“Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;”

ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ

7ο συνέδριο

“ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ”

“Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.

Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;”

 

Ιωαννίδης Α. – Μαυρουδέας Στ.

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Τμήμα Οικονομικών

 

Περίληψη

Η εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος, όπως των περισσότερων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων, χαρακτηρίζεται από διακριτές περιόδους-στάδια. Τα στάδια αυτά αποτυπώνουν μετασχηματισμούς των βασικών θεμελιακών σχέσεων του συστήματος που, χωρίς να το ανατρέπουν, διαφοροποιούν όλες σχεδόν τις κεντρικές λειτουργίες του. Οι τάσεις που οδηγούν στους μετασχηματισμούς αυτούς απορρέουν από αντιφάσεις των βασικών θεμελιακών σχέσεων του συστήματος – της σχέσης-κεφάλαιο (capital relation) – και γι’ αυτό αποτελούν γενικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που υπερβαίνουν τις ιδιομορφίες επιμέρους καπιταλιστικών κοινωνιών. Κατά συνέπεια, η περιοδολόγηση πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο ανάλυσης του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Βασικό κριτήριο της διάκρισης σταδίων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι οι διαδικασίες – σχέσεις παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας σε συνδυασμό με τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Διακρίνονται τρία στάδια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:

(α) ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού (μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα)

(β) ο μονοπωλιακός καπιταλισμός που διαιρείται σε δύο υπο-περιόδους: 1) την μονοπωλιακή φάση (σημαδευμένη από την κρίση του 1929 και μία ταραχώδη περίοδο μετάβασης μέχρι τον 2ο Παγκ. Πόλεμο) και, 2) την κρατικο-μονοπωλιακή φάση (από το τέλος του 2ου Παγκ. Πολέμου μέχρι την κρίση του 1973).

(γ) μετά την κρίση του 1973 ανοίγει ένα νέο στάδιο του κεφαλαικρατικού τρόπου παραγωγής

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έχει ακολουθήσει την προαναφερθείσα πορεία εξελίξεις, αν και χαρακτηρίσθηκε από σημαντικές ιδιομορφίες και χρονικές υστερήσεις όσον αφορά τα δύο πρώτα στάδια. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι το υπό συγκρότηση σημερινό στάδιο δεν παρουσιάζει ούτε αξιοσημείωτες χρονικές υστερήσεις ούτε σημαντικές ιδιαιτερότητες με το γενικό μοντέλο και την περίπου ομοιόμορφη εμπειρική έκφραση του στις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Η αναδιάρθρωση της σφαίρας της παραγωγής (με την αναβάθμιση των διαδικασιών εξαγωγής τόσο σχετικής αλλά επίσης, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, και απόλυτης υπεραξίας) και οι συνακόλουθοι μετασχηματισμοί των διαδικασιών κοινωνικοποίησης της παραγωγής οδηγούν σε ρηξικέλευθες αλλαγές στις διαδικασίες διανομής εισοδήματος, στην μορφή εκδήλωσης των κρισιακών τάσεων, στις πολιτικές σχέσεις κλπ. Οι μετασχηματισμοί αυτοί απαιτούν ένα νέο πρόγραμμα αντίστασης και πάλης του κόσμου της εργασίας.

 

 

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 η πορεία εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς σημαδεύτηκε από σοβαρότατα προβλήματα αλλά και σημαντικότατες αλλαγές. Με ορόσημο την κρίση του 1973, άνοιξε μία παρατεταμένη περίοδος προβλημάτων που αποτυπώθηκαν σε όλες τις κρίσιμες μεταβλητές του συστήματος (κερδοφορία, κεφαλαιακή συσσώρευση, παραγωγικότητα της εργασίας, βαθμό απασχόλησης του εργατικού και παραγωγικού δυναμικού κλπ.). Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά, το κεφάλαιο – με έναν ευριστικό τρόπο και χωρίς ένα προδιαγεγραμμένο σενάριο – εγκαινίασε μία επίπονη προσπάθεια αναδιάρθρωσης.

Ηδη τα αποτελέσματα αυτής της αναδιαρθρωτικής κίνησης – που όμως δεν είναι χωρίς επιμέρους αλλαγές πολιτικών και αντιφάσεις[1] – είναι ο δραστικός μετασχηματισμός όλων σχεδόν των βασικών λειτουργιών του συστήματος. Η διαδικασία παραγωγής, ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, το χρηματο-πιστωτικό σύστημα, οι κρατικές οικονομικές λειτουργίες, το διεθνές σύστημα διαφέρουν πλέον αδιαμφισβήτητα με τα επικρατούντα προ εικοσαετίας πρότυπα. Ακόμη και οι μορφές εκδήλωσης των οικονομικών κρίσεων, όπως δείχνει η τρέχουσα κρίση,  διαφέρουν ριζικά από τις προηγούμενες τους. Επιπρόσθετα, αυτοί οι μετασχηματισμοί των θεμελιωδών κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων – διαμορφωμένοι και οι ίδιοι μέσα από την ταξική πάλη – επηρεάζουν την κοινωνική διάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής καθώς και την οργάνωση του πολιτικού συστήματος του.

Οι αλλαγές αυτές θέτουν ένα σημαντικό καθήκον για κάθε κριτική θεώρηση και ιδιαίτερα για αυτές που αναφέρονται στον κόσμο της εργασίας. Ποία θα είναι η απάντηση της Μαρξιστικής θεωρίας και του εργατικού κινήματος στις εξελίξεις αυτές; Αποτελούν, οι τελευταίες, προοδευτικές αλλαγές ή τουλάχιστον αφήνουν την δυνατότητα προοδευτικών λύσεων; Η αντιθέτως συνιστούν μία αντιδραστική κίνηση; Σε κάθε περίπτωση, μπορεί το εργατικό κίνημα να απαντήσει στις προκλήσεις αυτές στην βάση των κυρίαρχων μέχρι σήμερα κατευθύνσεων του ή απαιτείται μία νέα ριζοσπαστική γραμμή πλεύσης;

Εχουν ήδη προταθεί μία σειρά θεωρητικές προσεγγίσεις των αλλαγών που προέκυψαν μετά την δεκαετία του ‘70, που όμως έχουν σημαντικά θεωρητικά και εμπειρικά προβλήματα. Μερικές περιορίζονται σε μία τεχνικιστική ερμηνεία: αιτία των μετασχηματισμών είναι κάποιες σχεδόν εξ ολοκλήρου εξωγενείς τεχνολογικές αλλαγές (κατά βάση η χρήση των τεχνολογιών της μικροηλεκτρονικής και της πληροφορικής). Κάποιες άλλες – κυρίως οι θεωρίες που υιοθετούν την διάκριση Φορντισμός/μετα-Φορντισμός – καταλήγουν σε θεσμιστικές απόψεις, καθώς οι μετασχηματισμοί αποδίδονται στην αδυναμία του προηγούμενου θεσμικού πλαισίου να συγκροτήσει νέες βιώσιμες δομές κεφαλαιακής συσσώρευσης. Συνήθως, οι περισσότερες καταλήγουν στην αναζήτηση κάποιου προοδευτικού εναλλακτικού σεναρίου μέσα στα πλαίσια των μετασχηματισμένων δομών του καπιταλιστικού συστήματος και σε αντίθεση με πιό ακραία συντηρητικά σενάρια. Επιπρόσθετα, οι περισσότερες από τις θεωρήσεις αυτές έχουν μία χαρακτηριστική έλλειψη σύνδεσης με ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις.

Από την άλλη πλευρά, στην πολιτική σκηνή και αντιπαράθεση επικρατεί μία χαρακτηριστικά μυωπική αντιμετώπιση που βασίζεται στην έλλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής θεωρητικής. Κυρίως οι κεντρο-αριστερές σοσιαλ-δημοκρατικές απόψεις – σπάνια βέβαια υιοθετώντας την σκοπιά της Μαρξιστικής θεωρίας και του εργατικού κινήματος – υποστηρίζουν ότι ο σύγχρονος κόσμος έχει αλλάξει ριζικά καθώς χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Η τελευταία – για άλλους ευκτέα και για άλλους αναπόφευκτη – επιβάλλει ένα νέο πολιτικό ρεαλισμό: η καπιταλιστική οικονομία είναι δεδομένη, αυτό που χρειάζεται είναι να αποκτήσει και μία “κοινωνική” διάσταση που να διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή από τις παρενέργειες των τυφλών δυνάμεων της αγοράς. Αντιθέτως, οι παραδοσιακές αριστερές απόψεις συνήθως υποστηρίζουν ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει στον κόσμο από τις αρχές του 20ου αιώνα και την αντίστοιχη ανάλυση της κλασικής συζήτησης για τον ιμπεριαλισμό (και ιδιαίτερα της θεωρίας του Lenin).

Aξίζει να συγκριθεί η προαναφερθείσα μυωπική αντιμετώπιση με τον τρόπο με τον οποίο το εργατικό κίνημα προσπάθησε να αντιμετωπίσει το προηγούμενο κύμα καπιταλιστικών μετασχηματισμών, στις  αρχές του 20ου αιώνα. Τόσο οι σοσιαλ-δημοκρατικές όσο και οι επαναστατικές απαντήσεις βασίσθηκαν στην εξαιρετικά γόνιμη κλασική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό (Lenin (1977), Hilferding (1981), Luxemburg (1971), Bukharin (1976) κ.α.), ενοποιώντας τις πιό συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις με την αφηρημένη γενική θεωρία. Μία ανάλογη ματιά είναι απαραίτητη σήμερα. Το κατάλληλο μέσο γι’ αυτή την σύνθεση είναι η συγκρότηση μίας θεωρίας περιοδολόγησης (σταδίων), η οποία ξεκινώντας από το έδαφος της γενικής θεωρίας του καπιταλιστικού συστήματος (τις πιό αφηρημένες γενικές δομές και σχέσεις λειτουργίας) θα είναι σε θέση να διακρίνει ιδιαίτερες ιστορικές εποχές του και, πάνω σε αυτή την βάση, να διαμορφώσει πολιτικές προτάσεις.

Το δεύτερο μέρος της μελέτης αυτής εξετάζει τα μεθοδολογικά και εννοιολογικά ζητήματα της θεωρίας περιοδολόγησης και υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής και με βάση τους μετασχηματισμούς της σχέσης-κεφάλαιο (δηλ. της θεμελιακής σχέσης κεφαλαίου-εργασίας). Το τρίτο μέρος προτείνει μία περιοδολόγηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Βασικό κριτήριο είναι οι τρόποι υπεξαίρεσης υπεραξίας και οι συνδεόμενοι με αυτούς τρόποι κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Διακρίνονται τρία στάδια: (α) ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού (μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα), (β) ο μονοπωλιακός καπιταλισμός (μέχρι τα μέσα του ‘70), υποδιαιρούμενος στην μονοπωλιακή φάση  και, στην κρατικο-μονοπωλιακή φάση και, (γ) ένα νέο στάδιο μετά την κρίση του 1973. Το τέταρτο μέρος εφαρμόζει την προσέγγιση αυτή στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, διακρίνοντας αντίστοιχα στάδια αλλά με σημαντικές χρονικές υστερήσεις και δομικές ιδιομορφίες, κυρίως για τα πρώτα δύο στάδια. Το πέμπτο μέρος εξετάζει εάν μπορούν να αναγνωρισθούν τα χαρακτηριστικά ενός νέου σταδίου, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Στο τελευταίο μέρος παρουσιάζονται τα συμπεράσματα.

 

 

ΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ: ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ

Η θεωρία περιοδολόγησης έχει μία μακρά παρουσία μέσα στην Μαρξιστική θεωρία. Ο ίδιος ο Marx έχει δώσει στοιχεία της θεωρίας αυτής κυρίως σε δύο σημεία. Πρώτον, μελετώντας τον φεουδαλικό τρόπο (Marx (1982), τομ.ΙΙΙ, κεφ.47) διέκρινε τρία διαφορετικά στάδια ανάλογα με τον τρόπο υπεξαίρεσης υπερ-εργασίας: πρόσοδος πληρωνόμενη σε εργασία (αγγαρείες), σε προϊόν ή, τέλος, σε χρήμα. Δεύτερον, εξέτασε μετασχηματισμούς του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, χρησιμοποιώντας τις έννοιες της τυπικής και ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας. Ομως, ουσιαστικά ο ρητός προβληματισμός για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού ξεκίνησε με την κλασική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό, η οποία – καθόλου περίεργα – έλαβε χώρα σε μία περίοδο που επίσης σημαδεύτηκε από ρηξικέλευθους μετασχηματισμούς του καπιταλιστικού συστήματος.

Η κλασική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό πυροδοτήθηκε από τον Hilferding (1981), ο οποίος εστιάζοντας στην αύξουσα σημασία των μονοπωλίων ουσιαστικά – αλλά άρρητα – υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός είχε εισέλθει σε μία νέα φάση με καινοφανή χαρακτηριστική (ιδιαίτερα το χρηματιστικό κεφάλαιο, δηλαδή την σύμφυση παραγωγικού και χρηματικού κεφαλαίου υπό την κυριαρχία του δεύτερου) που απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στην θεωρητική ανάλυση του. Σημαντικά πεδία της Μαρξικής ανάλυσης – ιδιαίτερα ο ανταγωνιστικός προσδιορισμός των τιμών μέσω της δημιουργίας ενός γενικού μέσου ποσοστού κέρδους – διαφοροποιήθηκαν καθοριστικά. Σε μεγάλο βαθμό, το “Χρηματιστικό Κεφάλαιο” είναι ένα ξαναγράψιμο του “Κεφαλαίου” – χωρίς ποτέ όμως να ομολογείται ρητά – υπό το πρίσμα των αλλαγών που επεσήμανε ο Hilferding. Ομως η θεωρία περιοδολόγησης εγκαινιάσθηκε ρητά με την ριζοσπαστική θέση του Lenin (1977), που υποστήριξε ότι ο ιμπεριαλισμός – ή πιό ορθά ο μονοπωλιακός καπιταλισμός – αποτελεί ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού. Η ανάλυση του Lenin είχε κυρίως ένα πολιτικό στόχο – όπως ρητά δηλώνει ο υπότιτλος του “Ιμπεριαλισμού” – και βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στις θεωρίες των Hobson (1902), Hilferding και Bukharin. Ομως, δύο θέσεις της αποτελούν αυθεντικές και εξαιρετικά γόνιμες καινοτομίες του Lenin. Η πρώτη καινοτομία είναι η προαναφερθείσα θέση για το νέο στάδιο* κάτι που κανείς, είτε από την ρεφορμιστική είτε από την επαναστατική πτέρυγα του εργατικού κινήματος δεν είχε αποτολμήσει[2]. Η δεύτερη συνεισφορά του είναι η άποψη ότι οι κρισιακές τάσεις που γεννούν την ανάγκη μετασχηματισμών επιτάσσουν για το παροδικό ξεπέρασμα τους την αύξουσα κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή δομές και σχέσεις μεγαλύτερου συντονισμού και ρύθμισης των κατά βάση αυτόνομων, ανεξάρτητων και άναρχων καπιταλιστικών ιδιωτικών δραστηριοτήτων[3]. Μία σημαντική αδυναμία της κλασικής συζήτησης για τον ιμπεριαλισμό ήταν το ότι παραγνώρισε σχεδόν πλήρως την διαδικασία παραγωγής και περιορίσθηκε κυρίως στις μορφές ανταγωνισμού. Γι’ αυτό οι περισσότερες θεωρίες που ακολούθησαν είχαν έναν εσφαλμένο μονοπωλιο-θεωρητικό χαρακτήρα.

