης δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ελέγχει τα ελληνικά δημόσια κονδύλια (τα οποία είναι δεσμευμένα για κάμποσα χρόνια λόγω των μνημονίων που υπέγραψε και ο ίδιος ο Βαρουφάκης) και ταυτόχρονα εποπτεύει το εγχώριο ιδιωτικό τραπεζικό μας σύστημα μέσω διαφόρων ρυθμιστικών κανόνων.

Αν και εφόσον αποκτήσουμε το «εκδοτικό προνόμιο», δηλαδή το δικαίωμα να «κόβουμε» δικό μας χρήμα, αυτό θα σημάνει αυτόματα την έξοδο μας από την Ευρωζώνη. Αυτά τα δύο μαζί εξ ορισμού δεν συμβαδίζουν. Οπότε, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί το εξής. Το κείμενο τελικά μιλάει για έξοδο από την Ευρωζώνη ή για παραμονή στο ευρώ με λιγότερα κόστη συναλλαγών, χωρίς όμως να έχουμε δικό μας νόμισμα;

Επομένως, το λιγότερο που οφείλει να κάνει ο Βαρουφάκης, είναι να πει καθαρά στον ελληνικό λαό χωρίς περιστροφές, εξυπνακισμούς και ψευδοεπιστημονική ορολογία εάν πρόκειται για έξοδο από την ευρωζώνη και εθνικό νόμισμα ή εάν πρόκειται απλά για μία μικρή τροποποίηση στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Δεν γίνεται να είναι κανείς και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα.

Στην δεύτερη περίπτωση (δηλαδή της εντός της Ευρωζώνης δημιουργίας ενός συστήματος πληρωμών) προκύπτουν επιπρόσθετα ζητήματα.

Έστω ότι η ΔΗΜΗΤΡΑ «είναι μια ηλεκτρονική πλατφόρμα για να κάνουμε συναλλαγές αντί να πληρώνουμε τις τράπεζες. Πλατφόρμα συναλλαγών είναι, όχι νόμισμα! Δεν σχεδιάζουμε να βγούμε από το ευρώ αλλά είμαστε έτοιμοι να νομοθετήσουμε όλα εκείνα που χρειάζεται για να ορθοποδήσει η κοινωνία και η χώρα.»

Τότε, εφόσον εξακολουθούμε να είμαστε στην Ευρωζώνη, τα επιτόκια δανεισμού όπως και τα επιτόκια καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα, θα καθορίζονται από το EURIBOR όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, που σημαίνει ότι και να θέλει η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα να θέσει εξωγενώς ένα εντελώς δικό της επιτόκιο καταθέσεων (άμεσο ή έμμεσο), δεν θα μπορεί να το κάνει, αν δεν το επιτρέψει πρώτα η Ευρωζώνη.

Λίγο παρακάτω προκύπτει μία νέα πολύ σημαντικότερη αντίφαση που αφορά τα οικονομικά παρελκόμενα του προγράμματος ΔΗΜΗΤΡΑ στο πλαίσιο λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς με εθνικό νόμισμα. Το κείμενο αναφέρει ότι:

«το ΔΗΜΗΤΡΑ σου εξασφαλίζει φοροαπαλλαγές που ισοδυναμούν με επιτόκιο ψηλότερο από εκείνο που σου προσφέρει η τράπεζά σου.»

Παράλληλα, στο άρθρο «Let the Banks Burn», υπάρχει το εξής απόσπασμα:

«Η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία που βασίζεται στο ψηφιακό νέφος για να παρέχει δωρεάν ψηφιακές συναλλαγές και αποταμιεύσεις σε όλους, με τα καθαρά της έσοδα να πληρώνουν για βασικά δημόσια αγαθά»

Έχουμε και λέμε. Αν ισχύουν και οι δύο προτάσεις ταυτόχρονα, αυτό συνεπάγεται ότι η κρατική κεντρική τράπεζα θα εισπράττει τα έσοδά της από τις καταθέσεις των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κάνουν ανάληψη ένα σημαντικά υψηλότερο ποσό, όποτε αυτοί το επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, το κράτος θα έχει σοβαρά έξοδα, καθώς με τα χρήματα που θα συλλέγει, θα αγοράζει δημόσια αγαθά με σκοπό να τα παρέχει στο λαό.

Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς ότι ένα τέτοιο επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο στο καπιταλιστικό σύστημα, είτε εφαρμόζεται από κρατικές, είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για να το πούμε απλά, φανταστείτε μία επιχείρηση που αντλεί κεφάλαιά αποκλειστικά από τους μετόχους της, στους οποίους δίνει ένα αρκετά υψηλό μέρισμα, χωρίς μάλιστα να ασκεί η ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα ώστε να μπορεί να υποστηρίξει το spread ανάμεσα στο συνολικό μέρισμα και την αρχική τοποθέτηση του κεφαλαίου. Είναι πασιφανές ότι μία τέτοια επιχείρηση θα «μπει μέσα» πριν καλά-καλά ανοίξει.

Ας παραλείψουμε όμως και αυτήν την αντίφαση και ας υποθέσουμε ότι το παραπάνω μοντέλο είναι οικονομικά βιώσιμο. Σύμφωνα με το κείμενο:

«Έτσι, η μερική μεταφορά χρημάτων στο ΔΗΜΗΤΡΑ θα δώσει κίνητρο στις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειές τους, να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων και, γενικότερα, να πάψουν να εκμεταλλεύονται τους μικροκαταθέτες πελάτες τους.»

Δηλαδή, με τις υψηλότερες αποδόσεις που θα προσφέρει το ΔΗΜΗΤΡΑ, θα κερδίσει ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς/πελατών από τις ιδιωτικές τράπεζες, πράγμα που θα αναγκάσει τις τελευταίες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεών και να μειώσουν τις προμήθειές τους. Με αυτόν τον τρόπο όμως, το ποσοστό κέρδους του τραπεζικού κλάδου στο σύνολό του, θα πέσει κάτω από το μέσο ποσοστό κέρδους της οικονομίας.

Ωστόσο, όσο υπάρχει καπιταλισμός και ισχύει η αρχή του ανταγωνισμού το κεφάλαιο διαρκώς μεταφέρεται από τους κλάδους με τη χαμηλότερη στους κλάδους με την υψηλότερη κερδοφορία, αναζητώντας μεγαλύτερες αποδόσεις. Έτσι, σε αυτήν την περίπτωση θα λάβει χώρα μία μαζική αποεπένδυση από τον τραπεζικό κλάδο, με αποτέλεσμα τα επιτόκια των καταθέσεων να επιστρέψουν (και μάλιστα αρκετά σύντομα) στο αρχικό τους επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν το ΔΗΜΗΤΡΑ.

Η ουσία είναι ότι στην ελεύθερη αγορά, όπως ισχύει ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να αποσπά διαρκώς ένα μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από το μέσο, λόγω του ανταγωνισμού, ισχύει επίσης ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να λειτουργεί συστηματικά με ένα χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό κέρδους. Αν και το κράτος επιδρά στον ανταγωνισμό, ο κανόνας είναι ότι μακροπρόθεσμα και ως τάση, τα ποσοστά κέρδους των επιμέρους κλάδων τείνουν να εξισωθούν. 

3. Συμπεράσματα

Τις περισσότερες φορές ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με φωνές, συνθήματα, ύβρεις και επίκληση στο συναίσθημα. Σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτικάντηδες και καριερίστες που χτίζουν ονόματα και περιουσίες σε βάρος του λαού, τα επιστημονικά επιχειρήματα και οι εποικοδομητικές διαφωνίες σπανίζουν.

