Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο της ΕΕΠΟ: Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση

3ο Συνέδριο

Επιστημονική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας

Παν. Πατρών 14-15/1/2014

euro

Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση

 

Σταύρος Μαυρουδέας

Τμήμα Οικονομικών

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

e-mail: smavro@uom.gr

Ι. Εισαγωγή

Η εργασία αυτή υποστηρίζει ότι οι ερμηνείες της ελληνικής κρίσης που ακολουθούν την θέση περί «χρηματιστικοποίησης» δεν ευσταθούν τόσο για αναλυτικούς όσο και για εμπειρικούς λόγους. Τα βασικά σημεία της είναι τα ακόλουθα.

Οι θεωρίες της «χρηματιστικοποίησης» προέρχονται από μετα-κεϋνσιανά και μαρξο-κεϋνσιανά ρεύματα και υποστηρίζουν ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί δραστικά σε σχέση με τον κλασσικό καπιταλισμό. Στην γενική τους διατύπωση οι θεωρίες αυτές υποστηρίζουν ότι το χρηματικό κεφάλαιο ηγεμονεύει επάνω στο παραγωγικό κεφάλαιο και δημιουργεί μία καπιταλιστική οικονομία ασύγκριτα πιο επιρρεπή σε χρηματοπιστωτικές «φούσκες» και επομένως πιο ασταθή. Η θέση αυτή εντάσσεται είτε μέσα σε μετα-κεϋνσιανές προσεγγίσεις τύπου Minsky είτε σε μαρξο-κεϋνσιανες προσεγγίσεις που αναφέρονται στον Hilferding ή/και στη Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης. Ορισμένες μαρξο-κεϋνσιανές θεωρίες της «χρηματιστικοποίησης» προχωρούν περισσότερο και υποστηρίζουν ότι όχι μόνο το χρηματικό κεφάλαιο ηγεμονεύει επάνω στο παραγωγικό κεφάλαιο αλλά έχει αυτονομηθεί εντελώς από αυτό καθώς έχει αποκτήσει δικούς του ιδιαίτερους διαύλους για να εκμεταλλεύεται τόσο το παραγωγικό κεφάλαιο (και καρπώνεται σε μόνιμη βάση ένα μεγάλο τμήμα της κερδοφορίας του) όσο και την εργατική τάξη (μέσω ουσιαστικά τοκογλυφικού δανεισμού). Οι θεωρίες αυτές προτείνονται επίσης σαν ερμηνείες της ελληνικής κρίσης.

Η εισήγηση αυτή αμφισβητεί (1) το αναλυτικό πλαίσιο των θεωριών της «χρηματιστικοποίησης» και (2) την εμπειρική βασιμότητα τους όσον αφορά την ελληνική περίπτωση.

Όσον αφορά το αναλυτικό πλαίσιο υποστηρίζεται ότι οι θεωρίες της «χρηματιστικοποίησης» ουσιαστικά – εντελώς εσφαλμένα – προτείνουν ότι ο καπιταλισμός έχει, κατά κάποιο τρόπο, επιστρέψει σε ένα προ-καπιταλιστικό στάδιο: την περίοδο όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις κυοφορούνταν, μέσα στα πλαίσια του ύστερου φεουδαλικού συστήματος, από τις προ-καπιταλιστικές και πρωτο-καπιταλιστικές φιγούρες του εμπόρου και του τραπεζίτη. Έτσι το επιτόκιο δεν αποτελεί τμήμα της υπεραξίας και η κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν υπάγεται στην διαδικασία δημιουργίας ενός γενικού μέσου ποσοστού κέρδους. Αν αυτό ίσχυε τότε το χρηματικό κεφάλαιο δεν αποτελεί τμήμα της αστικής τάξης αλλά συγκροτεί μία άλλη ξεχωριστή τάξη πέραν της παραδοσιακής αστικής τάξης. Όσον αφορά την εμπειρική βασιμότητα της ερμηνείας της «χρηματιστικοποίησης» για την ελληνική περίπτωση δείχνεται ότι κανένας από τους δύο βασικούς μηχανισμούς της «χρηματιστικοποίησης» – δηλαδή ο βαθμός μόχλευσης και το ιδιωτικό χρέος (ιδιαίτερα αυτό των εργαζομένων) – δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικά ούτε είναι επαρκή για να εξηγήσουν την ελληνική κρίση.

ΙΙ. H θεωρία της «χρηματιστικοποίησης»: ένα θεωρητικό αδιέξοδο

Οι πιο δημοφιλείς Ετερόδοξες ερμηνείες συγκροτούνται γύρω από την θέση περί «χρηματιστικοποίησης». Οι υποκαταναλωτικές ερμηνείες – που ήταν δημοφιλείς σε προηγούμενες κρίσεις – σήμερα είναι περιθωριακές ή συνδυάζονται με την «χρηματιστικοποίηση». Ο κύριος λόγος της περιθωριοποίησης τους είναι ότι τα εμπειρικά δεδομένα τόσο για την παγκόσμια κρίση του 2007-8 όσο και για την ελληνική δεν συνάδουν καθόλου με κάποια ανεπάρκεια της ζήτησης.

Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» (ή του ηγεμονευόμενου από το χρηματιστικό κεφάλαιο καπιταλισμού [finance-led capitalism]) υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί δραστικά καθώς το χρηματικό κεφάλαιο κυριαρχεί επί των άλλων καπιταλιστικών δραστηριοτήτων (παραγωγικού και εμπορικού κεφαλαίου)[1].

Όσον αφορά την Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία η έννοια έλκει την καταγωγή της από την πρωτοποριακή εργασία του Hilferding (1910 (1981)) και την υπόρρητη θέση του ότι ο μοντέρνος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί ριζικά σε σχέση με αυτόν που τόσο οι κλασσικοί του Μαρξισμού αλλά και αυτοί της Κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας είχαν γνωρίσει και μελετήσει. Ένα βασικό στοιχείο της κατά Hilferding μετάλλαξης είναι ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο (δηλαδή η σύμφυση τραπεζικού και παραγωγικού κεφαλαίου υπό τον έλεγχο του πρώτου) αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην λειτουργία του συστήματος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αναλαμβάνει τα ηνία ελέγχου του συστήματος εκτοπίζοντας από την θέση αυτή το παραγωγικό (και ιδιαίτερα το βιομηχανικό) κεφάλαιο[2]. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε και από τον Sweezy (1942). Όμως τόσο ο Hilferding όσο και ο Sweezy ποτέ δεν αμφισβήτησαν την κλασσική Μαρξιστική άποψη ότι ο τόκος (που καρπώνεται το χρηματικό κεφάλαιο, το οποίο είναι μη-παραγωγικό κεφάλαιο) είναι ένα τμήμα της υπεραξίας (που εξάγεται υπό τον έλεγχο του παραγωγικού κεφαλαίου). Η τελευταία εξάγεται από την εκμετάλλευση της εργασίας από το παραγωγικό κεφάλαιο στη σφαίρα της παραγωγής και στη συνέχεια αναδιανέμεται μεταξύ κερδών (που πηγαίνουν στο παραγωγικό κεφάλαιο), τόκου (που πηγαίνει στο χρηματικό κεφάλαιο) και εμπορικού κέρδους (που πηγαίνει στο εμπορικό κεφάλαιο). Η εμπειρική βασιμότητα της έννοιας του χρηματιστικού κεφαλαίου, παρά την εξαιρετική δημοφιλία της, έχει αμφισβητηθεί βάσιμα (βλέπε Bond (2010). Ιδιαίτερα, η έννοια του χρηματιστικού κεφαλαίου ως σύμφυσης του τραπεζικού και του παραγωγικού κεφαλαίου υπό την ηγεμονία του πρώτου δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά για τις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες (καθώς ιδιαίτερα στον αγγλο-σαξωνικό κόσμο τα χρηματιστήρια και όχι οι τράπεζες είναι ο βασικός δίαυλος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων).

Όμως οι σημαντικές αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα επηρέασαν σημαντικά τις απόψεις για τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η μακρά περίοδος «σιωπηρής ύφεσης» που ακολούθησε την κρίση κερδοφορίας του 1973 και η ανεπαρκής ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας με τα μετέπειτα κύματα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων οδήγησε το σύστημα στη φυγή προς τα εμπρός. Από την δεκαετία του 1990 ξεκινά η λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση», δηλαδή η προσπάθεια διατήρησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης (και συνεπώς του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας) μέσω της αξιοποίησης του πλασματικού κεφαλαίου[3]. Αυτό οδήγησε στην επικράτηση μίας σειράς εμπειρικών πεποιθήσεων (ή τυποποιημένων γεγονότων)[4] με πιο ισχυρή απ’ όλες αυτή ότι μία νέα εποχή του καπιταλισμού έχει ανατείλει: το χρηματοπιστωτικό σύστημα έσπασε πλέον την εξάρτηση του από το παραγωγικό κεφάλαιο και συνεπώς εξασφάλισε την αυτοδύναμη πλέον κυριαρχία του. Αρκετές νέο-Μαρξιστικές θεωρίες ή/και θεωρίες της Ριζοσπαστικής Πολιτικής Οικονομίας (π.χ. η Προσέγγιση της Ρύθμισης) είχαν ήδη αρχίσει να προδιαγραφούν το συμπέρασμα αυτό.