Ενα επίσης σημαντικό κενό των πρώτων θεωριών περιοδολόγησης ήταν η έλλειψη μίας συνεκτικής μεθοδολογικής βάσης. Μία σειρά θεμελιακά ερωτήματα – όπως το ποία είναι τα κριτήρια περιοδολόγησης ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, εφόσον ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα συνήθως υπάρχει ως διαφορετικές κρατικές οντότητες σε ποίο επίπεδο πρέπει να γίνει η περιοδολόγηση κλπ. – είχαν ουσιαστικά παραμεληθεί. Τα ερωτήματα αυτά, στα πλαίσια της Μαρξιστικής διαλεκτικής ουσίας-μορφής[4], βασίζονται σε ένα κρίσιμο ερώτημα. Είναι η ουσία μίας κατάστασης πραγμάτων – και συνεπώς ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής ως η ουσία κάθε κοινωνικο-οικονομικού συστήματος – μία δυναμική (μετασχηματιζόμενη) οντότητα; Εάν θεωρηθεί ως μη-δυναμική οντότητα τότε η μόνη δυνατή αλλαγή είναι η ολοκληρωτική ανατροπή της και η αντικατάσταση της από μία άλλη ουσία. Αντιστοίχως, η μόνη αλλαγή στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής είναι η αντικατάσταση του από έναν άλλο κοινωνικό τρόπο παραγωγής. Την γραμμή αυτή απάντησης υιοθέτησε η Αλτουσεριανή παράδοση (Althuser-Balibar (1977), Poulantzas (1975, 1978)), στην βάση της τυπικά δομιστικής κατανόησης της ουσίας ως μίας “βαριάς δομής” που δεν εμπεριέχει πάλη στο εσωτερικό της και συνεπώς δεν έχει περιθώρια εσωτερικού μετασχηματισμού[5]. Η πάλη εμφανίζεται στο χαμηλότερο επίπεδο αφαίρεσης του ιστορικά συγκεκριμένου, δηλαδή στο έδαφος των συγκεκριμένων κοινωνιών (κοινωνικών σχηματισμών). Η ταξική πάλη – που αποτελεί την κινητήρια δύναμη αλλαγής της ιστορίας – είναι πάντα ιστορικά συγκεκριμένη, δηλαδή σημαδεύεται από τις ιδιομορφίες κάθε χώρας. Αλλωστε κάθε κοινωνικός σχηματισμός, κατά την Αλτουσεριανή αντίληψη, είναι συνάρθρωση μίας σειράς κοινωνικών τρόπων παραγωγής υπό την (υπερκαθοριστική) ηγεμονία ενός κυρίαρχου τρόπου παραγωγής.  Κατά συνέπεια, στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής οι φορείς είναι παθητικοί υπηρέτες των δομικών επιταγών. Μόνο στο χαμηλότερο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού υπάρχει η δυνατότητα κίνησης τους που να μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση πραγμάτων. Συνεπώς η περιοδολόγηση μπορεί να διεξαχθεί μόνο στο επίπεδο ενός κοινωνικού σχηματισμού. Η άποψη αυτή καταλήγει πρώτον να κατανοεί τον κοινωνικό τρόπο παραγωγής τελικά ως ιδεότυπο που δεν έχει πραγματική ιστορική υφή και είναι ένα διανοητικό δημιούργημα. Επιπλέον, αντιμετωπίζει την ταξική πάλη ως εξωτερική στην σχέση-κεφάλαιο.

Σε αντίθεση με την Αλτουσεριανή θεώρηση η Μαρξιστική διαλεκτική θεωρεί ότι όχι μόνον η μορφή αλλά και η ουσία είναι μία δυναμική οντότητα, που παρουσιάζει εσωτερικούς μετασχηματισμούς και επιπλέον υπάρχει πραγματικά στον ιστορικό χρόνο[6]. Υπό αυτή την έννοια, ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής είναι μία ουσία που εκδηλώνεται μέσω συγκεκριμένων μορφών. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν είναι λιγότερο πραγματική από τις συγκεκριμένες εκφράσεις της. Συνεπώς, όπως ορθά υποστήριξαν οι Fine-Harris (1979), η περιοδολόγηση πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Η εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής χαρακτηρίζεται από διακριτές περιόδους-στάδια. Τα στάδια αυτά αποτυπώνουν μετασχηματισμούς των βασικών θεμελιακών σχέσεων του συστήματος που, χωρίς να το ανατρέπουν, διαφοροποιούν όλες σχεδόν τις κεντρικές λειτουργίες του. Οι τάσεις που οδηγούν στους μετασχηματισμούς αυτούς απορρέουν από αντιφάσεις της σχέσης-κεφάλαιο και γι’ αυτό αποτελούν γενικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που υπερβαίνουν τις ιδιομορφίες επιμέρους καπιταλιστικών κοινωνιών. Η ταξική πάλη είναι αναπόσπαστο στοιχείο της σχέσης-κεφάλαιο σε μία δυναμική διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίφασης με τις δομές και τις σχέσεις καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι τελευταίες δίνουν το έναυσμα αλλά θέτουν και τους περιορισμούς στην ταξική πάλη, που η εργατική τάξη – είτε με τον περιορισμένο τρόπο της διεκδίκησης καλύτερων όρων πώλησης της εργασιακής  της δύναμης είτε με τον πιό προωθημένο τρόπο της ανατροπής της σχέσης μισθωτής εργασίας – επιδιώκει να υπερκεράσει[7].

Υπό αυτό το πρίσμα, οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν είναι υπερκαθορισμένη συνάρθρωση διαφορετικών “καθαρών” τρόπων παραγωγής αλλά συγκεκριμένες μορφές – η κάθε μία με τις δικές της ιδιομορφίες – ενός κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Ο τελευταίος, πολλές φορές, μπορεί να έχει ενσωματώσει – αλλά πάντα σχεδόν τροποποιώντας σύμφωνα με τις δικές του απαιτήσεις και προϋποθέσεις – στοιχεία από άλλους τρόπους παραγωγής. Τα στάδια που μπορούν να διακριθούν στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής εκφράζονται – διαμεσολαβημένα και σημαδεμένα πάντα από ιδιομορφίες – στην εξέλιξη των κοινωνικών σχηματισμών.

Εκτός από τα μεθοδολογικά υπάρχουν και μία σειρά καίρια θεωρητικά ζητήματα που αφορούν την θεωρία περιοδολόγησης. Αναφέρθηκε ήδη ότι η κλασική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό παραμέλησε την κεντρικότητα της σφαίρας της παραγωγής και τροφοδότησε μονοπωλιο-θεωρητικές απόψεις. Αυτό οδήγησε, στην δεκαετία του ‘70, σε μία ομάδα θεωριών που – υπό την επίδραση της Συζήτησης για την Διαδικασία Εργασίας – δικαιολογημένα έστρεψαν το κέντρο βάρους στην σφαίρα της παραγωγής. Ομως η στροφή αυτή ήταν προβληματική καθώς βασίσθηκε σε μία αναιτιολόγητη πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης στην σφαίρα της παραγωγής (βλέπε Brenner-Glick (1991), Mavroudeas (1998)) και στην υποβάθμιση του ρόλου των υπόλοιπων στιγμών (κυκλοφορία – ανταλλαγή – διανομή) του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου, που οδήγησε σε σημαντικότατα εμπειρικά και ερμηνευτικά προβλήματα. Αντιθέτως, όπως έδειξαν οι Fine-Harris (1979), η πρωτοκαθεδρία της σφαίρας της παραγωγής πρέπει να ειδωθεί σε διαλεκτική ανάδραση με τις υπόλοιπες σφαίρες του συνολικού κυκλώματος του κεφαλαίου. Aφετέρου, οι θεωρίες αυτές, υιοθέτησαν μία θεσμιστική οπτική, όπου οι πολιτικές και θεσμικές δομές προνομοποιηθήκαν και αυτονομήθηκαν σχεδόν πλήρως από την καπιταλιστική συσσώρευση. Ακολούθως, ο καπιταλισμός περιοδολογείται σύμφωνα με το εάν και κατά πόσο οι θεσμικές μορφές συμβαδίζουν με τις δομές καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η αυτονόμηση της πολιτικής και των θεσμών αδυνατεί να συλλάβει την βαθύτερη ενότητα των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού και ιδιαίτερα το πως αυτή διασπάται και αναδιπλασιάζεται φετιχιστικά στο επίπεδο της μορφής ως διάκριση οικονομίας και πολιτικής. Αδυνατεί δηλαδή να κατανοήσει την πολιτική ως μορφή της σχέσης-κεφάλαιο. Το αποτέλεσμα είναι μία σχετικιστική και απόλυτα τυχαιοποιημένη θεωρία που καταλήγει να εξωραΐζει την κυρίαρχη κατάσταση πραγμάτων.

Αυτή η αλλαγή σκοπιάς συνδυάσθηκε με μία προβληματικότατη αλλαγή μεθοδολογίας. Ενώ οι προηγούμενες παραδόσεις περιοδολογούσαν τον καπιταλισμό – είτε στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής είτε στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού – μέσα από το οπτικό πρίσμα μίας γενικής θεωρίας, οι νεώτερες αυτές προσεγγίσεις υιοθέτησαν την μέθοδο μεσαίου βεληνεκούς (βλέπε Μαυρουδέας (1994α)). Οι θεωρίες αυτές, σε αντίθεση με τις γενικές θεωρίες που μελετούν ενιαία, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης, τις πιο γενικές αφηρημένες σχέσεις ενός συστήματος με τις πιό συγκεκριμένες μορφές του, εστιάζουν στις τελευταίες. Η ιστορία θεωρείται ότι δεν υπόκειται σε προσδιορισμούς που προκύπτουν από γενικούς νόμους-τάσεις. Κάθε εποχή πρέπει να μελετηθεί από μόνη της. Συνεπώς, οι μόνες θεωρητικές έννοιες που χρειάζονται είναι ενδιάμεσες έννοιες, που είναι ουσιαστικά ταξινομητικές κατηγορίες (καθεστώς συσσώρευσης, τρόπος ρύθμισης κλπ.) και που δεν διέπονται από μακροχρόνιες τάσεις αλλά λειτουργούν ιστορικο-συγκυριακά. Το μόνο που τις συνδέει είναι η συνάρθρωση (ή όχι) των δομών συσσώρευσης με το θεσμικό πλαίσιο. Η προσέγγιση μεσαίου βεληνεκούς έχει, άρρητα, την τάση να παίρνει μία ιστορική περίοδο – στην περίπτωση των εν λόγω θεωριών, την περίοδο του Φορντισμού – και να μελετά και να ταξινομεί τις εξελίξεις στις άλλες ανάλογα με την περίοδο αναφοράς. Το αποτέλεσμα είναι η θεσμιστική και ιστοριστική περιοδολόγηση του καπιταλισμού που προκύπτει να είναι εξαιρετικά σχηματική και αδύναμη να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη.

 

 

ΙΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Κατά την γνώμη μας, η περιοδολόγηση του καπιταλισμού πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής και μέσα στα πλαίσια της γενικής θεωρίας του. Κάθε ταξικός τρόπος παραγωγής συγκροτείται πάνω σε ένα σύνολο ταξικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες συνδέονται με τις έμμεσα μόνο ταξικά-επηρεαζόμενες δυνάμεις παραγωγής. Οι τρόποι παραγωγής διακρίνονται ανάλογα με τις θεμελιακές σχέσεις κατοχής και ελέγχου της κοινωνικής παραγωγής μεταξύ παραγουσών και μη-παραγουσών τάξεων (όχι απλά στο νομική τύπο τους αλλά στην ουσιαστική διάσταση τους). Τα στάδια σε κάθε τρόπο παραγωγής βασίζονται στους μετασχηματισμούς και στους προκύπτοντες ειδικούς τύπους των βασικών σχέσεων κατοχής και ελέγχου. Συνεπώς, το κριτήριο περιοδολόγησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι οι μετασχηματισμοί στις διαδικασίες παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας. Αυτοί αφορούν κατ’ εξοχήν, αλλά όχι μόνο, την σφαίρα της παραγωγής και την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία σε αυτήν. Επιπλέον – επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συγκροτείται, κατ’ αρχήν, ως ένα σύστημα ανεξάρτητων ιδιωτικών κεφαλαίων σε ανταγωνισμό μεταξύ τους – συνδέονται στενά με τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Ο καπιταλισμός εμφανίζεται ως ενιαίο σύστημα στην σφαίρα της ανταλλαγής μέσω της ανταλλαγής των προϊόντων των κατά τα άλλα ανεξάρτητων μονάδων παραγωγής μεταξύ τους. Επομένως, η θεμελιακή σχέση του – η σχέση εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας στην παραγωγή και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας – εκφράζεται και επικυρώνεται στην ανταλλαγή ως ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων. Η ταξική πάλη είναι παρούσα σε όλο το εύρος του πεδίου αυτού και είναι αυτή που κινητοποιεί είτε μετασχηματισμούς του συστήματος είτε την ανατροπή του. Οι πολιτικές μορφές είναι απότοκοι, με σχετικούς βαθμούς ελευθερίας, των μετασχηματισμών της σχέσης-κεφάλαιο.

Οι μετασχηματισμοί στις διαδικασίες παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας βασίζονται, κατ’ αρχήν, σε αλλαγές στην διαδικασία εργασίας και αποτελούν νέους συνδυασμούς σχετικής και απόλυτης υπεραξίας. Πολλές θεωρίες (Fine-Harris (1979), Ρύθμιση κλπ.) διέκριναν καπιταλιστικές περιόδους υποστηρίζοντας ότι στην πρώτη κυριαρχεί η απόλυτη και στην δεύτερη η σχετική υπεραξία. Πρόκειται για μία θεωρητικά (βλέπε Mavroudeas (1998)) και εμπειρικά (βλέπε Brenner-Glick (1991)) εσφαλμένη τοποθέτηση. Ο καπιταλισμός, με εξαίρεση την αρχική φάση κυοφορίας του που αποτελεί εποχή μετάβασης και όχι περίοδο του καπιταλισμού – χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της σχετικής υπεραξίας. Αυτό που αλλάζει από στάδιο σε στάδιο είναι η ισορροπία μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, πάντα όμως υπό την ηγεμονία της δεύτερης.

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε, κατά σειρά σημασίας, τις εξής βασικές κατηγορίες σχέσεων που χαρακτηρίζουν – και διαφοροποιούν μεταξύ τους – τα στάδια του καπιταλιστικού τ.π.:

1) Διαδικασία παραγωγής/εργασίας

2) Διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής

α. Διαδικασίες ανταγωνισμού (ενδοκλαδική και διακλαδική διάσταση, τάσεις που επηρεάζουν την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής κλπ.)

β. Νομισματικές και πιστωτικές σχέσεις (συνθήκες συγκρότησης του γενικού ισοδυνάμου, τύποι χρήματος κλπ.)

γ. Οικονομικές λειτουργίες του κράτους

3) Διαδικασίες διανομής εισοδήματος (προσδιορισμός της αξίας της εργασιακής δύναμης, διανομή μεταξύ (βιομηχανικού) κέρδους-τόκου και γαιοπροσόδου κλπ.)