Το βασικό συμπέρασμα του παραπάνω κειμένου είναι ότι από επιστημονικής πλευράς, οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο «Let the Banks Burn» όπως και οι αντίστοιχες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αποτελούν ένα μείγμα αστικών-συστημικών θεωριών, με κυρίαρχη τη Νέα Κεϋνσιανή αντίληψη (δεξιός Κεϋνσιανισμός), αλλά και με έντονα τα στοιχεία τόσο της Νεοκλασικής, όσο και της Αυστριακής οικονομικής σκέψης, ειδικά σε επιμέρους σημεία. Το γενικό πνεύμα του άρθρου, είναι ότι οι εύρυθμες αγορές μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό, αρκεί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη λειτουργία τους διάφορες στρεβλώσεις, όπως είναι οι ταξικά μεροληπτικές ρυθμιστικές αρχές, ή οι άπληστες και διεφθαρμένες ιδιωτικές τράπεζες. Για να αποφευχθούν αυτά τα εμπόδια, προτείνεται η δημιουργία ενός δήθεν φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος με σπονδυλική στήλη την Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα συνυπάρχει αρμονικά με τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, υποστηρίζουμε τα εξής. Εύρυθμες αγορές με κερδισμένες και τις δύο τάξεις της κοινωνίας δεν υπήρξαν και δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ. Στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, οι τράπεζες θα αποτελούν πάντα καπιταλιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, ενώ η Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων τους. Συνεπώς, το βασικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς τη βέλτιστη μορφή τραπεζικής διαχείρισης μέσα στον καπιταλισμό, αλλά το να επιλέξει αν θα πρέπει να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στις τράπεζες ή αν θα πρέπει οι τελευταίες να βρίσκονται κάτω από κοινωνικό έλεγχο, κάτι που φυσικά προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας.

Το τελευταίο όμως δεν είναι υπόθεση που αφορά συστημικούς διάττοντες αστέρες σαν τον Βαρουφάκη ούτε τους πολιτικά πειναλέοντες ψευδο-αριστερούς συνοδοιπόρους του. Αυτή είναι υπόθεση του κόσμου της εργασίας και της ανατρεπτικής Αριστεράς (δηλαδή της μόνης Αριστεράς που είναι άξια του ονόματος της).

https://www.researchgate.net/publication/370498147_To_schedio_DEMETRA_kai_oi_oikonomikes_kai_politikes_alchemeies_tou_GBarouphake

https://www.academia.edu/101222951/%CE%A4%CE%BF_%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF_%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%91_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BF%CE%B9_%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B1%CE%BB%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%93_%CE%92%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%86%CE%AC%CE%BA%CE%B7

Στ. Μαυρουδέας – Συνέντευξη tvxs.gr για τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα

Συνέντευξη του καθηγητή Σταύρου Μαυρουδέα στο tvxs.gr

07:08 | 24 Απρ. 2023

https://tvxs.gr/news/ellada/giati-i-kybernisi-panigyrizei-gia-rekor-ependyseon-eno-o-kosmos-olo-kai-ftoxainei

Γιάννης Παναγιωτόπουλος

Γιατί η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το ρεκόρ επενδύσεων ενώ ο κόσμος όλο και φτωχαίνει;

Ενώ η ΕΛΣΤΑΤ και η Eurostat μιλούν για την όλο και μειούμενη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εξαιτίας κυρίως της ακρίβειας, ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης πανηγυρίζει για τις άμεσες ξένες επενδύσεις. «Τα τελευταία 3,5 χρόνια η Ελλάδα έχει βρεθεί στο ραντάρ της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι Pfizer, Microsoft, Digital Realty, Amazon Web Services, Google, Teamviewer έχουν επιλέξει τη χώρα μας για τις επενδύσεις τους», είχε πει τον περασμένο Γενάρη ο υπουργός, κάνοντας λόγο για ρεκόρ όλων των εποχών στις άμεσες ξένες επενδύσεις το 2022.