Έτσι προέκυψε στις αρχές του 21ου αιώνα η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης». Ο όρος, αυτός καθ’ εαυτός, διαμορφώθηκε αρχικά από Κεϋνσιανές και νέο-Μαρξιστικές προσεγγίσεις συνδεόμενες με την αμερικανική Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης[5]. Μάλιστα σε ένα από τα τελευταία κείμενα του Sweezy (2004) είχε υπονοηθεί περίπου η έννοια της «χρηματιστικοποίησης». Για την ακρίβεια, ο όρος «χρηματιστικοποίηση» προτάθηκε για πρώτη φορά σε μία σειρά κειμένων (από τους Kippner, Crotty κλπ.) που παρουσιάσθηκαν σε ένα σημαντικό συλλογικό τόμο επιμελημένο από τον Epstein (2005). Βέβαια στη συνέχεια η Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης δεν πολυχρησιμοποίησε τον όρο καθώς επικεντρώθηκε στις παραδοσιακές υποκαταναλωτικές αντιλήψεις της. Όμως ο όρος υιοθετήθηκε ενεργητικά από τις μετα-κεϋνσιανές προσεγγίσεις που τον ανέπτυξαν περαιτέρω (π.χ. Stockhammer (2004)) και πολλές φορές τον θεωρούν αποκλειστική ιδιοκτησία τους (π.χ. Treeck (2008)). Συχνά οι μετα-κεϋνσιανοί τοποθετούν την «χρηματιστικοποίηση» μέσα στα πλαίσια μίας θεωρίας σταδίων του καπιταλισμού και υποστηρίζουν ότι από τις αρχές του 21ου αιώνα διανύουμε πλέον ένα νέο στάδιο ενός «ηγεμονευόμενου από το χρηματοπιστωτικό σύστημα καπιταλισμού» (‘finance-dominated capitalism’ (Hein (2013)) ή ενός «ηγεμονευόμενου από το χρηματοπιστωτικό σύστημα καθεστώτος συσσώρευσης» (‘finance-dominated regime of accumulation’ (Stockhammer (2009)). Η μετα-κεϋνσιανή υιοθέτηση του όρου «χρηματιστικοποίηση» πατά επάνω στην κεϋνσιανή ταξική ανάλυση περί ραντιέρηδων[6].

Η ενσωμάτωση του όρου «χρηματιστικοποίηση» σε πιο «καθαρόαιμες» Μαρξιστικές αναλύσεις ακολούθησε λίγο αργότερα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης – παρόλο ότι είχε πρώτη κινηθεί στην κατεύθυνση αυτή και είχε εφεύρει τον όρο – δεν τον αξιοποίησε. Το υιοθέτησε ξανά αφού είχε ήδη γίνει δημοφιλής για να εξηγήσει την κρίση του 2007-8 καθώς μία καθαρά υποκαταναλωτική ερμηνείας της τελευταίας δεν μπορούσε να σταθεί με αξιοπιστία (π.χ. Foster (2010)). Ο όρος όμως χρησιμοποιούνταν πλέον από αναλύσεις μέσα στον χώρο της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας είτε με ένα μάλλον «χαλαρό» περιγραφικό τρόπο είτε με πιο φιλόδοξες αναλύσεις.

Για παράδειγμα, ο Fine (2009) χρησιμοποιεί τον όρο «χρηματιστικοποίηση» όχι ως ένα ξεχωριστό στάδιο του καπιταλισμού αλλά ως μία ιδιαίτερη φάση του νεο-φιλελευθερισμού και των πολιτικών του. Για τον Fine η ανάπτυξη της «χρηματιστικοποίησης» σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το χρηματικό κεφάλαιο αυτονομήθηκε από το παραγωγικό κεφάλαιο και απέκτησε αυτοτελή μηχανισμό λειτουργίας. Οι πρόσοδοι του χρηματικού κεφαλαίου προέρχονται πάντα από την υπεραξία που υπεξαιρεί το παραγωγικό κεφάλαιο και η οποία στη συνέχεια αναδιανέμεται μεταξύ των τριών βασικών μερίδων του κεφαλαίου (παραγωγικό, χρηματικό, εμπορικό κεφάλαιο). Οι νέες μορφές λειτουργίας του χρηματικού κεφαλαίου και οι νέοι θεσμικοί διακανονισμοί είναι πολιτικές που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να αντιπαρέλθει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και τις αντιθέσεις που το διαπερνούν.

Αντιθέτως, ο Lapavitsas (2008) υιοθέτησε τον όρο «χρηματιστικοποίηση» από τις μετα-κεϋνσιανές αναλύσεις και προσπάθησε να του δώσει μία φιλόδοξη και ιδιόμορφη θεώρηση η οποία ενώ υιοθετεί μαρξιστική ορολογία ουσιαστικά υπονομεύει θεμελιακά στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης. Υποστήριξε ότι η «χρηματιστικοποίηση» αποτελεί ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού* όπως είχαν ήδη προτείνει μετα-κεϋνσιανές και άλλες ετερόδοξες προσεγγίσεις. Μέχρι το σημείο αυτό το επιχείρημα του δεν έχει κάποια αξιοσημείωτη πρωτοτυπία. Αυτό που το προσδίδει μία ξεχωριστή διάσταση είναι η θέση ότι σε αυτό το νέο στάδιο του καπιταλισμού το χρηματιστικό κεφάλαιο (finance)[7] όχι μόνο ηγεμονεύει επάνω στο παραγωγικό κεφάλαιο (το οποίο εκμεταλλεύεται απομυζώντας μέρος των κερδών του) αλλά επιπλέον έχει αποκτήσει και ένα δικό του αυτόνομο δίαυλο εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ο δίαυλος αυτός έχει να κάνει με την εκτεταμένη δανειοδότηση των εργαζόμενων και μικρομεσαίων στρωμάτων (δηλαδή την ραγδαία αύξηση του χρέους των νοικοκυριών). Ο δανεισμός αυτό θεωρείται ότι λειτουργεί ουσιαστικά τοκογλυφικά και συνεπώς αποφέρει αντίστοιχα (εκμεταλλευτικά) κέρδη στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Αρχικά ο Lapavitsas χρησιμοποίησε τον όρο χρηματοοικονομική εκμετάλλευση (financial exploitation). Ακολούθησαν ορισμένες κριτικές (π.χ. Fine (2009)) με κεντρικό ζήτημα ότι ο όρος αυτός συγχέεται με την καπιταλιστική εκμετάλλευση (δηλαδή την ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας στη σφαίρα της παραγωγής). Στη συνέχεια ο Lapavitsas τροποποίησε τον αρχικό όρο σε «χρηματοοικονομική υπεξαίρεση (financial expropriation). Επί της ουσίας όμως, το θεωρητικό περιεχόμενο του όρου παρέμεινε το ίδιο.

Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» είναι εξαιρετικά προβληματική. Τα βασικά προβλήματα της είναι τα ακόλουθα.

Πρώτον, υποκύπτει στη γοητεία βραχυπρόθεσμων και συγκυριακών φαινομένων τα οποία ανάγει αδικαιολόγητα σε μακροχρόνιες δομικές αλλαγές. Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός επιστρέφει στην προ-καπιταλιστική περίοδο, όταν κυοφορούνταν μέσα στη φεουδαλική οικονομία από ιδιόμορφες εμπορικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές βασίζονταν στην άνιση ανταλλαγή που προέκυπτε λόγω του εξαιρετικά ρυθμισμένου χαρακτήρα της φεουδαλικής οικονομίας και των συνεπαγόμενων ολιγοπωλιακών εμπορικών και χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (τοκογλυφία). Οι προ-καπιταλιστικές αυτές δραστηριότητες δημιούργησαν την κρίσιμη μάζα (την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου) για την επικράτηση του καπιταλισμού. Όμως μετά από αυτή η ανταλλαγή ισοδυνάμων γίνεται ο κανόνας λειτουργίας του συστήματος. Τότε το χρηματικό κεφάλαιο αποκτά τον τυπικά καπιταλιστικό χαρακτήρα του, δηλαδή συλλέγει κεφάλαια για την λειτουργία του παραγωγικού κεφαλαίου και λαμβάνει ένα μερίδιο από τον πλούτο που δημιουργείται υπό τον έλεγχο του τελευταίου με την μορφή του τόκου. Το χρηματικό κεφάλαιο δεν παράγει το ίδιο πλούτο και αποτελεί πάντα ένα εξάρτημα (άσχετα από την ισχύ του) του παραγωγικού κεφαλαίου. Η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» υποστηρίζει ότι στο σημερινό καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο αυτονομείται εντελώς και ουσιαστικά «εκμεταλλεύεται» το παραγωγικό κεφάλαιο. Μάλιστα στις μαρξίζουσες εκδοχές της υποστηρίζει ότι το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί πλέον και εκμεταλλεύεται άμεσα τους εργαζόμενους μέσω τοκογλυφικών δανείων. Όμως πέρα από την γοητεία ορισμένων συγκυριακών φαινομένων (υπερανάπτυξη των χρηματοικονομικών δραστηριοτήτων από το 1990 και μετά) το ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν να επιβιώσει μακροχρόνια ένας τέτοιος παραμορφωμένος καπιταλισμός που βασίζεται σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες και στην τοκογλυφία. Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.

Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης» (ιδιαίτερα για τις μαρξίζουσες εκδοχές της) είναι ότι θεωρεί την κρίση του 2007-8 μία χρηματοοικονομική κρίση όπου το ποσοστό κέρδους δεν παίζει κανένα ρόλο. Και στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: αν η κρίση είναι τόσο βαθειά δομική και μακροχρόνια όσο αποδέχεται η θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» τότε πως γίνεται να μην έχει καθόλου ρίζες στη σφαίρα της παραγωγής;

Ένα τελευταίο σημαντικό πρόβλημα της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης» είναι ότι για να ευσταθεί πρέπει να δείξει ότι ουσιαστικά η παραδοσιακή τάξη των καπιταλιστών έχει ουσιαστικά διασπαστεί και μέσα από τα σπλάχνα της έχει προκύψει μία νέα τάξη: αυτή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Το τελευταίο έχει δικό του αυτοτελή τρόπο λειτουργίας και εκμετάλλευσης όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και της παραδοσιακής καπιταλιστικής τάξης. Παρά κάποια αδύναμα επιχειρήματα του Lapavitsas ότι η παραδοσιακή καπιταλιστική τάξη διαπλέκεται στενά με το χρηματιστικό κεφάλαιο και «χρηματιστικοποιείται» και αυτή για να ευσταθεί η θέση του πρέπει αυτές οι δύο να διαχωρίζονται με σχετική σαφήνεια. Στο βαθμό που το χρηματιστικό κεφάλαιο αντλεί έχει ένα πρόσθετο μόνιμο μηχανισμό εκμετάλλευσης τότε προφανώς δεν συμμετέχει στην διαμόρφωση του γενικού μέσου ποσοστού κέρδους* διαδικασία που αποτελεί έναν από τους βασικούς οικονομικούς μηχανισμούς ενοποίησης της καπιταλιστικής τάξης. Μόνο αν ισχύει αυτό – όπως εύστοχα επισήμανε ο Fine (2009) – μπορεί το χρηματιστικό κεφάλαιο να διατηρεί αυτή την ηγεμονική θέση που του αποδίδεται. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει αποδειχθεί εμπειρικά για μακροπρόθεσμα χρονικά διαστήματα (και όχι για τις συνήθεις βραχυχρόνιες θεωρήσεις των υπερβολικών αποδόσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα).

IΙΙ. Ερμηνείες της ελληνικής κρίσης με βάση την «χρηματιστικοποίηση»

Υπάρχουν τρείς βασικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης με βάση την θεωρία της «χρηματιστικοποίησης». Η πρώτη προτάθηκε από τους Lapavitsas et al. (2010) και ακολουθεί την δική του μαρξίζουσα θεωρία. Η δεύτερη προτάθηκε από τους Milios & Sotiropoulos (2010) και συνδέεται περισσότερο με τις μετα-κεϋνσιανές αντιλήψεις περί «χρηματιστικοποίησης». Η τρίτη προτάθηκε από τον Αργείτη (2012) και ακολουθεί την Μινσκιανή προσέγγιση.

ΙIΙ.1 Χρηματοοικονομική Υπεξαίρεση

Οι Lapavitsas et al. (2010a, 2010b) θεωρούν ότι η ελληνική κρίση είναι απλά μία κρίση χρέους. Σε αυτό συμφωνούν με τις Ορθόδοξες ερμηνείες. Όμως προσθέτουν ότι είναι «σύμπτωμα ενός ευρύτερου κακού» (Lapavitsas et al.  (2010a, σ.11) που δεν έχει εθνικές ρίζες αλλά προκύπτει από (α) τον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό και (β) την ΟΝΕ. Ο πρώτος προκάλεσε την κρίση του 2007-8 που δεν είναι μία κρίση a-la-Marx αλλά απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση. Το ποσοστό κέρδους δεν παίζει κανένα ρόλο σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τον Lapavitsas (και χωρίς κάποια εμπειρική τεκμηρίωση) το ποσοστό κέρδους «δεν έπεσε αλλά δεν αυξήθηκε επίσης». Η κρίση προκλήθηκε από την ανεξέλεγκτη χρηματοοικονομική μόχλευση που καλλιέργησε η «χρηματιστικοποίηση» και η οποία οδήγησε σε μη-βιώσιμες «φούσκες». Αυτή η κρίση διασάλευσε τα σαθρά θεμέλια της ΟΝΕ. Η τελευταία, σύμφωνα πάντα με τους Lapavitsas et al., δεν είναι μία ΒΝΠ και χαρακτηρίζεται από ανισορροπίες στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της. Υποστηρίζουν ότι η ΟΝΕ έχει τρεις πυλώνες: (α) την ανεξάρτητη ΕΚΤ, (β) την δημοσιονομική λιτότητα και (γ) την αδιάλειπτη πίεση μείωσης των μισθών για να διασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητα. Επισημαίνουν εύστοχα ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ακολουθεί τις ανάγκες των χωρών του ευρω-κέντρου ακόμη και όταν αυτές βλάπτουν τις οικονομίες της ευρω-περιφέρειας. Όμως, όσον αφορά τον τρίτο πυλώνα της ΟΝΕ, αποδέχονται πλήρως τις Ορθόδοξες θεωρίες περί ανταγωνιστικότητας. Θεωρούν δηλαδή ότι αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από τον ανταγωνισμό κόστους και άρα από το επίπεδο των μισθών. Μάλιστα όχι το απόλυτο επίπεδο αλλά το σχετικό, δηλαδή τον ρυθμό αύξησης των μισθών. Έτσι ουσιαστικά αναπαράγουν αντεστραμμένο το Ορθόδοξο επιχείρημα: δεν ήταν υπερβολικές οι ελληνικές μισθολογικές αυξήσεις αλλά η γερμανική μισθολογική στασιμότητα. Η τελευταία δημιουργεί μία νεο-μερκαντιλιστική εμπορική ανισορροπία μεταξύ του πλεονασματικού ευρω-κέντρου και της ελλειμματικής ευρω-περιφέρειας. Το επιχείρημα αυτό έχει μία προφανή αδυναμία: τι θα πρέπει να γίνει εφόσον η Γερμανία και οι χώρες του ευρω-κέντρου επιμείνουν σε μία τέτοια εισοδηματική πολιτική (που εξάλλου είναι και εθνικό τους δικαίωμα); Η μόνη εύλογη απάντηση είναι ότι πρέπει να προσαρμοσθεί ο πιο αδύνατος και συνεπώς οι πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ο μόνος δρόμος για τις οικονομίες της ευρω-περιφέρειας.

Η συνέχεια της ερμηνείας των Lapavitsas et al. Παραμένει εντός του πλαισίου της ΥΔΕ αλλά αναστρέφοντας την σειρά αιτιότητας (δηλαδή αποδίδοντας αιτιακό ρόλο στον δεύτερο πόλο της): η κρίση χρέους προέκυψε από τα εμπορικά ελλείμματα και εν τέλει το ΕΙΤΣ της Ελλάδας. Η ΟΝΕ έχει πολώσει την ευρωζώνη σε ένα ευρω-κέντρο με εμπορικά πλεονάσματα και μία ευρω-περιφέρεια με εμπορικά ελλείμματα. Το ευρω-κέντρο τροφοδοτούσε με δανειακά κεφάλαια κυρίως την ευρω-περιφέρεια έτσι ώστε η τελευταία να μπορεί να αγοράσει τις εξαγωγές του πρώτου. Η έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 διασάλευσε το κύκλωμα αυτό καθώς οι διεθνείς αγορές άρχισαν να φοβούνται για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δανεισμού. Έτσι ξέσπασε η κρίση κρατικού χρέους της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τους Lapavitsas et al. η ΟΝΕ μετέδωσε την παγκόσμια κρίση στην Ευρώπη λόγω των εγγενών ανισορροπιών της.

Μέχρι το σημείο αυτό η ανάλυση των Lapavitsas et al. δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις μετα-κεϋνσιανές αναλύσεις που υιοθετούν το επιχείρημα της διαίρεσης μεταξύ ευρω-κέντρου και ευρω-περιφέρειας.[8]. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι η προσθήκη του μηχανισμού της «χρηματοοικονομικής υπεξαίρεσης».