4) Μορφές εκδήλωσης των οικονομικών κρίσεων: η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου αποτελεί την αιτία των κρισιακών τάσεων. Η τελική μορφή όμως εκδήλωσης τους εξαρτάται από μία σειρά ιστορικά συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάθε σταδίου.

5) Μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης και παραγωγής ιδεολογικής ηγεμονίας

6) Διεθνές σύστημα: ο ιμπεριαλισμός – δηλαδή ο ανταγωνισμός κεφαλαίων με κύριο μέσο την εξαγωγή τους και με αντίστοιχες πολιτικές και κρατικές στηρίξεις που συχνά οδηγούν σε πολεμικές συγκρούσεις – αποτέλεσε από τα πρώτα βήματα του καπιταλισμού τον τύπο οργάνωσης του διεθνούς συστήματος του. Επομένως, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του μονοπωλιακού σταδίου αλλά γενικότερη σχέση. Ο χαρακτήρας του ιμπεριαλιστικού συστήματος μετασχηματίζεται από στάδιο σε στάδιο.

Με βάση την προαναφερθείσα θεωρητική προσέγγιση διακρίνονται τρία στάδια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:

(α) ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού (μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα)

(β) ο μονοπωλιακός καπιταλισμός που διαιρείται σε δύο υπο-περιόδους: 1) την μονοπωλιακή φάση (σημαδευμένη από την κρίση του 1929 και μία ταραχώδη περίοδο μετάβασης μέχρι τον 2ο Παγκ.  Πόλεμο) και, 2) την κρατικο-μονοπωλιακή φάση (από το τέλος του 2ου Παγκ. Πολέμου μέχρι την κρίση του 1973).

(γ) μετά την κρίση του 1973 ανοίγει ένα νέο στάδιο του κεφαλαικρατικού τρόπου παραγωγής, το οποίο όμως ακόμη δεν έχει πλήρως διαμορφωθεί. Αυτός ο ακόμη αδιευκρίνιστος τελικός χαρακτήρας κάνει και προβληματική την ονομασία του. Ομως, οι βασικές κατευθύνσεις-τάσεις για την διαμόρφωση του, σε όλα τα κρίσιμα πεδία που χαρακτηρίζουν ένα στάδιο, είναι σχεδόν όλες ορατές.

 

Το στάδιο του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού

1) Διαδικασία παραγωγής/εργασίας: έχει πραγματοποιηθεί η ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και, συνεπώς, έχει εγκαθιδρυθεί η πρωτοκαθεδρία της σχετικής υπεραξίας. Ομως, η απόλυτη υπεραξία εξακολουθεί να έχει μία ιδιαίτερα σημαντική βαρύτητα καθώς, ενώ έχει κυριαρχήσει η μεγάλη βιομηχανία και ο εκμηχανισμός της παραγωγής, το κεφάλαιο μπορούσε – και το έκανε συστηματικά – να αυξάνει την διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.

2) Διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής: η μόνη υπάρχουσα διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής είναι η αγορά.

α. Διαδικασίες ανταγωνισμού: κυριαρχεί η μορφή της απλής επιχείρησης. Επικρατεί κυρίως η τάση για συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενώ η τάση για συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι σχετικά περιθωριακή, παρόλο που εμφανίζονται μονοπώλια. Ομως τα τελευταία προκύπτουν περισσότερο λόγω φυσικών και τεχνικών δεδομένων και λιγότερο μέσα από την ίδια την λειτουργία του συστήματος.

β. Νομισματικές και πιστωτικές σχέσεις: κυριαρχεί το εμπορευματικό χρήμα, ενώ το χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας (δηλ. το χρήμα-σύμβολο  που εκδίδεται από το κράτος) είναι στενά συνδεδεμένο με το πρώτο (κανόνας χρυσού).

γ. Διαδικασίες κρατικού παρεμβατισμού: το κράτος δεν έχει κανέναν άλλο οικονομικό ρόλο εκτός από την εγγύηση της νομισματικής κυκλοφορίας.

3) Διαδικασίες διανομής εισοδήματος: υπάρχει μόνον ο άμεσος μισθός. Επίσης, σαν μορφή ιδιοποίησης υπεραξίας κυριαρχεί το κέρδος.

4) Μορφές κρίσης: οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης εκδηλώνονται κυρίως στην ανταλλαγή, στην κίνηση του εμπορικού κεφαλαίου, σαν υπερπαραγωγή εμπορευμάτων.

5) Μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης και παραγωγής ιδεολογικής ηγεμονίας: η κρατική οικονομική παρέμβαση είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η κοινωνική αναπαραγωγή οργανώνεται κυρίως μέσω αυτορυθμιζόμενων εθελούσιων ενώσεων, που ήταν βασικά αστικές ενώσεις. Στην καθ’ αυτό σφαίρα της πολιτικής επικρατεί μία ελαχιστοποίηση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Το δικαίωμα του συνδικαλισμού και της απεργίας δεν είναι κατοχυρωμένο και συχνά απαγορεύεται. Επίσης, δεν υπάρχει πολιτική αντιπροσώπευση καθώς το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι περιορίζεται στις πλουσιότερες οικονομικές κατηγορίες (αυτούς που πλήρωναν φόρο), ενώ οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού (εργαζόμενοι, γυναίκες) αποκλείονται. Η πάλη της εργατικής τάξης παίρνει την μορφή εξεγέρσεων και μετωπικών συγκρούσεων.

6) Διεθνές σύστημα: Διεθνοποιείται κυρίως το εμπορευματικό κεφάλαιο. Επίσης, το διεθνές σύστημα οργανώνεται ακόμη στην βάση των κατάλοιπων της τελευταίας φάσης του προηγούμενου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, δηλαδή την αποικιοκρατία.

 

Το μονοπωλιακό και κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο

1) Διαδικασία παραγωγής/εργασίας: Βαθαίνει η ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία οι διαδικασίες σχετικής υπεραξίας, με αποτέλεσμα να αλλάζει ακόμη περισσότερο η ισορροπία μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας προς όφελος της δεύτερης. Αυξάνει η τάση εκτόπισης ζωντανής εργασίας από μηχανές και παρουσιάζονται πιό σύνθετες μορφές ελέγχου της εργασίας μέσα στην παραγωγή (όχι μόνον επιστάτες αλλά και γραφεία μελέτης, χρονομέτρησης και οργάνωσης της παραγωγής κλπ.).

2) Διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής: Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός χαρακτηρίσθηκε από όλο και πιο κοινωνικοποιημένες διαδικασίες ελέγχου και ιδιοποίησης της υπεραξίας. Συνακόλουθα, οι πρώτες κρατικές ρυθμίσεις – με την μορφή ιδιαίτερα των Εργοστασιακών Νόμων – ήρθαν να οργανώσουν με ενιαίο τρόπο και να εξομαλύνουν την λειτουργία των τυφλών δυνάμεων της αγοράς. Συνεπώς το κράτος ανέλαβε έναν ενεργότερο ρόλο στην κοινωνική αναπαραγωγή. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός αντιπροσωπεύει μία ενδιάμεση κατάσταση, όπου το κράτος παρέμβαινε μεν στην κοινωνική αναπαραγωγή αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ενεργό στην οικονομία. Η μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσα από τις επιμέρους καπιταλιστικές οικονομικές ενώσεις (πολυμετοχική επιχείρηση και μονοπώλιο) και όχι στο γενικότερο επίπεδο του συλλογικού κεφαλαιοκράτη. Αντιθέτως, στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό το κράτος έχει ενεργό ρόλο τόσο στην ρύθμιση της οικονομίας όσο και στην κοινωνική αναπαραγωγή. Το κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο γεννάται από την προσπάθεια του κράτους (συλλογικού κεφαλαιοκράτη) να επιλύσει τις οικονομικές κρίσεις μέσω της περαιτέρω κοινωνικοποίησης των σχέσεων παραγωγής. Το τελευταίο σημαίνει ότι κάθε επιμέρους κοινωνικο-οικονομική ρύθμιση εντάσσεται μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο και δεν εναπόκειται μόνον στην ατομική κίνηση των κεφαλαίων. Η άμεση παρέμβαση του κράτους στο κύκλωμα του κεφαλαίου – ιδιαίτερα μέσω των κρατικών επιχειρήσεων, της φορολογίας και της πιστωτικής πολιτικής κλπ. – αποτελεί το βασικό ειδοποιό χαρακτηριστικό του κρατικο-μονοπωλιακού σταδίου.

α. Διαδικασίες ανταγωνισμού: Κυριαρχεί η μορφή της πολυμετοχικής επιχείρησης. Εντείνεται όχι μόνο η συγκέντρωση αλλά και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και πλέον τα μονοπώλια ανακύπτουν μέσα από την ίδια την λειτουργία του ανταγωνισμού. Επιπλέον, το πιστωτικό σύστημα και οι τράπεζες αποκτούν ιδιάζουσα σημασία, καθώς αυξάνουν οι ανάγκες χρηματοδότησης (λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης του κεφαλαίου κλπ.).

β. Νομισματικές και πιστωτικές σχέσεις: το χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας αποστασιοποιείται περισσότερο από το εμπορευματικό χρήμα. Το πιστωτικό χρήμα – που δημιουργείται από τις τράπεζες αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

γ. Οικονομικές λειτουργίες του κράτους: στο μεν μονοπωλιακό στάδιο το κράτος δεν παρεμβαίνει ακόμη άμεσα στην οικονομία, όμως καθορίζει νομοθετικά το γενικότερο πλαίσιο της παραγωγής (Εργοστασιακοί νόμοι κλπ.). Στο κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο το κράτος επεμβαίνει άμεσα στην οικονομία τόσο με την οικονομική πολιτική του (νομισματική, δημοσιονομική πολιτική καθώς και εισοδηματική και βιομηχανική πολιτική) αλλά και μέσω των κρατικών επιχειρήσεων (ιδιαίτερα στην λεγόμενη Κοινή Ωφέλεια). Ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο κρατικός έλεγχος του πιστωτικού συστήματος.

3) Διαδικασίες διανομής εισοδήματος: Εμφανίζεται ο έμμεσος μισθός και, ιδιαίτερα στο κρατικο-μονοπωλιακό στάδιο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Επιπλέον, επειδή το χρηματικό κεφάλαιο έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία αλλά, επιπλέον, έχει κοινωνικοποιηθεί ως εμπόρευμα, ο τόκος αναβαθμίζεται σε σχέση με το κέρδος.

Στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό αποκτά σημαντικό ρόλο και η φορολογία, καθώς αφενός αυξάνει και καλύπτει πλέον όλο τον πληθυσμό και αφετέρου λειτουργεί ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος.

4) Μορφές κρίσης: η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους σε συνδυασμό με τον βαρύνοντα ρόλο του πιστωτικού συστήματος οδηγεί σε βίαιες κρίσεις.

5) Μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης και παραγωγής ιδεολογικής ηγεμονίας: Νομιμοποιούνται τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα, ενώ γενικεύεται το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Η πολιτική παύει να είναι υπόθεση των αστικών λεσχών προσωπικοτήτων και οργανώνονται μαζικά κόμματα. Ο ρεφορμισμός – αστικός και εργατικός – αναβαθμίζεται, καθώς, ιδιαίτερα στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό και μετά την ήττα του φασισμού, πρέπει να ενσωματωθεί η εργατική τάξη.

6) Διεθνές σύστημα: Διεθνοποιείται το χρηματικό κεφάλαιο, κυρίως μέσω της μορφής των τραστ και των καρτέλ. Το διεθνές σύστημα οργανώνεται σε καθαρά ιμπεριαλιστικές βάσεις, με ένταση των πολιτικο-οικονομικών ανταγωνισμών, εξαγωγές κεφαλαίων (κυρίως χρηματικών-δανειακών και εμπορευματικών καθώς είναι κυρίως το εμπορευματικό και το χρηματικό κεφάλαιο που έχουν διεθνοποιηθεί).

 

Το σημερινό στάδιο

1) Διαδικασία παραγωγής/εργασίας: Η εισαγωγή των ευλύγιστων μορφών εργασίας – σε μεγάλο βαθμό με την χρήση τεχνολογιών της πληροφορικής και παίρνοντας υπ΄ όψιν το γεγονός ότι οι επιπτώσεις τους είναι σημαντικότερες δραστηριότητες της κυκλοφορίας παρά αυτές τις παραγωγής – ενισχύει τον καπιταλιστικό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής και αυξάνει το ποσοστό εκμετάλλευσης. Επιπρόσθετα, διευκολύνει σημαντικές οικονομίες στην χρήση σταθερού κεφαλαίου. Ενα σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας εκδοχής της καπιταλιστικού διαδικασίας εργασίας είναι ότι – αντίθετα με την θέση Braverman περί αποειδίκευσης – εμφανίζει μία σύνθετη και αντιφατική τάση αποειδίκευσης και πολυ-ειδίκευσης. Αλλοι τύποι εργασίας αποειδικεύονται και τυποποιούνται καταλυτικά αλλά και άλλοι πολυ-ειδικεύονται και επιπλέον το κεφάλαιο δοκιμάζει να κινητοποιήσει την πρωτοβουλία και την εφευρετικότητα της εργασίας προς όφελος της κερδοφορίας του και υπό τον έλεγχο του (π.χ. εισαγωγή κύκλων ποιότητας κλπ.). Τόσο οι αποειδικευόμενες όσο, πολύ περισσότερο, οι πολυ-ειδικευόμενες κατηγορίες αποτελούν πλέον συνδυασμούς χειρονακτικής-διανοητικής εργασίας[8]. Ομως τόσο η γενίκευση πλευρών διανοητικής εργασίας όσο και η αύξουσα βαρύτητα των κατηγοριών πολυ-ειδικευμένης εργασίας δεν σηματοδοτεί μία γραμμικά προοδευτική εξέλιξη μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Το σύστημα όσο έχει ανάγκη την πρωτοβουλία, την εφευρετικότητα και την πείρα της εργασίας άλλο τόσο χρειάζεται να την εκκαθαρίσει από τα στοιχεία της εργατικής ανταγωνιστικότητας και να την υπάγει στον απόλυτο έλεγχο του. Επιδιώκει συνεπώς οι διαδικασίες αυτές να στερούνται μίας πραγματικά συνολικής – και επομένως παρέχουσας την δυνατότητα κριτικής και αμφισβήτησης – διάστασης. Οι πολυ-ειδικεύσεις, για παράδειγμα, δεν σημαίνουν μία καθολική και κριτική γνώση – που μπορεί δυνητικά να ενισχύσει την εργασία στο να αναλάβει μόνη της την οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής – αλλά την δυνατότητα εξάσκησης (ενδεχομένως και με πρωτοβουλιακό και πρωτότυπο τρόπο) πολλαπλών εφαρμογών. Με βάση αυτές τις αλλαγές, στο σημερινό στάδιο του καπιταλισμού – ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού με τόσο έντονο τρόπο – δοκιμάζεται να αλλάξει η ισορροπία της σχέσης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, και τόσο σαν υποβοηθητικό στοιχείο στην επίλυση της κρίσης όσο και σαν συστατικό στοιχείο του νέου σταδίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαδικασίες απόλυτης υπεραξίας θα ηγεμονεύσουν έναντι αυτών της σχετικής υπεραξίας, επιστρέφοντας στα πρώιμα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αλλά ότι οι προηγούμενες αναλογίες της μεταξύ τους σχέσης αλλάζουν με αναβάθμιση της απόλυτης υπεραξίας. Ενώ επομένως τυπικά οι συνολικές εβδομαδιαίες ώρες εργασίας ενός ευρωπαίου εργαζόμενου μειώνονται, ταυτόχρονα οι πραγματικές ώρες εργασίας του – με υπερωρίες, δουλειά στο σπίτι, ευλύγιστες μορφές εργασίας κλπ. – έχουν αυξηθεί δραστικά.