Αγνοώντας μάλιστα την ανοιχτή πληγή που έχει προκαλέσει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις η συνεχιζόμενη ακρίβεια των τελευταίων σχεδόν δύο ετών, είχε πει ότι «η ενεργειακή κρίση συνέβαλε στην αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα».

Είναι αλήθεια πως μια πρώτη ανάγνωση των αριθμών, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιας σημαντικής αύξησης, καθώς οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) έφτασαν τα 5,31 δις ευρώ το 2021 και τα 7,22 δις το 2022. Ο κ. Μαυρουδέας μας μεταφέρει πως ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν από το επίπεδο του 0,4% το 2010, σε αυτό του 2,2% το 2022. «Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική», σχολιάζει ο καθηγητής και στηρίζει αυτή του τη θέση σε τέσσερα βασικά σημεία.

Ρεκόρ συγχωνεύσεων και εξαγορών αντί για παραγωγικές επενδύσεις

Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που ετοίμασε για το ίδιο θέμα η «Καθημερινή», σημαντικό μέρος των ΑΞΕ, αφορά εξαγορές και αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και σε αγορές ακινήτων. «Στον αντίποδα, οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων, οι λεγόμενες greenfield investments, αντιπροσωπεύουν περίπου το ⅓ των ΑΞΕ και αυτό με αστερίσκους. Το πρόβλημα αναγνωρίζει στην πρόσφατη έκθεσή της και η Τράπεζα της Ελλάδος», λέει ο καθηγητής και προσθέτει: «Ο αριθμός των νέων έργων που αναγγέλθηκαν την περίοδο 2003-21 δεν παρουσιάζει αξιόλογη ανοδική τάση, γεγονός που μαρτυρά το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία όσον αφορά αυτό το ζήτημα, ακόμα και πριν την κρίση του 2010».

Γιατί όμως δεν προσφέρουν ουσιαστικά στην οικονομία επενδύσεις όπως οι εξαγορές και αυτές σε ακίνητα; «Τα ακίνητα γιατί είναι μια δραστηριότητα που αποφέρει κυρίως εισοδήματα και όχι σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής τους. Δεν έχει τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις των πραγματικά παραγωγικών δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα αυτών του δευτερογενούς και του πρωτογενούς τομέα», απαντά ο πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας.
.
«Οι εξαγορές και οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου είναι συνήθως χρηματοοικονομικές κινήσεις ή/και αποσκοπούν στον έλεγχο μεριδίων της αγοράς. Δεν συνεπάγονται απαραίτητα – πόσο μάλλον σε συνθήκες μίας προβληματικής οικονομίας όπως η ελληνική – την αύξηση της παραγωγής. Μάλιστα, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των θέσεων εργασίας», σημειώνει ο ίδιος.

Αντί για επενδύσεις απ’ έξω, «πωλήσεις ασημικών» με χρήματα από μέσα

Το δεύτερο σημείο που επισημαίνει ο κ. Μαυρουδέας είναι πως ακόμη και το τμήμα των ΑΞΕ που θεωρητικά αφορά σε παραγωγικές επενδύσεις ενδέχεται να κρύβει προβλήματα, αφού συχνά αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στοχεύουν σε μετοχική αναδιάρθρωση ή χρηματοοικονομική διαχείριση. «Επιπλέον, το μεγαλύτερο τμήμα τους αφορά ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή ‘πωλήσεις ασημικών’ σε εξευτελιστικές τιμές, οι περισσότερες εκ των οποίων από αυτές έχουν και άλλες ‘σκοτεινές’ πλευρές», τονίζει ο καθηγητής στο Πάντειο.

Φέρνει μάλιστα δύο παραδείγματα: Πρώτο, την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport, έναντι 1,2 δις, όπου τα ⅔ του ποσού (800 εκατ ευρώ) προήλθαν από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, και μόνο τα υπόλοιπα 400 εκατ ήρθαν από το εξωτερικό και αυτά σταδιακά. Δεύτερο, την πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ το 2016 από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι 45 εκ. ευρώ.