Το τελικό συμπέρασμα της ανάλυσης των Lapavitsas et al. είναι ότι η ΟΝΕ δεν επιδιορθώνεται και η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η έξοδος από αυτή. Μερικές φορές αναφέρονται στη δυνατότητα ενός ευρωπαϊκού «σχεδίου Μάρσαλ» ως μίας λύσης στα αδιέξοδα της ΟΝΕ αλλά γρήγορα το απορρίπτουν ως μη-ρεαλιστικό. Σχετικά με την γενικότερη σχέση με την ΕΕ (δηλαδή την παραμονή της Ελλάδας εντός του πλαισίου πολιτικών θεσμών και της Κοινής Αγοράς) παραμένουν αγνωστικιστές.

Η ερμηνεία αυτή πάσχει από τις γενικές αδυναμίες της θεωρίας της «χρηματιστικοποίησης». Παραγνωρίζει εντελώς το ζήτημα της παραγωγικής δομής της ελληνικής και των ευρωπαϊκών οικονομιών και συνεπώς αδυνατεί να δι την ύπαρξη σχέσεων οικονομικής εκμετάλλευσης της ευρω-περιφέρειας από το ευρω-κέντρο όχι με βάση νομισματικές ή μισθολογικές σχέσεις αλλά με βάση τις διαφορετικές παραγωγικές δομές τους. Επιπλέον, αποδέχεται άκριτα το Ορθόδοξο επιχείρημα ότι το ονομαστικό ΜΚΕ είναι το βασικό κριτήριο ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς η αντιστροφή του είναι αδύναμη και οδηγεί στο Ορθόδοξο συμπέρασμα: εφόσον η Γερμανία δεν αυξάνει τους μισθούς της τότε, δικαίως ή αδίκως, δεν μένει παρά να μειωθούν οι ελληνικοί μισθοί. Επίσης (και αυτό ισχύει και για την δεύτερη ερμηνεία «χρηματιστικοποίησης»), η ελληνική οικονομία δεν έχει βασικά χαρακτηριστικά του «χρηματιστικοποιημένου» καπιταλισμού. Ο βαθμός χρηματοοικονομικής μόχλευσης ήταν χαμηλός όπως επίσης και ο ιδιωτικός δανεισμός των νοικοκυριών. Συνεπώς, η «χρηματιστικοποίηση» εισάγεται μόνο από το εξωτερικό (μέσω του δημόσιου χρέους). Το σχήμα αυτό είναι εξαιρετικά αδύναμο.

Το τελευταίο σφάλμα της ανάλυσης των Lapavitsas et al. αφορά τις προτάσεις οικονομικής πολιτικής τους. Εάν η ελληνική κρίση είαι απλά μία κρίση χρέους τότε μπορεί να δύναται να επιλυθεί χωρίς την έξοδο από την ΟΝΕ αλλά με την μεταρρύθμιση της τελευταίας έτσι ώστε να γίνει μία ΒΝΠ (δηλαδή με την πολιτική, τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση της). Εάν όμως η κρίση έχει ένα βαθύτερο δομικό περιεχόμενο τότε μία απλή ανάκτηση της συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής δεν επαρκεί ούτε για να αναδιαρθρώσει την οικονομία ούτε για να βελτιώσει βιώσιμα την ανταγωνιστικότητα.

 

 

ΙIΙ.2 Ταξική Πάλη και Χρηματιστικοποίηση

Αντίθετα με τους Lapavitsas et al., οι Milios & Sotiropoulos (2010) υποστηρίζουν ότι δεν ευθύνεται ούτε η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα ούτε η ΟΝΕ για την ελληνική υπερχρέωση. Αντιθέτως, η ΟΝΕ – ενώνοντας οικονομίες με διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και κερδοφορία – διευκόλυνε την κίνηση κεφαλαίων από τις πιο αναπτυγμένες (και με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και κερδοφορία) προς τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Ο λόγος της μετακίνησης κεφαλαίων από τις οικονομίες του ευρω-κέντρου σε αυτές τις ευρω-περιφέρειες έχει να κάνει με τα υψηλότερα ποσοστά κερδοφορίας που χαρακτηρίζουν τις δεύτερες. Η τάση αυτή ενισχύθηκε μετά την ΟΝΕ καθώς η τελευταία εξασφάλισε στις οικονομίες της ευρω-περιφέρειας χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού απ’ ότι προηγουμένως με τα εθνικά νομίσματα τους. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε αναπτυξιακή ώθηση στην ευρω-περιφέρεια. Έτσι οι υψηλοί ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν «φούσκα» αλλά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ουσιαστικά, οι Milios & Sotiropoulos απορρίπτουν το επιχείρημα της διαίρεσης της ΕΕ σε Βορρά και Νότο θεωρώντας το έκφραση της προβληματικής θεωρίας της Εξάρτησης (π.χ. Amin (1976)). Για αυτούς οι κεφαλαιακές εισροές δεν ήταν δάνεια από τις χώρες του ευρω-κέντρου προς αυτές τις ευρω-περιφέρειας για να χρηματοδοτήσουν την αγορά των εξαγωγικών προϊόντων των πρώτων. Αντιθέτως, είχε θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα καθώς αποτελούσαν παραγωγικές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία.

Στο σημείο αυτό η ανάλυση των Milios & Sotiropoulos (2010) συμφωνεί με τις Ορθόδοξες ερμηνείες που θεωρούν θετική την εισροή ξένου κεφαλαίου καθώς και με τις αντίστοιχες απόψεις περί «ισχυρής Ελλάδας» που προβλήθηκαν την περίοδο εκείνη. Το βασικό Ορθόδοξο επιχείρημα – ιδιαίτερα από το λεγόμενο «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα – στην περίοδο πριν από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης ήταν ότι το ΕΙΤΣ δεν είναι πρόβλημα αλλά είναι μία «καλή ανισορροπία» (good imbalances) επειδή οι οικονομίες της ευρω-περιφέρειας έχουν σχετικά χαμηλά επίπεδα πραγματικού κατά κεφάλην ΑΕΠ. Αυτό – σύμφωνα με τις Ορθόδοξες εμπειρικές πεποιθήσεις – μεταφράζεται περίπου αυτόματα σε δυνατότητα γρηγορότερης αύξησης της παραγωγικότητας και συνεπώς μεγαλύτερου ρυθμού μεγέθυνσης. Οι δυνατότητες αυτές οδηγούν σε αυξημένες ροές επενδύσεων (τόσο άμεσων επενδύσεων όσο και επενδύσεων χαρτοφυλακίου και ιδιαίτερα δανείων) προς τις οικονομίες της ευρω-περιφέρειας. Ιδιαίτερα η εισροή δανειακών κεφαλαίων έρχεται να συμπληρώσει την μη-επαρκή δεξαμενή εγχώριων καταθέσεων. Συνεπώς, το ΕΙΤΣ είναι μία «καλοήθης διαδικασία που θα καλυφθεί στο μέλλον από τις αποδόσεις των κεφαλαιακών αυτών ροών και την γρηγορότερη μεγέθυνση της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες της ευρω-περιφέρειας μπαίνουν σε μία διαδικασία «προφθάσματος» (catching up) των πιο αναπτυγμένων οικονομιών του ευρω-κέντρου. Έτσι υλοποιείται η πολυθρύλητη διαδικασία σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών αυτών.

Συνεπώς, για τους Milios & Sotiropoulos (2010), το ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν αποτελεί πρόβλημα αλλά ένδειξη εισροής αναπτυξιακών κεφαλαίων. Βέβαια αυτή η εισροή κεφαλαίων είχε παρενέργειες. Ο εξωτερικός δανεισμός και η εισροή κεφαλαίων τόνωσε την εγχώρια ζήτηση των χωρών της ευρω-περιφέρειας με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού και την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας.

Όπως προαναφέρθηκε, μέχρι εδώ οι Milios & Sotiropoulos ουσιαστικά αναδιατυπώνουν την ειδυλλιακή «επιτυχημένη ιστορία» της «ισχυρής Ελλάδας» που παρουσιαζόταν πριν από την κρίση από του Ορθόδοξους ακαδημαϊκούς και κυβερνητικούς κύκλους. Στη συνέχεια, οι Milios & Sotiropoulos προσθέτουν την θέση της «χρηματιστικοποίηση»: ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει χρηματιστικοποιηθεί με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από υπερβολική μόχλευση και χρηματοοικονομικές «φούσκες». Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης του 2007-8 (την οποία επίσης κατανοούν ως απλά χρηματοπιστωτική κρίση) εκτροχίασε τα μέχρι πρότινος «καλοήθη» ΕΙΤΣ της ευρω-περιφέρειας. Για να μπορέσουν τα τελευταία να εξισορροπηθούν χρειάσθηκε η δραματική αύξηση του ΔΕ. Το τελευταίο οδήγησε στην κατάρρευση των οικονομιών της ευρω-περιφέρειας.