 

2) Διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής:

α. Διαδικασίες ανταγωνισμού: τα πολυκλαδικά μονοπώλια αποκτούν ιδιαίτερα βαρύνοντα ρόλο. Υπάρχει μία αντιφατική τόνωση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής. Ενώ υπό την πίεση της κρίσης το μέγεθος της μέσης επιχείρησης έχει περιορισθεί, υπάρχει μία σημαντική αύξηση της βαρύτητας του σταθερού κεφαλαίου (τόσο λόγω της μείωσης του μεριδίου των μισθών όσο και λόγω του κόστους της εισαγωγής νέων τεχνολογιών). Από την άλλη πλευρά, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου αυξάνει μέσω διαδοχικών κυμάτων ενοποιήσεων και εξαγορών, που συνδυάζεται όμως με την ταυτόχρονη αύξηση των υπεργολαβιών. Ομως όπως έχουν δείξει μία σειρά μελέτες για τον «νέο ανταγωνισμό», υπάρχει συγκεντροποίηση των νευραλγικών δραστηριοτήτων ενώ δίνονται ως υπεργολαβίες οι δευτερεύουσας σημασίας και πάντα υπό τον έλεγχο της κεντρικής επιχείρησης. Συνεπώς, ακόμη και στους κλάδους οι υπεργολαβίες οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των λειτουργούντων επιχειρήσεων, οι περισσότερες είναι εξαρτημένες ουσιαστικά από τις κεντρικές επιχειρήσεις.

β. Νομισματικές και πιστωτικές σχέσεις: έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος του πιστωτικού χρήματος και έχουν εμφανισθεί και νέες μορφές χρήματος (ηλεκτρονικό κλπ.). Εμφανίζεται μία αναδιάρθρωση του χρηματο-πιστωτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρόλου των χρηματιστηρίων (το «Αγγλο-σαξονικό» μοντέλο) σε αντίθεση με τις τράπεζες (το «Ιαπωνο-γερμανικό» μοντέλο). Επίσης το τραπεζικό σύστημα μετακινείται από τις παραδοσιακές δραστηριότητες του (καταθέσεις και δάνεια) σε νέες δραστηριότητες χρηματο-οικονομικής διαμεσολάβησης (αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα κλπ.). Κυρίως όμως επικρατεί αστάθεια μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods.

γ. Οικονομικές λειτουργίες του κράτους: αντίθετα με τα νεο-φιλελεύθερα κηρύγματα δεν υπάρχει μία απόσυρση του κράτους από την οικονομία αλλά ένας νέος ρόλος για αυτό. Εγκαταλείπει μερικές παραγωγικές δραστηριότητες στα ιδιωτικά κεφάλαια μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και υιοθετεί ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια λειτουργίας για τις εναπομένουσες κρατικές επιχειρήσεις (αυξάνοντας έτσι τον βαθμό εκμετάλλευσης για ένα τμήμα της εργατικής τάξης που παρέμεινε σχετικά προστατευόμενο το προηγούμενο χρονικό διάστημα). Από την άλλη όμως μεταβάλλεται κυριολεκτικά σε γενικό επιτελείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης καθώς αναλαμβάνει ευρύτερες ευθύνες στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Πολλές από τις λειτουργίες του απο-πολιτικοποιούνται και, κατά συνέπεια, γίνονται μη-υπόλογες σε δημόσιο έλεγχο (π.χ. η τάση προς ανεξάρτητες Κεντρικές Τράπεζες). Η κίνηση αυτή δεν σηματοδοτεί την απόσυρση του κράτους αλλά μία οχύρωση των πιό νευραλγικών λειτουργιών του σε βαθύτερα και λιγότερο επιρρεπή σε πολιτικές πιέσεις κέντρα.

 

3) Διαδικασίες διανομής εισοδήματος: το βασικό χαρακτηριστικό είναι η συστηματική μείωση του μεριδίου των μισθών. Επιδιώκεται να διατηρηθεί σταθερό εάν όχι να μειωθεί το κοινωνικό όριο της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ταυτόχρονα, αυξάνοντας την εντατικοποίηση αλλά και τον απόλυτο χρόνο εργασίας (αυξάνοντας δηλαδή την απομύζηση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας), αυξάνονται οι φθορές της εργασίας – που αποτυπώνονται βασικά στο φυσικό όριο της αξίας της. Μειώνοντας το κοινωνικό όριο το κεφάλαιο επιδιώκει να διατηρηθεί χαμηλά η αξία της εργασιακής δύναμης, έτσι ώστε αυτή να αντανακλά τα φυσικά και κοινωνικά δεδομένα παλαιότερων εποχών και όχι τόσο τις αυξημένες φθορές όσο και την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας του σήμερα.

 

4) Μορφές κρίσης: οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης αποκτούν ευαίσθητους αισθητήρες στο χρηματο-πιστωτικό σύστημα που προειδοποιούν και εκφράζουν κατ’ αρχήν τις κρισιακές τάσεις. Οι μετά το 1973 περίοδος διατρέχεται από χρηματιστηριακές κρίσεις και καταρρεύσεις μηχανισμών συναλλαγματικών ισοτιμιών.

 

5) Μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης και παραγωγής ιδεολογικής ηγεμονίας: Παρουσιάζεται μία κρίση των μαζικών κομμάτων και μία στροφή προς χαλαρότερους κομματικούς σχηματισμούς, χωρίς μαζικές οργανώσεις και διαπερνόμενους από διαφοροποιήσεις στην βάση επιμέρους συμφερόντων και ομάδων πίεσης. Η αλλαγή αυτή συμβαδίζει με την ευθυγράμμιση όλων των επίσημων κομμάτων πίσω από τις νεο-συντηρητικές πολιτικές.

 

6) Διεθνές σύστημα: κυριαρχεί η διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου και η αύξουσα σημασία των πολυεθνικών πολυ-κλαδικών μονοπωλίων. Ταυτόχρονα απελευθερώνονται – σε βαθμό που κινδυνεύουν να γίνουν ανεξέλεγκτες – οι διεθνείς κεφαλαιακές κινήσεις. Επίσης, ενισχύονται οι περιφερειακές ολοκληρώσεις (ΕΕ, λεκάνη του Ειρηνικού, NAFTA κλπ.)

 

 

ΙV. Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ: ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ

 

1. Εισαγωγή

Η εξέλιξη του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού παρουσιάζει σημαντικές ιδιομορφίες και χρονικές υστερήσεις σε σχέση με το γενικό πρότυπο που αναλύθηκε προηγουμένως. Οι ιδιομορφίες και οι υστερήσεις αυτές αφορούν πρωτίστως τα δύο πρώτα στάδια, που άλλωστε η χρονική περίοδος κρίσης και μετάβασης από το πρώτο στο δεύτερο στην Δύση κυρίως συμπίπτει με την φάση παγίωσης και ολοκλήρωσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός διήνυσε με ένα ιδιόμορφα ενιαίο τρόπο το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς η στενή διαπλοκή με τις διεθνείς εξελίξεις την ίδια ακριβώς ώρα που παγιωνόταν το καπιταλιστικό σύστημα στην χώρα καθώς και μία σειρά ιδιαιτερότητες της ελληνικής ανάπτυξης οδήγησαν στην άμεση σχεδόν υιοθέτηση στοιχείων του δευτέρου σταδίου. Η συνύπαρξη στοιχείων και των δύο σταδίων συνεχίσθηκε ουσιαστικά μέχρι τον 2ο Παγκ. Πόλεμο. Μόνο στην μεταπολεμική φάση τα στοιχεία του μονοπωλιακού σταδίου, και μάλιστα με κρατικο-μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, επικρατούν ξεκάθαρα. Από αυτή την ιστορική στιγμή και μετά οι διαφορές και οι χρονικές υστερήσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε σύγκριση με τις δυτικές οικονομίες μειώνονται δραστικά. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι το υπό συγκρότηση σημερινό τρίτο στάδιο συγκροτείται στην Ελλάδα χωρίς να δεν παρουσιάζει ούτε αξιοσημείωτες χρονικές υστερήσεις ούτε σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με το γενικό μοντέλο και ακολουθεί την λίγο-πολύ ομοιόμορφη εμπειρική έκφραση του στις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες.

 

2. Η ιστορική πορεία ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων

στον ελλαδικό χώρο

Η συγκρότηση του καπιταλιστικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο παρουσίασε σημαντικές διαφοροποιήσεις, χρονικές υστερήσεις και ιδιομορφίες συγκριτικά με το “κλασικό” δυτικο-ευρωπαϊκό μοντέλο εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού. Παρόλο ότι προκαπιταλιστικές αστικές δραστηριότητες (εμπόριο, βιοτεχνία κλπ.) είχαν ήδη αναπτυχθεί από τον 11ο αι., οι ειδικές συνθήκες τόσο της Βυζαντινής όσο και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν ευνόησαν την ταχύρυθμη (σε σύγκριση με τα δυτικο-ευρωπαϊκά δεδομένα) περαιτέρω εξέλιξη τους (Σβορώνος (1976), σ.13-20). Οταν μετά από μακρόχρονη τελμάτωση, τον 17ο και κυρίως τον 18ο αι., επαναπροωθείται η διαδικασία συγκρότησης καπιταλιστικών σχέσεων οι συνθήκες αλλά και οι συγκυρίες μέσα στις οποίες επιτελείται υπαγορεύουν εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και όταν με την συγκρότηση του ελληνικού κράτους η αστικοποίηση αποκτά ηγεμονικό ρόλο, εξακολούθησε να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις αναπτυγμένες δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες.

Ταυτόχρονα όμως με την υστέρηση συγκριτικά με τις δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες, πρέπει να επισημανθεί ο πρωτοπόρος και κομβικός ρόλος του ελληνικού αστισμού στα Βαλκάνια και την Α.Μεσόγειο. Η ελληνική είναι η πρώτη αστική τάξη που συγκροτείται στον χώρο αυτό, που αποτελούσε ένα ενδιάμεσο “έδαφος” μεταξύ της αναπτυγμένης καπιταλιστικά Δύσης και της πρωτόγονης (κεφαλαιοκρατικά) Ασίας και Αφρικής.

Αυτή η ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης έχει ευθύς εξ αρχής εξαιρετικά “διεθνοποιημένα” χαρακτηριστικά, με την έννοια της υπέρβασης των κρατικών συνόρων, που τότε δεν ήταν συγκροτημένα στην βάση του αστικού “εθνικού κράτους”[9]. Κατ’ αρχήν κάλυπτε όλες σχεδόν τις κρίσιμες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – τόσο στην Βαλκανική όσο όμως και αλλού. Δεύτερον, οι οικονομικές της δραστηριότητες αναπτύχθηκαν σε στενή σύνδεση με την Δύση[10].

Ηδη πριν από τον 18ο αι. η κλειστή φυσική οικονομία που κυριαρχούσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία άρχιζε να εκχωρεί σημαντικούς θύλακες κεφαλαιοκρατικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα στην Βαλκανική και στα νότια όρια της. Οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες αναλαμβάνονται από ελληνικής ιδιοκτησίας κεφάλαια. Η προνομιακή θέση των Ελλήνων συγκριτικά με τους άλλους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – τόσο λόγω του Βυζαντινού παρελθόντος όσο και των περισσότερο προχωρημένων σχέσεων με την Δύση, που αποτελούσε τον βασικό εμπορικό εταίρο  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – συνέβαλε σε αυτό τον πρωτοπόρο ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης. Τα κύρια πεδία δράσης ήταν η ναυτιλία και το εμπόριο, αν και επίσης βιοτεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες γνώρισαν μία ανάπτυξη. Οι δραστηριότητες αυτές ήταν κατ’ αρχήν προ-καπιταλιστικού τύπου, με έμφαση στο εμπόριο και σε προκαπιταλιστικές μορφές, αλλά σταδιακά άρχισαν να παράγουν καθαρά καπιταλιστικές δραστηριότητες με ευρεία και συστηματική χρήση μισθωτής εργασίας και διαχωρισμό της εργασίας από τα μέσα παραγωγής.

Η συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έδωσε την πρώτη σταθερή βάση ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στην Βαλκανική, στις οποίες το ελληνικό στοιχείο πρωτοστατούσε. Ομως – παρά την πρωτοπόρα παρουσία του – βασικό πρόβλημα για την οικονομία του τότε νεοσύστατου κράτους αποτελούσε η ισχυροποίηση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και η κάλυψη της υστέρησης σε σχέση με την αναπτυγμένη Δύση, με την οποία τα ελληνικά κεφάλαια ήταν σε εξαιρετικά στενή διαπλοκή (συνεργασιών αλλά και ανταγωνισμών). Η έλλειψη ενός επαρκούς ζωτικού χώρου – καθώς τα αρχικά όρια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, είχε σαν άμεσο συνεπακόλουθο μεγάλες μάζες των ελληνικής ιδιοκτησίας κεφαλαίων να παραμένουν εκτός συνόρων, γεγονός που αδυνάτιζε τους εσωτερικούς όρους καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών διήνυσε μία μακρά περίοδο και συνδέθηκε στενά με τις οικονομικές εξελίξεις – και ιδιαίτερα τις μεγάλες δομικές κρίσεις και αλλαγές, όπως αυτές του 1875 και του 1929 – στην διεθνή οικονομία.

Η υπέρβαση του προβλήματος του ζωτικού χώρου προωθήθηκε με την σταδιακή επέκταση της εδαφικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους που μέχρι και την δεκαετία του 1930 έφθασε περίπου στα σημερινά του όρια. Αυτή η εδαφική επέκταση συνδυάσθηκε με την προσέλκυση κατ’ αρχήν ελληνικής ιδιοκτησίας κεφαλαίων του εξωτερικού – αλλά και ξένων κεφαλαίων – που ενίσχυσαν την συγκρότηση μίας επαρκούς βάσης κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η σταδιακή κατάργηση αυτού του σχιζοειδούς διαχωρισμού των ελληνικής ιδιοκτησίας κεφαλαίων ξεκίνησε εντατικά στο τελευταίο τρίτο του 19ου αι., ενισχύθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή και, σε μεγάλο βαθμό, ολοκληρώθηκε στην δεκαετία του 1960 με την ανεξαρτητοποίηση μίας σειράς μεσογειακών χωρών (κυρίως της Αιγύπτου) που οδήγησε στην μετανάστευση των τελευταίων σημαντικών παροικιακών κεφαλαίων.