«Η συμφωνία μιλούσε για υλοποίηση αναγκαίων επενδύσεων, της τάξης των 500 εκατ. ευρώ, για τον εκσυγχρονισμό του εγχώριου σιδηροδρομικού δικτύου, με στόχο την ενίσχυση του δρομολογίου Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Το δυστύχημα των Τεμπών επιβεβαίωσε με τον πλέον τραγικό τρόπο ότι οι διακηρυγμένοι στόχοι αυτής της ιδιωτικοποίησης δεν επιτεύθηκαν», σχολιάζει ο κ. Μαυρουδέας.  

Οι ΑΞΕ «ταΐζουν» τις υπηρεσίες και όχι την πραγματική παραγωγή

«Υπάρχουν ζητήματα στρατηγικού οικονομικού προσανατολισμού όσον αφορά τις ΑΞΕ, καθώς δεν κατευθύνονται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα αλλά σε αυτόν των υπηρεσιών», τονίζει ο συνομιλητής μας και εξηγεί πως το πρόβλημα αποτυπώνεται στον δείκτη που ονομάζεται ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, «στην διαμόρφωση του οποίου θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν οι επίσημοι φορείς του Κράτους έδιναν την συμβολή των ΑΞΕ», όπως προσθέτει.

Ο κ. Μαυρουδέας εξηγεί πως ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει εδώ και δεκαετίες απομειωθεί δραστικά και παραμένει μακροχρόνια σε σταθερά χαμηλά επίπεδα. Σημειώνει πως τα τελευταία χρόνια καταγράφονται κάποια σημάδια ανόδου αλλά αφορούν κυρίως τους κλάδους των κατασκευών, των μεταφορών και της πληροφορικής, και σε μικρότερο βαθμό τον μηχανολογικό εξοπλισμό και τα οπλικά συστήματα.

«Ωστόσο ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ από τον διεθνή και ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς καταγράφεται ως ποσοστό του ΑΕΠ περίπου 13%, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης και της ΕΕ είναι 22,0%. Ο μέσος όρος σε παγκόσμιο επίπεδο είναι 25,0%», λέει ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που σίγουρα δεν αρέσει στον υπουργό Ανάπτυξης: «Συνεπώς, η αύξηση των ΑΞΕ τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δεν βελτιώνει αλλά επιδεινώνει τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, που παραμένουν πάντα εξαιρετικά προβληματικά».

Σε αυτό το σημείο ο κ. Μαυρουδέας κάνει λόγο για «παταγώδη διάψευση των διακηρύξεων των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, δηλαδή των μνημονίων, πως θα κάνουν την Ελλάδα μια εξαγωγική οικονομία». «Η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση, η υπερβολική έμφαση στις υπηρεσίες και ταυτόχρονα η εξάρτηση από εισαγωγές από το εξωτερικό (ενδιάμεσες εισροές, τεχνολογία κλπ.), δεν αφήνουν κανένα ουσιαστικό περιθώριο γι’ αυτό, με το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας να παραμένει εξόχως προβληματικό».

Ο καθηγητής συνδέει αυτή του την διαπίστωση με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας.

«Για χώρες σαν την Ελλάδα δεν προβλέπεται να είναι βιομηχανικά και παραγωγικά κέντρα, αλλά τόποι παροχής υπηρεσιών με κάποιους μόνο θύλακες παραγωγικών δραστηριοτήτων. Είναι μια διαπίστωση που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά οι συστημικοί κύκλοι αρνούνται να θίξουν λόγω δέσμευσης στην ευρωενωσιακή κατεύθυνση».

Εξαγωγές που φέρνουν εισαγωγές

Είναι αλήθεια, πως η σημαντική αύξηση των αριθμών στις άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν φέρει και άνοδο των εξαγωγών, κάτι που επίσης αποτελεί αφορμή για πανηγυρισμούς στην κυβέρνηση.