Αν και οι Milios & Sotiropoulos αποδέχονται ότι η ΟΝΕ δεν είναι μία ΒΝΠ και είναι νεο-φιλελεύθερης έμπνευσης, υποστηρίζουν ότι έπαιξε μόνο ένα περιφερειακό ρόλο στο όλο πρόβλημα. Αποδέχονται ότι η λογική τη ΟΝΕ είναι νεο-φιλελεύθερη και επιβάλλει την λιτότητα στους εργαζόμενους υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού και του «κοινωνικού dumping» που προκαλεί η φιλελευθεροποίηση των διεθνών κεφαλαιακών κινήσεων. Αποδέχονται επίσης ότι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης έφερε στην επιφάνεια τις αδυναμίες της ΟΝΕ (μη-ΒΝΠ) και τον ταξικό χαρακτήρα της (καθώς το μεγαλύτερο βάρος των προσαρμογών που επιβάλλει πέφτουν επάνω στους εργαζόμενους. Όμως, θεωρούν ότι η λύση δεν βρίσκεται στην έξοδο από την ΟΝΕ καθώς αυτό είναι ατελέσφορο και θα σήμαινει την επιστροφή σε μία εποχή οικονομικών και πολιτικών εθνικιστικών συγκρούσεων. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι πρέπει να επικεντρωθεί η οικονομική και πολιτική σύγκρουση στα καθαρά ταξικά χαρακτηριστικά της κρίσης που απορρέουν από την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ενοποίηση των κοινωνικών κινημάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε μία καθαρά ταξική βάση. Με τον τρόπο αυτό η ταξική πάλη των δυνάμεων της εργασίας μπορεί να επιβάλλει την μεταρρύθμιση των σημερινών δομών της ΕΕ και της ΟΝΕ στην κατεύθυνση της δημιουργίας μίας «κοινωνικής Ευρώπης».

Αυτή η δεύτερη ερμηνεία «χρηματιστικοποίησης» έχει φυσικά τα γενικά προβλήματα της προσέγγισης αυτής. Επιπλέον όμως – ενστερνιζόμενη την Ορθόδοξη άποψη περί ευεργετικών εισροών ξένου κεφαλαίου και εξωτερικών ελλειμμάτων – δεν κατανοεί τα βαθειά διαρθρωτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην ελληνική οικονομία με την ένταξη της στην Κοινή Αγορά και τα οποία επιδεινώθηκαν με την ΟΝΕ. Ένα σημείο χρειάζεται ιδιαίτερη επισήμανση. Όπως δείχνουν πολλές εμπειρικές μελέτες, τα μακρόχρονα ΕΙΤΣ δεν χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά  για να χρηματοδοτηθούν οι αγορές εισαγόμενων προϊόντων από τις χώρες του ευρω-κέντρου. Έτσι, οι Milios & Sotiropoulos αποδέχονται το επιχείρημα της «ισχυρής Ελλάδας» την ίδια ώρα που βασικοί τομείς της οικονομίας συρρικνώνονταν ή/και εξαρτιόνταν ασφυκτικά από ξένες δραστηριότητες. Συνεπακόλουθα, παραγνωρίζουν τις διαδικασίες οικονομικής εκμετάλλευσης της ευρω-περιφέρειας που δημιούργησαν πρώτα η Κοινή Αγορά και ακολούθως η ΟΝΕ.

 

 

ΙIΙ.3 Μινσκιανός Αποπληθωρισμός

Στα πλαίσια των Ετεροδόξων ερμηνειών της ελληνικής κρίσης έχουν διατυπωθεί και αναλύσεις που υιοθετούν την προσέγγιση του H.Minsky. Το Levy Institute, που άλλωστε συνδέεται άμεσα με την Μινσκιανή παράδοση, αποτελεί το κέντρο των αναλύσεων αυτών[9]. Οι απόψεις αυτές έχουν διατυπωθεί με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον Γ.Αργείτη σε μία σειρά μελετών (π.χ. Αργείτης (2012)). Ο Αργείτης υποστηρίζει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία:

(α) Το πρώτο χαρακτηριστικό του είναι η από παράδοση παρωχημένη και αδύναμη τεχνολογική δομή.

(β) Το δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η δομικά αδύναμη ανταγωνιστικότητα, η οποία προκαλεί χρόνια προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αδύναμη ανταγωνιστικότητα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την παρωχημένη και αδύναμη τεχνολογική δομή. Τα προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προκύπτουν επειδή ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να εισάγει μεγάλο μέρος των αναγκαίων είτε ενδιάμεσων είτε τελικών εισροών.

(γ) Το τρίτο χαρακτηριστικό του είναι η στενή «διαπλοκή» (cronyism) που υπάρχει μεταξύ του ελληνικού κεφαλαίου και του κράτους. Ο Αργείτης (2012) υποστηρίζει ότι αυτό συνάδει με την κατά  Minsky έννοια του «ισχυρού κράτους» (‘strong state’). Βασικός ρόλος του κράτους και της κεντρικής τράπεζας είναι να διαχειρίζεται την διαδικασία πληθωρισμού – αποπληθωρισμού χρησιμοποιώντας τον προϋπολογισμό και το ΔΕ έτσι ώστε να στηρίζει την καπιταλιστική κερδοφορία. Υπό αυτή την έννοια το ΔΕ χρησιμοποιούνταν περισσότερο σαν αναδιανεμητικό εργαλείο και λιγότερο σαν αντι-κυκλικό.

Το βασικό αίτιο της ελληνικής κρίσης είναι η ένταξη στην ΟΝΕ υπονόμευσε αυτό το παραδοσιακό υπόδειγμα λειτουργίας του ελληνικού καπιταλισμού χωρίς να κατορθώσει να το αντικαταστήσει με ένα εξίσου λειτουργικό. Συγκεκριμένα, μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, διατηρήθηκε το «ισχυρό κράτος» αλλά χωρίς μία αντίστοιχα ισχυρή κεντρική τράπεζα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η διαχείριση του χρέους να είναι δυσλειτουργική και να προκύψει η «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας (δηλαδή η μεγέθυνση με βάση την χρηματοοικονομική μόχλευση). Το τελευταίο αύξησε την εγγενή χρηματοοικονομική αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία επικεντρώνεται ιδιαίτερα η Υπόθεση της Χρηματοοικονομικής Αστάθειας (Financial Instability Hypothesis) του Minsky (1992).

Ως γνωστόν, η Υπόθεση της Χρηματοοικονομικής Αστάθειας υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι εγγενώς επιρρεπές σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οι τελευταίες προκύπτουν από την ενδογενή τάση του συστήματος να δημιουργεί κερδοσκοπικές «φούσκες» στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο μηχανισμός δημιουργίας των τελευταίων είναι, συνοπτικά, ο ακόλουθος. Σε περιόδους ευφορίας και ανόδου του οικονομικού κύκλου αυξάνουν τα εταιρικά ρευστά διαθέσιμα περισσότερο από ότι απαιτείται για την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος εταιρικού δανεισμού. Αυτό δημιουργεί μία κερδοσκοπική ευφορία και οδηγεί σε υπερβολικό νέο δανεισμό που γρήγορα ξεπερνά τις δυνατότητες αποπληρωμής του. Αυτό γρήγορα ξεφεύγει από τον έλεγχο και προκαλεί μία χρηματοπιστωτική κρίση. Αντιδρώντας σπασμωδικά, οι τράπεζες και οι δανειστές υπεραντιδρούν (overshoot) και περιορίζουν τον δανεισμό περισσότερο απ’ ότι επιβάλλεται. Μάλιστα αυτό γενικεύεται και επεκτείνεται και σε επιχειρήσεις που δεν έχουν υπό φυσιολογικές συνθήκες πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, λόγω της νομισματικής συστολής η οικονομία μπαίνει σε ύφεση.

Ο ειδικός μηχανισμός που προκαλεί την αρχική υπερεκτίμηση, σε περιόδους ευφορίας, είναι ο ακόλουθος. Κατά τον Minsky το κλειδί βρίσκεται στη συσσώρευση χρέους από τον ιδιωτικό τομέα. Διακρίνει τρεις κατηγορίες προβληματικών δανειζόμενων που συμβάλλουν στην συσσώρευση μη-δυνάμενου να εξυπηρετηθεί χρέους. Οι πρώτοι είναι οι αντισταθμιστικοί δανειζόμενοι (hedge borrowers), οι οποίοι μπορούν να εξυπηρετούν τα δάνεια τους με πληρωμές (τόσο επιτοκίων όσο και του κεφαλαίου) από τις τρέχουσες ροές ρευστότητας από τις επενδύσεις τους. Οι δεύτεροι είναι οι κερδοσκοπικοί δανειζόμενοι (speculative borrowers), που εξυπηρετούν τα χρέη τους αλλά πρέπει συστηματικά να μετακυλύουν (roll over) τα δάνεια τους με επιμηκύνσεις ή έκδοση νέων δανείων έτσι ώστε να μπορούν να παραμείνουν αξιόχρεοι (solvent). Τέλος, οι Ponzi δανειζόμενοι (Ponzi borrowers) δανείζονται προσδοκώντας ότι η αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους θα είναι τέτοια που θα επαρκεί για να επαναχρηματοδοτήσει την εξυπηρέτηση του χρέους τους καθώς η αποδόσεις των επενδύσεων τους δεν επαρκούν για αυτό. Συνεπώς, οι Ponzi δανειζόμενοι μόνο με μία συνεχή αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων μπορούν να κρατηθούν στην επιφάνεια. Αν όμως ο αριθμός τους αυξηθεί πολύ τότε κάποια στιγμή θα υπάρξει αμφιβολία όσον αφορά την δυνατότητα συνεχούς αύξησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Η αμφιβολία αυτή θα γενικευθεί τότε θα οδηγήσει σε εμπλοκή στο σύστημα καθώς θα σταματήσει η αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Αυτό θα επηρεάσει άμεσα και τους κερδοσκοπικούς δανειζόμενους καθώς δεν θα μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν μέσω μετακύλησης τον δανεισμό τους. Η πτώση των κερδοσκοπικών δανειστών θα συμπαρασύρει στη συνέχεια και τους αντισταθμιστικούς δανειστές καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα υπερεκτιμήσει το πρόβλημα και θα πανικοβληθεί.