Στο τελευταίο τρίτο του 19ου αι. η ανάδυση άλλων βαλκανικών αστικών τάξεων και οι συνακόλουθοι εθνικισμοί αλλά και το κίνημα των Νεότουρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχιζαν να βάζουν σημαντικά εμπόδια στην δράση των ελληνικών κεφαλαίων. Αυτό σε συνδυασμό με την κρίση στις Δυτικές χώρες και την άνοδο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του προστατευτισμού έθεσε σοβαρότατα διλήμματα στα ελληνικά παροικιακά κεφάλαια, καθώς έπρεπε είτε να ενταχθούν οργανικά στις ανερχόμενες βαλκανικές αστικές τάξεις, είτε να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές (όπως είτε τα δυτικά κέντρα είτε και τα οικονομικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), είτε να εγκατασταθούν στον ελλαδικό χώρο και να συμβάλουν στην δημιουργία μίας ισχυρής οικονομικής εδαφικής βάσης και ενός σταθερού πολιτικού μηχανισμού υποστήριξης. Πράγματι, ιδιαίτερα η μετά το 1870 περίοδος, σημαδεύτηκε από την μετεγκατάσταση στο ελλαδικό χώρο τέτοιων κεφαλαίων* κίνηση την οποία υποστήριξε εξαιρετικά ενεργητικά η πολιτική Τρικούπη (Βεργόπουλος (1978)). Η μετεγκατάσταση αυτή – παρόλο ότι στην ουσία μόνο ένα τμήμα της κατέληξε σε παραγωγικές επενδύσεις, ενώ μεγάλα μέρη επιδόθηκαν στον δανεισμό και στην κερδοσκοπία (στα χρηματιστήρια της Ελλάδα ή του εξωτερικού αλλά και με την έγγεια ιδιοκτησία) – συνέβαλε στην δημιουργία των οικονομικών βάσεων για την επέκταση των ορίων του ελληνικού κράτους στις αρχές του 20ου αι. και στην συνακόλουθη δημιουργία ενός επαρκούς ζωτικού χώρου οικονομικής δράσης για τα ελληνικά κεφάλαια. Οπως επισημαίνει ο Σβορώνος (1976, σ.100-105), στην περίοδο 1875-1909 παγιώνονται οι βάσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής στο ελληνικό κράτος, που η οικονομία του αρχίζει να αποκτά βιομηχανική βάση ενώ επιπλέον αναπτύχθηκε και ο χρηματο-πιστωτικός τομέας. Οι κύριοι βιομηχανικοί κλάδοι ήταν αφενός η κλωστοϋφαντουργία και τα τρόφιμα αλλά κυρίως μεταλλευτικές επιχειρήσεις σε πλειοψηφική συμμετοχή ξένων κεφαλαίων (π.χ. Λαύριο). Παράλληλα, φυσικά, άρχισε να ενισχύεται και η εργατική τάξη και εκδηλώθηκαν και οι πρώτες πολιτικο-συνδικαλιστικές δραστηριότητες της.

Μετά το 1920, οι αυξανόμενες δυσκολίες της διεθνούς οικονομίας – αλλεπάλληλες κρίσεις (1920-22, 1924, 1927) με επιστέγασμα την μεγάλη κρίση του 1929 – σε συνδυασμό με την Μικρασιατική καταστροφή οδήγησαν στην επόμενη μεγάλη μετεγκατάσταση ελληνικής ιδιοκτησίας κεφαλαίων μέσα στο χώρο του ελληνικού κράτους. Η μετεγκατάσταση αυτή οδήγησε σε ένα νέο κύμα οικονομικής και ιδιαίτερα βιομηχανικής ανόδου. Είχε ήδη προηγηθεί μία φάση επιχειρηματικής ευφορίας στην διάρκεια των Βαλκανικών και του Α’ Παγκ. πολέμων καθώς είχε διευρυνθεί σημαντικά η αγορά με τους πληθυσμούς των νέων περιοχών που προσαρτήθηκαν από το 1913 αλλά και από τις ανάγκες τόσο της ελληνικής όσο και της πολεμικής μηχανής της Αντάντ. Ομως το προσφυγικό ρεύμα του 1922 προμήθευσε ένα σημαντικό και έμπειρο εργατικό δυναμικό και μία αδιαμφισβήτητη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, η παρουσία των προσφύγων οδήγησε στην ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης που διεύρυνε ακόμη περισσότερο την εσωτερική αγορά και αφαίρεσε τους περιορισμούς της γαιοπροσόδου στην καπιταλιστική ανάπτυξη εξασφαλίζοντας την δυνατότητα συνεχών αυξήσεων της παραγωγικότητας της αγροτικής εργασίας και μεγέθυνσης του αγροτικού τομέα (Βεργόπουλος (1978β, σ.46).

Οι παράγοντες αυτοί επέτρεψαν στον ελληνικό καπιταλισμό να εκμεταλλευθεί τα αποτελέσματα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929. Η παγκόσμια κρίση του 1929 είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Κατ’ αρχήν οδήγησε στην κατάρρευση της πολιτικής σταθεροποίησης του Βενιζέλου που στηριζόταν στην σύνδεση της ισοτιμίας της δραχμής με την αγγλική λίρα και στην μετατρεψιμότητα της τελευταίας σε χρυσό (ήταν ουσιαστικά η τελευταία προσπάθεια επιβολής του χρυσού κανόνα στην Ελλάδα). Με την παύση της τελευταίας το 1931 η προσπάθεια διατήρησης της ισοτιμίας της δραχμής για να διατηρηθεί η διεθνής δανειοληπτική ικανότητα της Ελλάδας προσέκρουσε σε αυξανόμενες κερδοσκοπικές πιέσεις και τελικά ανατράπηκε οριστικά το 1932. Μία σειρά νομισματικές (κατάργηση της ελεύθερης μετατρεψιμότητας της δραχμής σε χρυσό ή συνάλλαγμα, αποκλειστικός έλεγχος της αγοράς συναλλάγματος από την Τράπεζα της Ελλάδας, υποτίμηση της δραχμής κλπ.) αλλά και εμπορικές ρυθμίσεις (αναδιοργάνωση του δασμολογίου και γενική αύξηση των δασμών, σύστημα ποσοστικών περιορισμών επί των εισαγωγών, διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με βάση των συμψηφισμό σε είδος (clearing)) οδήγησαν σε μία ενίσχυση του προστατευτισμού.

Ο προστατευτισμός – σε συνδυασμό με την διεθνή κρίση – οδήγησε στον περιορισμό του εξωτερικού προσανατολισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων και την στροφή προς την εσωτερική αγορά. Στον πρωτογενή τομέα η κρίση των παραδοσιακών εξαγωγικών προϊόντων (σταφίδα, καπνός) – που εκτός της διεθνούς κρίσης είχε και ιδιαίτερες πλευρές – οδήγησε στην στροφή σε προϊόντα προσανατολισμένα στην εσωτερική αγορά (βαμβάκι, σιτηρά, ζωοτροφές κλπ.). Στον δευτερογενή τομέα ουσιαστικά αναπτύχθηκε μία σταδιακή υποκατάσταση εισαγωγών αλλά και η κάλυψη νέων αναγκών μέσω εγχώριων δραστηριοτήτων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην περίοδο 1928-38, κατά τις στατιστικές της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα παρουσίασε έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής (65%) μετά την Σοβ. Ενωση (87%) και την Ιαπωνία (73%). Βασικός κλάδος ήταν η κλωστοϋφαντουργία, ακολουθούμενη από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τις οικοδομές και τις μηχανικές κατασκευές (Βεργόπουλος (1978β), κεφ.Ζ). Επίσης, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδας το 1928 και η σταδιακή ανάληψη από μέρους της ενός επιτελικού ρόλου στην νομισματική πολιτική – παρά την μακροχρόνια αντιπαλότητα με την προηγουμένως κυρίαρχη Εθνική Τράπεζα, που έληξε με την ήττα της δεύτερης (Βεργόπουλος (1978β), κεφ.Ε) – ενίσχυσε ιδιαίτερα τον ρόλο του κράτους.

Γενικά, στην περίοδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης η αναγκαστική στροφή στην ενίσχυση της εγχώριας καπιταλιστικής συσσώρευσης σε συνδυασμό με την ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού και τις προστατευτικές ρυθμίσεις οδήγησε στην δεύτερη μεγάλη φάση ανόδου – μετά το 1870-80 – του ελληνικού καπιταλισμού.

Ο Β’ Παγκ. Πόλεμος αποδιοργάνωσε την παραγωγική υποδομή αλλά κυρίως τις θεμελιακές κοινωνικές σχέσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Η παραγωγική υποδομή υπέστη εκτεταμένες καταστροφές με αποτέλεσμα την μείωση της παραγωγής και του εισοδήματος περίπου στο μισό των προπολεμικών επιπέδων[11]. Οι βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους παρέλυσαν, καθώς ο υπερπληθωρισμός, η συνακόλουθη αναξιοπιστία του κρατικού χρήματος και η χρήση ξένων χρυσών νομισμάτων σαν υποκατάστατων ακύρωσε τους νομισματικούς μηχανισμούς ενώ η αντίσταση στο κατοχικό κράτος διέλυσε τους φορολογικούς και δημοσιονομικούς μηχανισμούς. Επιπλέον, η αποδιοργάνωση των καπιταλιστικών οικονομικών λειτουργιών οδήγησε αφενός στην ανάδυση διαδικασιών αυτοκατανάλωσης και αντιπραγματισμού και αφετέρου της μαύρης αγοράς και της διανομής με δελτίο. Ολα αυτά υποκαθιστούσαν αναγκαστικά τις κανονικές καπιταλιστικές εμπορευματικές διαδικασίες. Τέλος, η ραγδαία ενίσχυση της Αριστεράς διακύβευε σημαντικά την προοπτική του καπιταλιστικού συστήματος.

Η πρώτη μεταπολεμική φάση (1944-53) σημαδεύθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο και τις προσπάθειες ανασυγκρότησης των καπιταλιστικών σχέσεων. Ορθά έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές (π.χ. Σταθάκης (1992)) ότι στην περίοδο αυτή δεν προσδιορίσθηκε μόνο το πολιτικό πλαίσιο της μεταπολεμικής πορείας της ελληνικής οικονομίας αλλά επιπλέον τέθηκαν και οι βάσεις για το οικονομικό πλαίσιο, καθώς οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις αναμφίβολα αφορούσαν το δεύτερο και επιπλέον το λεγόμενο “βιομηχανικό ζήτημα” βρισκόταν ήδη στο επίκεντρο των συγκρούσεων αυτών. Καθοριστικό ρόλο στην περίοδο αυτή έπαιξε η Αγγλική, στην αρχή, και η Αμερικανική, στην συνέχεια, παρέμβαση και τα ειδικά συμφέροντα και επιλογές της. Ο ξένος παράγοντας έπαιξε κομβικό ρόλο όχι μόνο στην πολιτικο-στρατιωτική αλλά επίσης στην οικονομική ανασυγκρότηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής καθώς είχε θεσμοθετημένο ρόλο και άλλωστε η οικονομική “βοήθεια” του έφθανε περίπου το 1/3 σχεδόν του εθνικού εισοδήματος. Σε καμία περίπτωση όμως οι επιλογές του δεν ήταν μονομερώς αποφασιστικές καθώς έπρεπε να συνυπολογίζουν τα συμφέροντα των μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης, που όχι λίγες φορές ήρθαν σε αντιπαράθεση με αγγλικές ή αμερικανικές επιλογές[12].

Γενικά, σε όλη φάση 1944-53 τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας λίγο αποστασιοποιήθηκαν από τα προπολεμικά πρότυπα. Αλλωστε οι πρώτοι που εμφάνισαν σημαντικούς ρυθμούς ανόδου μεταπολεμικά ήταν οι παραδοσιακοί κλάδοι των τροφίμων, του καπνού και της κλωστοϋφαντουργίας – προφανώς λόγω έντονης ζήτησης και μικρών κεφαλαιακών και τεχνολογικών προαπαιτήσεων – ενώ αυτοί των ορυκτών, της μεταλλουργίας και της χημικής βιομηχανίας εμφάνισαν μία σχετική υστέρηση. Αργότερα οι κλαδικές μελέτες της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής προσανατόλισαν πιστώσεις και έστρεψαν ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις στην χημική βιομηχανία (κυρίως λιπάσματα) και στην μεταλλουργία (κυρίως σιδηροβιομηχανία).

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι παρά το ότι οι στρατηγικές που έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στις αγοραίες διαδικασίες κυριάρχησαν, οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους διευρύνθηκαν και αυτές. Η Νομισματική Επιτροπή – που ιδρύθηκε το 1946 και απέκτησε πρόσθετες αρμοδιότητες το 1948 – αποτέλεσε τον κεντρικό ρυθμιστή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επίσης, μετά από μία αντιφατική πορεία – όπου σε κάποιες στιγμές ενισχύθηκαν ιδιωτικές δραστηριότητες (δανειοδότηση Power, ανανέωση της σύμβασης της Cable Wireless κλπ.) – το δημόσιο ανέλαβε τους κρίσιμους τομείς της οικονομικής υποδομής (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές).

Τα μέτρα Μαρκεζίνη του 1953 σηματοδότησαν την δεύτερη φάση του τετραετούς σταθεροποιητικού προγράμματος που ξεκίνησε το 1950 και πυροδότησαν την φάση εκείνη που προετοίμασε την “χρυσή εποχή” του ελληνικού καπιταλισμού του 1960-70. Η πρώτη φάση περιλάμβανε το πάγωμα των μισθών, την απελευθέρωση του εμπορίου, την ρύθμιση των τιμών βασικών προϊόντων κλπ. Τα μέτρα Μαρκεζίνη, με επίκεντρο την υποτίμηση της δραχμής, στόχευαν στην αναδιάρθρωση των διεθνών συναλλαγών της χώρας. Μία άλλη σημαντική παράμετρος ήταν οι συστηματικές προσπάθειες προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, που ολοκληρώθηκαν με τον εξαιρετικά γνωστό νόμο του 1953 (Β.Δ. 2687/53). Αυτό συνδυάσθηκε με μία σταδιακή συρρίκνωση του άμεσου ρόλου του ξένου παράγοντα (π.χ. αποχώρηση των ξένων μελών της Νομισματικής Επιτροπής το 1953). Το ότι όλη αυτή η φάση προετοίμασε την “χρυσή εποχή” φαίνεται από τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ (στην περίοδο 1950-60 αύξανε με ρυθμό 5.7%) και στην ελαφρά ενίσχυση του δευτερογενούς τομέα σε σύγκριση με τον αγροτικό (ο πρώτος αντιπροσώπευε το 20.2% του ΑΕΠ το 1950 και το 25.7% το 1960 ενώ ο δεύτερος το 28.5% το 1950 και το 22.5% το 1960 – σε τρέχουσες τιμές (Βαϊτσος – Γιαννίτσης (1987), σ.16).

Όπως προαναφέρθηκε, η φάση 1960-73 αποτελεί την “χρυσή εποχή” του ελληνικού καπιταλισμού (Ιωακείμογλου – Μηλιός (1990), σ.39). Ολοκληρώθηκαν οι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί της ελληνικής οικονομίας και ταυτόχρονα αναβαθμίσθηκε η θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Συνακόλουθα οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκονταν στην κορυφή αυτών των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι κλαδικές αναδιαρθρώσεις ενίσχυσαν την βαρύτητα του δευτερογενούς τομέα και ιδιαίτερα της μεταποίησης καθώς αποτέλεσε τον ηγετικό τομέα από πλευράς μεγέθυνσης (Βαϊτσος – Γιαννίτσης (1987), σ.15-43). Η βιομηχανική ανάπτυξη είχε εξωστρεφή χαρακτήρα που όμως συνδυάσθηκε με έντονο προστατευτισμό στους κομβικούς τομείς. Ταυτόχρονα όμως διευρύνθηκε σημαντικά και η εσωτερική αγορά τόσο λόγω της αύξησης του εισοδήματος όσο και λόγω της αυξημένης αστυφιλίας. Οι επιδόσεις αυτές προσέλκυσαν σημαντικές μάζες ξένων κεφαλαίων (που όμως συχνά ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας αλλά επεδίωκαν να εκμεταλλευθούν τους ευνοϊκούς νόμους). Τα κεφάλαια αυτά (κυρίως αμερικανικά, γαλλικά, ελβετικά, αγγλικά και γερμανικά) όμως – αντίθετα με τους ισχυρισμούς των θεωριών της εξάρτησης – δεν λειτούργησαν αποικιοκρατικά αλλά αντίθετα συνέβαλαν στην εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση και ανάπτυξη (Μηλιός (1988)). Οι βασικοί κλάδοι της φάσης αυτής ήταν: ναυτιλία, κατασκευές, κλωστοϋφαντουργία, τσιμεντοβιομηχανία, βιομηχανία πετρελαϊκών παραγώγων, μη-σιδηρούχων μετάλλων, δέρματος-υποδήματος. Υπήρχε μία σχετική υστέρηση – συγκριτικά με τις Δυτικές χώρες – σε κλάδους όπως οι μηχανοκατασκευές και τα ηλεκτρικά προϊόντα.