Όμως ο κ. Μαυρουδέας παρατηρεί πως «οι ΑΞΕ που έρχονται στην χώρα αυξάνουν τις ενδιάμεσες εισροές από το εξωτερικό. Ακόμα κι αυτές που αναπτύσσουν παραγωγικές δραστηριότητες και είναι εξαγωγικές, για να δουλέψουν απαιτούν την εισαγωγή πρώτων υλών, εξοπλισμού και ενδιάμεσων εισροών, άρα συνεπάγονται εισαγωγές. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στο εμπορικό ισοζύγιο και εν τέλει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», λέει ο καθηγητής, φέρνοντας ως παράδειγμα τον βασικό ελληνικό εξαγωγικό κλάδο των πετρελαιοειδών, χωρίς η Ελλάδα να παράγει σημαντικές ποσότητες πετρελαίου και άρα να πρέπει να εισάγει μη επεξεργασμένο πετρέλαιο.

Ενστάσεις του 1970 για τις ΑΞΕ, επανέρχονται στην εποχή της «απο-παγκοσμιοποίησης»

Ο καθηγητής θυμίζει πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν αποτελέσει αντικείμενο έντονων διαμαχών μέσα στην οικονομική σκέψη, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1970 και 1980. «Βασικό ερώτημα ήταν εάν ενισχύουν ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα την εγχώρια ανάπτυξη ή αντιθέτως λειτουργούν ληστρικά, δηλαδή απομυζούν πόρους και πλούτο και αποχωρούν όταν σταματούν να προσπορίζονται κέρδη».

«Στην περίοδο της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’», υπογραμμίζει ο ίδιος, «όλοι αυτοί οι βάσιμοι προβληματισμοί κρύφτηκαν κάτω από το χαλί από την κυρίαρχη οικονομική σκέψη και πολιτική. Σήμερα όμως, με την έκρηξη των διεθνών πολιτικο-οικονομικών ανταγωνισμών αναγκάζεται ακόμη και η κυρίαρχη οικονομική σκέψη να συζητήσει την ‘απο-παγκοσμιοποίηση’. Ο εκτεταμένος έλεγχος μιας οικονομίας από ξένα κεφάλαια δημιουργεί σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Οι συχνές σήμερα φυγές κεφαλαίου (capital flights) έχουν καταστρέψει πολλές λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Το ζήτημα αυτό πρέπει επιτέλους να τεθεί και στην ελληνική δημόσια συζήτηση», καταλήγει ο κ. Μαυρουδέας.

Να καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο – ΠΡΙΝ 8-4-2023

Να καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο

Σταύρος Μαυρουδέας

Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σε πρόσφατο (πολυδιαφημισμένο από συστημικούς κύκλους) άρθρο του ο Γ.Βαρουφάκης, αναφερόμενος στις τρέχουσες τραπεζικές αναταράξεις, έριξε το υποτιθέμενα ριζοσπαστικό σύνθημα «να καταστρέψουμε τις τράπεζες». Βέβαια ο Γ.Βαρουφάκης δεν φημίζεται για την συνοχή των οικονομικών αναλύσεων του. Όπως έχει αυτο-χαρακτηρισθεί, είναι ένας δημιουργός παραμυθιών που υποκρίνεται τον οικονομολόγο. Το κείμενο του αυτό εμπίπτει πλήρως σ’ αυτό τον κανόνα.

Επιπλέον, ο Γ.Βαρουφάκης στην πολιτική του διαδρομή κυμαίνεται – πολλές φορές ταυτόχρονα – από ριζοσπαστικές (αλλά ποτέ πραγματικά αριστερές) απόψεις μέχρι εντελώς συντηρητικές. Πρόσφατα, για καθαρά εκλογικίστικους λόγους, επαγγέλεται μία αριστερή στροφή έχοντας βρει και πρόθυμους πολιτικά πειναλέοντες κομπάρσους σε αυτή τη νέα παράσταση του. Φυσικά, όπως και στις επιστημονικές αναλύσεις του, η «δημιουργική ασάφεια» (δηλαδή το συνώνυμο του καιροσκοπισμού και της αναξιοπιστίας) είναι το χαρακτηριστικό της υποτιθέμενης ριζοσπαστικής πολιτικής στροφής του.