Βέβαια ο Minsky υποστηρίζει ότι η εγγενής αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί μέσω της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή συνίσταται σε έναν συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής παρέμβασης με σκοπό τη διατήρηση και ενίσχυση των ονομαστικών κερδών των καπιταλιστών. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει μέσω της διόγκωσης των δαπανών του κράτους να δημιουργεί ενεργό ζήτηση. Η διαδικασία αυτή μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές και έτσι να στηρίζει τα κέρδη και την απασχόληση χωρίς παρενέργειες (πληθωρισμός, υπερβολικά ελλείμματα), λόγω της μονοπωλιακής δομής της οικονομίας. Ταυτόχρονα η νομισματική πολιτική οφείλει να είναι επεκτατική καθώς η βασική λειτουργία της κεντρικής τράπεζας συνίσταται σε αυτή του «δανειστή τελευταίας καταφυγής» (lender of last resort).

Η Μινσκιανή προσέγγιση υποστηρίζει ότι η κρίση του 2007-8 ήταν ακριβώς μία τέτοια «Μινσκιανή στιγμή» (Minskian moment) που προέκυψε επειδή η νεοφιλελεύθερη πολιτική εκθρόνισε την κατά βάση κεϋνσιανή πολιτική διαχείρισης της χρηματοοικονομικής αστάθειας που υποστηρίζει ο Minsky. Ακολουθώντας την ανάλυση αυτή, ο Αργείτης (2012) υποστηρίζει ότι το ξέσπασμα της του 2007-8 αποδόμησε το ήδη τραυματισμένο από την ΟΝΕ παραδοσιακό υπόδειγμα του ελληνικού καπιταλισμού. Πλέον το «ισχυρό κράτος» χωρίς την βοήθεια μίας «ισχυρής κεντρικής τράπεζας» δεν μπορούσε να ελέγξει την διαδικασία πληθωρισμού – αποπληθωρισμού του χρέους. Έτσι προέκυψε η ελληνική κρίση.

Η Μινσκιανή ανάλυση – παρά ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες της – έχει δικαίως επικριθεί ως φαινομενολογική και επίσης ότι εστιάζει υπερβολικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν το συνδέει με την πραγματική οικονομία. Επιπλέον, έχει επικριθεί για την πολύ στενή και φτωχή αντίληψη που έχει για τον ρόλο της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυτή η αδύναμη αντίληψη προκύπτει από την προβληματική αντίληψη του Minsky για τον ρόλο και τον χαρακτήρα του μονοπωλίου στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας.

Όσον αφορά την ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, η Μινσκιανή αντίληψη έχει σοβαρά προβλήματα. Το πιο βασικό είναι ότι η ελληνική κρίση δεν προέκυψε από υπερβολικό ιδιωτικό χρέος. Το τελευταίο είναι μικρό σε σχέση με αυτό των πιο ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι το ελληνικό πρόβλημα προέκυψε από την διαδικασία πληθωρισμού – αποπληθωρισμού του ιδιωτικού χρέους. Γι’ αυτό άλλωστε η ανάλυση του Αργείτη (2012) μάλλον αφήνει στην άκρη τον τυπικό μηχανισμό της Υπόθεσης της Χρηματοοικονομικής Αστάθειας και εμπνέεται περισσότερο από την προηγούμενη εργασία του Minsky (1986) σχετικά με την σημασία του πολιτικού και θεσμικού πλαισίου για την εξασφάλιση της σταθεροποίησης της χρηματοοικονομικής σφαίρας.

Το κεντρικό επιχείρημα του είναι ότι η διάλυση του δίδυμου «ισχυρό κράτος – ισχυρή κεντρική τράπεζα» οδήγησε στην αδυναμία λειτουργικής διαχείρισης της διαδικασίας πληθωρισμού – αποπληθωρισμού του χρέους. Η προφανής αιτιολόγηση είναι ότι η ΕΚΤ ακολουθεί μία νομισματική πολιτική προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του ευρω-κέντρου και παραγνωρίζει τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των οικονομιών της ευρω-περιφέρειας. Κατά συνέπεια η νομισματική πολιτική δεν στήριξε επαρκώς τις ανάγκες της ελληνικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όμως η ερμηνεία αυτή είναι αρκετά αυθαίρετη. Κατ’ αρχήν υποθέτει ότι η πολιτική της ελληνικής κεντρικής τράπεζας ήταν πάντα διευκολυντική (accommodative) στη μεταπολιτευτική περίοδο πράγμα το οποίο δεν είναι ορθό. Επίσης, θεωρεί εσφαλμένα ότι η ΟΝΕ και η απώλεια της συναλλαγματικής πολιτικής σημαίνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος και η κυβέρνηση χάνει κάθε δυνατότητα διακριτικής πολιτικής* θέση επίσης μη ορθή. Τέλος, αν ίσχυε ακριβώς η ερμηνεία του Αργείτη (2012) τότε αυτός θα ήταν ένας ισχυρός λόγος για να υποστηρίξει την έξοδο της χώρας από την ΟΝΕ, πράγμα που απορρίπτει.

Το επόμενο σημαντικό πρόβλημα είναι η υπόθεση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είχε παραδοσιακά μία τεχνολογικά καθυστερημένη παραγωγική δομή. Είναι θετικό στοιχείο η αναφορά στο ζήτημα της παραγωγικής δομής – κάτι όχι συνηθισμένο στις Μινσκιανές αναλύσεις – όμως η διαπίστωση αυτή δεν επαρκεί αλλά πρέπει να ερμηνευθεί. Η εύκολη απάντηση είναι η προσφυγή σε μία ερμηνεία που να ακολουθεί την Θεωρία της Εξάρτησης (π.χ. στην εκδοχή Baran και Sweezy), η οποία όμως έχει γνωστά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα. Επίσης, αν αυτό ίσχυε προηγουμένως για ποιο λόγο διατηρήθηκε και μετά την ένταξη στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΟΝΕ; Αυτό απαιτεί μία διεξοδικότερη μελέτη της σφαίρας τη παραγωγής η οποία λείπει.

Το τελευταίο, εν κατακλείδι, είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Μινσκιανής ερμηνείας. Παραμένει σε ορθά ή εσφαλμένα επιφαινόμενα της νομισματικής κυκλοφορίας και παραγνωρίζει την σφαίρα της παραγωγής.

 

 

IV. Ερμηνείες της ελληνικής κρίσης με βάση την χρηματιστικοποίηση:

Εμπειρικές αδυναμίες

Συνολικά, οι ερμηνείες με βάση την θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» δίνουν μία αδύναμη δομική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης (που περιορίζεται στην σφαίρα της κυκλοφορίας) και αδυνατούν να δουν τις βαθιές δομικές ρίζες της στη σφαίρα της παραγωγής.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθούν ορισμένα εμπειρικά προβλήματα της υπόθεσης της «χρηματιστικοποίησης» τα οποία, στη συνέχεια, οδηγούν σε ερμηνευτικές αδυναμίες όσον αφορά την ελληνική κρίση.

Για να ευσταθεί το επιχείρημα περί «χρηματιστικοποίησης» της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να προσδιοριστούν επακριβώς και πειστικά οι δίαυλοι της. Για το ζήτημα αυτό υπάρχει μία έντονη συζήτηση στη διεθνή Ορθόδοξη και Ετερόδοξη βιβλιογραφία (π.χ. Palley (2007)), που όμως δεν έχει καταλήξει σε κοινά συμπεράσματα και κάποιους αντίστοιχους κοινά αποδεκτούς δείκτες.

Όμως, τουλάχιστον για τις Ετερόδοξες απόψεις περί «χρηματιστικοποίησης», δύο πεδία είναι βασικά για την εκτίμηση του βαθμού «χρηματιστικοποίησης»:

(1)  Το πρώτο πεδίο είναι ο βαθμός μόχλευσης της οικονομίας. Στο πεδίο αυτό γίνεται ίσως η περισσότερη έρευνα αλλά υπάρχουν και οι περισσότερες τεχνικές διχογνωμίες στη διεθνή συζήτηση.