Η κρίση του 1973-74 οδήγησε σε δραστική μείωση όλων των κρίσιμων δεικτών του συστήματος και σε μία μακρά διαδρομή αναδιαρθρώσεων.

 

 

3. Φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα

Είναι ενδεικτικό πως οι προαναφερθείσες φάσεις καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο περιοδολόγησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που προτάθηκε στα πρώτα κεφάλαια της εργασίας αυτής.

(1) Στην φάση 1830-70  εδραιώθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και παρουσιάσθηκαν ενδείξεις μίας πρώτης αναιμικής ανάπτυξης. Οι πρώτες μεταπελευθερωτικές οικονομικές δραστηριότητες επικεντρώνονταν κυρίως στον αγροτικό τομέα, το εμπόριο και την ναυτιλία. Η εκβιομηχάνιση υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη και αφορούσε κλάδους συναφείς με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων (οινοποιία, σαπουνοποιία, βυρσοδεψία κλπ.). Απουσίαζαν ακόμη πολιτικές ενεργούς προώθησης της εκβιομηχάνισης. Επίσης, ο βασικός προσανατολισμός της οικονομίας ήταν εξαγωγικός καθώς δεν είχε αναπτυχθεί μία επαρκής εσωτερική αγορά. Επίκεντρο αυτού του εξαγωγικού προσανατολισμού ήταν ορισμένα τυπικά εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα (σταφίδα, καπνός κλπ.). Ουσιαστικά στην φάση αυτή κυριαρχούσαν στοιχεία και διαδικασίες του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, ταυτόχρονα όμως με ιδιόμορφες πολιτικές που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν εκ των ενόντων τα προβλήματα εδραίωσης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων.

(2) Οι αναδιαρθρώσεις που επιτελέσθηκαν στην φάση 1870-80 παγίωσαν και ενίσχυσαν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και οδήγησαν σε μία πρώτη φάση ταχείας ανάπτυξης. Η πολιτική Τρικούπη ενίσχυσε συστηματικά το μεγάλο κεφάλαιο και οργάνωσε τις αναγκαίες υποδομές για την καπιταλιστική συσσώρευση. Ταυτόχρονα, και παρά την φραστική προσήλωση στις αρχές του φιλελευθερισμού, στοιχεία του μονοπωλιακού σταδίου (και ιδιαίτερα παρεμβατικές και προστατευτικές ρυθμίσεις) αναπτύχθηκαν εξ ανάγκης – τόσο λόγω εσωτερικών ελληνικών ιδιομορφιών όσο και λόγω των αλλαγών στην διεθνή οικονομία.

(3) Στην φάση των πολέμων (1880-1920) παρουσιάσθηκαν αρκετά καλές οικονομικής επιδόσεις, σε μεγάλο βαθμό λόγω των πολεμικών αναγκών, αλλά και επιλύθηκε το πρόβλημα του ζωτικού χώρου.

(4) Η φάση 1920-30 χαρακτηρίσθηκε από έντονες αναδιαρθρώσεις αλλά και μία δεύτερη φάση ταχείας ανάπτυξης. Υπήρξε μία σημαντική άνοδος του κρατικού παρεμβατισμού και των προστατευτικών πολιτικών, που οδήγησε στην κυριαρχία των στοιχείων του μονοπωλιακού σταδίου.

(5) Η φάση 1930-1944 σημαδεύθηκε από την συνέχιση των χαρακτηριστικών της προηγουμένης αλλά και τον Β’ Παγκ. Πόλεμο με την διατάραξη των σχέσεων καπιταλιστικής αναπαραγωγής τόσο λόγω εσωτερικών όσο και διεθνών αλλαγών.

(6) Στην φάση 1944-50  επιτελέσθηκε η μεταπολεμική ανασυγκρότηση των καπιταλιστικών σχέσεων και τέθηκαν οι βάσεις για τις αναδιαρθρώσεις της επόμενης φάσης.

(7) Το διάστημα 1950-60 χαρακτηρίσθηκε από αναδιαρθρώσεις στην κατεύθυνση της κρατικο-μονοπωλιακής υπο-περιόδου του μονοπωλιακού καπιταλισμού και την προετοιμασία των όρων για την επόμενη φάση έντονης ανάπτυξης.

(8) Η “χρυσή εποχή” του ελληνικού καπιταλισμού (1960-73) χαρακτηρίσθηκε από εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής συσσώρευσης.

(9) 1973 – σήμερα: κρίση, αναδιαρθρώσεις και κυοφορία του νέου σταδίου

 

Ουσιαστικά από το 1830 μέχρι και το 1920 ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός χαρακτηρίσθηκε από την συνύπαρξη στοιχείων τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου σταδίου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μετά το 1920 τα στοιχεία του δεύτερου (μονοπωλιακού) σταδίου άρχισαν να ηγεμονεύουν εμφανώς. Μετά τον 2ο Παγκ. Πόλεμο άρχισαν να αποκτούν κρατικο-μονοπωλιακά χαρακτηριστικά. Η κρίση του 1973 σηματοδότησε, όπως και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, την έναρξη της διαδικασίας κυοφορίας ενός νέου τρίτου σταδίου.

Αυτή την ιδιόμορφα ενιαία και αντιφατική διάνυση των δύο πρώτων σταδίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής απηχούν οι δύο κρίσιμες φάσεις του 1870-80 και του 1920-30. Στην πρώτη εδραιώνονται οι διαδικασίες καπιταλιστικής ανάπτυξης και σε αυτό παίζουν καθοριστικό ρόλο δανειακά κεφάλαια από το εξωτερικό (τόσο από ξένους κεφαλαιούχους αλλά και από παροικιακά κεφάλαια). Η ενδογενής τάση ολοκλήρωσης του καπιταλιστικού μετασχηματισμού ενισχύθηκε από την ανάγκη διεξόδων για τα υπερσυσσωρευμένα δυτικά κεφάλαια. Η δημιουργία δηλαδή σταθερών και ολοκληρωμένων βάσεων καπιταλιστικής συσσώρευσης στην Ελλάδα συνέπεσε και αλληλοδιαπλέχθηκε με την μεγάλη κρίση που οδήγησε τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο στην υπέρβαση του πρώτου σταδίου και στην οικοδόμηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτός ο ιδιόμορφα ενιαίος τρόπος διάνυσης των δύο πρώτων σταδίων, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και με την αντιφατική – αλλά πολλές φορές λειτουργική όπως, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση του πιστωτικού χρήματος[13] – συσσωμάτωση στοιχείων και των δύο σταδίων. Επίσης, η εισαγωγή από τον κατά τα άλλα διαπρύσιο φιλελεύθερο Χ.Τρικούπη του δασμολογίου, το 1884, που ουσιαστικά παρεμπόδιζε τις εισαγωγές και ενίσχυε την εγχώρια παραγωγή είναι ενδεικτική της αντιφατικής πλην όμως λειτουργικής σύμμειξης στοιχείων των δύο σταδίων[14]. Και βέβαια, πάνω από όλα, ο καθοριστικός οικονομικός ρόλος του κράτους στην καπιταλιστική ανάπτυξη που ουσιαστικά – εκόντως ακόντως – έφερε στοιχεία του δεύτερου καπιταλιστικού σταδίου ήδη στα πρώτα βήματα του ελληνικού καπιταλισμού.

Η εισαγωγή του προστατευτισμού και κρατικών παρεμβατικών πολιτικών πήρε ακόμη πιο συστηματικό χαρακτήρα στην περίοδο του μεσοπολέμου, συμβαδίζοντας με τα διεθνή δεδομένα – αν και συνήθως οι πολιτικοί που τις υλοποιούσαν εξακολουθούν να διακηρύσσουν την πίστη τους στον φιλελευθερισμό και ότι η υιοθέτηση άλλων πολιτικών γινόταν κυρίως για ταμειακούς λόγους (κρατικά έσοδα και διεθνής δανεισμός). Η προστατευτική πολιτική στο μεσοπόλεμο θεμελιώθηκε αρχικά με τον νόμο 2948 του 1922 και με το δασμολόγιο του 1926. Ο προστατευτισμός επεκτάθηκε στην βιομηχανία το 1931-32. Επίσης, στον αγροτικό τομέα χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά παρεμβατικές πολιτικές (χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εισαγωγή το 1927, με πρόταση του Αλ.Παπαναστασίου, των “τιμών ασφαλείας” για την συγκέντρωση των δημητριακών από το κράτος). Ακόμη η συγκρότηση μίας σειράς οργανισμών όπως ο Κρατικός Οργανισμός Βάμβακος (1931), η Κεντρική Επιτροπή για την Προστασία της Εγχωρίου Σιτοπαραγωγής (1927) κλπ. ενίσχυσε τον ρόλο του κράτους. Η ανάπτυξη του εμπορικού clearing ενίσχυσε επίσης καθοριστικά τον ρόλο αυτό.

Ενα άλλο κρίσιμο στοιχείο του δευτέρου σταδίου, η ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων από το κράτος, άρχισε επίσης σταδιακά από το 1914 και επεκτάθηκε στην συνέχεια. To 1914 το ελληνικό κράτος εξαγόρασε το σύνολο των μετοχών της Εταιρίας Ελληνικών Σιδηροδρόμων από την γαλλική Batignoles. Στην περίοδο του μεσοπολέμου ιδρύθηκαν οι Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ). Μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο η κρατική δραστηριότητα επεκτάθηκε στον χώρο των δημόσιων έργων και της κοινής ωφέλειας. Στο ίδιο διάστημα το κράτος άρχισε να αποκτά βαρύνοντα ρόλο στο χρηματο-πιστωτικό σύστημα.

Είναι ενδεικτικό των ελληνικών ιδιομορφιών και αυτής της ανάμειξης στοιχείων και των δύο σταδίων από τις πιο ετερόκλητους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματος το γεγονός ότι η υιοθέτηση του 8ώρου – που αποτέλεσε ένα από τα βασικά στοιχεία συγκρότησης του μονοπωλιακού σταδίου – στην Ελλάδα εισήχθη επί της φασίζουσας κυβέρνησης Μεταξά[15].

Ενα σημαντικό επιπλέον ζήτημα που αφορά την εγκαθίδρυση κυρίως του μονοπωλιακού σταδίου είναι το ζήτημα των ιμπεριαλιστικών δραστηριοτήτων του ελληνικού κεφαλαίου. Το ζήτημα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο οξύτατων αντιπαραθέσεων ιδιαίτερα με τους υποστηρικτές των απόψεων περί υπανάπτυξης και εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού. Ο ελληνικός καπιταλισμός ανέπτυξε ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες αρκετά γρήγορα. Αφήνοντας στην άκρη το θέμα των παροικιακών κεφαλαίων, ήδη το ναυτιλιακό κεφάλαιο αποτελούσε από πολύ νωρίς μία εξαιρετικά διεθνοποιημένη μερίδα. Επίσης, στην δεκαετία του ’60 κομβικό ρόλο διαδραμάτισε το κατασκευαστικό κεφάλαιο με την δημιουργία μεγάλων ομίλων με δραστηριότητα στην Μέση Ανατολή και στην Β.Αφρική[16].

 

 

V. ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΤΑΔΙΟ ΣΗΜΕΡΑ;

Οπως ειπώθηκε και προηγουμένως, κατά το διάστημα 1960-70, που είναι και η χρυσή δεκαετία του Ελληνικού καπιταλισμού, η χρονική υστέρηση της Ελληνικής σε σχέση με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες τείνει να μηδενιστεί. Στην Ελλάδα όπως και στη Δύση, την περίοδο της άνθισης διαδέχεται μια περίοδος δυστοκίας και μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης, που ορόσημο και απαρχή της είναι η κρίση του 1973.

Για να ξεπεράσει τη μακροχρόνια κρισιακή κατάσταση ο καπιταλισμός μετασχηματίζεται, περνώντας σε ένα νέο στάδιο. Αυτή η διαδικασία είναι επίσης μακροχρόνια και η ολοκλήρωσή της δεν έχει ίσως ακόμη συντελεστεί. Τα ελληνικά δεδομένα – ακολουθόντας τα θεωρητικά κριτήρια περιοδολόγησης που προαναφέραμε – δίνουν ισχυρές ενδείξεις στην κατεύθυνση αυτή.

 

 

1. Διαδικασία Παραγωγής – Εργασίας

Στο πρώτο και ποιο σημαντικό αυτό επίπεδο εντάσσεται η μορφή και ο έλεγχος της υπεραξίας.

Οσο αφορά τον έλεγχο της υπεραξίας, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην Ελληνική οικονομία, αυξάνει το βαθμό ελέγχου της εργασίας από το κεφάλαιο, οδηγεί στην εντατικοποίηση και την αύξηση της εκμετάλλευσης, πράγμα που επιδρά τόσο στη σχετική όσο και στην απόλυτη υπεραξία.

Σε αυτή την κατεύθυνση παρατηρείται και μία διαφοροποίηση στον συσχετισμό πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας. Η γενική τάση είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ τους, με την αυξανόμενη γνώση που απαιτούν όλο και περισσότερες δουλειές, και με την αντικατάσταση μέρους των χειρονακτικών εργασιών από μηχανήματα που οι χειριστές τους απαιτείται να έχουν κάποια ελάχιστη κατάρτιση. Αυτό εκφράζεται και από τον αριθμό των πτυχιούχων στην Ελλάδα που τείνει να διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο παρατηρείται  μια υποβάθμιση ακόμη και της πνευματικής εργασίας σε μια τυποποιημένη και αποξενωμένη διαδικασία.

Ομως η μεγάλη τομή γίνεται στις διαδικασίες ιδιοποίησης υπεραξίας (σχετική – απόλυτη). Για πρώτη φορά από την εμφάνιση του καπιταλισμού γίνεται μια αλλαγή της μεταξύ τους σχέσης προς όφελος της απόλυτης υπεραξίας. Πιο σωστά, ενώ η αύξηση της σχετικής υπεραξίας επιβραδύνεται, σαν ένα αποτέλεσμα της πτώσης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, γίνεται (ίσως εξαιτίας αυτής της επιβράδυνσης) μία προσπάθεια αύξησης της απόλυτης υπεραξίας. Φυσικά η σχετική υπεραξία παραμένει κυρίαρχη και καθοριστική, όμως αυτή η αλλαγή της μεταξύ τους ‘γεωμετρίας’ είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν σοβαρότατες ελλείψεις στα ελληνικά στοιχεία όσον αφορά τον χρόνο εργασίας και ιδιαίτερα δείκτες που να μπορούν να διακρίνουν μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Το πρόβλημα αυτό άλλωστε υπάρχει και με τα διεθνή στοιχεία. Τα προβλήματα αυτά δυσχεραίνουν τον εμπειρικό έλεγχο της θεωρίας περιοδολόγησης που υποστηρίζουμε, όμως δεν αναιρούν, κατά την γνώμη μας, την ρεαλιστικότητα της και την θεωρητική της επάρκεια.