Τι ακριβώς υποστηρίζει ο Γ.Βαρουφάκης με την «καταστροφή των τραπεζών»;

Είναι λίγο περίπλοκο (αλλά όχι δύσκολο) να εντοπισθεί η θεωρητική οπτική του. Παραμερίζοντας ψευδεπίγραφα φληναφήματα του ότι είναι ένας «ασταθής Μαρξιστής» (καθώς είναι πολύ ασταθής για να είναι Μαρξιστής), αποδεικνύεται για άλλη μιά φορά ένας επιπόλαιος Κεϋνσιανός. Μπολιάζει την οπτική αυτή με την επιπόλαια θεωρία της χρηματιστικοποίησης (δηλαδή ότι σήμερα υπάρχει ένας νέος καπιταλισμός με κυρίαρχους τους τραπεζίτες που εκμεταλλεύονται τοκογλυφικά τόσο τους εργάτες όσο και τους επιχειρηματίες). Στα ψήγματα ταξικής αναφοράς του, ο Γ.Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι η τάξη των «πιστωτών και των τραπεζών» σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό συνολικά της κοινωνίας.

Ακολούθως, αποδίδει τα σημερινά προβλήματα στην κρατική πολιτική που «δηλητηρίασε τα χρήματα της Δύσης» γιατί (α) δεν είχε ένα ενιαίο ονομαστικό επιτόκιο και (β) διασώζει τις τράπεζες (ενώ είναι κατασκευασμένες για να «μην είναι ασφαλείς», δηλαδή να χρεωκοπούν). Δεν χρειάζονται βαθειές πολιτικο-οικονομικές γνώσεις για να γνωρίζει κανείς ότι, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, ποτέ δεν υπήρξε ένα ενιαίο ονομαστικό επιτόκιο αλλά τα κράτη ασκούν νομισματική πολιτική παρεμβαίνοντας στα επιτόκια. Στο επίπεδο της γενικής θεωρίας θα είχε ενδιαφέρον να διευκρίνιζε ο Γ.Βαρουφάκης πως διαμορφώνεται το επιτόκιο στον καπιταλισμό. Είναι εντελώς νομισματικό μέγεθος εξισώνοντας την προσφορά χρήματος με την ιδιόμορφη ζήτηση χρήματος του Κέυνς (που εξαρτάται από την ψυχολογικά προσδιορισμένη ζήτηση ρευστότητας); Είναι ένα φυσικό επιτόκιο όπως υποστηρίζουν οι Νεοκλασσικοί; Ή είναι η εξισορρόπηση μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς δανειακών χρηματικών κεφαλαίων που, όμως περιορίζεται από το ποσοστό κέρδους, όπως υποστηρίζει ο Μαρξισμός; Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Γ.Βαρουφάκη.

Επίσης, την άποψη Βαρουφάκη να αφήνονται οι τράπεζες να χρεωκοπούν προβάλλουν και οι σκληρότερες Νεοφιλελεύθερες Χαγιεκιανές φωνές.