(2)  Το δεύτερο πεδίο είναι ο βαθμός χρέωσης των ιδιωτικών νοικοκυριών. Αυτό το δεύτερο πεδίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την θεωρία της «χρηματοοικονομικής υπεξαίρεσης» του Lapavitsas. Αυτό γιατί μόνο μέσω αυτού του διαύλου μπορεί να υποστηριχθεί η δυνατότητα του χρηματιστικού κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται αυτοτελώς τους εργαζόμενους μέσω του τοκογλυφικού δανεισμού.

Και στα δυο αυτά πεδία οι εμπειρικές ενδείξεις είναι εξαιρετικά δυσμενείς για την υπόθεση της «χρηματιστικοποίησης». Όσον αφορά τον βαθμό χρηματοοικονομικής μόχλευσης – με όποια μέθοδο και να υπολογισθεί – φαίνεται ότι αυτός ήταν χαμηλός στην ελληνική οικονομία. Η μόχλευση του τραπεζικού συστήματος ήταν χαμηλή συγκρινόμενη με τα δυτικά δεδομένα. Επίσης, ο βαθμός χρέωσης του μη-χρηματιστικού εταιρικού τομέα ήταν επίσης συγκριτικά μικρός. Επιπλέον, όσον αφορά το βαθμό δανεισμού των ιδιωτικών νοικοκυριών και αυτός είναι σημαντικά σημαντικότερος από ότι στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες.

Ο Πίνακας 6 δείχνει την συγκριτική θέση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με μία σειρά άλλες οικονομίες όσον αφορά τα πεδία αυτά. Είναι εξόφθαλμο το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ουραγός (ή μεταξύ των ουραγών) σε όλα αυτά τα πεδία.

1

Ιδιαίτερα στον κρίσιμο για την θεωρία της «χρηματοοικονομικής υπεξαίρεσης» τομέα του δανεισμού των ιδιωτικών νοικοκυριών τα στοιχεία είναι εξαιρετικά «άβολα». Όπως φαίνεται στον Πίνακα 7, ο δανεισμός των ιδιωτικών νοικοκυριών είναι σχετικά νέο φαινόμενο για την ελληνική οικονομία. Ξεκινά από πολύ χαμηλά επίπεδα[10]. Αρχίζει να αυξάνει μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, από το 2004 και μετά, και μάλιστα με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς. Όμως παρόλο τον πολύ μεγάλο ρυθμό αύξησης παραμένει πάντα σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα. Μάλιστα, μετά την έκρηξη της ελληνικής κρίσης, οι ενδείξεις είναι ότι ο βαθμός δανεισμού των ιδιωτικών νοικοκυριών ασθμαίνει καθώς οι μεν τράπεζες ουσιαστικά δεν παρέχουν πλέον δάνεια και τα δε νοικοκυριά δεν μπορούν να πάρουν δάνεια λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης τους.

2

Η εξήγηση για τον χαμηλό βαθμό δανεισμού των ιδιωτικών νοικοκυριών έχει να κάνει με τις μεταπολεμικές δομές της ελληνικής οικονομίας. Τα εκτεταμένα μεσοστρώματα αλλά και οι εργαζόμενοι και οι αγρότες είχαν ισχυρές δυνατότητες και τάσεις αποταμίευσης. Αυτό αλλάζει ιδιαίτερα με την ένταξη στην ΟΝΕ οπότε ο ρυθμός αποταμίευσης καταρρέει. Όλες οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες γνώριζαν ότι η εισαγωγή του νέου νομίσματος θα δημιουργούσε πληθωριστικές πιέσεις ιδιαίτερα σε χώρες (όπως η Ελλάδα) που η ισοδυναμία του νέου νομίσματος με το παλιό ήταν αρκετά μεγάλη έτσι ώστε ο μέσος καταναλωτής να χάνει την αίσθηση της πραγματικής αξίας της νέου νομίσματος. Στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλες χώρες, δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη με αποτέλεσμα οι τιμές ιδιαίτερα των αγαθών μαζικής λαϊκής κατανάλωσης να εκτιναχθούν στα ύψη ενώ οι μισθοί περίπου ακολουθούσαν τον επίσημο δείκτη πληθωρισμού (βλέπε Ζωγραφάκης & Μητράκος (2005)). Συνεπακόλουθα, ο πραγματικός μισθός αδυνατεί να καλύψει το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, δηλαδή πέφτει κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης. Αυτό συνεπάγεται την αναδιανομή εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο. Συνεπακόλουθο της ήταν η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα αύξηση του δανεισμού των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων τα τελευταία χρόνια και τα συνακόλουθα προβλήματα αδυναμίας αποπληρωμής του, γεγονός όμως που έδωσε νέα πεδία κερδοφορίας στο τραπεζικό κεφάλαιο.

Συμπερασματικά, τα εμπειρικά δεδομένα δεν τεκμηριώνουν την άποψη ότι η ελληνική οικονομία είναι μία «χρηματιστικοποιημένη» οικονομία. Αυτό το εμπειρικό πρόβλημα οδηγεί τις ερμηνείες που βασίζονται στην υπόθεση περί «χρηματιστικοποίησης» στο να κάνουν ένα λογικό άλμα. Η «χρηματιστικοποίηση» εισάγεται στην ελληνική περίπτωση από το εξωτερικό. Όλες οι ερμηνείες αυτές αποδέχονται ότι η παγκόσμια κρίση του 2007-8 είναι απλά και μόνο μία χρηματοπιστωτική κρίση που προέκυψε λόγω «χρηματιστικοποίησης». Η κρίση αυτή λόγω «χρηματιστικοποίησης» επηρεάζει την ελληνική περίπτωση γιατί κάνει ανέφικτο πλέον τον ομαλό δανεισμό από τις διεθνείς χρηματαγορές. Συνεπώς, η «χρηματιστικοποίηση» που δεν ανευρίσκεται στο εσωτερικό εισάγεται μέσω του deus-ex-machina της παγκόσμιας κρίσης από το εξωτερικό. Αυτή είναι προφανώς μία εξαιρετικά αδύναμη και προβληματική επιχειρηματολογία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bond P. (2010), ‘A century since Hilferding’s `Finanz Kapital’ — again, apparently, a banker’s world?’, Links International Journal of Socialist Renewal, November 19.

Epstein G. ed. (2005), Financialization and the world economy, London: Edward Elgar.

 

Fine B. (2009), ‘Financialisation, the Value of Labour Power, the Degree of Separation, and Exploitation by Banking’, SOAS Research Students, Summer Seminar Series.

 

Fine B. (2010), ‘Locating financialization’, Historical Materialism 18(2).

Foster J.B. (2010), ‘The Financialization of Accumulation’, Monthly Review 62(5).

Hein E., Truger A. & van Treeck T. (2011), ‘The European Financial and Economic Crisis: Alternative Solutions from a (Post-)Keynesian Perspective’, IMK working paper 9.

Hein E. (2013), ‘Finance-dominated Capitalism and Redistribution of Income: A Kaleckian Perspective’, Levy Institute Working Paper 746.

Hilferding R. (1910 (1981)), Finance Capital, London: Routledge & Kegan Paul.

IMF (2012), Global Financial Stability Report: The Quest for Lasting Stability, Washington: IMF.

Krippner G. (2005), ‘The financialization of the American economy’, Socio-economic Review 3 (2).

Lapavitsas, C. (2008) ‘Financialised capitalism: direct exploitation and periodic bubbles’, SOAS.

Lapavitsas C. (2009), ‘Financialised Capitalism: Crisis and Financial Expropriation’, Historical Materialism 17(2).

Lapavitsas C., Kaltenbrunner A., Lindo D., Michell J., Painceira J. P., Pires E., Powell J., Stenfors A. & Teles N. (2010a), ‘Eurozone in Crisis: Beggar Thyself and Thy Neighbour’, Research on Money and Finance, Occasional Report.

Lapavitsas C., Kaltenbrunner A., Lambrinidis G., Lindo D., Meadway J., Michell J., Painceira J.P., Pires E., Powell J., Stenfors A., and Teles N. (2010b), ‘The Eurozone Between Austerity and Default’, Research on Money and Finance, Occasional Report.

Mavroudeas S. (2012), The Limits of Regulation: A Critical Analysis of Capitalist Development, Cheltenham: Edward Elgar.

Milios J. & Sotiropoulos D. (2010), ‘Crisis of Greece or Crisis of the Euro? A View from the European Periphery’, Journal of Balkan and Near Eastern Studies 12(3).

Mitrakos T., Simigiannis G. & Tzamourani P. (2008), ‘Indebtedness of Greek households: evidence from a survey’, Economic Bulletin 25, Bank of Greece.

Stockhammer E. (2004), ‘Financialization and the slowdown of accumulation’, Cambridge Journal of Economics 28.

Stockhammer E. (2011), ‘Peripheral Europe’s debt and German Wages: the role of wage policy in the Euro area’, International Journal of Public Policy 7(1-3).

Sweezy P. (1942), The Theory of Capitalist Development, New York and London: Monthly Review.

Sweezy P. (1994), ‘The Triumph of Financial Capital’, Monthly Review 46(2).

Sweezy P. (1997), ‘More (or Less) on Globalization’, Monthly Review 49(4).