Ενδειξη για τον ρόλο των διαδικασιών απόλυτης υπεραξίας αποτελούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τον ημερήσιο και εβδομαδιαίο εργάσιμο χρόνο σε συνδυασμό με τις στατιστικές για τις πραγματικές ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Ομως αξιόπιστα διαθέσιμα στοιχεία για τις δεύτερες υπάρχουν μόνο τις τελευταίες δεκαετίες.

Για την Ελλάδα, αυτή η αυξημένη βαρύτητα της απόλυτης υπεραξίας φαίνεται από τα παρακάτω  στοιχεία:

 

Α. Αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας των Ελλήνων εργαζομένων

Οπως φαίνεται και από τον Πίνακα 1, παρατηρείται κατά το διάστημα 1983- 1992 μία αύξηση στον πραγματικό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας στην Ελληνική οικονομία.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.

Εβδομαδιαίος πραγματικός χρόνος εργασίας

στην Ελληνική οικονομία.

 

          ΕΤΟΣ Μέσος χρόνος εργασίας ανά εβδομ.
1983 38,7
1984 38,6
1985 38,2
1986 38,4
1987 37,7
1988 38,4
1989 38,6
1990 38,4
1991 39,2
1992 39,6

 

(πηγή EUROSTAT)

 

Φυσικά, επειδή η προσπάθεια αύξησης του χρόνου εργασίας δεν γίνεται μέσα από τα επίσημα κανάλια (για παράδειγμα οι υπερωρίες στον ιδιωτικό τομέα τις περισσότερες φορές είναι αδήλωτες για να εξοικονομηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές), η αύξηση αυτή δεν μπορεί να φανεί σε όλη της τη διάσταση μέσα από τα στοιχεία για τον επίσημο χρόνο εργασίας. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, φαίνεται η τάση, που είναι σημαντική.

 

Β. Στον αυξημένο επίσημο χρόνο εργασίας, πρέπει να υπολογίσουμε και την δεύτερη εργασία, η οποία είναι τις περισσότερες φορές αδήλωτη (“μαύρη”)  και η οποία γνωρίζει μεγάλη άνθιση. Είναι εμφανής η δυσκολία για εύρεση στοιχείων για αυτό το ζήτημα. Ετσι στηριζόμαστε κυρίως σε εξαγωγή συμπερασμάτων με έμμεσο τρόπο. Με βάση το γεγονός ότι η μερική απασχόληση έχει αυξητικές τάσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (Κατσορίδας (1998)) αριθμώντας πριν ένα χρόνο 160000 εργαζόμενους και με δεδομένο ότι η μερική απασχόληση υποδηλώνει σε μεγάλο ποσοστό δεύτερη εργασία, έχουμε μία έμμεση απόδειξη για την προηγούμενη εκτίμηση. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ  (1997) πάνω από δέκα τοις εκατό αυτών που ενώ δουλεύουν ψάχνουν για εργασία, είναι για να βρουν δεύτερη εργασία.

 

Γ. Αυτοαπασχόληση-φασόν

Η ύπαρξη μεγάλων τομεών οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχεί η αυτοαπασχόληση είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, σε αντίθεση εν μέρει με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επέκτασή του σε νέους τομείς (εκτός από τους κλασικούς του ιματισμού και του υποδήματος), από κατασκευές παιχνιδιών ως λογιστικές και αρχιτεκτονικές υπηρεσίες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για κατηγορίες εργαζομένων που ουσιαστικά «αγοράζουν» την δουλειά τους, ιδιαίτερα στις νέου τύπου δραστηριότητες (όπως στα εστιατόρια) όπου αγοράζεται ο τίτλος και η τεχνογνωσία. Στις δραστηριότητες αυτές επικρατεί συνήθως αυξημένο και πλήρως ελαστικοποιημένο ωράριο εργασίας. Η επέκταση αυτού του τρόπου απασχόλησης υποδηλώνει αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας.

 

Δ. Ενα τελευταίο αλλά σημαντικό στοιχείο είναι η ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας (βλ. Πίνακα 2). Αν θεωρήσουμε ότι στη έννοια της εργατικής δύναμης περιλαμβάνεται ολόκληρη η εργατική οικογένεια, τότε αυτή η αυξανόμενη εργασία των γυναικών με στόχο την αναπαραγωγή της εργατικής οικογένειας σημαίνει μεγάλη αύξηση του χρόνου εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονη αύξηση της απόλυτης υπεραξίας.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ  2.

Μεταβολή του εργατικού δυναμικού και της απασχόλησης

για άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα.

 

 

Ετος 1993 1993 1997 1997 %μετα-

βολής

%μετα-βολής
  Ανδρες Γυναίκες Ανδρες Γυναίκες Ανδρες Γυναίκες
Πληθυσμός εργ.ηλικίας 3258311 3474251 3260956 3530561 0,1% 1,6%
Εργατικό Δυναμικό 2583993 1534386 2612004 1682401 1,1% 9,6%
Απασχολούμενοι

 

2419472 1300707 2438980 1415075 0,8% 8,8%

 

(Ιωακείμογλου-Κρητικίδης 1998)

 

 

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνεται η εκτίμηση για αύξηση του χρόνου εργασίας και συνεπακόλουθα του ρόλου της απόλυτης υπεραξίας στην Ελληνική οικονομία, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Φυσικά μένει να μελετηθεί το ακριβές ποσοστό της αύξησης και να συγκριθεί με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας για το αντίστοιχο διάστημα. Και μόνο όμως το γεγονός της αύξησης αυτής (που έρχεται σε αντίθεση με την τάση του προηγούμενου σταδίου) δηλώνει την μεγάλη αλλαγή που συντελείται σ’ αυτόν τον τομέα.

 

 

2. Διαδικασία κοινωνικοποίησης

Α. Ανταγωνισμός

Στο παγκόσμιο επίπεδο αυτό που κυριαρχεί είναι η εμφάνιση των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων (ΠΠΜ), που όπως φανερώνει το όνομά τους, τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι ο πολυεθνικός χαρακτήρας (επενδύσεων, κεφαλαίων κλπ) και η πολυκλαδική δικτύωση. Η εμφάνισή τους είναι μια τομή στην πορεία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και εκκαθάρισης των αδύναμων τμημάτων του. Ακόμη και η αντίρροπη διαδικασία της γέννησης μικρών δυναμικών κεφαλαίων είναι εξαρτημένη από τα ΠΠΜ μέσα από το σύστημα των υπεργολαβιών.

Η εμφάνιση των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων (ΠΠΜ) , συντελείται και στην Ελλάδα, με τις ιδιομορφίες μιάς σχετικά μικρής καπιταλιστικής οικονομίας: το πολυκλαδικό σκέλος έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό (βλ. δραστηριότητες των γνωστών “ομίλων” Βαρδινογιάννη, Λάτση, Κόκκαλη, Κωστόπουλου κλπ) ενώ το πολυεθνικό  έχει δύο όψεις. Από τη μια η διασύνδεση των Ελληνικών μονοπωλιακών κεφαλαίων με τα κεφάλαια των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών (μέσω εξαγορών, στρατηγικών συμμαχιών και του χρηματιστηρίου) και από την άλλη η επέκταση και σύνδεσή τους με ποιο υπανάπτυκτα κεφάλαια και η εξάπλωσή  τους στις νέες αγορές.

 

Β. Νομισματικές σχέσεις.

Στον τομέα αυτό παρατηρείται μία μεγάλη αύξηση του πιστωτικού χρήματος και στην Ελλάδα όπως και μια ισχυροποίηση του ρόλου του χρηματιστηρίου σαν χρηματοδοτικού μηχανισμού των επιχειρήσεων σε σχέση με τις τράπεζες ,οι οποίες στρέφονται σε νέα προϊόντα.

 

Γ. Οικονομικές λειτουργίες του κράτους.

Σαν απάντηση στην μακροχρόνια κρισιακή κατάσταση που άρχισε το 1973, το Ελληνικό κράτος ακολουθώντας το διεθνές παράδειγμα, πραγματοποιεί μια σημαντικότατη αλλαγή πορείας όσο αφορά τις οικονομικές λειτουργίες του. Από τη μία απομακρύνει από τον αμιγή δημόσιο τομέα και παραδίδει στο ιδιωτικό κεφάλαιο (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ) μια σειρά από ΔΕΚΟ, τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια να αυξήσει την υπεραξία που παράγεται σε αυτόν τον τομέα. Από την άλλη όμως ενισχύει τον επιτελικό ρόλο που παίζει στη λειτουργία της οικονομίας στο σύνολό της κρατώντας τον έλεγχο επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας (ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ), ελέγχοντας το τραπεζικό σύστημα μέσω της Εθνικής Τράπεζας αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδας, μοιράζοντας στις επιχειρήσεις τα διάφορα κοινοτικά κονδύλια και προγράμματα του κρατικού προϋπολογισμού και συνολικά καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής  τη συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε και παίζει το Ελληνικό κράτος στην προσπάθεια της ελληνικής ολιγαρχίας για ένταξη στην ΟΝΕ. Αυτή η διπλή αλλαγή στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους σηματοδοτεί μια νέα ποιότητα, ανατρέποντας τα δεδομένα της κρατικομονοπωλιακής φάσης του προηγούμενου σταδίου.

 

3. Διαδικασία διανομής εισοδήματος

Τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας ασταμάτητης προσπάθειας μείωσης του μεριδίου των μισθών. Αυτή η προσπάθεια του Ελληνικού κεφαλαίου με κύριο εκτελεστή το Ελληνικό κράτος έχει διπλό στόχο. Από τη μία να μειωθεί το κοινωνικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης και από την άλλη να αποτελέσει το καταναγκαστικό κίνητρο για την αύξηση του χρόνου εργασίας και της απόλυτης υπεραξίας. Ετσι, με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ («Ενημέρωση»,1998) ο μέσος πραγματικός μισθός είναι σήμερα στα επίπεδα του 1980, ενώ η εξέλιξη του κατώτατου μισθού στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δείχνει ότι από το 1984 έως το 1997 υπάρχει μείωση κατά 17,5%. (στοιχεία EUROSTAT από «Ενημέρωση»,1998).

Ταυτόχρονα παρατηρείται μία μεγάλη μείωση των κοινωνικών δαπανών, στη λογική της εισόδου των εμπορευματικών σχέσεων ακόμη  και σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία κλπ.

Συνολικά έχουμε αναδιανομή του εισοδήματος σε όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας, μια εξέλιξη που χειροτερεύει σημαντικά τη θέση της εργασίας σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο.

 

4.Διεθνές σύστημα – ιμπεριαλισμός.

Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα αλλάζει ακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό είναι η συμμετοχή σε μια περιφερειακή ολοκλήρωση (Ευρωπαϊκή Ενωση), σε συνδυασμό πάντα με την εντονότατη διαπλοκή του Ελληνικού με το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Ενα νέο στοιχείο είναι η συμμετοχή της με πιο δυναμικό τρόπο στους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς (ΝΑΤΟ-ΕΕ) και η προώθηση των δικών της ξεχωριστών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων κυρίως στην περιοχή των Βαλκανίων και των πρώην “ανατολικών” χωρών. Η προώθηση των συμφερόντων αυτών εκτός από την οικονομική και πολιτική διείσδυση συνεπάγεται ακόμη και την αποστολή στρατευμάτων σε γειτονικές χώρες( Αλβανία, Βοσνία, Σερβία). Ομως αυτή η προώθηση γίνεται πάντα κάτω από την ομπρέλα και συνεπάγεται εντονότερη αλληλεξάρτηση με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.

 

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Υπάρχουν μία σειρά ανοιχτά ζητήματα, που ανακύπτουν από τα παραπάνω, και που υπαγορέυουν νέα περιοχές έρευνας. Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι η επακριβής μελέτη των αλλαγών στον χρόνο εργασίας, στο φώς μάλιστα νεότερων διεθνών συζητήσεων που υποδεικνύουν μία αντίστοιχη αύξηση του συνολικού εργάσιμου χρόνου (π.χ. Schor (1992)). Σε άμεση συνάφεια με το προηγούμενο είναι το ζήτημα του ποσοτικού προσδιορισμού των διαδικασιών σχετικής και απόλυτης υπεραξίας και η σχετική θεωρητική και εμπειρική συζήτηση.

Πέρα όμως από τα ζητήματα της επιστημονικής έρευνας, το αντικείμενο της μελέτης μας αναδεικνύει και μία άλλη πλευρά. Στον βαθμό που η προηγηθείσα ανάλυση ευσταθεί είναι προφανές ότι το νέο στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος επιτάσσει ένα νέο πρόγραμμα πάλης από την πλευρά του κόσμου της εργασίας. Στο επίκεντρο του νέου αυτού προγράμματος δεν μπορεί παρά να βρίσκεται το πιο κομβικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής, το πρόβλημα του χρόνου εργασίας.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Althusser L.-Balibar E. (1977), «Reading Capital», New Left Books

Βαϊτσος Κ. – Γιαννίτσης Τ. (1987), “Τεχνολογικός μετασχηματισμός και Οικονομική Ανάπτυξη”, Gutenberg

Βεργόπουλος Κ. (1978α), “Κράτος και Οικονομική Πολιτική στον 19ο αιώνα”, Θεμέλιο

Βεργόπουλος Κ. (1978β), “Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη”, Εξάντας

Bucharin N. (1976), «Imperialism and World Economy», Μerlin

Δεμαθάς Ζ. – Καλαφάτης Θ. – Σακελλαρόπουλος Θ. (1991), “Νομισματικές κρίσεις και η κρατική διαχείριση τους στην Ελλάδα, 1880-1930”, Θεμέλιο

ΕΣΥΕ (1997), Ερευνα εργατικού δυναμικού 1997

EUROSTAT(1992), Work organization and working hours 1983 – 1992

«Ενημέρωση»(1998), «Τα δεδομένα για την ΕΓΣΣΕ» τεύχος 33, Φεβρουάριος 1998

«Ενημέρωση»(1998), «Ο κατώτατος μισθός και η EUROSTAT» τεύχος 35, Απρίλιος 1998

Fine B. – Harris L. (1979), ‘Rereading Capital’, Columbia University Press

Hobson J. (1902), ‘Imperialism – a study’, Allen & Unwin

Hilferding R. (1981), “Finance Capital”, Routledge

Ιωακείμογλου Η. – Μηλιός Γ. (1990), “Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών”, Εξάντας

Ιωακείμογλου Η. – Κρητικίδης Γ. 1998), ‘Η θέση των νέων στην αγορά εργασίας», Ενημέρωση νο.38

Κατσορίδας Δ. (1998) «Η εργαζόμενη νεολαία στην Ελλάδα», «Ενημέρωση» , νο.36, Μάϊος 1998

lyenkov E.V. (1982), «The dialectics of the abstract and the concrete in Marx’s Capital», Progress

Lenin V.I. (1977), ‘Imperialism, the highest stage of capitalism’ in Lenin I.V. (1977), Selected Works’, Progress

Lipietz A. (1986), ‘Behind the crisis: the exhaustion of a regime of accumulation’,Review of Radical Political Economics vol.18 no.2

Luxemburg R.-Bucharin N. (1972), «Imperialism and the  Accumulation of Capital», Penguin

Luxemburg R. (1971), «The Accumulation of Capital», Routledge

Μarx K. (1982), ‘Capital’, vol.III, Penguin

Μαυρουδέας Στ. (1994α), «Η Προσέγγιση της Ρύθμισης: Θεωρία της Κρίσης ή Κρίση της Θεωρίας», Αξιολογικά νο.5

Μαυρουδέας Στ. (1994β), «Λευκή Βίβλος: τομή στην κεφαλαιοκρατικήανασυγκρότηση στην Ευρώπη», Ουτοπία νο.9

Mavroudeas S. (1998), ‘Contemporary Capitalism: Is there a new stage in process?’, εργασία παρουσιασμένη στο Marx II International Congress, CNRS – University of  Paris X, Παρίσι 30 Σεπτεμβρίου – 3 Οκρωβρίου

Μηλιός Γ. (1988), “Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη”, Εξάντας

Μηλιός Γ. – Ιωακείμογλου Η. (1987), “Δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα (1958-1985), Θέσεις νο.19

Poulantzas N. (1975), «Classes in Contemporary Capitalism», New Left Books

Poulantzas N. (1978), “L’ Etat, le Pouvoir, le Socialisme”, PUF

Petras J. (1982), “Σημειώσεις για την πολιτική οικονομία της Ελλάδας”, Τετράδια νο.6

Schor J. (1992), ‘The overworked American’, Basic Books

Σακελλαρόπουλος Θ. [επιμέλεια] (1992), “Οικονομία και πολιτική στην σύγχρονη Ελλάδα”, Πληροφόρηση

Σταθάκης Γ. (1992), “Η διαμόρφωση του μεταπολεμικού μοντέλου εκβιομηχάνισης: η κρίσιμη περίοδος 1944-1953” σε Σακελλαρόπουλος Θ. (1992)

Σβορώνος Ν. (1976), “Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας”, Θεμέλιο

Zeleny J. (1980), «The Logic of Marx», Blackwell

 


[1]                      Μία αναλυτική παρουσίαση των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόσθηκαν έχει δοθεί σε Μαυρουδέας (1994β).