Ακολούθως, ο Γ.Βαρουφάκης επιδίδεται όπως συνήθως σε σχέδια επιστημονικής φαντασίας. Προτείνει το κλείσιμο των ιδιωτικών τραπεζών (;) και την δημιουργία (α) ψηφιακού νομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα (προφανώς την ΕΚΤ καθώς η έξοδος από το ευρώ είναι καταστροφή και μόνο η ρεαλιστική ευρωπαϊκή ανυπακοή σώζει!!!) και (β) ψηφιακού πορτοφολιού βάση της τεχνολογίας blockchain (για να μην ξεχνιέται και η παλιότερη Βαρουφάκεια εμπλοκή με τον βρώμικο κόσμο των κρυπτονομισμάτων). Οι πολίτες θα κάνουν καταθέσεις αδάπανα εκεί και με πλήρη εγγύηση. Εάν θέλουν να έχουν αποδόσεις θα μπορούν – αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο της χρεωκοπίας – να καταθέσουν σε επενδυτικές τράπεζες (;). Ένα τέτοιο τραπεζικό σύστημα είναι ικανό «να συμμορφωθεί με τους κανόνες μιας εύρυθμης αγοράς» (καθώς ο Βαρουφάκειος ριζοσπαστισμός μόνο μέχρι εκεί μπορεί να φθάσει).

Αγνοεί βέβαια ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον καπιταλισμό υπάρχει για να διοχετεύει κεφάλαια στους καπιταλιστές και όχι για να υπηρετεί τους μικρο-καταθέτες. Και ότι το χρηματικό κεφάλαιο δεν κάνει δωρεάν αυτή την διαμεσολάβηση.

Ακόμη και αν αναλάβει η Κεντρική Τράπεζα την συλλογή κεφαλαίων, και αυτή δεν το κάνει δωρεάν. Από που θα βγάζει κέρδη για να αγοράζει δημόσια αγαθά; Αν δίνει μικρότερο επιτόκιο και επιβάλει μεγαλύτερο εκδοτικό προνόμιο τότε θα εκμεταλλεύεται τους καταθέτες.

Ο φαιδρός καυγάς με τους πιο Νεοφιλελεύθερους κρυπτονομιστές περί «μεγάλου αδελφού» και η πρόταση για κληρωνόμενη επιτροπή νομισματικής εποπτείας είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης.

Ο επίλογος του Βαρουφάκειου πονήματος είναι αποκαλυπτικός: εξομοιώνει τους ανθρακωρύχους με τους τραπεζίτες ως βλαβερούς δέκτες επιδοτήσεων από την κοινωνία. Εξαιρετική ταξική θεώρηση!!

Το ουσιαστικότερο όμως πρόβλημα αυτής της Βαρουφάκειας επιστημονικής φαντασίας είναι η άγνοια (;) της σχέσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την παραγωγή και την πραγματική συσσώρευση. Στη χρηματιστικοποιητική νεφελοκοκκυγία το επιτόκιο είναι καθαρή τοκογλυφία που καμιά σχέση δεν έχει με το ποσοστό κέρδους.

Αντιθέτως, ο Μαρξισμός δείχνει εύστοχα ότι το επιτόκιο είναι τμήμα της υπεραξίας που δημιουργείται από τους εργάτες, υπεξαιρείται από τους βιομηχανικούς καπιταλιστές και αναδιανέμεται μεταξύ των προηγούμενων και των χρηματικών καπιταλιστών. Οι σημερινές χρηματοπιστωτικές αναταράξεις οφείλονται στην αδυναμία αύξησης της κερδοφορίας που, με τη σειρά της, περιορίζει τα έσοδα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οδηγεί σε κατάρρευση την καπιταλιστική δομή χρεών και πλασματικού κεφαλαίου. Στο πρόβλημα αυτό ο καπιταλισμός απαντά με την στήριξη των σημαντικών κεφαλαίων και την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας.

Για τον κόσμο της εργασίας και την πραγματική Αριστερά αυτό είναι το βασικό μέτωπο και όχι η αναζήτηση ουτοπικών και ψευδεπίγραφων μεταρρυθμίσεων που μόνο σύγχυση και παραπλάνηση προκαλούν. Απέναντι στη «δημιουργική ασάφεια» των συνοδοιπόρων της αστικής πολιτικής το μεταβατικό πρόγραμμα της πραγματικής Αριστεράς δίνει σαφείς και επαρκείς απαντήσεις.