Tomé J.P. (2011), ‘Financialization as a Theory of Crisis in a Historical Perspective: Nothing New under the Sun’, Working Paper Series 262, PERI.

Van Treeck T. (2008), ‘The political economy debate on ‘financialization’ – a macroeconomic perspective’, Working Paper 01/2008, IMK.


[1] Στην πραγματικότητα, η έννοια της «χρηματιστικοποίησης» καλύπτει μία ευρεία γκάμα φαινομένων: την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των διεθνών κεφαλαιακών ροών, τον πολλαπλασιασμό των λεγόμενων «νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων», την μετακίνηση από βασισμένα σε διαπραγματεύσεις (over the counter) σε βασισμένα σe ανοικτές αγορές (market-based) χρηματοπιστωτικά συστήματα, την ανάδυση των θεσμικών επενδυτών ως βασικών παραγόντων στις χρηματαγορές κλπ. Παρόλα αυτά ο ορισμός που υιοθετείται στην ανά χείρας μελέτη εστιάζει στις πολιτικο-οικονομικές (και μακροοικονομικές) πλευρές του όρου.

[2] Επιπλέον, η ανάλυση του Hilferding ουσιαστικά παραμερίζει την ΕΘΑ και άλλα βασικά στοιχεία της κλασσικής Μαρξιστικής ανάλυσης.

[3] Ο όρος πλασματικό κεφάλαιο προτάθηκε από τον Marx (κεφ. 29 του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου»). Το πλασματικό κεφάλαιο εκφράζεται από τα κεφαλαιακά περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, χρεόγραφα κλπ.) που η αγοραία αξία τους κυμαίνεται ανάλογα με τις προσδοκώμενες αποδόσεις τους στο μέλλον. Διαφέρει από το «πραγματικό κεφάλαιο» που είναι το κεφάλαιο που είναι πραγματικά επενδεδυμένο σε μέσα παραγωγής και αγορά εργασιακής δύναμης. Διαφέρει επίσης από το χρηματικό κεφάλαιο που είναι τα χρηματικά κονδύλια που διακρατούνται και διακινούνται. Ουσιαστικά το πλασματικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει συσσωρευμένες απαιτήσεις και νομικούς τίτλους σε μέλλουσα παραγωγή πλούτου. Δηλαδή, πρακτικά αποτελεί ένα (αβέβαιο) στοίχημα σε μέλλουσα να παραχθεί αξία και υπεραξία που όμως προεξοφλείται σήμερα. Η λειτουργία του συνδέεται στενά με την δημιουργία των ανώνυμων εταιρειών, την χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση κεφαλαιακών περιουσιακών στοιχείων και την δημιουργία πιστωτικού χρήματος (που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις συναλλαγές και τις αποτιμήσεις αυτές). Σε περιόδους ευφορίας (δηλαδή υψηλών προσδοκιών) μπορεί να επιτείνει πολλαπλασιαστικά την ευφορία αυτή και να δημιουργήσει, για ένα διάστημα, μία περίοδο ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης καθώς οδηγεί σε επενδυτική επέκταση. Όμως, στο βαθμό που η «πραγματική οικονομία» δεν μπορεί να ακολουθήσει τουλάχιστον σε επαρκή ρυθμό αποδόσεων (δηλαδή οι επενδύσεις δεν αποφέρουν τις αναμενόμενες αποδόσεις) τότε, αργά ή γρήγορα, τα λεγόμενα θεμελιακά δεδομένα (fundamentals, δηλαδή η «πραγματική οικονομία») θα επαναφέρουν στην πραγματικότητα της αβάσιμη μεγέθυνση που δημιούργησε το πλασματικό κεφάλαιο. Αυτό συνεπάγεται συνήθως το ξέσπασμα μίας οικονομικής κρίσης λόγω κατάρρευσης της λεγόμενης «φούσκας» (bubble).

[4] Οι εμπειρικές πεποιθήσεις ή τυποποιημένα γεγονότα (stylized facts) είναι προ-θεωρητικές (δηλαδή μη-εμπειρικά αποδεδειγμένες) παραστάσεις της πραγματικότητας που όμως θεωρούνται αυταπόδεικτες και συνεπώς αδιαμφισβήτητες. Συνήθως αντανακλούν κάποια καινοφανή και εξαιρετικά εντυπωσιακά στοιχεία που όμως δεν είναι απαραίτητο ότι είναι είτε πλειοψηφικά είτε/και μόνιμα και όχι βραχύβια (βλέπε Mavroudeas (2012α), κεφ.3).

[5] Η Σχολή της Μηνιαίας Επιθεώρησης (Monthly Review) συγκροτήθηκε γύρω από το ομώνυμο αμερικανικό περιοδικό με κεντρικό εκφραστή τον P.Sweezy.

[6] Οι ραντιέρηδες είναι ένα επιχειρηματικό στρώμα που δεν έχει παραγωγικές δραστηριότητες αλλά αποκομίζει λόγω ιδιόμορφης θέσης υψηλές προσόδους. Οι τελευταίες όμως αφαιρούνται από και συνεπώς εξασθενίζουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Συνεπώς, οι ραντιέρηδες είναι ένα βαρίδι για την καπιταλιστική συσσώρευση (όπως οι γαιοκτήμονες στην ανάλυση του A.Smith και του D.Ricardo) που πρέπει να εξουδετερωθεί.

[7] Ο όρος «χρηματιστικό κεφάλαιο» δεν ταυτίζεται με τον αντίστοιχο όρο του Hilferding (που υποδηλώνει την σύμφυση του παραγωγικού με το τραπεζικό κεφάλαιο υπό την ηγεμονία του δεύτερου). Αντιθέτως, η νεώτερη χρήση του όρου αναφέρεται στο κεφάλαιο που γενικά δραστηριοποιείται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μάλιστα δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο τμήμα του που ασχολείται με τις κεφαλαιαγορές (το χρηματιστήριο) και λιγότερη σε αυτό που ασχολείται με τις χρηματαγορές (δηλαδή το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα).

[8] Χαρακτηριστικά, ο Stockhammer (2011, σ.90) υποστηρίζει ότι «αυτή δεν ήταν μία πρωταρχικά ελληνική κρίση αλλά μία κρίση του συστήματος του ευρώ». «Το ευρώ ήταν εδώ και καιρό ένα πολιτικό σχέδιο με αμφίβολη οικονομική βάση» (Stockhammer (2011), σ.94). Επιπρόσθετα η ΟΝΕ είναι τμήμα του παγκόσμιου νέο-φιλελεύθερου υποδείγματος που ξεκίνησε με την χρηματοοικονομική απορρύθμιση (τον νεο-φιλελεύθερο τρόπο ρύθμισης) και δημιούργησε το ηγεμονευόμενο από το χρηματιστικό κεφάλαιο καθεστώς ρύθμισης. Αυτό πόλωσε την ΕΕ σε δύο ομάδες: μία Βόρεια που ακολούθησε μία βασισμένη σε εξαγωγές μεγέθυνση και μία Νότια που ακολούθησε μία βασισμένη στον δανεισμό μεγέθυνση (Stockhammer (2011), σ.86).

[9] Η αντίληψη του Hyman Minsky σε ότι αφορά  τα ζητήματα της εγγενούς αστάθειας της καπιταλιστικής οικονομίας έχει σοβαρές επιρροές από τις αντιλήψεις του M.Kalecki και της J.Robinson για τo ζήτημα του μονοπωλίου. Επίσης έχει πολλά κοινά σημεία και με την θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού των Baran και Sweezy.

[10] Αυτό επισημαίνεται από πάμπολλες μελέτες. Παραδείγματος χάριν, οι Mitrakos et al. (2008) υποστηρίζουν ότι ο συνολικός τραπεζικός δανεισμός των ελληνικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν και συνεχίζει να είναι σημαντικά χαμηλότερος από αυτό της ευρωζώνης.

—————————————————————————————-

 

11 responses to “Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο της ΕΕΠΟ: Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση

  1. Καλημέρα. Δυστυχώς δεν φαίνονται Πίνακες και Διαγράμματα.

    Μου αρέσει!

  2. Παράθεμα: Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο της ΕΕΠΟ: Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση | Πολιτικός Διάλογος

  3. Παράθεμα: Η «χρηματιστικοποίηση» και η ελληνική περίπτωση | Αντιφωνίες

  4. Παράθεμα: Αντιφάσεις και αδιέξοδα του οικονομικού προγράμματος της ΛΑΕ | Stavros Mavroudeas Blog

  5. Παράθεμα: Βαθύ Κόκκινο | Αντιφάσεις και αδιέξοδα του οικονομικού προγράμματος της ΛΑΕ

  6. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  7. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  8. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; (Μερικά σχόλια με αφορμή το πρόγραμμα της ΛΑΕ και μία συνέντευξη του Κ.Λαπ

  9. Παράθεμα: ΜπορεΙ να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; « απέραντο γαλάζιο

  10. Παράθεμα: Μπορεί να υπάρξει εναλλακτική πολιτική στα Μνημόνια εντός της ΕΕ; « απέραντο γαλάζιο

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.