[2]                      Χαρακτηριστικά, ο Hilferding (1981) δεν χρησιμοποίησε τον όρο «ιμπεριαλισμός» παρά μόνο στο τελευταίο μέρος και αναφερόταν κυρίως σε «σύγχρονη προτατευτική πολιτική», «σύγχρονη αποικιακή πολιτική» ή «εξωτερική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο Kautsky επίσης αναφερόταν στην “ιμπεριαλιστική πολιτική” ως ένα εναλλακτικό σενάριο μεταξύ πολλών δυνατοτήτων.

[3]                      Υπάρχουν, επίσης, σημαντικές αδυναμίες στην θεώρηση του Lenin με πρώτη την κυρίως πολιτικού χαρακτήρα θέση για την τάση σήψης του καπιταλισμού. Ακόμη, εσφαλμένη είναι η πεποίθηση ότι η αύξουσα κοινωνικοποίηση των οικονομικών λειτουργιών του καπιταλισμού – μέσω της μονοπωλιοποίησης – δημιουργεί την υλική βάση για μία εύκολη σοσιαλιστική μετάβαση.

[4]                      Η Μαρξιστική διαλεκτική ανάλυση, ακολουθόντας σε μεγάλο βαθμό την Εγελιανή παράδοση, διακρίνει μεταξύ της ουσίας μίας κατάστασης πραγμάτων (των ελάχιστων βασικών αναγκαίων και ικανών στοιχείων για την θεμελίωση της και την πυροδότηση των διαδικασιών πλήρους συγκρότησης της) και της μορφής της (δηλ. της τελικής πλήρους και απτής εμφάνισης της ως ενότητας βασικών και δευτερευόντων στοιχείων).

[5]                      Στην ελληνική βιβλιογραφία ο Μηλιός (1988, σ.100-108) δίνει μία εξαιρετικά ευκρινή παρουσίαση της Αλτουσεριανής άποψης.

[6]                      Ο Zeleny (1980, κεφ.3ο) έχει δείξει ότι ο Marx, σε αντίθεση με τον Ricardo, αντιμετώπιζε την ουσία ως μία δυναμική έννοια. Επίσης, ο Ilyenkov (1982) έχει αναλύσει πως για τον Marx η διαδικασία της αφαίρεσης και η αποσκοπούμενη ανακάλυψη της ουσίας δεν είναι ιδεο-τυπική αλλά πραγματική διαδικασία. Η ουσία δεν είναι ένα αποκαθαρμένο από ιστορικά στοιχεία διανοητική κατασκευή αλλά η αφομοίωση της πραγματικότητας από την σκέψη στους βαθύτερους και καθοριστικούς προσδιορισμούς της.

[7]                      Είναι ενδεικτικό ότι ο Marx μελετώντας τον Νόμο του 1844 και τους αγώνες σχετικά με την διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, τα θεώρησε συγκεκριμένα αποτέλεσματα του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της ταξικής πάλης. Κατά συνέπεια τα μελέτησε στο αφηρημένο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής και όχι σε αυτό του βρετανικού κοινωνικού σχηματισμού.

[8]                      Ενώ, ιδιαίτερα στα πρώτα βήματα του καπιταλισμού, η διάκρίση χειρονακτικής-διανοητικής εργασίας αντιστοιχούσε ευθύγραμμα σχεδόν με την διάκρίση ανειδίκευτης-ειδικευμένης εργασίας.

[9]                      Αυτή η διεθνοποιημένη ανάπτυξη προσέδωσε πράγματι ιδιόμορφα χαρακτηριστικά στον ελληνικό καπιταλισμό, καθώς ακόμη και μετά την συγκρότηση του ελληνικού κράτους το εξω-ελλαδικό κεφάλαιο έπαιζε κρίσιμο ρόλο. Ομως, όπως ακόμη και οπαδοί μετριασμένων εκδοχών της θεωρίας της εξάρτησης (πχ. Petras (1982, σ.7) αποδέχονται, η συσχέτιση αυτή δεν αντιστοιχεί σε αυτή του μοντέλου των θεωριών της εξάρτησης, καθώς στην ελληνική περίπτωση τα εισοδήματα που δημιουργούνταν στο εξωτερικό μεταφέρονταν συνήθως στην Ελλάδα.

[10]                    Η μετατόπιση, τον 18ο αι., της εμπορικής δραστηριότητας από τις νότιες και νοτιανατολικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τις βόρειες και βορειοδυτικές (Σβορώνος (1976), σ.51), που βρισκόταν η μεγάλη μάζα του ελληνικού πληθυσμού, συνέβαλε σημαντικά σε αυτό.

[11]                    Εχει ενδιαφέρον η επισήμανση ότι όσον αφορά την υποδομή και τον εξοπλισμό, στην διάρκεια της κατοχής, η βιομηχανία είχε πληγεί λιγότερο από άλλους τομείς (Σταθάκης (1992, σ.21)).

[12]                    Μία βασική διαμάχη που διαπερνούσε τόσο τους κύκλους των ξένων αποστολών όσο όμως και της ελληνικής αστικής τάξης ήταν αυτή ανάμεσα σε μία μεγαλύτερη κρατική ρύθμιση (π.χ. το “Πρόγραμμα Βαρβαρέσσου” του 1945) ή μία προσφυγή στους αγοραίους μηχανισμούς (π.χ. η Βρετανοελληνική Συμφωνία του 1946). Από την ελληνική πλευρά, κάθε επιλογή σημαδευόταν από προσμείξεις με στοιχεία της αντίθετης που αποτύπωναν τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές συμμαχίες που την υποστήριζαν. Αντίστοιχα, οι όχι σπάνιες αλλαγές κατευθύνσεων του ξένου παράγοντα απηχούσαν διαφοροποιήσεις των διεθνών οικονομικο-πολιτικών δεδομένων (π.χ. Ψυχρός Πόλεμος) όσο και την μόνιμη προσπάθεια του να περιορίσει το βάρος της οικονομικής αφαίμαξης που αντιπροσώπευε η οικονομική “βοήθεια”. Η διαμάχη αυτή συνδέθηκε – αν και όχι ευθύγραμμα παρά μόνο ίσως στην περίπτωση της Αριστεράς (Μπάτσης (1947)) – με το “βιομηχανικό ζήτημα”. Το τελευταίο αφορούσε κατά πόσο η μεταπολεμική οικονομική ανασυγκρότηση θα προωθούσε σε μία συστηματική εκβιομηχάνιση θίγοντας την προπολεμική δομή και τα κατεστημένα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας ή θα ακολουθούσε, έστω παραλλαγμένα, τα προπολεμικά πρότυπα. Η άποψη Μπάτση συνδύαζε τον αυξημένο κρατικό παρεμβατισμό με την στροφή προς την βαρειά βιομηχανία. Επίσης, όμως, η αμερικανική έκθεση Πόρτερ πρότεινε την επιλογή της εκβιομηχάνισης. Αντιθέτως, η έκθεση Βαρβαρέσσου του 1952 προωθούσε τους χώρους των μικρομεσαίων οικονομικών δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα τις κατασκευές και την ελαφρά βιομηχανία.

[13]                   Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι η καθαρή μορφή εμπορευματικού χρήματος – με την συνήθη μορφή του Κανόνα Χρυσού και των παραλλαγών του (αποθέμα χρυσού, συνάλλαγμα χρυσού) – ουσιαστικά λειτούργησε ελάχιστα και πολύ γρήγορα, αν και όχι χωρίς αντιφάσεις και μεταστροφές, αντικαταστάθηκε από το χρήμα αναγκαστικής κυκλοφορίας. Το τελευταίο οδήγησε στην ανάπτυξη των περισότερο εξελιγμένων μορφών γενικού ισοδυνάμου, όπως το πιστωτικό χρήμα. Η επιβολή του χρήματος αναγκαστικής κυκλοφορίας – παρόλο που υιοθετήθηκε εξ ανάγκης και θεωρήθηκε παρέκκλιση από την ορθή πρακτική – στην πράξη προώθησε πιο προωθημένων χρηματικών μορφών  (Δεμαθάς-Καλαφάτης-Σακελλαρόπουλος (1991, κεφ.Α)). Το πιστωτικό χρήμα – ιδιαίτερα στην περίοδο 1877-1928 – λειτούργησε ουσιαστικά σαν δίχτυ προστασίας της εγχώριας συσσώρευσης καθώς μέσω της υπερτίμησης του συναλλάγματος έκανε ακριβότερα και λιγότερο ανταγωνιστικά τα εισαγώμενα προϊόντα. Στις δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες ο κανόνας χρυσού υιοθετήθηκε περίπου στο τελευταίο τρίτο του 19ου αι., όταν είχαν ολοκληρώσει τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό και χρειαζόντουσαν σταθερά πλαίσια διεθνούς εμπορίου. Αντιθέτως, στην Ελλάδα ήταν ακριβώς η απουσία σημαντικής εσωτερικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης – και η συνακόλουθη αδυναμία να ενταχθεί σε μία ανταγωνιστική θέση μέσα στο διεθνές σύστημα, όπως αυτό συγκροτούνταν με τον κανόνα χρυσού – που οδήγησε, στην υιοθέτηση του πιστωτικού χρήματος.

[14]                    Ο Τρικούπης ισχυριζόταν ότι το δασμολόγιο του δεν είχε προστατευτικό χαρακτήρα αλλά αποσκοπούσε απλά στην αύξηση των κρατικών εσόδων (Βεργόπουλος (1978α), σ.109-115). Γι’ αυτό άλλωστε συνάντησε την κριτική ακραιφνών οπαδών του προστατευτισμού. Ανεξαιρέτως όμως προθέσεων, το αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση στην Ελλάδα προστατευτικών πολιτικών. Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη επί Κουμουνδούρου (1867) είχε διαμορφωθεί ένα πρώτο προστατευτικό δασμολόγιο το οποίο όμως υστερούσε σαφώς σε σχέση με αυτό του Τρικούπη.

[15]                    Το 8ωρο στην Ελλάδα νομοθετήθηκε επί Μεταξά με μία σειρά νομικών ρυθμίσεων που το εισήγαγαν και στην συνέχεια το γενίκευσαν σε όλες σχεδόν τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Το 8ωρο νομοθετήθηκε αρχικά με τον βασικό νόμο 3994. Στην συνέχεια ο ν.2269 της 27.6/1.7.1920 επικύρωσε την σύμβαση της διεθνούς διάσκεψης εργασίας της Washington περί 8ωρης καθημερινής και 48ωρης εβδομαδιαίας εργασίας και αφορούσε κυρίως την βιομηχανία, τις κατασκευές και τις μεταφορές. Ακολούθως, με προεδρικά διατάγματα του 1932 (27.6/4.7.1932) και του 1937 επεκτάθηκε στο σύνολο σχεδόν των βιομηχανικών δραστηριοτήτων.

[16]                    Το ναυτιλιακό κεφάλαιο αποτελεί παραγωγική δραστηριότητα, δηλαδή όχι μόνο απασχολεί μισθωτή εργασία αλλά και συμβάλει στη δημιουργία κοινωνικού πλούτου. Αλλωστε, ήδη από την εποχή του Marx οι μεταφορές αναγνωρίζονταν ως ένας παραγωγικός τομέας (“Θεωρίες της Υπεραξίας”, σ.461). Αντιθέτως, οι παραδοσιακές απόψεις περί εξαρτημένου και μεταπρατικού χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού συνήθως χαρακτηρίζουν την εφοπλιστική δραστηριότητα ως μη-παραγωγική. Ανάλογη πορεία – και αντίστοιχες επισημάνσεις – αφορούν το τουριστικό κεφάλαιο. Αποτέλεσε επίσης, από την δεκαετία του ’60, μία διεθνοποιημένη δραστηριότητα του ελληνικού αστισμού. Επιπλέον, συνιστά και αυτό – τουλάχιστον μεταπολεμικά – παραγωγική δραστηριότητα καθώς αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του καλαθιού εμπορευμάτων που ορίζει την αξία της εργασιακής δύναμης.

Σημειωτέον ότι τόσο οι δύο προαναφερθέντες κλάδοι όσο και ο κατασκευαστικός τομέας, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ήταν έντονα συνδεδεμένοι (διακλαδικοί όμιλοι εταιρειών αλλά και διακλαδικές διασυνδέσεις καθώς συνήθως η κατασκευαστικές εταιρείες του ομίλου οικοδομούσαν τα τουριστικά συγκροτήματα, τα οποία αξιοποιούσαν τουριστικά γραφεία και (ναυτιλιακές κυρίως, αλλά όχι μόνο – βλέπε Ολυμπιακή Αεροπορία επί Ωνάση) μεταφορικές δραστηριότητες των ίδιων ομίλων).

44 responses to ““Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;”

  1. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  2. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  3. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  4. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  5. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  6. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  7. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  8. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  9. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  10. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  11. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  12. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  13. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  14. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  15. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  16. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  17. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  18. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  19. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  20. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  21. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  22. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  23. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  24. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  25. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  26. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  27. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  28. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  29. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  30. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  31. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  32. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  33. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” « απέραντο γαλάζιο

  34. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  35. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  36. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  37. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  38. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  39. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  40. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  41. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  42. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  43. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

  44. Παράθεμα: “Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Eίναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;” – MANIFESTUS

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.